Ζούσε, αξιότιμες δέσποινες, στην Ιμόλα κάποιος παλιάνθρωπος και ολότελα διεφθαρμένος ονόματι Μπέρτο ντέλα Μάσα. Τα αισχρά έργα του, πολύ γνωστά στους Ιμολέζους, τον έφεραν σε τέτοια ανυποληψία που όχι μόνο το ψέμα, αλλά και την αλήθεια αν έλεγε στην Ιμόλα, κανένας δεν θα τον πίστευε. Όταν κατάλαβε πως οι βρωμιές του δεν είχαν πια εκεί πέραση, μέσα στην απελπισία του κατέφυγε στην Βενετία, άντρο κάθε κακού, όπου σκέφτηκε να βρει άλλον τρόπο για να συνεχίσει τις κακοήθειές του, που δεν μπορούσε πια να κάνει σ’ άλλον τόπο.
Προσποιήθηκε πως είχε τύψεις συνείδησης για τα αίσχη που είχε προηγούμενα διαπράξει, ξαφνικά έδειξε υπέρτατη ταπεινοφροσύνη και πως έγινε καθολικότερος και από τον πάπα, τελικά τα κατάφερε και έγινε φραγκισκανός καλόγερος και ονομάστηκε αδελφός Αλμπέρτο ντα Ιμόλα. Φόρεσε το ράσο και άρχισε να καμώνεται πως διάγει ασκητική ζωή και πολύ να εξαίρει την μετάνοια και την αποχή, δεν έτρωγε κρέας και δεν έπινε κρασί όταν δεν ήταν του γούστου του.
Κανένας ωστόσο δεν σκέφτηκε πως από ληστής, ρουφιάνος, πλαστογράφος, φονιάς, ξαφνικά έγινε σπουδαίος ιεροκήρυκας, χωρίς γι’ αυτό να έχει εγκαταλείψει τα παλιά ελαττώματά του, όταν μπορούσε στα κρυφά να τα ικανοποιεί. Επιπλέον έγινε και παπάς και, όταν λειτουργούσε μπροστά στο ιερό, όταν έβλεπε πολύ κόσμο στην εκκλησία, έκλαιγε για τα πάθη του Σωτήρα σαν να είχε έτοιμα στην τσέπη του τα δάκρυα. Με λίγα λόγια, με τα κηρύγματα και τα δάκρυά του κατάφερε τόσο πολύ να εξαπατήσει τους Βενετούς ώστε σχεδόν σε κάθε διαθήκη αναφερόταν εκτελεστής και καταπιστευματοδόχος και έγινε θεματοφύλακας των χρημάτων πολλών, εξομολογητής και σύμβουλος σχεδόν των περισσότερων αντρών και γυναικών και, αυτά κάνοντας, έγινε από λύκος ποιμένας και η φήμη της αγιότητάς του σ’ εκείνα τα μέρη ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από τη φήμη του Αγίου Φραγκίσκου στην Ασίζη.
Έτυχε λοιπόν μια κουφιοκέφαλη και ανόητη νεαρή ονόματι Λιζέτα ντέι Κουιρίνι, γυναίκα ενός μεγαλέμπορα που είχε πάει με τις γαλέρες στη Φλάντρα, να έρθει μαζί με άλλες γυναίκες σ’ αυτόν τον άγιο καλόγερο για να εξομολογηθεί. Γονάτισε και, σαν Βενετή που ήταν, και όλοι τους άντρες – γυναίκες είναι ελαφρόμυαλοι, ματαιόδοξοι και φλύαροι, είχε κιόλας πει αρκετές από τις πράξεις της όταν ο πάτερ Αλμπέρτο τη ρώτησε αν είχε εραστή.
– Ε, δέσποτά μου, δεν έχετε μάτια στο κεφάλι; Τα κάλλη μου σας φαίνονται σαν εκείνα των άλλων; Πλήθος θα’ χα εραστές αν ήθελα˙ αλλά τα κάλλη μου δεν είναι για να τα χαρεί όποιος – όποιος. Από τις όμορφες που βλέπετε, ποια έχει τα δικά μου κάλλη, που θα ομόρφαιναν ακόμη και τον παράδεισο;
Είπε και πολλά άλλα τέτοια ακόμη για την ομορφιά της που σ’ έπιανε αηδία να την ακούς.
