Η σκέψη είναι απλώς συσσώρευση μνήμης, συναισθημάτων, εμπειριών και γνώσεων, κι έτσι δεν μπορεί ποτέ να υπάρχει στη σκέψη αληθινή σοφία. Σοφία υπάρχει μόνο όταν υπάρχει σταμάτημα της διαδικασίας της σκέψης χωρίς να έχει άμεσο, πρακτικό λόγο να το κάνει· και αυτό το σταμάτημα της σκέψης μπορεί να υπάρξει μόνο όταν πάρει τέλος η διαδικασία της συσσώρευσης όσων αναγνωρίζονται από το «εγώ» ως «εγώ» και «δικό» μου. Όσο ο νους λειτουργεί στο πεδίο του «εγώ» και του «δικού μου», που είναι απλώς αντίδραση της συσσωρευμένης μνήμης, δεν μπορεί να υπάρξει σοφία. Η σοφία είναι μια κατάσταση αυθορμητισμού που δεν έχει κέντρο, όπου δεν υπάρχει καμιά οντότητα που να συσσωρεύει.
Για ν’ ανακαλύψει κανείς την αλήθεια ενός ερωτήματος, ενός προβλήματος, η μηχανική διαδικασία σκέψης που ξέρουμε πρέπει να πάρει τέλος. Οπότε αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει απόλυτη εσωτερική σιωπή και μόνο τότε θα γνωρίσεις εκείνη τη δημιουργικότητα που δεν είναι μηχανική, που δεν είναι απλώς μηχανική αντίδραση. Η σιωπή, λοιπόν, είναι η αρχή της σοφίας.
Όταν έχεις κάποιο πρόβλημα, η πρώτη σου αντίδραση είναι να σκεφτείς γι’ αυτό· να το αποφύγεις ή να το αρνηθείς, να το αποδεχτείς όπως είναι ή να το εξηγήσεις εντελώς, έτσι δεν είναι; Πάρτε όποιο πρόβλημα σας εμφανιστεί και θα δείτε ότι η άμεση αντίδρασή σας είναι είτε να του αντισταθείτε είτς να το αποδεχτείτε· και αν δεν κάνετε κανένα από τα δύο, το δικαιολογείτε ή το ξεφορτώνεστε με μια εξήγηση.
Όταν λοιπόν μπαίνει (τίθεται) ένα ερώτημα, ο νους σας μπαίνει αμέσως σε κίνηση· αντιδρά αυτόματα σαν μηχανή. Αν όμως θέλετε να λύσετε πραγματικά το πρόβλημα, τότε η άμεση αντίδραση είναι σιωπή, όχι σκέψη. Όταν εμφανίζεται το πρόβλημα και η αντίδρασή σου είναι σιωπή, απόλυτη σιωπή, όντας σιωπηλός βλέπεις αμέσως ότι όπου υπάρχει συσσώρευση γνώσης και εμπειρίας, μνήμη, δεν μπορεί να υπάρξει σοφία. Σοφία σημαίνει αυθορμητισμός και δεν μπορεί να υπάρξει αυθορμητισμός ή εσωτερική ελευθερία όσο υπάρχει συσσώρευση γνώσης, μνήμης. Ένας άνθρωπος, λοιπόν, με συσσωρευμένες εμπειρίες στη μνήμη του δεν μπορεί ποτέ να είναι ένας σοφός άνθρωπος, ένας απλός άνθρωπος. Αλλά ο άνθρωπος που είναι ελεύθερος από τη διαδικασία της συσσώρευσης είναι σοφός· ξέρει τι σημαίνει σιωπή και ό,τι έρχεται μέσα από αυτή τη σιωπή είναι αληθινό.
Αυτή η σιωπή δεν είναι κάτι που μπορεί να καλλιεργηθεί· δεν τη φέρνει κάποια μέθοδος, δεν υπάρχει μονοπάτι γι’ αυτήν, δεν υπάρχει «πώς». Το να ρωτάει κανείς «πώς» σημαίνει να την καλλιεργήσει, πράγμα που είναι απλώς μια μηχανική αντίδραση, μια ανταπόκριση στην επιθυμία να συσσωρεύσουμε σιωπή. Όταν, όμως, κατανοήσεις ολόκληρη τη διαδικασία της συσσώρευσης, που είναι διαδικασία της σκέψης, τότε θα γνωρίσεις εκείνη τη σιωπή από την οποία πηγάζει η δράση, που δεν είναι απλώς αντίδραση· και μπορεί να ζει κανείς σ’ αυτή τη σιωπή όλη την ώρα· μια σιωπή δεν είναι «δώρο», δεν είναι «ικανότητα» − δεν έχει καμία σχέση με «ικανότητες».
