Όταν μου έγινε η τιμητική πρόταση να παραβρεθώ στην έναρξη του συνεδρίου σας σκέφθηκα πως το θέμα στο οποίο, έστω και ακροθιγώς, θα είχε ενδιαφέρον να αναφερθώ, θα μπορούσε να ήταν κάτι που έχει σχέση με τον άνθρωπο.
Με τον άνθρωπο και τη σωματική και ψυχική του επιβίωση και ευεξία ασχολείσθε και εσείς, ο άνθρωπος θα σας απασχολήσει στο συνέδριό σας, στον άνθρωπο και την ιδιαιτερότητά του θα ήταν καλύτερα να αναφερθώ και εγώ που δεν έχω καμιά εξειδίκευση στο επιστημονικό αντικείμενο που διακονείτε.
Με απασχόλησε αρκετά, δημοσιογραφικά, όμως, η προσπάθεια του ανθρώπου να κατασκευάσει τεχνητή νοημοσύνη, φτιάχνοντας ρομπότ και εκεί συντάχθηκα με την επιστημονική άποψη που λέει πως υπάρχει ένα αξεπέραστο όριο στο να αποκτήσουν τα ρομπότ ευφυία και συνείδηση.
Και αυτό χάρη στην πρωτοποριακή και αξεπέραστη, μέχρι σήμερα, εργασία του αυστριακού λογικολόγου Kurt Γκαίντελ ο οποίος διατύπωσε και το ομώνυμο θεώρημα της μη πληρότητας, ή το ανολοκλήρωτο, όπως επίσης αποκαλείται, θεώρημα, το οποίο θα μας απασχολήσει σήμερα.
Λέω συντάχθηκα με την επιστημονική άποψη, διότι όπως γνωρίζετε, σε τέτοια ζητήματα καλόν είναι να κρατά κανείς μικρό καλάθι. Το στοιχείο της αμφιβολίας είναι χαρακτηριστικό της επιστήμης. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε να προχωρήσει.
Ομολογώ πως χάρηκα, αν και προέρχομαι απο το χώρο των θετικών επιστημών. Χάρηκα διότι είχα τρομάξει διαβάζοντας πριν απο 12 περίπου χρόνια στο αμερικανικό έντυπο New Perspectives Quarterly, ένα άρθρο του επιφανούς ηλεκτρονικού επιστήμονα Μπίλ Τζόϋ με τίτλο «Η απολογία του επιστήμονα» στη γενική ενότητα: «Το μέλλον δεν σε χρειάζεται».
Με δύο λόγια ο Μπίλ Τζόϋ στην
«απολογία» του, έλεγε πως στα επόμενα τριάντα, απο τότε χρόνια, ο άνθρωπος θα είχε κατασκευάσει ρομπότ τα οποία θα πραγματοποιούσαν όλες τις δουλειές, θα βρίσκονταν υπο τον έλεγχο της ελίτ και θα μπορούσαν να αποκτήσουν και συνείδηση.
Διαβάζοντας αργότερα τον μεγάλο μαθηματικό των ημερών μας, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Ρότζερ Πενρόζ, κατάλαβα ότι ο Μπίλ Τζόϋ θα ήταν οπαδός αυτού που αποκαλούμε ισχυρή ΑΙ, ισχυρή, δηλαδή, Artificial Intelligence, η οποία είναι παρούσα και στις ημέρες μας.
Εκτός, όμως, απο τον Γκαίντελ και το περίφημο θεώρημά του, υπάρχουν και δύο άλλοι ιδιοφυείς επιστήμονες, ο ένας μεγάλος μαθηματικός στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, με τεράστια συμβολή στη μαθηματική επιστήμη. Ο Ντέιβιντ Χίλμπερτ. Και ο άλλος ο ικανός βρετανός επιστήμονας ’λαν Τιούρινγκ, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην καθιέρωση της ηλεκτρονικής επιστήμης.
Ο Χίλμπερτ ήταν ο μαθηματικός στον οποίο απευθυνόταν ο Αϊνστάιν για να του λύνει τα μαθηματικά προβλήματα και να του μαθηματικοποιεί τις πρωτοποριακές επιστημονικές θεωρίες.