Ο καλόγερος αμέσως κατάλαβε με τι κουτορνίθι είχε να κάνει, νόμισε το έδαφος πρόσφορο για το υνί του και ξαφνικά σφόδρα την ερωτεύτηκε. Φύλαξε για ευθετότερο χρόνο τις κολακείες και, για να φανεί άγιος αυτή τη φορά, άρχισε τάχα να την επιτιμά και να της λέει πως όσα είχε πει ήταν ματαιοδοξία και άλλα τέτοια. Σ’ αυτά η γυναίκα τού απάντησε πως ήταν στουρνάρι και πως δεν ήξερε να ξεχωρίσει ομορφιά από ομορφιά. Αλλά ο καλόγερος, μη θέλοντας πάρα πολύ να τη συγχύσει, τελείωσε την εξομολόγηση και την άφησε να φύγει με τις άλλες.
Ύστερα από μερικές μέρες πήρε έναν πιστό του φίλο και πήγε στο σπίτι της Λιζέτας, την τράβηξε σ’ ένα δωμάτιο, όπου δεν μπορούσε να τους δει κανείς, έπεσε γονατιστός μπροστά της και τής είπε:
– Δέσποινα, για όνομα του Θεού σάς παρακαλώ να με συγχωρέσετε για εκείνο που την Κυριακή σας είπα, όταν μου μιλούσατε για την ομορφιά σας γιατί τόσο άγρια τιμωρήθηκα την ίδια νύχτα που από το κρεβάτι μόνο σήμερα κατόρθωσα να σηκωθώ.
Τότε η κουτή γυναίκα ρώτησε:
– Και ποιος γι’ αυτό τόσο πολύ σάς τιμώρησε;
Ο καλόγερος είπε:
– Θα σας το πω. Ενώ προσευχόμουν τη νύχτα, όπως συνηθίζω πάντα να κάνω, είδα ξαφνικά μέσα στο κελί μου μια μεγάλη λάμψη και, πριν προλάβω να γυρίσω να δω τι ήταν, είδα πάνω μου έναν ωραιότατο νέο μ’ ένα χοντρό ρόπαλο στο χέρι, μ’ άρπαξε από το ράσο και με τράβηξε στα πόδια του και τόσες μού έδωσε που μού έσπασε όλα τα κόκαλα. Όταν τον ρώτησα γιατί το έκανε αυτό, μού απάντησε: «Γιατί τόλμησες σήμερα να επιτιμήσεις τα ουράνια κάλλη τής δέσποινας Λιζέτας που εγώ την αγαπώ, ύστερα από τον Θεό, περισσότερο από καθετί άλλο». Τότε τον ρώτησα: «Ποιος είστε;» Και μου απάντησε πως ήταν ο άγγελος Γαβριήλ. Εγώ είπα: «Ω, κύριέ μου, σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε». Και τότε αυτός μου είπε: «Σε συγχωρώ, αλλά με τον όρο πως θα πας, αμέσως μόλις μπορέσεις, σπίτι της και θα ζητήσεις να σε συγχωρέσει˙ αν δεν σε συγχωρέσει, θα ξαναγυρίσω εδώ και θα σου δώσω τόσες που θα σε κάνω να βογκάς σ’ όλη σου τη ζωή στον κόσμο τούτο». Κι εκείνο που κατόπιν μου είπε δεν τολμώ να σας το πω αν πρώτα δεν με συγχωρέσετε.
Γυναίκα ματαιόδοξη και μωρόχαυλη, πολύ χάρηκε ακούγοντας αυτά τα λόγια και τα πήρε για αλήθεια˙ ύστερα από λίγο είπε:
– Εγώ καλά σας το ’λεγα, πάτερ Αλμπέρτο, πως τα κάλλη μου είναι ουράνια˙ αλλά, ο Θεός βοηθός, πολύ λυπάμαι για σας και, για να μην κακοπάθετε απ’ εδώ και πέρα, σας συγχωρώ αν πραγματικά μου πείτε αυτό που σας είπε ο άγγελος.