Είναι γεγονός ότι προσπαθούμε –ο καθένας μας με διαφορετικό τρόπο− να γίνουμε κάτι, όχι μόνο στην κοινωνία, στον εξωτερικό κόσμο, αλλά πρώτα πρώτα μέσα μας, ψυχολογικά· κι αυτή η ψυχολογική εσωτερική κίνηση επιδρά απόλυτα στην εξωτερική και όχι αντίστροφα. Οι ιδέες είναι ό,τι πιο καταστροφικό, όχι τα γεγονότα. Το γεγονός, λοιπόν, είναι αυτό: η σκέψη έχει χτίσει αυτό το ψυχολογικό οικοδόμημα που βασίζεται στο να γίνει κανείς κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Και ρωτάμε: μήπως αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας του ανθρώπου;
Αν, λοιπόν, αυτή είναι η αιτία, μπορείς να ζεις σ’ αυτό τον κόσμο χωρίς ψυχολογικά να γίνεσαι κάτι; Δεν κάνετε τίποτε άλλο από το να «γίνεστε κάτι», από μικρά παιδιά. Αναρωτιέμαι αν το βλέπετε αυτό. Τώρα ίσως να μου πείτε: «Κι αν δεν γίνω κάτι, τι θα είμαι; Να είμαι σαν φυτό, να μην κάνω τίποτα;» Αλλά έχετε ποτέ ερευνήσει, έχετε εμβαθύνει σ’ αυτό το ερώτημα του να μη γίνετε ψυχολογικά κάτι −που έχει αντίκρισμα κι εξωτερικά− και να μείνετε αυτό που είστε; Σημαίνει το πλήρες ψυχολογικό τέλος της σύγκρισης, της μίμησης, της συμμόρφωσης.
Αν αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας όλων των ανθρώπων −το ότι κάθε άνθρωπος σ’ ολόκληρο τον κόσμο ακολουθεί ακόμα το ίδιο μοντέλο, που έχει θεσπιστεί εδώ και χιλιετίες, είτε ζει σε κάποιο μικρό χωριό είτε σε κάποιο ρετιρέ πολυτελείας−, αν αυτή είναι η αιτία, τότε μπορεί φυσικά και να τελειώσει. Τότε τι είναι ο άνθρωπος; Είναι απλώς τίποτα; Παρακολουθήστε το αυτό προσεκτικά: μήπως είστε κάτι μέσα στη διαδικασία της προσπάθειας να γίνετε αυτό το κάτι; Στο τέλος της προσπάθειας να γίνετε ψυχολογικά κάτι δεν είστε τίποτα. Αναρωτιέμαι αν το συνειδητοποιείτε αυτό. Αλλά αυτό φοβόμαστε.
Αν, λοιπόν, αυτή η προσπάθεια να γίνω ψυχολογικά κάτι είναι η αιτία της δυστυχίας, μήπως αυτή η προσπάθεια «να γίνω» είναι η κίνηση της σκέψης; Για παράδειγμα, θέλω να έχω «αυτογνωσία», θέλω να γνωρίσω τον εαυτό μου. Δείτε την πλάνη όλου αυτού του πράγματος που θέλω να γίνω. Θέλω να γίνω κάποιος που γνωρίζει το «εγώ» του. Θέλω να μάθω τον εαυτό μου και αρχίζω να αναλύω, να παρατηρώ, αρχίζω να αμφισβητώ.