Την έδρα του Χίλμπερτ πήρε μετά το θάνατό του, ο ημέτερος Καραθεοδωρή στον οποίο συνέχισε να απευθύνεται ο Αϊνστάιν για να καυχώνται οι σύγχρονοι νεοέλληνες ότι ένας εξ ημών βοήθησε το μεγάλο επιστήμονα να διατυπώσει τις αξεπέραστες μέχρι σήμερα θεωρίες του.
Οι δύο αυτοί επιστήμονες θα μας απασχολήσουν επίσης σήμερα διότι με τον τρόπο του ο καθένας συνέβαλε στο να πιστεύουμε πως το ρομπότ δεν μπορεί να αποκτήσει ευφυία και συνείδηση.
Θέλω, όμως, να σας εξομολογηθώ και κάτι ακόμη που με ώθησε να ασχοληθώ, δημοσιογραφικά, όπως σας είπα με το θέμα.
Στο ίδιο πολύ καλό αμερικανικό περιοδικό, το New Perspectives Quarterly, το οποίο, δυστυχώς, δεν συνεχίζει να εκδίδεται στα ελληνικά, είχα διαβάσει, επίσης παλαιότερα, μιαν άλλη ενότητα άρθρων και αναλύσεων με το γενικό τίτλο: «Θα ζήσεις αιώνια».
Στις επαγγελματικές συζητήσεις που κάνω κατά καιρούς, ως δημοσιογράφος, θίγουμε με τους συνομιλητές μας το θέμα της συνείδησης και της φύσης της.
Υπάρχει μια σωρεία επιστημόνων που υποστηρίζει, και επιμένει, στην υλική φύση της συνείδησης.
Αν η συνείδηση έχει υλική υπόσταση γιατί να μην μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να μεταμοσχευθεί σε έναν κλωνοποιημένο εαυτό μας; Και αν συνεχίσει να γίνεται κάτι τέτοιο, μήπως πράγματι θα μπορούμε να ζήσουμε αιώνια;
Να το σημερινό μας θέμα που βρίσκεται και σχετικά κοντά στο δικό σας αντικείμενο.
Αφού υπάρχει ισχυρή ΑΙ (τεχνητή νοημοσύνη) θα υπάρχει και ασθενής. Αλλά η ασθενής δεν θα μας απασχολήσει. Θα είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να φτιάξει μηχανές που θα τον εξυπηρετούν.
Ο Νέος Αυτοκράτορας
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με τα πρώτα μας ερωτήματα:
Γιατί η διαδικασία της εξέλιξης επέτρεψε τη δημιουργία της συνείδησης;
Τι σημαίνει να σκέφτεται ή να αισθάνεται κανείς;
Τι είναι ο νους; Πρόκειται για κάτι που υπάρχει πραγματικά; Και αν υποθέσουμε πως υπάρχει σε ποιο βαθμό εξαρτάται απο τις φυσικές δομές, με τις οποίες είναι συνδεδεμένος;
Θα μπορούσε να υπάρξει ανεξάρτητα απο τέτοιες δομές; Ή πρόκειται απλά και μόνο για τις λειτουργίες μιας κατάλληλης φυσικής δομής;
Και εν πάση περιπτώσει, είναι απαραίτητο οι δομές που σχετίζονται με το νου να είναι βιολογικής φύσης (εγκέφαλοι) ή μήπως μπορεί ο νους να σχετισθεί εξίσου καλά με ηλεκτρονικό εξοπλισμό;
Υπακούει ο νους στους νόμους της φυσικής και ποιοι είναι αλήθεια οι νόμοι της φυσικής;
Υπάρχει ένα τεράστιο κενό στην κατανόηση της φυσικής σ αυτό ακριβώς το επίπεδο που σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία της ανθρώπινης σκέψης και συνείδησης.
Σύμφωνα με την άποψη της ισχυρής ΑΙ (Artificial Intelligence), όλες οι διανοητικές ιδιότητες (σκέψη, συναισθήματα, ευφυία, κατανόηση, συνείδηση) πρέπει απλώς να θεωρούνται διαφορετικές πλευρές μιας πολύπλοκης λειτουργίας που καλείται αλγόριθμος.
Αυτό σημαίνει ότι αποτελούν απλώς μορφές του αλγόριθμου που διεξάγεται απο τον εγκέφαλο.