Ο καλόγερος είπε:
– Δέσποινα, αφού με συγχωρέσατε, ευχαρίστως θα σας το πω. Αλλά σας τονίζω πως αυτό που θα σας πω πρέπει καλά να το φυλάξετε μέσα σας και να μην το πείτε απολύτως σε κανέναν αν δεν θέλετε να διακινδυνεύσετε την καλή σας μοίρα, εσείς που είστε σήμερα η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο. Ο άγγελος Γαβριήλ μού είπε να σας πω ότι τόσο τού αρέσετε που πολλές φορές θα ερχόταν να μείνει κοντά σας τη νύχτα αν δεν φοβόταν μη σας τρομάξει. Τώρα ευαγγελίζεται μ’ εμένα σ’ εσάς ότι θέλει να ’ρθει μια νύχτα σπίτι σας και να μείνει λίγο μαζί σας˙ επειδή όμως είναι άγγελος κι αν έρθει με τη μορφή αγγέλου δεν θα μπορέσετε να τον αγγίξετε, λέει πως, για να σας ευχαριστήσει, θέλει να ’ρθει με τη μορφή ανθρώπου και γι’ αυτό λέει να τού παραγγείλετε πότε θέλετε να ’ρθει και με ποιανού τη μορφή και θα ’ρθει˙ γι’ αυτό και μπορείτε να θεωρείτε τον εαυτό σας σαν τη μακαριότερη στον κόσμο γυναίκα.
Τότε η ηλίθια είπε πως πολύ την ευχαριστούσε που την αγαπούσε ο άγγελος Γαβριήλ γιατί και αυτή πολύ τον αγαπούσε και δεν έτυχε ποτέ να μην τού ανάψει κερί όπου έβλεπε το εικόνισμά του˙ όποια ώρα ήθελε να έρθει, θα ήταν πάντα καλόδεκτος και θα την έβρισκε ολομόναχη στην κάμαρή της˙ αλλά με την συμφωνία πως δεν θα την παρατούσε για χατίρι τής Παρθένας Μαρίας, που, όπως τής είχαν πει, πάρα πολύ την αγαπούσε, και αυτό φαινόταν από μόνο του γιατί, όπου κι αν τον έβλεπε, τον έβρισκε γονατιστό μπροστά της, και κατά τα άλλα πως ήταν στο χέρι του να ’ρθει μ’ οποιαδήποτε μορφή ήθελε, αρκεί να μην την τρόμαζε.
Τότε ο καλόγερος είπε:
– Δέσποινα, μυαλωμένα μιλάτε κι εγώ θα τακτοποιήσω μαζί του το ζήτημα καταπώς είπατε. Αλλά μπορείτε να μου κάνετε μια μεγάλη χάρη, που δεν θα σας στοιχίσει και τίποτε, την εξής: να θελήσετε να έρχεται με το σαρκίο μου. Και ακούστε σε τι θα μου κάνετε χάρη: ο άγγελος θα βγάζει τη ψυχή μου από το σώμα μου και θα τη βάζει στον παράδεισο, θα μπαίνει μέσα μου και, όση ώρα θα βρίσκεται μαζί σας, τόση θα βρίσκεται και η ψυχή μου στον παράδεισο.
Τότε η αγαθιάρα είπε:
– Ευχαρίστως. Δέχομαι να σας προσφέρω αυτή την ευχαρίστηση για το ξύλο που σας έδωσε εξαιτίας μου.
Τότε ο καλόγερος είπε:
– Φροντίστε λοιπόν να βρει απόψε την πόρτα του σπιτιού σας ξεκλείδωτη, για να μπορέσει να μπει μέσα, γιατί ερχόμενος με σαρκίο, όπως πρόκειται να ’ρθει, δεν θα μπορούσε να μπει παρά μόνο διαβαίνοντας πόρτα.