Αυτή η ίδια η παρατήρηση, η ίδια η αμφισβήτηση, η ίδια η κίνηση εσωτερικά, εξακολουθεί να είναι η κίνηση του «να γίνω κάτι». Αναρωτιέμαι αν το βλέπετε αυτό, γιατί ερχόμαστε τώρα σε κάτι βασικό: οποιαδήποτε κίνηση του νου να μη γίνει ή να γίνει κάτι είναι το ίδιο. Το «να γίνω κάτι» είναι κίνηση της σκέψης που λέει: «Αυτό που βλέπω ότι είμαι πρέπει να το σταματήσω και να γίνω κάτι άλλο». Εξακολουθεί, λοιπόν, να είναι πάντα η κίνηση της σκέψης προς μια άλλη κατεύθυνση. Μπορεί αυτή η κίνηση της σκέψης να τελειώσει; Μπορεί η σκέψη να μην κινείται προς καμιά κατεύθυνση και να μείνει ακίνητη;
Το «εγώ» δεν μπορεί να παραιτηθεί. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σωπάσει· και δεν μπορεί να σωπάσει χωρίς να κατανοηθεί η δομή και η σημασία του «εγώ». Η δομή και το νόημα του «εγώ» μπορούν να κατανοηθούν συνολικά και αμέσως ή καθόλου· κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος, δεν υπάρχει άλλος. Αν πεις: «Θα κάνω τις πρακτικές που μου λένε, θα δουλέψω σταδιακά πάνω σ’ αυτό μέχρι που το “εγώ” να πεθάνει», τότε έχεις πέσει σε μια διαφορετικού είδους παγίδα, που την έχει στήσει το ίδιο σου το «εγώ».
Όταν ο νους είναι ακίνητος, ήσυχος, όχι τεχνητά αναγκασμένος να μένει ακίνητος, τότε ανακαλύπτεις ότι υπάρχει μια αίσθηση συνολικής ανασφάλειας στην οποία υπάρχει πλήρης ασφάλεια, επειδή υπάρχει απουσία του «εγώ», του εαυτού, ο οποίος αδιάκοπα μάχεται κάτι ή για κάτι... Σ’ αυτή την ακινησία, κάθε σκέψη, κάθε ανταπόκριση, κάθε αντίδραση, κάθε κίνηση του «εγώ» απομακρύνεται, και αυτό, νομίζω, είναι σημαντικό αν πρόκειται να λύσουμε τα προβλήματά μας στη ζωή.
Το μόνο που μπορεί να κάνει το «εγώ» είναι να γνωρίσει τον εαυτό του. Πρέπει να ξέρει τους περιορισμούς του, τα κίνητρα, τα αισθήματα, τα πάθη, τις σκληρότητες, την έλλειψη αγάπης, και να έχει επίγνωση όλων των δραστηριοτήτων του. Πρέπει κανείς να τα βλέπει όλα αυτά και να παραμένει σιωπηλός, χωρίς να ρωτάει, χωρίς να «ζητιανεύει», χωρίς ν’ απλώνει το χέρι για να πάρει κάτι ψυχολογικά. Αν απλώσεις το χέρι σου ζητιανεύοντας ψυχολογικά, θα μείνεις για πάντα με άδεια χέρια. Αλλά το να γνωρίζεις τον εαυτό σου, τον υποσυνείδητο όσο και το συνειδητό, είναι η αρχή της σοφίας· και το να γνωρίζεις τον εαυτό σου, μ’ αυτή την έννοια, φέρνει ελευθερία. Αυτή η ελευθερία δεν είναι ελευθερία για να μπορέσεις εσύ προσωπικά να έχεις την εμπειρία εκείνης της Πραγματικότητας. Ο άνθρωπος που είναι ελεύθερος δεν είναι ελεύθερος από κάτι ή για κάτι, είναι απλώς ελεύθερος· και τότε, αν εκείνη η κατάσταση Πραγματικότητας θέλει να έρθει, θα έρθει − είναι μάταιο να ψάχνεις εσύ να τη βρεις.