Τι είναι ένας αλγόριθμος; Κατ αρχήν θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι μια μηχανή Turing.
Θα μπορούσαμε να δώσουμε μερικά κατανοητά παραδείγματα: Η εύρεση του Μέγιστου Κοινού Διαιρέτη είναι ένας απλός αλγόριθμος. Ένα κρίσιμο μέρος, μια υπορουτίνα, ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, είναι ένας αλγόριθμος. Η λειτουργία του θερμοστάτη είναι ένας αλγόριθμος.
Όταν λέμε ότι οι διανοητικές λειτουργίες είναι αλγόριθμοι εννοούμε ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί με έναν καθορισμένα αυστηρά τρόπο, λειτουργεί με ένα πρόγραμμα το οποίο είναι αλγόριθμος.
JOHN SEARLE
Η άποψη ότι οι διανοητικές καταστάσεις και οι αλγόριθμοι είναι έννοιες ταυτόσημες, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να γίνει αποδεκτή.
Την αμφισβήτησε έντονα και ο Αμερικανός φιλόσοφος και επιστημολόγος John Searle.
Για την ισχυρή ΑΙ ο αλγόριθμος είναι το μόνο που μετρά. Δεν έχει καμιά σημασία κατά πόσο αυτός ο αλγόριθμος λειτουργεί σ έναν εγκέφαλο, σ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, σ ένα ολόκληρο κράτος, σε μια μηχανική συσκευή αποτελούμενη απο ρόδες και γρανάζια.
Μόνο η λογική δομή του αλγόριθμου έχει σημασία για τη «διανοητική κατάσταση», που υποτίθεται πως εκφράζει, ενώ η συγκεκριμένη φυσική ενσάρκωση του αλγόριθμου αυτού είναι εντελώς άσχετη.
Όπως τονίζει ο Searle, εδώ εμπεριέχεται μια μορφή «δυισμού».
Υπάρχουν δύο ξεχωριστά είδη ουσίας: η «ουσία» που απαρτίζει το πνεύμα και η συνηθισμένη ύλη. Το κατά πόσο και με ποιο τρόπο η κάθε μία απο αυτές μπορεί ή δεν μπορεί να επηρεάζει την άλλη είναι ένα άλλο ερώτημα.
Το ζήτημα είναι ότι όλα όσα έχουν σχέση με το νου υποτίθεται ότι δεν αποτελούνται απο ύλη και μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα απο αυτήν.
Στην ισχυρή ΑΙ η «πνευματική» αυτή «ουσία» είναι η λογική δομή ενός αλγόριθμου.
Ο Searle διατηρεί την άποψη ότι η μόνη διαφορά ανάμεσα στη λειτουργία των ανθρώπινων εγκεφάλων (που μπορεί να έχουν νου) και σε αυτήν των ηλεκτρονικών υπολογιστών (που ισχυρίζεται ότι δεν μπορούν) που εκτελούν τον ίδιο αλγόριθμο βρίσκεται μόνο στην υλική τους κατασκευή.
Για λόγους τους οποίους δεν είναι σε θέση να εξηγήσει ισχυρίζεται ότι τα βιολογικά αντικείμενα(οι εγκέφαλοι) μπορούν να διαθέτουν «σκοπιμότητα» και «σημασιολογία», που θεωρεί ότι είναι τα χαρακτηριστικά που ορίζουν τη διανοητική δραστηριότητα, ενώ αντίθετα τα ηλεκτρονικά αντικείμενα δεν μπορούν.
Τι είναι αυτό το τόσο ξεχωριστό που καθιστά τα βιολογικά συστήματα ικανά να επιτύχουν σκοπιμότητα και σημασιολογία, εκτός, ίσως, απο τον ιστορικό τρόπο με τον οποίο εξελίχτηκαν (και το γεγονός ότι εμείς έτυχε να αποτελούμε τέτοια συστήματα);
Τι είναι εκείνο που προσδίδει σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο την προσωπική του ταυτότητα;
Μήπως σε κάποιο βαθμό πρόκειται για τα ίδια τα ατομικά σωματίδια που απαρτίζουν το σώμα του;
Εξαρτάται η ταυτότητα αυτή απο τη συγκεκριμένη επιλογή ηλεκτρονίων, πρωτονίων και των άλλων σωματιδίων που απαρτίζουν αυτά τα άτομα;
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Πρώτα απο όλα υπάρχει μια αδιάκοπη ανανέωση του υλικού που αποτελεί το σώμα κάθε ζωντανού ανθρώπου.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα κύτταρα του εγκεφάλου, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει παραγωγή νέων εγκεφαλικών κυττάρων μετά τη γέννηση.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων σε κάθε ζωντανό κύτταρο (συμπεριλαμβανομένων και όλων των εγκεφαλικών κυττάρων)- καθώς και όλου κυριολεκτικά του υλικού που απαρτίζει τα σώματά μας έχει αντικατασταθεί πολλές φορές απο τη γέννησή μας.