Η γυναίκα αποκρίθηκε πως έτσι θα έκανε. Ο καλόγερος έφυγε κι αυτή ένιωσε τόσο μεγάλη χαρά που δεν την χωρούσαν τα ρούχα της, αιώνες της φαίνονταν οι ώρες μέχρι να έρθει ο άγγελος Γαβριήλ. Ο καλόγερος, με τη σκέψη πως σαν καβαλάρης και όχι άγγελος θα πήγαινε το βράδυ, με γλυκίσματα και άλλα κατάλληλα πράγματα βάλθηκε να καρδαμώσει, μη και σταθεί αδύναμος και τον πετάξει από πάνω της η φοράδα. Πήρε άδεια εξόδου, και μ’ έναν σύντροφό του, σαν νύχτωσε, πήγε στο σπίτι μιας φιλενάδας του, που το χρησιμοποιούσε για αφετηρία, όταν επρόκειτο να τρέξει με τις φοράδες του, και απ’ εκεί, όταν έκρινε κατάλληλη την ώρα, μεταμφιεσμένος πήγε στο σπίτι τής γυναίκας, μπήκε μέσα, με τα σύνεργά του μεταμορφώθηκε σ’ άγγελο, ανέβηκε πάνω και χώθηκε στη κρεβατοκάμαρή της.
Η Λιζέτα, μόλις είδε το πάλλευκο σχήμα, αμέσως γονάτισε μπροστά του και ο άγγελος την ευλόγησε, τη σήκωσε όρθια και της έκανε νόημα να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Πολύ πρόθυμα και γρήγορα υπάκουσε, και ο άγγελος βρέθηκε σε λίγο πλάι στην αφοσιωμένη δούλη του. Ο καλόγερος ήταν ομορφάντρας και γεροδεμένος, σφριγηλότατος και επιδέξιος καβαλάρης, έτσι, σαν ζύγωσε τη γυναίκα, που ήταν δροσάτη και αβρή, κάνοντας διαφορετικό από τον άντρα της καβαλίκεμα, πολλές φορές τη νύχτα πέταξε χωρίς φτερά, ενώ η Λιζέτα ξεφώνιζε ευτυχισμένη και επιπλέον της τράβηξε και μια γερή κατήχηση για την επουράνια δόξα. Κόντευε πια το χάραμα και έπρεπε να γυρίσει στο μοναστήρι, μ’ όλα του τα σύνεργα έφυγε από το σπίτι και πήγε στον σύντροφό του, στον οποίο, μην του τύχει και φοβηθεί μόνος του τη νύχτα, είχε κρατήσει ευχάριστη συντροφιά η καλή οικοδέσποινα.
Αφού έφαγε, η γυναίκα πήρε την παρέα της και πήγε στον καλόγερο, του είπε τα νέα από τον άγγελο Γαβριήλ, ό,τι είχε ακούσει από το στόμα του για τη δόξα της αιώνιας ζωής πως ήταν καμωμένη και πρόσθεσε σ’ αυτά ένα σωρό δικά της παραμύθια.
Σ’ αυτήν ο καλόγερος είπε:
– Δέσποινα, εγώ δεν ξέρω πως τα περάσατε με τον άγγελο˙ αλλά ξέρω καλά πως τη νύχτα ήρθε κοντά μου και του είπα τα λόγια σας, ξαφνικά μετέφερε τη ψυχή μου μέσα σε τόσα λουλούδια και τόσα τριαντάφυλλα που ποτέ μου τόσα δεν είδα εδώ κάτω και έμεινα σ’ ένα από τα πιο ευχάριστα μέρη που μου ’τυχε ποτέ μέχρι τα χαράματα˙ τι έγινε με το κορμί μου, δεν το ξέρω.
– Μα δεν σας το ’πα; έκανε η γυναίκα. Το κορμί σας έμεινε όλη νύχτα στην αγκαλιά μου με τον άγγελο Γαβριήλ˙ κι αν δεν με πιστεύετε, κοιτάξτε κάτω από την αριστερή ρόγα σας, όπου σας έδωσα ένα πολύ ρουφηχτό φιλί, που το σημάδι του θα φαίνεται πολλές μέρες.
Τότε ο καλόγερος είπε:
– Πάει καλά, σήμερα θα κάνω κάτι που δεν έκανα από πολύν καιρό, θα γυμνωθώ για να δω αν λέτε την αλήθεια.
Αφού φλυάρισαν κάμποσο, η γυναίκα γύρισε στο σπίτι της˙ σ’ αυτό με τη μορφή αγγέλου ο καλόγερος πήγε πολλές φορές χωρίς να του τύχει τίποτε άσχημο.
Ωστόσο μια μέρα που η Λιζέτα ήταν με μια κουμπάρα της και μαζί συζητούσαν για κάλλη και ομορφιές, για ν’ ανεβάσει την ομορφιά της πάνω απ’ όλες, καθώς ήταν κουφιοκέφαλη, είπε:
– Αν ήξερες σε ποιον αρέσουν τα κάλλη μου, μα την αλήθεια θα το βούλωνες για των άλλων γυναικών.
Η κουμπάρα, περίεργη ν’ ακούσει, καθώς καλά την ήξερε, είπε:
– Αγαπητή μου, μπορείς να λες και την αλήθεια, μα δεν ξέρω ποιος είναι κανείς τόσο εύκολα γνώμη.
Τότε η γυναίκα, που εύκολα παρασυρόταν σε φλυαρίες, είπε:
– Κουμπάρα, και να το κρατήσεις μυστικό, είναι ο άγγελος Γαβριήλ, ξετρελάθηκε μαζί μου, μ’ αγαπά περισσότερο από τον εαυτό του γιατί, όπως μου λέει, είμαι η ωραιότερη γυναίκα στη γη και στον ουρανό.
Η κουμπάρα παραλίγο να ξεσπάσει σε γέλια, αλλά συγκρατήθηκε, για να την κάνει να πει ακόμη περισσότερα, και είπε:
– Μα το Θεό, κουμπάρα, αν ο άγγελος Γαβριήλ είναι ξετρελαμένος μαζί σου και σου το είπε, έτσι πρέπει να είναι˙ αλλά δεν πίστευα πως οι άγγελοι κάνουν τέτοια πράγματα.
Η γυναίκα είπε:
– Κουμπάρα, λάθος κάνεις. Μα το Χριστό, το κάνει καλύτερα από τον άντρα μου και μου λέει πως το κάνουν κι εκεί πάνω˙ αλλ’ επειδή εγώ του φαίνομαι ομορφότερη απ’ οποιαδήποτε στον ουρανό, μ’ ερωτεύτηκε και πολύ συχνά έρχεται σ’ εμένα, κατάλαβες τώρα;
Η κουμπάρα, σαν έφυγε από τη Λιζέτα, τρωγόταν να το ξεφουρνίσει μια ώρα γρηγορότερα˙ και, όταν σε λίγο βρέθηκε σε μια γιορτή παρέα μ’ άλλες πολλές γυναίκες, τους τα διηγήθηκε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Αυτές οι γυναίκες το είπαν στους άντρες τους και σ’ άλλες γυναίκες κι εκείνες σ’ άλλες και έτσι σε λιγότερο από δύο μέρες το ’ξερε το μυστικό όλη η Βενετία. Έφτασε και στ’ αφτιά των κουνιάδων της, οι οποίοι χωρίς τίποτε να της πουν, το έβαλαν μέσα τους ν’ ανακαλύψουν αυτόν τον άγγελο και να μάθουν αν ήξερε να πετάει˙ και πολλές νύχτες έστησαν καρτέρι.