Ο νους είναι σίγουρα και το συνειδητό κομμάτι του, όπως και το υποσυνείδητο. Η θάλασσα δεν είναι μόνο η επιφάνεια του νερού που βλέπεις να αστράφτει όλο ζωντάνια στο ηλιοβασίλεμα· είναι και όλο το βάθος του νερού που κάνει τη θάλασσα. Το ίδιο και ο νους μας, είναι όλο του το περιεχόμενο, είτε έχουμε συνείδησή του είτε όχι. Ο νους είναι τόσο απασχολημένος, τόσο απορροφημένος από τις δραστηριότητές του, που ποτέ δεν αρχίζει να αναρωτιέται για το υποσυνείδητο, να ψάχνει, να ανακαλύπτει, να ψαρεύει μέσα σ’ αυτό. Ξέρουμε τι είναι το υποσυνείδητο· είναι πολύ απλό: είναι τα κίνητρά μας, η συσσωρευμένη γνώση μας, οι φόβοι μας, οι ελπίδες μας, ο σωρός των εμπειριών μας, οι ελπίδες μας, οι πόθοι μας, τα απωθημένα μας, η επιθυμία για την ύπαρξη Θεού και η δημιουργία Θεών − όλα αυτά είναι η συνείδησή μας. Έτσι, το να ξεχωρίζουμε το «εγώ» από το νου δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Δείτε το αυτό, σας παρακαλώ, συνειδητοποιήστε το. Όλο αυτό που είναι η συνείδηση, είναι ο νους, είναι το «εγώ». Το «εγώ» που κάνει μια δουλειά· το «εγώ» που έχει μια γυναίκα ή έναν άντρα, που έχει οικογένεια· το «εγώ» που είναι φιλόδοξο, φθονερό, κτητικό· το «εγώ» που αξιολογεί· το «εγώ» που ακολουθεί μια παράδοση· το «εγώ» που θέλει να βρει την Αλήθεια, την Πραγματικότητα, τον Θεό· το «εγώ» που έχει μικρότητες, που έχει πλεονεξία − όλα αυτά είναι η συνείδηση, ο νους. Αυτή τη συνείδηση μπορεί να την εξυψώνεις και να την ονομάζεις «Άτμαν», «Παράτμαν», «Υπερεγώ» ή όπως θέλετε πείτε το, αλλά όπως κι αν το πεις, είναι πάντα προϊόν χρόνου, είναι πάντα το «εγώ» σου. Τώρα: με αυτό το «εγώ» θέλεις να βρεις κάτι που να είναι πέρα από το ίδιο το «εγώ»· έτσι δεν θα το βρεις ποτέ.
Ο νους είναι εκείνος που δημιουργεί τα προβλήματα· η σκέψη του διαμορφωμένου νου· του νου που είναι επουσιώδης, στενόμυαλος, μισαλλόδοξος· που έχει δημιουργήσει θρησκείες, ιδέες και γνώσεις και που είναι σακατεμένος από τις ίδιες του τις αντιλήψεις, από τη ματαιοδοξία, την απληστία, τις φιλοδοξίες και τις απογοητεύσεις. Ο νους είναι, λοιπόν, εκείνο που πρέπει να κατανοηθεί, και ο νους είναι το «εγώ»· ο νους είναι ο εαυτός − όχι κάποιος «ανώτερος εαυτός». Ο νους επινοεί τον «ανώτερο εαυτό» και μετά λέει ότι εκείνος είναι ένα εργαλείο για τον ανώτερο. Μια τέτοια σκέψη είναι παράλογη, ανώριμη. Ο νους είναι εκείνος που δημιουργεί όλες αυτές τις λεωφόρους φυγής και μετά ξεκινάει από εκεί για να υψώσει το ανάστημά του.
Με οποιαδήποτε σκέψη που είναι κατασκευασμένη και διαμορφωμένη από φιλοσοφία, θρησκεία, γκουρού και τέτοια δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα για κανέναν να είναι ελεύθερο άτομο. Η πιθανότητα να είσαι ελεύθερο άτομο εμφανίζεται μόνο όταν αρχίζεις να κατανοείς τον εαυτό σου και να μαθαίνεις γι’ αυτόν, όχι μέσα από βιβλία, επειδή ο εαυτός σου, το «εγώ» σου –αυτό που είσαι εσύ– δεν μπορεί να κατανοηθεί μέσω κάποιου άλλου. Πρέπει να παρατηρείς τον εαυτό σου· να τον παρατηρείς με διαύγεια, με δύναμη και αποφασισμένη αυστηρή κατεύθυνση στη σχέση σου με τα πάντα γύρω σου και μόνο· εκεί πρέπει να παρατηρείς τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι, τον τρόπο που μιλάς· πώς κοιτάς ένα λουλούδι, ένα δέντρο· τον τρόπο που μιλάς σε κάποιον που βρίσκεται σε κατώτερη θέση από σένα και κάποιον σε ανώτερη, την κίνηση των χεριών σου, των ματιών σου... Όλα θα σου δείξουν αν έχεις κάποια επίγνωσή τους, πώς δουλεύει ο νους σου και ο νους είναι ο εαυτός, το «εγώ». Μπορεί ο εαυτός να επινοεί τον «ανώτερο εαυτό», το «υπερεγώ» ή μπορεί να επινοεί την κόλαση και τον παράδεισο, αλλά πάντα είναι ο εαυτός, το «εγώ».