Ο δεύτερος λόγος πηγάζει απο την κβαντική φυσική.
Αποτελεί, μάλιστα, ειρωνεία το γεγονός ότι έρχεται σε αντίφαση με τον πρώτο.
Αν ένα ηλεκτρόνιο απο τον εγκέφαλο ενός ανθρώπου ανταλλάσσονταν με ένα ηλεκτρόνιο απο τούβλο, τότε η κατάσταση του συστήματος θα ήταν ακριβώς η ίδια κι όχι απλώς μη διακρίσιμη.
Ακόμα και αν αλλάζαμε όλη την ύλη που συνιστά το σώμα ενός ανθρώπου με αντίστοιχα σωματίδια απο τα τούβλα του σπιτιού του, δεν θα είχαμε καμιά απολύτως μεταβολή.
Αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να διαφέρει απο το σπίτι του είναι η διάταξη των σωματιδίων που τον αποτελούν, και όχι το ποια είναι αυτά τα σωματίδια.
Αυτό οδηγεί στον ισχυρισμό των ανθρώπων που υποστηρίζουν την ισχυρή ΑΙ ότι ένα πρόσωπο δεν θα χάσει τίποτα απο την ταυτότητά του αν η φυσική του μορφή μεταφραστεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό, για παράδειγμα σε μαγνητικά πεδία ενός κομματιού σιδήρου.
Φαίνεται, μάλιστα να υποστηρίζουν πως η συνείδηση του προσώπου αυτού εξακολουθεί να υπάρχει και όταν η «πληροφορία» του προσώπου βρίσκεται σε αυτήν την άλλη μορφή. (δηλαδή των ηλεκτρικών κυκλωμάτων)
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία η «συνείδηση ενός προσώπου» πρέπει πρακτικά να θεωρείται ένα κομμάτι software και η συγκεκριμένη του μορφή, σαν ενός υλικού ανθρώπινου όντος, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εκτέλεση αυτού του software απο το hardware του εγκεφάλου και του σώματός του.
Η άποψη αυτή δεν φαίνεται λογική. Βασίζεται στην παραδοχή ότι ο εγκέφαλος (η ο νούς) δεν είναι παρά ένας ψηφιακός υπολογιστής.
Δέχεται ότι η διαδικασία της σκέψης δεν οφείλεται σε κάποια ειδικά φυσικά φαινόμενα, για τα οποία είναι απαραίτητη η συγκεκριμένη φυσική (βιολογική, χημική) δομή που έχουν οι εγκέφαλοι.
ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΕΣ TURING
Αλλά ας περάσουμε στον Turing και τις περίφημες μηχανές του.
Αλλά ας περάσουμε στον Turing και τις περίφημες μηχανές του.
Η μηχανή Turing δεν είναι ένα αντικείμενο με φυσική υπόσταση αλλά μια αφηρημένη μαθηματική έννοια.
Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1935-36 απο τον Alan Turing, ικανότατο ’γγλο μαθηματικό και πρωτοπόρο της επιστήμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Τη χρησιμοποίησε στην προσπάθειά του να καταπιαστεί με ένα πρόβλημα που καλύπτει μεγάλη περιοχή των μαθηματικών, ονομάζεται Entscheidungsproblem και τέθηκε μερικώς απο το μεγάλο Γερμανό μαθηματικό David Hilbert στο Διεθνές συνέδριο Μαθηματικών που έγινε στο Παρίσι το 1900 (δέκατο πρόβλημα του Hilbert), και πιο ολοκληρωμένα στο Διεθνές Συνέδριο της Μπολώνιας το 1928.