Κάτι πήρε και το αφτί του καλόγερου απ’ όλο αυτό το σούσουρο, και μια νύχτα πήγε για να μαλώσει τη γυναίκα, αλλά μόλις είχε γδυθεί, οι κουνιάδες της, που τον είχαν δει να έρχεται, άρχισαν να χτυπούν στην πόρτα της κρεβατοκάμαρης και να προσπαθούν να την ανοίξουν. Ο καλόγερος άκουσε την φασαρία και κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, πετάχτηκε από το κρεβάτι και, μη βλέποντας άλλη διέξοδο, άνοιξε ένα παράθυρο που έβλεπε στο μεγαλύτερο κανάλι και απ’ εκεί ρίχτηκε στο νερό. Το βάθος ήταν μεγάλο και ήξερε καλό κολύμπι, έτσι δεν έπαθε κανένα κακό˙ κολυμπώντας, έφτασε στην άλλη όχθη, σ’ ένα σπίτι, που βρήκε ανοιχτό, γρήγορα χώθηκε μέσα και ικέτεψε το νοικοκύρη για την αγάπη του Θεού να τον λυπηθεί και να του σώσει τη ζωή και του αράδιασε ένα σωρό ψευτιές πως βρέθηκε εκεί τέτοια ώρα γυμνός. Ο καλός άνθρωπος τον λυπήθηκε, αλλά έπρεπε να πάει στη δουλειά του, τον έβαλε στο κρεβάτι του και του είπε να μείνει μέχρι τον γυρισμό του˙ τον κλείδωσε μέσα και έφυγε για την δουλειά του.
Οι κουνιάδοι τής γυναίκας, σαν μπήκαν στην κρεβατοκάμαρη, διαπίστωσαν πως ο άγγελος Γαβριήλ, αν κι είχε εκεί αφήσει τα φτερά του, είχε πια πετάξει. Μάλλον ντροπιασμένοι, πέταξαν μια μεγάλη βρισιά στη γυναίκα, την άφησαν απαρηγόρητη και γύρισαν στο σπίτι τους με τα σύνεργα του αγγέλου. Στο μεταξύ ξημέρωσε και ο καλός άνθρωπος βρισκόταν στο Ριάλτο, όταν άκουσε να λένε πως ο άγγελος Γαβριήλ είχε πάει νύχτα να πλαγιάσει με την ντόνα Λιζέτα, τον ανακάλυψαν οι κουνιάδοι της και από το φόβο του ρίχτηκε στο κανάλι, αλλά δεν ήξεραν τι είχε απογίνει. Αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν ο άνθρωπος που βρισκόταν σπίτι του. Γύρισε εκεί, τον αναγνώρισε και ύστερα από πολλή συζήτηση κατέληξε μαζί του στη συμφωνία πως, αν δεν ήθελε να τον παραδώσει στους κουνιάδους, θα του έσκαζε πενήντα δουκάτα˙ κι έτσι έγινε με σημείωμά του.
Ύστερα από την πληρωμή, επειδή ο καλόγερος επιθυμούσε να φύγει, ο καλός άνθρωπος τού είπε:
– Δεν βλέπω τρόπο για να βγείτε, εκτός και δεχτείτε αυτόν που θα σας πω. Σήμερα έχουμε γιορτή, σ’ αυτή όποιος θέλει φέρνει έναν άνθρωπο ντυμένο αρκούδα, αγριάνθρωπο, έτσι ή αλλιώς, όπως θέλει, και στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου κάποια στιγμή αρχίζει ένα κυνήγι, που, σαν τελειώσει, τελειώνει και η γιορτή. Ύστερα καθένας πάει όπου θέλει, μαζί μ’ εκείνον που είχε φέρει. Αν θέλετε, πριν να πληροφορηθούν πως βρίσκεστε εδώ, μπορώ να σας μασκαρέψω και έτσι να σας βγάλω έξω, κατόπιν σάς πάω όπου θα θελήσετε˙ αλλιώς δεν βλέπω τρόπο για να βγείτε χωρίς να σας αναγνωρίσουν, και κουνιάδοι τής γυναίκας, με τη σκέψη πως κάπου εδώ γύρω πρέπει να βρίσκεστε, παντού έβαλαν ανθρώπους τους για να σας πιάσουν.
