Τὸ σχετικό καί τὸ ἀπόλυτο
Ἡ σκηνὴ στὸ λεωφορεῖο, μιὰ πρωϊνὴ ὥρα, ὅταν τὸ ὄχημα πηγαίνει πρὸς τὸ τέρμα τῆς διαδρομῆς μὲ λιγοστοὺς ἐπιβάτες.
Κοντὰ στὸν εἰσπράκτορα κάθεται μιὰ εὔσωμη, μεσόκοπη γυναίκα συνοφρυωμένη, ποὺ ἀδημονεῖ νὰ μιλήσει.
Ἡ συζήτηση μὲ τὸν παρακαθήμενο δὲν ἀργεῖ ν’ἀρχίσει.
Ἡ γυναίκα διηγεῖται ζωηρά, καὶ ἔτσι ὥστε νὰ ἀκούγεται ἀπ’ ὅλους, πῶς τὴν προηγούμενη βραδιὰ τὴν “ἔκλεψε” ἕνας ὁδηγὸς ταξί.
Τὴν ὥρα ποὺ ἀποβιβαζότανε, τοῦ ἔδωσε ἕνα χαρτονόμισμα τῶν πενήντα δραχμῶν γιὰ νὰ κρατήσει τὴν ἀμοιβή του κ’ἐκεῖνος τῆς ἐπέστρεψε δύο κέρματα τῶν εἴκοσι γιὰ ρέστα.
Τὰ κοίταξε στὰ σκοτεινά, καὶ ἦσαν ἴδια.
Στὴν ἁφή, στὸ βάρος, ὅμοια.
Σήμερα ὅμως τὸ πρωὶ ἀνακάλυψε ὅτι μόνο τὸ ἕνα ἦταν γνήσιο.
Καὶ ἐξαγριώθηκε.
Θὰ πάει στὴν ἀστυνομία κλπ. κλπ.
Ὁ παρακαθήμενος ἀκούει ἀπαθὴς τὴ δραματικὴ ἀφήγηση τῆς κυρίας, φαίνεται ἀπορροφημένος ἀπὸ τὶς δικές του ἔγνιες καὶ δὲν δίνει μεγάλη σημασία στὸ γεγονός.
- Ἡ ζημιὰ εἶναι μικρή, τῆς λέει. Πάλι καλὰ ποὺ τὸ ἄλλο εἰκοσάδραχμο εἶναι γνήσιο.
Θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν κι’αὐτὸ ψεύτικο.
Ὁ σωφὲρ ἔδειξε ἀσφαλῶς κάποιαν εὐγένεια...
Ἡ γυναίκα ἐξάπτεται περισσότερο.
- Εἴκοσι δραχμὲς ζημιὰ τὴ θεωρεῖτε ἀσήμαντη;
Ἐμεῖς εἴμαστε ἐπαρχιῶτες καὶ ζοῦμε ἀπὸ ἕνα μικρὸ κατάστημα ψιλικῶν.
Λιανικὴ πούληση.
Τὸ κέρδος μας κάθε φορὰ εἶναι μιὰ -δυὸ δεκάρες.
Δὲν εἴμαστε βέβαια ἄνθρωποι τῆς ἀνάγκης καὶ ξοδεύομε πολλὰ γιὰ τὸ κέφι μας.
Νὰ χάσω ὅμως εἴκοσι δραχμὲς, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν τὸ ὑποφέρω.
Τὸ ἐπιχείρημα συγκίνησε ἕνα τρίτον ἐπιβάτη, καὶ ἡ συζήτηση γενικεύεται.
-Τὶ θὰ πεῖ : τὸ ποσό εἶναι μικρό;
Εἴκοσι δραχμὲς εἶναι εἴκοσι δραχμὲς.
Δὲν τὰ βρίσκει κανεὶς τὰ χρήματα στὸ δρόμο.
Νὰ πᾶτε στὴν Ἀστυνομία, νὰ πιάσει τὸν κακοποιὸ.
Ἐδῶ παρεμβαίνει ὁ εἰσπράκτωρ:
-Γιατί νὰ πάρετε στὸ λαιμό σας τὸν ἄνθρωπο;
Μπορεῖ νὰ μὴ φταίει.
Κάποιος ἄλλος ἐπιβάτης θὰ τοῦ ἔδωσε τὸ ψεύτικο εἰκοσάδραχμο καὶ θὰ τὸ πῆρε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει.
Μὲ τὴν ἴδια ἀπροσεξία τὸ ἔδωσε καὶ σὲ σᾶς.
Αὐτὸς δὲν ἔχει τράπεζα νὰ “κόβει” νομίσματα...