Αυτό που ο Hilbert αναζητούσε ήταν μια γενική αλγοριθμική διαδικασία που να λύνει μαθηματικά ερωτήματα- ή μάλλον μια απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο μπορεί να υπάρξει κατ αρχήν μια τέτοια διαδικασία.
Ακόμη, ο Hilbert προγραμμάτιζε να θέσει τα μαθηματικά σε ακλόνητες βάσεις με αξιώματα και διαδικαστικούς κανόνες που θα καθορίζονταν μια για πάντα.
Το πρόγραμμά του όμως αυτό δέχτηκε ένα σημαντικότατο πλήγμα όταν, πριν ακόμα παρουσιαστεί το σημαντικό έργο του Turing, ο ιδιοφυής αυστριακός λογικολόγος Kurt Godel έφθασε το 1931, στην απόδειξη ενός εκπληκτικού θεωρήματος.
Το ερώτημα που τέθηκε απο τον Hilbert ήταν το ακόλουθο: Υπάρχει κάποια γενική μηχανική διαδικασία που θα μπορούσε, κατ αρχήν, να επιλύσει όλα τα μαθηματικά προβλήματα (που ανήκουν σε κάποια σαφώς ορισμένη κατηγορία), το ένα κατόπιν του άλλου;
Ένα μέρος του προβλήματος που παρουσιάζει η απάντηση αυτού του ερωτήματος οφειλόταν στη δυσκολία να οριστεί το τι είναι «μηχανική διαδικασία».
Ήταν μια ιδέα που ξεπερνούσε τις συνηθισμένες μαθηματικές ιδέες της εποχής εκείνης.
Για να εξοικειωθεί με την ιδέα αυτή ο Turing, προσπάθησε να φανταστεί πως η σύλληψη μιας «μηχανής» θα μπορούσε να υλοποιηθεί με το χώρισμα της λειτουργίας της σε στοιχειώδη βήματα.
Με την έννοια αυτή ο Turing θεωρούσε πως κι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποτελούσε παράδειγμα «μηχανής».
Ποια είναι η μηχανή Turing;
Ο Turing, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις διαμόρφωσε έναν αλγόριθμο (μια μηχανή δηλαδή) που παρήγαγε αριθμούς. Απέδειξε ότι δεν υπάρχει αλγόριθμος (αυτή η μηχανή δηλαδή) που να απαντά στο ερώτημα αν σταματούν οι μηχανές Turing.
Έδειξε, δηλαδή, ότι δεν υπάρχει καθολικός αλγόριθμος που να επιλύει τα μαθηματικά προβλήματα.
Το ερώτημα του Hilbert δεν έχει λύση.
Δεν υπάρχει, δηλαδή, ένας αλγόριθμος που να εφαρμόζεται σε όλα τα μαθηματικά ερωτήματα, ή όλες τις μηχανές Turing και όλους τους αριθμούς πάνω στους οποίους αυτοί μπορούν να ενεργήσουν.
Ποια είναι η σημασία αυτής της διαπίστωσης;
Ότι οι αλγόριθμοι απο μόνοι τους δεν μπορούν να κρίνουν τη μαθηματική αλήθεια. Η καταλληλότητα ενός αλγόριθμου πρέπει πάντα να αποδεικνύεται με τη βοήθεια εξωτερικών μέσων.
Ποια είναι τα μέσα αυτά; Η ανθρώπινη διαίσθηση;
Ο αλγόριθμος του Turing, η μηχανή του Turing, παράγει μεν αριθμούς αλλά δεν μπορεί να σταματήσει μόνη της την παραγωγή αυτή. Για να σταματήσει η παραγωγή αριθμών χρειάζεται η ανθρώπινη διαίσθηση.
GODEL
Όπως σημειώσαμε, όμως, και παραπάνω, οι ελπίδες του Hilbert και των υποστηρικτών του εξανεμίστηκαν το 1931 απο τον Godel.
Όπως σημειώσαμε, όμως, και παραπάνω, οι ελπίδες του Hilbert και των υποστηρικτών του εξανεμίστηκαν το 1931 απο τον Godel.
