Στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου «Πράξεις Ἀποστόλων» ο ευαγγ. Λουκάς αναφέρεται σε ένα από τα πολλά περιστατικά που οδήγησαν τους αποστόλους μπροστά στο κριτήριο της εξουσίας. Η σχέση του χριστιανισμού με την εξουσία ήταν πολύ «στενή» από τα πρώτα χρόνια, μόνο που τότε οι πρώτοι χριστιανοί ήταν πάντοτε απέναντι στην εξουσία και θύματα των κατασταλτικών μεθόδων της.
Καθόλου παράξενο αυτό. Η εξουσία από τη φύση της στέκει απέναντι από τον άνθρωπο και προσπαθεί να του επιβληθεί. Προσπαθεί να περιορίσει ή ακόμη και να εξαφανίσει κάθε αντίθετη, κάθε διαφορετική γνώμη.
Η εξουσία, ακόμη και η πιο σωστή, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού. Πρέπει να τον πείσει να υποταχθεί και να την αποδεχθεί, ανεξάρτητα από την θέλησή του.
Από την άλλη μεριά η πίστη που έφερε στον κόσμο μας ο Χριστός έχει άλλες προτεραιότητες: την αγάπη, το σεβασμό, την κατανόηση, την αλληλεγγύη και πολλά άλλα.
Στο 5ο κεφάλαιο των Πράξεων μαθαίνουμε ότι οι Σαδδουκαίοι συνέλαβαν τους αποστόλους και τους έκλεισαν στη φυλακή. Άγγελος Κυρίου, αφού τους απελευθέρωσε, τους προέτρεψε να συνεχίσουν να κηρύττουν το λόγο του Θεού δημόσια, παρά την αντίδραση του επίσημου ιουδαϊσμού. Οι απόστολοι, χωρίς να χάσουν χρόνο, αμέσως, το ίδιο πρωινό που τους είχε απελευθερώσει ο άγγελος, πήγαν στο ναό και ξεκίνησαν πάλι να διαδίδουν το λόγο του Θεού.
Οι ιουδαϊκές αρχές, το ίδιο πρωί, συγκάλεσαν το Συνέδριο για να τους δικάσουν. Όταν έψαξαν στη φυλακή δεν τους βρήκαν εκεί, παρά το ότι οι θύρες ήταν κλειστές και οι φρουροί στις θέσεις τους. Ενώ απορούσαν σχετικά με το τι είχαν γίνει οι κρατούμενοι, πληροφορήθηκαν ότι εκείνοι βρίσκονταν στο ιερό και δίδασκαν δημόσια το ευαγγέλιο. Αφού τους έφεραν μπροστά στο Συνέδριο, με προσοχή για να μην αντιδράσει ο λαός, τους έστησαν ενώπιόν τους και τους μίλησαν με μεγάλη αυστηρότητα λέγοντας «γεμίσατε την Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία σας και μας καθιστάτε υπεύθυνους για το θάνατο του Ιησού». Τότε ο απ. Πέτρος πήρε το λόγο εξ ονόματος όλων των αποστόλων και απάντησε λέγοντας «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις».
Τι στάση, λοιπόν, πρέπει να τηρούμε εμείς;
Η φράση αυτή δίνει το στίγμα της σχέσης μας με την κάθε εξουσία και ιδιαίτερα με αυτή που έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα του Θεού. Σε κάθε περίπτωση είναι υποχρέωσή μας να σεβόμαστε τον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Ο απ. Πέτρος με την προσθήκη της λέξης «μᾶλλον» δεν απορρίπτει συνολικά κάθε εξουσία, αλλά τονίζει ότι πρέπει να υπακούμε σε αυτήν μέχρι ενός ορίου. Ποιο είναι αυτό το όριο; Φρονούμε ότι το όριο ξεπερνιέται όταν η εξουσία και οι υπηρέτες της αρνούνται να δουν στο πρόσωπο του συνανθρώπου τους την εικόνα του Θεού, καθώς μόνο σε αυτή την περίπτωση έχουμε πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο στον κόσμο μας; Είναι δυνατό να δούμε τον άλλο ως εικόνα του Θεού ή πρόκειται για μία ουτοπική ελπίδα;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μία δύσκολη και όχι πολύ συνηθισμένη κατάσταση. Ευθύνη και υποχρέωσή μας είναι να προσεγγίσουμε τον άλλο μέσα από αυτό το πρίσμα, διασώζοντας όχι τόσο το σεβασμό προς το πρόσωπό του, καθώς αυτός μπορεί να τον διατηρεί ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες, αλλά κυρίως προς τον εαυτό μας, καθώς η ανοίκεια συμπεριφορά μας καταρρακώνει τα στοιχεία της εικόνας του Θεού που εμείς φέρουμε ως πλάσματά Του.
Βλέποντας αυτές τις ημέρες βίντεο με στιγμιότυπα και μαρτυρίες από τις δίκες των βασανιστών της περιόδου της Χούντας, προσπαθώ διακρίνω στα πρόσωπα των θυμάτων και των βασανιστών στοιχεία που να με βοηθήσουν να καταλήξω ποιον πρέπει να λυπηθώ περισσότερο.
Πάντα καταλήγω ότι αξιολύπητοι, αξιοθρήνητοι, είναι οι τελευταίοι, οι βασανιστές. Από αυτή τη σύγκρουση ο νικητής είναι το θύμα. Μπορεί να είναι κουρελιασμένο σωματικά και ταλαιπωρημένο ψυχολογικά, αλλά, αν μάλιστα, κατορθώσει να αντισταθεί, είναι αναμφίβολα ο νικητής. Είναι νικητής ακόμη και αν καταφέρει να αντισταθεί στην άσκηση της βίας έστω για λίγο.
Νικητής δεν είναι αυτός που υψώνει το τρόπαιο, αλλά αυτός που εμμένει στα ιδανικά του, έστω και για λίγο μόνο.
Ο άνθρωπος που βασανίζει το συνάνθρωπό του πόσα στοιχεία ανθρωπιάς μπορεί να διαθέτει; Αυτός που ασκεί βία, σωματική ή ψυχολογική, σε έναν ανυπεράσπιστο άνθρωπο που σύρεται ως πρόβατο για σφαγή στα χέρια του, μπορεί να είναι ποτέ νικητής; Μήπως η βία που ασκεί τελικά είναι έκφραση της δικής του αδυναμίας;
Τι δείχνει η αμετανοησία τους; Εμμονή ή φόβο; Φόβο να αντιμετωπίσουν τον ίδιο τον εαυτό τους. Φόβο να παραδεχθούν ότι «πήραν τη ζωή τους λάθος». Φόβο να ζητήσουν από τα θύματά τους έστω και μία απλή επιφανειακή «συγγνώμη» για τα μάτια του κόσμου.
Κοίταξαν, άραγε, έστω για μία στιγμή τα θύματά τους στα μάτια; Οι κραυγές τους κατά τη δίκη εξέφραζαν την πίστη τους σε κάποια ιδανικά ή την πλήρη, καθολική απουσία ιδανικών; Μήπως με αυτές προσπαθούσαν να καλύψουν τον τρόμο του κενού που κουβαλούσαν μέσα τους;
Οι άνθρωποι αυτοί πειθάρχησαν στον ανθρώπινο νόμο και αδιαφόρησαν για το θεϊκό. Αντίθετα οι απόστολοι πειθάρχησαν στο θεϊκό νόμο και έθεσαν σε δεύτερη μοίρα τον ανθρώπινο.
Ποια από τις δύο επιλογές ήταν η καλύτερη;
Ποια από τις δύο επιλογές είναι η καλύτερη για εμάς;