Ἕνας τέταρτος μπαίνει στὴ συζήτηση:
-Ἐγὼ σοῦ λέω ὅτι ὁ σωφὲρ ἀργότερα ἀνακάλυψε πὼς τὸ νόμισμα ποὺ τοῦ ἔδωσαν ἦταν πλαστό.
Τὶ ἤθελες ὅμως νὰ κάμει;
Νὰ τὸ κρατήσει ὁ ἴδιος, καὶ νὰ χάσει τὸ μισό μεροκάματο;
Τόσα στόματα περίμεναν στὸ σπίτι...
Αὐτὴ ὅμως ἡ τολμηρὴ ὑπεράσπιση ἐξοργίζει ἕναν πιὸ ἀπομακρυσμένο ἐπιβάτη.
-Τὶ κουβέντες εἶναι αὐτές; φώναξε.
Ἡ ἀπάτη εἶναι ἀπάτη καὶ ἡ κλεψιὰ κλεψιά.
Πρέπει οἱ κακοποιοὶ νὰ τιμωροῦνται, γιατὶ ἀλλιῶς πάει, θὰ διαλυθεῖ ἡ κοινωνία.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ περιέργεια ἑνὸς σιωπηλοῦ ἕως τότε κυρίου ἔδωσε ἀπροσδόκητη τροπὴ στὸ ἐπεισόδιο.
-Μπορῶ νὰ ἰδῶ, ρώτησε, τὸ κίβδηλο εἰκοσάδραχμο;
Ἡ γυναίκα τὸ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ πορτοφόλι της καὶ τὸ ἔδειξε.
-Ἀγγλικὸ σελίνι εἶναι, παρατήρησε μὲ ἐμβρίθεια ὁ εἰσπράκτωρ.
Κάνει 4 δραχμές.
Ἡ ζημιά σας λοιπὸν περιορίζεται σὲ 16.
Δῶστε τόπο στό κακό.
Κρατήσετε τὸ νόμισμα γιὰ σουβενίρ...
-Ὄχι δὲν εἶναι ἀγγλικό, διόρθωσε ἕνας ἄλλος ἐπιβάτης πού, ὅταν ἄκουσε νὰ γίνεται λόγος γιὰ ξένο νόμισμα, σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του, πλησίασε καὶ μελέτησε τὸ κέρμα.
Εἶναι φράγκο μιᾶς νοτιοαμερικάνικης πολιτείας.
Ἐγώ, ἐπειδὴ μαζεύω ξένα νομίσματα (λέγει στὴν κυρία), σᾶς δίνω εἴκοσι δραχμὲς καὶ τὸ παίρνω, ἄν μοῦ τὸ δίνετε.
Ἡ γυναίκα πῆρε τὶς εἴκοσι “γνήσιες” δραχμὲς χαρούμενη καί ὁ συλλέκτης ἔβαλε στὴν τσέπη του τὸ νόμισμα.
-Εἶναι παλαιὸ καὶ ἀρκετὰ σπάνιο, μοῦ εἰπε καθὼς διασταυρωθήκαμε στὴν ἔξοδο.
Κάνει πολὺ περισσότερα ἀπὸ εἴκοσι δραχμές...
Αμερικανικό φιλμ-ύμνος στην Ελλάδα των 70s: Ομόνοια με συντριβάνια, εισπράκτορες στα λεωφορεία και σληπινγκ-μπανγκ στις ταράτσες...
Αμερικανικό φιλμ-ύμνος στην Ελλάδα των 70s: Ομόνοια με συντριβάνια, εισπράκτορες στα λεωφορεία και σληπινγκ-μπανγκ στις ταράτσες...
Λεπτομέρειες για το βίντεο εδώ
*****
Οἱ ἀναγνῶστες αὐτῆς τῆς στήλης δὲν εἶναι συνηθισμένοι νὰ διαβάζουν ἐδῶ ἀνέκδοτα, καὶ θὰ παραξενευτοῦν.
Πρόθεσή μου ὅμως εἶναι ὄχι νὰ τοὺς ψυχαγωγήσω μ’ἕνα διήγημα, ἀλλὰ νὰ τοὺς κάνω νὰ προσέξουν ἕνα φαινόμενο ποὺ ἔχει δώσει ἀφορμὴ σὲ πολλὲς καὶ βαθυστόχαστες ψυχολογικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς παρατηρήσεις.