Εκείνο που έδειξε ο Godel ήταν ότι οποιοδήποτε ακριβές («τυπικό») μαθηματικό σύστημα αξιωμάτων και συλλογιστικών κανόνων, που είναι απαλλαγμένο απο εσωτερικές αντιφάσεις, περιλαμβάνει κάποιες προτάσεις, για τις οποίες δεν είναι αποδείξιμη ούτε η θέση τους ούτε η άρνησή τους με τη βοήθεια των επιτρεπομένων στα πλαίσια του συστήματος μέσων.
Έτσι, η αλήθεια αυτών των προτάσεων είναι μη αποδείξιμη απο αποδεκτές, στο πλαίσιο του συστήματος, μεθόδους.
Με λίγα λόγια:
Έχουμε ένα σύστημα. Υπάρχει αληθής πρόταση του συστήματος που δεν μπορεί να αποδειχθεί. Η απόδειξή της χρειάζεται την ανθρώπινη ενόραση, διαίσθηση.
Αυτή ακριβώς η διαισθητική γνώση είναι που δεν μπορεί να συστηματοποιηθεί- και μάλιστα, πρέπει να βρίσκεται πέρα απο κάθε αλγοριθμική διαδικασία.
Με λίγα λόγια:
Ο Hilbert ήθελε να διαμορφώσει ένα μαθηματικό σύστημα με πλήρη μαθηματική λογική.
Ο Godel απέδειξε ότι αυτό δεν είναι δυνατόν. Δηλαδή, ότι υπάρχουν αληθείς μαθηματικές προτάσεις στο πλαίσιο του συστήματος που δεν αποδεικνύονται παρά μόνο απο τη διαίσθηση.
Ο Turing κατασκεύασε έναν αλγόριθμο, μια μηχανή παραγωγής αριθμών που δεν σταματά να παράγει αριθμούς. Εμείς δεν μπορούμε να δούμε, όταν παράγουμε αριθμούς, πότε σταματά η παραγωγή αυτή παρά μόνο με τη διαίσθησή μας.
Ο Turing και ο Godel απογοήτευσαν τον Hilbert και έδωσαν ελπίδα στον άνθρωπο ότι οι μηχανές δεν θα γίνουν σαν κι αυτόν.
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Στην κλασική φυσική υπάρχει το «εκεί έξω», όπως και στην κοινή λογική, ένας αντικειμενικός κόσμος.
Ο κόσμος αυτός εξελίσσεται κατά τρόπο ξεκάθαρο και ντετερμινιστικό και διέπεται απο συγκεκριμένες μαθηματικές εξισώσεις.
Αυτό είναι μια πραγματικότητα τόσο για τις θεωρίες του Maxwell και του Αϊνστάιν, όσο και για το αρχικό Νευτώνειο σύστημα.
Δεχόμαστε ότι η φυσική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα απο εμάς. Και το πώς ακριβώς είναι ο φυσικός κόσμος δεν επηρεάζεται απο τον τρόπο που τον εξετάζουμε.
Τα σώματα και οι εγκέφαλοί μας αποτελούν επίσης τμήμα του κόσμου αυτού.
Θεωρούμε ότι και αυτά εξελίσσονται σύμφωνα με τις ίδιες ακριβείς και ντετερμινιστικές κλασικές εξισώσεις.
Όσο κι αν νοιώθουμε ότι η συνειδητή μας βούληση επηρεάζει τον τρόπο που ενεργούμε, όλες μας οι πράξεις καθορίζονται απο τις εξισώσεις αυτές.
Ίσως κάποιοι άνθρωποι να αισθάνονται άβολα στην ιδέα ότι η κβαντική θεωρία παίζει κάποιο ρόλο- αυτό το θεμελιώδες αλλά και συνάμα ριζοσπαστικό σύστημα που αναπτύχθηκε κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα απο την παρατήρηση μικρών ασυμφωνιών ανάμεσα στην πραγματική συμπεριφορά του κόσμου και τις περιγραφές της κλασικής φυσικής.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το πώς η κβαντική θεωρία μας αναγκάζει να δούμε με διαφορετικό μάτι την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου απο τον τρόπο που την περιγράψαμε παραπάνω.
Η ύπαρξη των στερεών σωμάτων, η αντοχή και οι φυσικές ιδιότητες των υλικών, η φύση της χημείας, τα χρώματα των ουσιών, τα φαινόμενα της πήξης και του βρασμού, η αξιοπιστία των νόμων της κληρονομικότητας- όλες αυτές και πολλές άλλες γνωστές ιδιότητες χρειάζονται την κβαντική θεωρία για να ερμηνευτούν.