Όσο κι αν φάνηκε βαρύ στον καλόγερο να φύγει μ’ αυτόν τον τρόπο, από το φόβο των συγγενών τής γυναίκας αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και είπε στον άνθρωπο που ήθελε να πάει και τον άφησε να τον πάει όπως νόμιζε μασκαρεμένο. Ο άνθρωπος τον άλειψε όλον μέλι και τον γέμισε φτερά που κόλλησαν στο μέλι, του έβαλε αλυσίδα στον λαιμό και μια μάσκα στο κεφάλι, του έδωσε στο ένα χέρι ένα μεγάλο ρόπαλο και στο άλλο δυο μεγάλα σκυλιά, που τα είχε πάρει από τα σφαγεία, έστειλε κάποιον στο Ριάλτο να διαλαλήσει ότι όποιος ήθελε να δει τον άγγελο Γαβριήλ να πάει στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου: αυτή ήταν η βενετσιάνικη τιμιότητα. Αφού έκανε όλα αυτά, ύστερα από λίγο τον έβγαλε έξω, τον έβαλε να πηγαίνει μπροστά και αυτός από πίσω ακολουθούσε κρατώντας την αλυσίδα, ενώ μεγάλωνε η φασαρία τού πλήθους που αύξανε και φώναζε: «Τι ’ναι τούτος; Τι ’ναι τούτος;»
Τέλος, έφτασαν στην πλατεία, που είχε πια γεμίσει απ’ εκείνους που ακολουθούσαν το θέαμα και απ’ όσους είχαν έρθει από το Ριάλτο αφού άκουσαν τον διαλαλητή. Ο άνθρωπος πήγε σ’ ένα μέρος πιο ψηλό και φανερό, έδεσε τον αγριάνθρωπο του, σε μια κολόνα κι έκανε πως περίμενε το κυνήγι. Στο μεταξύ οι μύγες και οι αλογόμυγες, που τις τραβούσε το μέλι με το οποίο ήταν αλειμμένος, βασάνιζαν τον καλόγερο.
Όταν είδε πως η πλατεία ήταν ασφυκτικά γεμάτη, έκανε πως ήθελε να λύσει τον αγριάνθρωπο του, αλλά τράβηξε τη μάσκα από τον καλόγερο και φώναξε:
– Κύριοι, αφού ο κάπρος δεν έρχεται στο κυνήγι και τίποτε δεν γίνεται, για να μην έχετε έρθει χωρίς να δείτε κάτι, θα σας παρουσιάσω τον άγγελο Γαβριήλ, που από τον ουρανό στη γη κατεβαίνει τη νύχτα για να παρηγοράει τις Βενετσιάνες.
Μόλις η μάσκα βγήκε, όλοι αναγνώρισαν τον αδελφό Αλμπέρτο. Εναντίον του υψώθηκε η γενική κατακραυγή, του έλεγαν τα αισχρότερα λόγια και τις βαρύτερες βρισιές που άκουσε ποτέ παλιάνθρωπος και επιπλέον άρχισαν ο ένας και ο άλλος να του πετούν στο πρόσωπο ακαθαρσίες. Η φασαρία κράτησε τόσο πολλή ώρα που κάποτε πήραν είδηση οι καλόγεροι τι συνέβαινε. Τέλος, έξι από αυτούς έφτασαν στην πλατεία, του έριξαν ένα ράσο πάνω του, τον έλυσαν και με μεγάλη πρόγκα πίσω τους τον έφεραν τελικά στο μοναστήρι, τον φυλάκισαν, και ύστερα από μια άθλια ζωή λέγεται ότι πέθανε.
Έτσι αυτός που τον θεωρούσαν καλό ενώ έκανε το κακό και δεν τον υποπτεύονταν τόλμησε να περάσει για άγγελος Γαβριήλ και από άγγελος να μεταβληθεί σε αγριάνθρωπο τελικά, ρεζιλεύτηκε, όπως του άξιζε και μάταια έκλαψε για τις αμαρτίες που διέπραξε. Μακάρι ο Θεός να δώσει σ’ όλους τους άλλους τα ίδια να πάθουν.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΒΟΚΚΑΚΙΟΥ «ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «DE AGOSTINI», 2000.
ΒΟΚΚΑΚΙΟΣ
Ο Τζιοβάνι Μποκκάτσιο, γνωστός με το εξελληνισμένο Ιωάννης Βοκάκιος, ήταν Ιταλός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος από τους μαθητές του φημισμένου Πετράρχη.
Γέννηση: 16 Ιουνίου 1313
Απεβίωσε: 21 Δεκεμβρίου 1375slamachalas