Υπάρχει διττότητα ανάμεσα στο νου και στον εαυτό; Εάν δεν υπάρχει, πώς μπορεί κανείς να ελευθερώσει το νου από τον εαυτό;
Υπάρχει διττότητα ανάμεσα σε «εμένα», στον εαυτό μου, στο «εγώ» και στο νου μου; Σίγουρα όχι. Ο νους είναι ο εαυτός, το «εγώ». Το «εγώ», ο εαυτός, είναι αυτή η παρόρμηση ζήλιας, φθόνου που νιώθουμε· είναι η παρόρμηση σκληρότητας, βιαιότητας, αυτής της έλλειψης αγάπης, αυτής της ατέλειωτης αναζήτησης γοήτρου, δύναμης, εξουσίας, αυτής της προσπάθειας να είσαι κάποιος· όλα αυτά κάνει κι ο νους, έτσι δεν είναι; Ο νους όλη την ώρα σκέφτεται πώς θα έχει μεγαλύτερη επιτυχία, περισσότερη ασφάλεια, καλύτερη κοινωνική θέση, περισσότερες υλικές ανέσεις, καλύτερη υγεία, αυξημένη δύναμη, πράγματα που όλα ανήκουν στον εαυτό, στο «εγώ». Ο νους, λοιπόν, είναι το «εγώ»· το «εγώ» δεν είναι κάτι χωριστό, παρόλο που μας αρέσει να σκεφτόμαστε ότι είναι, επειδή ο νους μπορεί να ελέγχει τον εαυτό του, μπορεί να παίζει αυτό το παιχνίδι ξανά και ξανά, προσπαθώντας να δαμάσει το «εγώ», να κάνει κάτι γι’ αυτό, πράγμα που είναι το ανώριμο παιχνίδι ενός καλλιεργημένου νου, καλλιεργημένου με το λάθος τρόπο.
Ο νους, λοιπόν, είναι ο εαυτός, το «εγώ», είναι όλη αυτή η δομή της πλεονεξίας· και το πρόβλημα είναι: πώς ο νους θα ελευθερωθεί από τον εαυτό του; Παρακολουθήστε το αυτό, σας παρακαλώ. Αν κάνει κάποια κίνηση να ελευθερώσει τον εαυτό του, είναι και πάλι ο εαυτός, έτσι δεν είναι; Προσέξτε. Εγώ και ο νους μου είμαστε το ίδιο, δεν υπάρχει διαίρεση ανάμεσα στον εαυτό μου και στο νου μου. Το «εγώ», ο εαυτός μου, είναι ζηλόφθονος, φιλόδοξος, είναι ακριβώς ίδιος με το νου μου που λέει: «Πρέπει να μην είμαι ζηλόφθονος, πρέπει να είμαι καλός», διαιρώντας ο ίδιος τον εαυτό του.
Τώρα: όταν το δω αυτό, τι μπορώ να κάνω; Αν ο νους είναι προϊόν του περιβάλλοντος, του φθόνου, της απληστίας, αν είναι προϊόν διαμόρφωσης, τότε τι μπορεί να κάνει κάνεις; Καταλαβαίνετε; Κάθε κίνηση από τη μεριά του νου να ελευθερώσει τον εαυτό του από τη διαμόρφωσή του είναι μια πράξη του «εγώ» που θέλει να ελευθερωθεί για να είναι πιο ευτυχισμένο, να είναι πιο γαλήνιο, πιο κοντά στο δεξί χέρι του Θεού. Βλέπω, λοιπόν, όλο αυτό, ότι ο νους είμαι εγώ· βλέπω όλα τα κόλπα και τις ζαβολιές του νου. Οπότε ο νους μένει ήσυχος, μένει εντελώς ακίνητος, δεν κάνει καμιά κίνηση για να κερδίσει ή να αποφύγει κάτι, γιατί σίγουρα το «εγώ» υπάρχει μόνο στην κίνηση του νου να κερδίσει ή να αποφύγει κάτι. Έτσι ο νους είναι εντελώς ήσυχος. Και σ’ αυτή την ησυχία, σ’ αυτή την ακινησία, υπάρχει ελευθερία από το «εγώ», από τον ίδιο το νου.