Ίσως, μάλιστα, και το φαινόμενο της συνείδησης να ανήκει στα όσα δεν μπορούν να γίνουν πλήρως κατανοητά μόνο με τη βοήθεια των κλασικών εννοιών.
Ίσως, η νόησή μας να έχει τις ρίζες της σε κάποιο παράξενο και θαυμαστό χαρακτηριστικό γνώρισμα των φυσικών νόμων που πραγματικά καθορίζουν τον κόσμο που ζούμε, παρά να είναι μια απλή εκδήλωση κάποιου αλγόριθμου που εκτελείται απο τα αποκαλούμενα «αντικείμενα» μιας κλασικής φυσικής δομής.
Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που και εμείς, ως νοήμονα όντα ζούμε σ ένα κβαντικό και όχι αποκλειστικά κλασικό κόσμο παρά τον πλούτο και μυστήριο που ήδη ενυπάρχει στο κλασικό σύμπαν.
Αν δεχτούμε ότι η συνείδηση δεν μπορεί να υπάρξει σε έναν κόσμο κλασικό, τότε η νόησή μας πρέπει να διέπεται απ αυτές τις συγκεκριμένες αποκλίσεις απο την κλασική φυσική.
Χρειάζεται εξοικείωση με την κβαντική θεωρία, ώστε να εμβαθύνουμε στα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα: πως συμπεριφέρεται πραγματικά ο κόσμος μας και τι συνιστά τη «νόηση» που στην ουσία είναι ο «εαυτός μας»;
Αν καταφέρουμε ποτέ να ανακαλύψουμε με λεπτομέρειες τη συγκεκριμένη ιδιότητα που καθιστά ένα φυσικό αντικείμενο ενσυνείδητο, τότε είναι λογικό να υποθέσουμε ότι και εμείς θα κατασκευάσουμε τέτοια αντικείμενα- μόνο που δεν θα υπάγονται στις «μηχανές», τουλάχιστον με την έννοια που δίνεται σήμερα στη λέξη.
Μπορούμε να φανταστούμε ότι αυτά τα αντικείμενα θα υπερτερούν σημαντικά σε σχέση με τον άνθρωπο, αφού θα έχουν σχεδιαστεί ειδικά για το συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή την επίτευξη της ενσυνείδητης κατάστασης, πράγμα που σημαίνει ότι θα εκτοπίσουν την άνθρωπο.
Αν αυτό εννοούσε ο Μπίλ Τζόϋ στο περίφημο άρθρο του NPQ τότε μάλλον είχε δίκαιο και το μέλλον είναι αβέβαιο.
Ίσως το θέμα της συνείδησης είναι πολύ πιο πολυδιάστατο.
Ίσως τελικά η συνείδησή μας να εξαρτάται απο την κληρονομιά μας και απο τα χιλιάδες εκατομμύρια χρόνια ουσιαστικής εξέλιξης που προηγήθηκαν.
Όπως σημείωσα και πιο πάνω, εκείνο που βασικά κάνει τους επιστήμονες να πιστεύουν ότι η συνείδηση είναι σε θέση να επηρεάζει τις κρίσεις για το τι είναι αληθές και τι όχι κατά τρόπο μη αλγοριθμικό, είναι η μελέτη του θεωρήματος του Godel.
Αν διαπιστώσουμε ότι η συνείδηση δρα μη αλγοριθμικά κατά τη διαμόρφωση των μαθηματικών κρίσεων, όπου τόσο οι υπολογισμοί όσο και η αυστηρότητα στην ανάπτυξη είναι σημαντικοί παράγοντες, τότε ίσως να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και στις γενικότερες (μη μαθηματικές) περιπτώσεις.
Η μαθηματική αλήθεια δεν είναι κάτι που μπορεί να διακριβωθεί μόνο με τη χρήση κάποιου αλγόριθμου.
Η συνείδησή μας αποτελεί καθοριστικό συστατικό στοιχείο του τρόπου που κατανοούμε τη μαθηματική αλήθεια.