Ἡ σκηνὴ ποὺ ἱστόρησα (ἐγγυῶμαι ὅτι πρόκειται γιὰ πραγματικὸ περιστατικὸ) κάνει τὸ πρόβλημά μας συγκεκριμένο καὶ ξεκάθαρο:
Τὸ πῶς κρίνομε καὶ τὸ κριτήριο ποὺ μεταχειριζόμαστε ὅταν ἀποτιμοῦμε μιὰ διάθεση ἤ μιὰ πράξη τῶν συνανθρώπων μας, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο (ἀνάλογα μὲ τὴν ιδιοσυγκρασία, τὴν ἀνατροφὴ καὶ ἐκπαίδευση, τὶς ἐπαγγελματικὲς ἀνάγκες καὶ βλέψεις μας κ.ο.κ.) ἔχομε τοποθετηθεῖ ἀπέναντι στὴ ζωὴ καὶ στὰ ἀγαθά της.
Ὀχτὼ ἄνθρωποι ποὺ συναντῶνται γιὰ λίγη ὥρα ἐντελῶς τυχαία, κρίνουν ἕνα καὶ τὸ ἴδιο γεγονὸς μὲ ὀχτὼ διαφορετικὰ πρίσματα.
Ὁ “παθὼν” ὑποφέρει ἀπὸ τὴ ζημιὰ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προσβολὴ ποὺ ἔπαθε.
Οἱ ἄλλοι βλέπουν τὸ πάθημα ἀπὸ τὴ δική του ὁ καθένας “θέση”.
Ἕνας ἀδιαφορεῖ, ἄλλος ὑπερθεματίζει, ὁ τρίτος καὶ ὁ τέταρτος δικαιολογοῦν τὸν ὑποτιθέμενο ἔνοχο, ἐνῶ οἱ τρεῖς τελευταῖοι παίρνουν ἄλλους δρόμους: τὸν νόμο διαλαλεῖ ὁ πρῶτος, τὴν περιέργειά του ζητεῖ νὰ ἱκανοποιήσει ὁ δεύτερος, καὶ ὁ τελευταῖος (πρακτικότερος ἀπ’ ὅλους) τὸ συμφέρον του.
Ἀνάλογα περιστατικὰ θὰ ἔχει νὰ ἀφηγηθεῖ ὁ καθένας πολλὰ, ἀπὸ τὸ ἄμεσο καὶ ἔμμεσο περιβάλλον του.
Στὶς ἠθικὲς κρίσεις δὲν συμφωνοῦν ὅλοι.
Ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν μέσα στὸ ἴδιο ἱστορικὸ κλίμα καὶ εἶναι ἐνυφασμένοι στὴν ἴδια κοινωνία.
Ἄλλος εἶναι αὐστηρότερος καὶ ἄλλος ἐπιεικέστερος στὶς καταδίκες του· ἄλλος (εἰλικρινὰ ἤ ὑποκριτικὰ) ἀναφέρεται σὲ γενικοὺς κανόνες καὶ ἄλλος προσαρμόζει τὴν ἐτυμηγορία του στὰ συγκεκριμένα γεγονότα, κρίνει κατά περίπτωση· ἄλλος βάζει περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο τὸν ἑαυτό του (τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ συμφέροντά του) στὸ θέμα ποὺ ἐξετάζει κ.ο.κ.
Αὐτὰ γιὰ τὸν τρόπο τῆς κρίσης.
Ὡς πρὸς τὰ μέτρα, ἡ κλίμακα τῶν ποικιλιῶν εἶναι ἐξίσου μεγάλη καὶ πλούσια σέ ἀποχρώσεις.
Τί θὰ συμπεράνομε ἀπὸ τὸ ἀσύμπτωτο τοῦτο;
-- Τὸ ζήτημα ἔχει πολὺ μεγάλη ἔκταση καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ κατάλληλος τόπος οὔτε γιὰ μιὰ συνοπτικὴ ἔκθεση τῶν λύσεων ποὺ ἔχουν κατὰ καιροὺς προταθεῖ.
Ἄς περιοριστοῦμε λοιπὸν σὲ μερικὲς πολὺ γενικὲς καὶ ἁδρὲς γραμμὲς.
Καὶ τοῦτο τὸ πρόβλημα (ὅπως πολλὰ ἄλλα) μὲ δύο μεθόδους μπορεῖ κανείς νὰ τὸ πλησιάσει καὶ νά ἐπιχειρήσει νὰ τὸ λύσει.
Ἡ πρώτη εἶναι εὔκολη: εἴτε νὰ διακηρύξουμε ἁπλοϊκὰ ὅτι ἕνα μόνο ἠθικὸ μέτρο ὑπάρχει (τὸ δικό μας) καὶ κάθε ἐκτροπὴ ἀπ’αὐτὸ σημαίνει πλάνην ἤ διαστροφὴ, εἴτε ἀπὸ ἀπογοήτευση νὰ πέσομε στὸ ἄλλο ἄκρο, νὰ παραδεχτοῦμε δηλαδὴ ὅτι στὶς ἀξιολογήσεις μας τὸ “ὀρθὸ” εἶναι ἁπλὴ φαντασίωση ἤ προσδοκία καὶ ὅλες οἱ κρίσεις ἐξίσου αὐθαίρετες.
Ἡ δεύτερη μέθοδος εἶναι δύσκολη, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀπαιτεῖ περισσότερη περίσκεψη καὶ μετριοπάθεια.
Τὴν ἀκολουθοῦν ὅσοι βλέπουν στὸν ἄνθρωπο ὄχι μόνο τὴν περατότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπεραντοσύνη.
Μὲ τὴ μία του ἰδιότητα ἐγκλωβίζεται μέσα στὴ σχετικότητα· μὲ τὴν ἄλλη ἔχει τὴ λαχτάρα καὶ τὴ γεύση τοῦ ἀπόλυτου.
Δέσμιο καθὼς εἶναι στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο, τὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ τοῦτο ζῶο εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχει παραδοθεῖ στὴ σχετικότητα (τῶν ἀντιλήψεων, τῶν πεποιθήσεων, τῶν προθέσεων).
Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἀπέναντί του ἔχει κλείσει γιὰ πάντα ἡ θύρα τοῦ ἀπολύτου. Στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ σχετικὸ δὲν εἶναι ἡ ἀντίθεση, ἀλλὰ ἕνα μέρος τοῦ ἀπολύτου, ὅπως καὶ τὸ ἐφήμερο εἶναι ὄχι ἄρνηση, ἀλλὰ διαβατικὴ πραγμάτωση τοῦ αἰωνίου.
Ἐὰν μὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ κοιτάξομε τὸ θέμα μας, ἐὰν δηλαδὴ θεωρήσομε τὸ ἀπόλυτο (νόημα, μέτρο, ἀξία) ὄχι ὑπέρβαση ἀλλὰ σύνοψη καὶ συμπερίληψη, ὁλοκλήρωση τῶν σχετικῶν ἀποτιμήσεων ποὺ ἐπιχειρεῖ τὸ πνεῦμα μας - ὁμολογῶ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη αὐτὴ ἡ τοποθέτηση, γιατὶ ὁ κοινὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται καὶ σκέπτεται “διαζευκτικὰ”, ὄχι “συζευκτικὰ” -τότε θὰ δώσομε στὸ πρόβλημα ποὺ ἐξετάζομε μιὰ λύση ποὺ μπορεῖ ἴσως νὰ φαίνεται παράδοξη, ἔχει ὅμως ἀναμφισβήτητα βάθος καὶ μεγαλοσύνη.
Θὰ εἰποῦμε λ.χ. περιορίζοντας τὴ συζήτηση στὸ συγκεκριμένο μας παράδειγμα (τὴ διένεξη τοῦ λεωφορείου) ὅτι ὅλες οἱ κρίσεις ποὺ διατυπώθηκαν περιέχουν ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν ἀποτελοῦν ὅλη τὴν ἀλήθεια. καθεμιά τους παρουσιάζει τὴν ἄποψη ποὺ δίνει ἕνα γεγονὸς ἀπὸ ὁρισμένη θέση.
Εἶναι ἐπομένως σχετική.
Ὄχι ὅμως καὶ αὐθαίρετη, ἀφοῦ ἐκφράζει μιὰ στάθμιση τῶν πραγμάτων δυνατὴ καὶ εὔλογη.
Κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτὴ, προσεγγίσεις (ἄλλοτε περισσότερο καὶ ἄλλοτε λιγότερο εὐτυχεῖς) πρὸς τὸ ἀπόλυτο εἶναι οἱ σχετικὲς ἀποτιμήσεις μας.
Ἄλλη τὸ πλησιάζει πιὸ πολὺ καὶ ἄλλη πιὸ λίγο· ὅλες ὅμως ἔχουν κάτι ἀπὸ τὸ κῦρος του, καὶ γι’αὐτὸ πείθουν.
Στὴν περιοχὴ τῆς αὐθαιρεσίας (τῆς πλάνης ἤ τῆς ἀπάτης) ξεπέφτουν, ὅταν ἡ καθεμιὰ διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό της ὁλόκληρο τὸ χῶρο τῆς ἐμπιστοσύνης μας.
Τὸ μέρος πρέπει νὰ διατυπώνεται καὶ νὰ γίνεται δεκτὸ ὡς μέρος· τότε εἶναι ἀλήθεια.
Ὅταν ἐμφανίζεται καὶ χειρονομεῖ ὡς ὅλον, γίνεται ψεῦδος.