Πρέπει να «δούμε» την αλήθεια ενός μαθηματικού επιχειρήματος προκειμένου να πειστούμε για την εγκυρότητά του.
Αυτό το «να δούμε» αποτελεί την πεμπτουσία της συνείδησης.
Θα πρέπει να είναι παρόν κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε άμεσα τη μαθηματική αλήθεια.
Όταν πειθόμαστε γύρω απο την εγκυρότητα του θεωρήματος του Godel δεν την «βλέπουμε» απλώς, αλλά αποκαλύπτουμε την πραγματική μη αλγοριθμική φύση της ίδιας της διαδικασίας του «οράν».
Δεν θα σας κουράσω άλλο.
Προσπάθησα να σας παραθέσω στοιχεία απο εργασίες επιστημόνων μεγάλου κύρους, όπως ο Ρότζερ Πενρόζ, για να προκαλέσω κάποιες αμφιβολίες προς την επικρατούσα στις μέρες μας φιλοσοφική άποψη ότι κατά βάση η σκέψη μας είναι το ίδιο πράγμα με τη δράση ενός ιδιαίτερα πολύπλοκου υπολογιστή.
Δεν είναι ολοφάνερο ότι οι απλοί υπολογισμοί δεν μπορούν να δημιουργούν αισθήματα απόλαυσης ή πόνου;
Ότι δεν μπορούν να αντιλαμβάνονται την ομορφιά της ποίησης ή των ήχων;
Ότι δεν μπορούν να ελπίζουν ή να αγαπούν ή να απελπίζονται;
Ότι δεν μπορούν να έχουν έναν πραγματικά αυτοτελή σκοπό;
Και όμως- φαίνεται ότι οι φυσικές επιστήμες μας οδήγησαν στην αποδοχή της ιδέας ότι όλοι μας δεν είμαστε τίποτε περισσότερο απο μικρά κομμάτια ενός κόσμου που διέπεται σε όλες του τις λεπτομέρειες απο ακριβέστατους μαθηματικούς νόμους.
Ακόμη και οι εγκέφαλοί μας που μοιάζουν να ελέγχουν όλες μας τις πράξεις ακολουθούν και αυτοί τους ίδιους ακριβείς νόμους.
Σχηματίστηκε μια εικόνα που μας λέει ότι, πρακτικά, όλη αυτή η ακριβής φυσική δραστηριότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο απο τη διεξαγωγή ενός τεράστιου (ίσως πιθανολογικού) υπολογισμού και κατά συνέπεια οι εγκέφαλοι και ο νους μας μπορούν να γίνουν κατανοητά αποκλειστικά με τη βοήθεια τέτοιων υπολογισμών.
Ίσως, όταν οι υπολογισμοί γίνονται εξαιρετικά περίπλοκοι, να αρχίζουν να αποκτούν τις πιο ποιητικές ή υποκειμενικές ιδιότητες που προσδίδουμε στον όρο «νόηση».
Και όμως, δύσκολα θα αποφύγουμε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι η εικόνα αυτή είναι τελικά ελλιπής.
Και, όμως, σημαντική πρόοδος στην κατανόηση της νόησης θα έλθει τελικά στο φως μέσα απο τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά.
Η υπολογισιμότητα σε καμιά περίπτωση δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη μαθηματική ακρίβεια.
Το φαινόμενο της συνείδησης είναι τόσο σημαντικό που δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι αφυπνίζεται «κατά τύχη» απο έναν πολύπλοκο υπολογισμό.
Τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου για να πάρουν απάντηση απαιτείται μια θεωρία για τη συνείδηση.
Αλλά πως θα μπορούσε κανείς να προσπαθήσει να ερμηνεύσει την ουσία τέτοιων προβλημάτων σε μια «οντότητα», όπως ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα, που η ίδια δεν θα διέθετε συνείδηση;
Ελπίζω να μην μετανοιώσατε που χάσατε μισή ώρα απο τη ζωή σας ακούγοντάς με
! Ο Παντελής Σαββίδης είναι δημοσιογράφος και παρουσιαστής της εκπομπής 'Ανιχνεύσεις' της ΕΡΤ3. Η ομιλία΄πραγματοποιήθηκε στην εναρκτήρια εκδήλωση του συνεδρίου της Χειρουργικής Κλινικής Μεταμοσχεύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης