Στις μέρες μας τρανεύει το κακό- θεριεύει θα λέγαμε- και το καλό μικραίνει. Κάποιοι δίνουν στην εποχή μας σημειολογική χροιά. Βρισκόμαστε, λένε, στις μέρες της Αποκάλυψης που περιγράφει ο Ιωάννης. Υπερβολική, κατά τη γνώμη μας, η εσχατολογική σύνδεση της εποχής μας, στην οποία αναντίρρητα είναι περισσή η αρνητικότητα. Και είναι καλύτερα να μιλάμε για αρνητικότητα και όχι για κακό. Γιατί ποιος μπορεί να ορίσει το κακό; Δεν υπάρχει απόλυτο κακό, γιατί όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Δεν υπάρχουν στεγανά για διάκριση του καλού από το κακό.
Ο Αβδηρίτης σοφός Δημόκριτος έλεγε: «Στους ανθρώπους από τα καλά δημιουργούνται κακά, όταν κάποιος δεν γνωρίζει να οδηγεί τα καλά και να τα κατευθύνει σωστά.» Δυστυχώς, διαπιστώνουμε ότι ο σοφός πρόγονός επαληθεύτηκε εφόσον η «καλή» ζωή της ευμάρειας των τελευταίων χρόνων μας οδήγησε στο «κακό» της οικονομικής κρίσης, της εθνικής υποτέλειας και τον διεθνή διασυρμό της πατρίδας μας. Ο άγιος Μάξιμος συμπληρώνει: «Το απλώς λεγόμενον κακόν, ου πάντως κακόν∙ αλλά προς τι μεν κακόν, προς τι ου κακόν. Ωσαύτως και το απλώς λεγόμενον καλόν, ου πάντως καλόν∙ αλλά προς τι μεν καλόν, προς τι δε ου καλόν».
Είναι, επομένως, σχετικοί οι προσδιορισμοί. Κι αν πάμε ένα βηματάκι πιο πέρα από αυτή την φράση του αγίου Μαξίμου, θα αποτολμούσαμε να πούμε πως το "κακό" είναι ένας πολύ υποκειμενικός ορισμός από κάθε άνθρωπο. Κακό αποτελεί αυτό που τον δυσαρεστεί, που τον πονάει, αυτό που τον ενοχλεί, αυτό που απειλεί την ύπαρξή του.
Δεν θα ορίσουμε, αλλά θα περιγράψουμε εκείνο, που για τον πολύ κόσμο είναι κακό: Κακό είναι μια πράξη ή μία κατάσταση από την οποία προκύπτει, ή τείνει να προκύψει, αποτέλεσμα που αντίκειται σε μια ηθική. Η ηθική αυτή δεν είναι σαφώς καθορισμένη. Η παραβίασή της όμως αφορά σε γενικές γραμμές το μη σεβασμό και τη σπατάλη της φύσης, της δημιουργίας και της ανθρώπινης υπόστασης, είτε άμεσα, είτε με προδιάθεση: η καταστροφικότητα, η περιττή βία, ο μη σεβασμός της ζωής, η συνειδητή και σκόπιμη αδικία, ο σχεδιασμός του εξευτελισμού της αξιοπρέπειας με ταπεινά κίνητρα κλπ. αντανακλούν το κακό. Το κακό συνήθως θεωρείται το εννοιολογικά αντίθετο του καλού.
Για πολλούς Χριστιανούς το καλό και το κακό συνδέονται με το Θεό και το διάβολο αντίστοιχα, και με τη σειρά τους οδηγούν στον παράδεισο και την κόλαση. Μα αυτό που αποσιωπάται είναι ότι ο διάβολος είναι ο μόνος από τους αρχαγγέλους με τον οποίο συνδιαλέγεται ο Θεός! Ο αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο πιστότερος εκτελεστής των εντολών του Θεού. Δεν συνδιαλέγεται όμως, κατά τα βιβλικά κείμενα, με τον Θεό. Απλά υπακούει και εκτελεί πρόθυμα όσα εντέλλεται ο Κύριος. Ο διάβολος όχι μόνο τριγυρνάει στον παράδεισο- εφόσον μέσα στον παράδεισο συνάντησε τους πρωτόπλαστους και τους παρέσυρε στην ανυπακοή κι έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό- αλλά συζητάει με το Θεό. Στην ιστορία-αλληγορία του Ιώβ ο σατανάς εμφανίζεται ως ένας από τους αγγέλους του Θεού που παρουσιάζεται συχνά ενώπιόν Του για ν' αποδώσει λογαριασμό για τα πεπραγμένα του και να κάνει αναφορά ως προς το τι συμβαίνει πάνω στη γη. Μια από τις αρμοδιότητες του Σατανά είναι να ενοχλεί δίκαιους ανθρώπους, όπως είναι ο Ιώβ, για να δοκιμάσει την πίστη τους στο Θεό. Όμως, πριν επιχειρήσει κάτι τέτοιο, χρειάζεται να πάρει άδεια από το Θεό. Προφανώς δε μπορεί ν' αποφασίσει μόνος του ποιον θα πειράξει ούτε πόσο μακριά θα προχωρήσει με τη δοκιμασία.
Για να μην έχει καμία αμφιβολία ο αναγνώστης παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
[[ Μια μέρα που ήρθαν τα ουράνια όντα να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε ανάμεσά τους κι ο σατανάς. Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος απάντησε: «Περιπλανήθηκα πάνω σ' όλη τη γη και την περιδιάβηκα». Ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη∙ είναι άνθρωπος ακέραιος κι ευθύς∙ με σέβεται κι αποστρέφεται το κακό». Ο σατανάς του απάντησε: «Μήπως με το αζημίωτο σε σέβεται ο Ιώβ; Πάντα τον προστάτευες, αυτόν και το σπίτι του και όλα τα υπάρχοντά του. Ευλόγησες τα έργα του και πληθύνανε τα κοπάδια του στη χώρα. Κάνε, όμως, πως αγγίζεις τα υπάρχοντά του και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει». Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: «Ορίστε, σου παραδίδω όλα τα υπάρχοντά του∙ μόνο πάνω στον ίδιο να μην απλώσεις χέρι». Κι ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού. ]] (Ιώβ, α΄, 6- 12)
Κι αφού ο Θεός παραχώρησε το δικαίωμα στον σατανά να κάνει κακό στον Ιώβ, ληστές άρπαξαν τα βόδια και τα γαϊδούρια που όργωναν τα κτήματα του Ιώβ, φωτιά έκαψε τα πρόβατά του, Χαλδαίοι άρπαξαν τις καμήλες του, άνεμος γκρέμισε το σπίτι του μεγάλου γιου του, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλα του τα παιδιά , που σκοτώθηκαν στα ερείπια, ενώ όλοι του οι υπηρέτες σκοτώθηκαν από τους ληστές και τις θεομηνίες. Ο Ιώβ όμως δεν αμάρτησε και δεν ξεστόμισε καμιά βλασφημία κατά του Θεού. Απλά, με περισσή πίστη είπε: «Γυμνός απ' την κοιλιά βγήκα της μάνας μου, γυμνός θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη. Ο Κύριος όλα τα 'δωσε, ο Κύριος και τα πήρε πίσω. Ευλογημένο να 'ναι τ' όνομά του!» (Ιώβ, α΄, 21)
Η δοκιμασία του Ιώβ έγινε μεγαλύτερη. Η βιβλική ιστορία συνεχίζει:
[[ Μια μέρα που τα ουράνια όντα ήρθαν να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε κι ο σατανάς ανάμεσά τους. Ο Κύριος τον ρώτησε: «από πού έρχεσαι εσύ;» κι εκείνος του απάντησε: «Περιπλανήθηκα πάνω σ' όλη τη γη και την περιδιάβηκα». Ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ;. Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη∙ είναι άνθρωπος ακέραιος, ευθύς, με σέβεται κι αποστρέφεται το κακό. Παραμένει σταθερός στην ακεραιότητά του κι άδικα εσύ με παρακίνησες να τον καταστρέψω χωρίς κανένα λόγο». «Δεν έκανες δα κι άσχημη δοσοληψία!» απάντησε ο σατανάς. «Όλα όσα έχει ο άνθρωπος τα δίνει για το πετσί του. Κάνε, λοιπόν, πως αγγίζεις το ίδιο του το σώμα και θα δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει». Είπε ι Κύριος στο σατανά: «Ορίστε, σου τον παραδίνω∙ μόνο να μην πειράξεις τη ζωή του». Ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού κι έκανε να γεμίσει ο Ιώβ πληγές, από την κορυφή ως τα νύχια. Τότε ο Ιώβ πήγε και κάθισε μέσα στις στάχτες και χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι κεραμίδι για να ξύνεται. Η γυναίκα του του έλεγε: «Ακόμα επιμένεις στην ευσέβειά σου; Βλαστήμα το Θεό και πέθανε!» Εκείνος όμως της απαντούσε: «Μιλάς σαν ανόητη! Μόνο τα καλά θα δεχόμαστε απ' το Θεό; Δεν πρέπει να δεχτούμε και τα άσχημα;» ]] (Ιώβ, β΄, 1- 10)
Επομένως ο σατανάς όχι μόνο δεν εναντιώθηκε στο Θεό και ξέπεσε, όπως μας φανερώνει το παραπάνω κείμενο, αλλά συνομιλεί με το Θεό και του παραχωρείται το δικαίωμα να «πειράζει», να θέτει δηλαδή δοκιμασίες, τους ανθρώπους. Εδώ, να τονίσουμε ότι η λέξη Satan (με άρθρο) στην Π. Διαθήκη δηλώνει τον άγγελο στον οποίο ο Γιαχβέ ο ίδιος έχει εμπιστευτεί μια αποστολή. Έτσι η σύγχυση που έχει δημιουργηθεί από τα βιβλικά κείμενα έχει μεταφερθεί και στην εκκλησία. Νηφάλια- όσο η πνευματική μας ωριμότητα το επιτρέπει- θα πρέπει να παραμερίσουμε τα πέπλα που κρύβουν την αλήθεια. Κάποιες φορές η συσκότιση γίνεται σκόπιμα για να υπάρχει ο φόβος, που θα οδηγήσει τους φοβισμένους ανίδεους στην σκέπη και την ασφάλεια που ευαγγελίζονται τα θρησκευτικά συστήματα. Ο προφήτης Ησαΐας αναρωτιέται: «Πως έπεσες από τον ουρανό, Εωσφόρε, τέκνο της αυγής! Πάνω στην γη συντρίφτηκες, εσύ που υπέταξες λαούς. Έλεγες μέσα σου: "Στον ουρανό θ' ανέβω, τον θρόνο μου θα υψώσω πάνω από τα άστρα του Θεού. Θα πάρω θέση πάνω στο βουνό, στο μακρινό βορρά που οι Θεοί συνάζονται. Θ' ανέβω πάνω από τα σύννεφα και με τον ύψιστο θα είμαι ίσος." Μα έπεσες μέσα στον Άδη, στης αβύσσου το βυθό» (Ησαΐας, ιδ΄, 12-15) Για να συνεχίσει ο Ιωάννης στην αποκάλυψή του: «Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ ο Μιχαήλ και οι άγγελοι αυτού του πολεμήσαι μετά του δράκοντος και ο δράκων επολέμησε και οι άγγελοι αυτού. Και ουκ ίσχυσεν, ουδέ τόπος ευρέθη αυτώ έτι εν τω ουρανώ, και εβλήθη ο δράκων ο όφις ο μέγας ο αρχαίος, ο καλούμενος διάβολος και ο σατανάς, ο πλανών την οικουμένην όλην, εβλήθη εις την γήν και οι άγγελοι αυτού μετ' αυτού εβλήθησαν». (Ιωάννου Αποκάλυψις, ιβ΄, 17-19) Αν και ο αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο νικητής στη μάχη με τον σατανά, όπως μας λέει στην επιστολή του ο μαθητής του Χριστού Ιούδας, δεν τολμά ούτε να τον επιτιμήσει: «ο δε Μιχαήλ ο αρχάγγελος, ότε των διαβόλω διακρινόμενος διελέγετο περί του Μωυσέως σώματος, ουκ ετόλμησε κρίσιν επενεγκείν βλασφημίας, αλλ' είπεν∙ επιτιμήσαι σοι Κύριος» ( Ιούδα, 9).
Θα πάμε τη σκέψη μας λίγο παρακάτω. Ο προφήτης Ησαΐας είπε κάτι που σκανδαλίζει πολλούς πιστούς. Ας δούμε το σχετικό εδάφιο: «Εγώ είμαι ο Κύριος, και δεν υπάρχει άλλος∙ Θεός εκτός από μένα δεν υπάρχει∙ εγώ σε περίζωσα, αν και δεν με γνώρισες, για να γνωρίσουν από ανατολών του ηλίου μέχρι δυσμών ότι εκτός από μένα δεν υπάρχει κανένας∙ εγώ είμαι ο Κύριος, και δεν υπάρχει άλλος∙ αυτός που κατασκεύασε το φως και έφτιαξε το σκοτάδι∙ αυτός που κάνει ειρήνη και κτίζει το κακό∙ εγώ ο Κύριος τα κάνω όλα αυτά.» (Ησαΐας με΄, 5-7) Το ότι ο Θεός έφτιαξε το σκοτάδι το δεχόμαστε όλοι. Κανείς δε διανοείται ότι ο Θεός έφτιαξε την ημέρα και ο διάβολος τη νύχτα. Όμως το να δεχτούμε ότι ο Θεός χτίζει το κακό («εγώ ο κατασκευάσας φως και ποιήσας σκότος, ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά») είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο για τους περισσότερους πιστούς. Το νόημα του εδαφίου είναι ότι ο Θεός έφτιαξε τους κυρίαρχους φυσικούς και ηθικούς νόμους, αλλά η καταπάτησή τους συνεπάγεται το κακό. Αν δεν υπήρχαν κυρίαρχοι νόμοι θα είχαμε απόλυτο χάος και η διάκριση μεταξύ καλού και κακού θα ήταν αδύνατη, αφού θα ήταν αδύνατη και η συνειδητότητα ως προς το καλό και το κακό. Με αυτή την έννοια, ο Θεός που κάνει ειρήνη ο ίδιος «χτίζει» σαν συνέπεια και το κακό εκεί που δεν υπάρχει αγάπη.
Ο άνθρωπος, επομένως δεν μπορεί να οριοθετήσει το κακό. Αυτό φαίνεται κι από την ακόλουθη ιστορία:
[[ Κάποτε ζούσε σ' ένα χωριό κάποιος φτωχός γέροντας, ο οποίος είχε ένα όμορφο άλογο που τον βοηθούσε στις γεωργικές του ασχολίες και το οποίο ήταν τόσο όμορφο και δυνατό, ώστε ήταν γνωστό σε όλη τη γύρω περιοχή.
Κάποια μέρα, ένας πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε από τη φήμη και το παρουσιαστικό του αλόγου, θέλησε να το αγοράσει, προσφέροντας στον γέροντα ένα υπέρογκο ποσό. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο, µε το οποίο είχε δεθεί τόσα χρόνια, και επέστρεψε στο χωριό του.
«Μα καλά είσαι ανόητος;» ρωτούσαν οι συγχωριανοί του. «Πούλα το άλογο για το καλό σου, θα πιάσεις πολλά χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος!» «Ααα, εμένα το άλογο με βοηθά στην εργασία μου.. Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;» απαντούσε ο γέροντας, «Μόνο ο Θεός το ξέρει!»
Οι μέρες περνούσαν και το άλογο παρέμενε αχώριστη συντροφιά του γέροντα. Ένα πρωί ξύπνησε και είδε ότι το άλογό του είχε φύγει. Οι συγχωριανοί του μαζεύτηκαν για να του εκφράσουν τη λύπη τους:
«Τι μεγάλο κακό που σε βρήκε, τώρα ποιος θα σε βοηθά στις δουλειές σου; Ήσουν ανόητος που δεν πούλησες το άλογο. Τώρα δεν έχεις ούτε τα χρήματα, ούτε το άλογο.»
Ο γέροντας με τη χαρακτηριστική ηρεμία του απαντούσε: «Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό; Μόνο Ο Θεός το ξέρει!»
Οι χωριανοί απομακρύνονταν νομίζοντας ότι του γέρου του έχει σαλέψει.. Ύστερα από λίγες μέρες το άλογο επέστρεψε στη μάντρα του γέροντα, μαζί µε μερικά άλλα πανέμορφα άγρια άλογα που είχε συναντήσει στο δάσος. Μαζεύτηκαν ξανά οι συγχωριανοί και του έλεγαν: «Τι τυχερός που είσαι! Σου έτυχε μεγάλο καλό, αφού τώρα έχεις περισσότερα άλογα να σε βοηθούν.»
Ο γέροντας τους απάντησε: «Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό.. Μόνο ο Κύριος γνωρίζει! Πάντως, είμαι ευχαριστημένος που το άλογό μου γύρισε.» Οι συγχωριανοί του τον κοιτάζανε πάλι περιφρονητικά.
Μετά από λίγες μέρες, ο γιος του, καβαλικεύοντας ένα από τα άλογα, έπεσε κι έσπασε τα πόδια του, μένοντας ανήμπορος. Μαζεύτηκαν πάλι οι χωριανοί λέγοντας: «Τι κακό που σε βρήκε! Με τα άλογα που ήρθαν, έχασες τελικά το δεξί σου χέρι στις δουλειές – τον γιο σου – που υποφέρει τώρα από τους πόνους και ίσως υποφέρει για όλη του τη ζωή.»
Ο γέρος απαντούσε πάλι: «Ποιος ξέρει ... μόνο ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό!» Δεν πέρασε μια βδομάδα από αυτό το ατύχημα και μια γειτονική χώρα κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, και από την πόλη του ο στρατός και επιστράτευσε όλους τους νέους άντρες της πόλης. Δεν πήραν, φυσικά, τον γιο του, που είχε σπασμένα πόδια, κι έτσι δεν έλαβε μέρος στις άγριες μάχες που ακολούθησαν. Ήρθαν πάλι οι συγχωριανοί και έλεγαν:
«Είσαι πολύ τυχερός, αφού οι γιοι όλων μας πάνε να σκοτωθούν στον πόλεμο, ενώ εσύ θα έχεις τον γιο σου πάντα κοντά σου.»
Και ο γέροντας τούς απάντησε με τρυφερότητα:
«Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά, για να κρίνουμε αν κάτι είναι ευλογία ή συμφορά. Ακόμη αδελφοί μου δεν το καταλάβατε: Μόνο ο Θεός γνωρίζει το καλό και το κακό μας!!» ]
[[ Κάποτε ζούσε σ' ένα χωριό κάποιος φτωχός γέροντας, ο οποίος είχε ένα όμορφο άλογο που τον βοηθούσε στις γεωργικές του ασχολίες και το οποίο ήταν τόσο όμορφο και δυνατό, ώστε ήταν γνωστό σε όλη τη γύρω περιοχή.
Κάποια μέρα, ένας πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε από τη φήμη και το παρουσιαστικό του αλόγου, θέλησε να το αγοράσει, προσφέροντας στον γέροντα ένα υπέρογκο ποσό. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο, µε το οποίο είχε δεθεί τόσα χρόνια, και επέστρεψε στο χωριό του.
«Μα καλά είσαι ανόητος;» ρωτούσαν οι συγχωριανοί του. «Πούλα το άλογο για το καλό σου, θα πιάσεις πολλά χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος!» «Ααα, εμένα το άλογο με βοηθά στην εργασία μου.. Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;» απαντούσε ο γέροντας, «Μόνο ο Θεός το ξέρει!»
Οι μέρες περνούσαν και το άλογο παρέμενε αχώριστη συντροφιά του γέροντα. Ένα πρωί ξύπνησε και είδε ότι το άλογό του είχε φύγει. Οι συγχωριανοί του μαζεύτηκαν για να του εκφράσουν τη λύπη τους:
«Τι μεγάλο κακό που σε βρήκε, τώρα ποιος θα σε βοηθά στις δουλειές σου; Ήσουν ανόητος που δεν πούλησες το άλογο. Τώρα δεν έχεις ούτε τα χρήματα, ούτε το άλογο.»
Ο γέροντας με τη χαρακτηριστική ηρεμία του απαντούσε: «Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό; Μόνο Ο Θεός το ξέρει!»
Οι χωριανοί απομακρύνονταν νομίζοντας ότι του γέρου του έχει σαλέψει.. Ύστερα από λίγες μέρες το άλογο επέστρεψε στη μάντρα του γέροντα, μαζί µε μερικά άλλα πανέμορφα άγρια άλογα που είχε συναντήσει στο δάσος. Μαζεύτηκαν ξανά οι συγχωριανοί και του έλεγαν: «Τι τυχερός που είσαι! Σου έτυχε μεγάλο καλό, αφού τώρα έχεις περισσότερα άλογα να σε βοηθούν.»
Ο γέροντας τους απάντησε: «Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό.. Μόνο ο Κύριος γνωρίζει! Πάντως, είμαι ευχαριστημένος που το άλογό μου γύρισε.» Οι συγχωριανοί του τον κοιτάζανε πάλι περιφρονητικά.
Μετά από λίγες μέρες, ο γιος του, καβαλικεύοντας ένα από τα άλογα, έπεσε κι έσπασε τα πόδια του, μένοντας ανήμπορος. Μαζεύτηκαν πάλι οι χωριανοί λέγοντας: «Τι κακό που σε βρήκε! Με τα άλογα που ήρθαν, έχασες τελικά το δεξί σου χέρι στις δουλειές – τον γιο σου – που υποφέρει τώρα από τους πόνους και ίσως υποφέρει για όλη του τη ζωή.»
Ο γέρος απαντούσε πάλι: «Ποιος ξέρει ... μόνο ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό!» Δεν πέρασε μια βδομάδα από αυτό το ατύχημα και μια γειτονική χώρα κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, και από την πόλη του ο στρατός και επιστράτευσε όλους τους νέους άντρες της πόλης. Δεν πήραν, φυσικά, τον γιο του, που είχε σπασμένα πόδια, κι έτσι δεν έλαβε μέρος στις άγριες μάχες που ακολούθησαν. Ήρθαν πάλι οι συγχωριανοί και έλεγαν:
«Είσαι πολύ τυχερός, αφού οι γιοι όλων μας πάνε να σκοτωθούν στον πόλεμο, ενώ εσύ θα έχεις τον γιο σου πάντα κοντά σου.»
Και ο γέροντας τούς απάντησε με τρυφερότητα:
«Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά, για να κρίνουμε αν κάτι είναι ευλογία ή συμφορά. Ακόμη αδελφοί μου δεν το καταλάβατε: Μόνο ο Θεός γνωρίζει το καλό και το κακό μας!!» ]
Μπορεί, λοιπόν, να γνωρίζει ο άνθρωπος τι είναι καλό και τι κακό; Όπως πολύ σοφά είπε ο γέροντας της ιστορίας μας: μόνο ο Θεός γνωρίζει το καλό και το κακό μας! Η αδυναμία μας- και η μικρότητά μας θα τολμούσαμε να προσθέσουμε- μας κάνουν να γεμίζουμε με αμφιβολίες και να μην δείχνουμε εμπιστοσύνη στο Θεό. Ό,τι μας δίνει ο Θεός είναι για το καλό μας, άσχετα αν φαίνεται ως κακό. Όπως λένε οι στίχοι:
«Το καλό απ' το κακό απέχει ένα γράμμα,
έχει δάκρυ από χαρά και δάκρυ από κλάμα,
το καλό απ' το κακό απέχει ένα γράμμα.»
έχει δάκρυ από χαρά και δάκρυ από κλάμα,
το καλό απ' το κακό απέχει ένα γράμμα.»
Αυτό το γράμμα, όμως, έχει μια δυναμική. Aς δούμε πως εκδηλώνεται:
καλό= κα-λό= κίνηση του "κ" προς το "λ"= εξέλιξη
κακό= κα-κό= επανάληψη του "κ"= στασιμότητα.
Η έμφυτη τάση του ανθρώπου να κάνει το καλό, τον εξελίσσει και τον οδηγεί σταδιακά στη θέωση. Αντίθετα, η έξω από τη φύση, εμμονή του να διαπράττει το κακό, τον κρατάει δέσμιο, στάσιμο ως προς την πνευματική του εξέλιξη. Ο Ιταλός Δομινικανός φιλόσοφος και άγιος της καθολικής εκκλησίας Θωμάς ο Ακινάτης είχε πει: Το Καλό μπορεί να υπάρξει χωρίς το Κακό, ενώ το Κακό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το Καλό.» Γι' αυτό ο Κρητικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης μας τονίζει: «Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος - αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα 'ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος - σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.»
Για να ξεδιπλώσουμε ακόμη περισσότερο τη σκέψη μας, θα προχωρήσουμε σε μια ακόμη ιστορία:
[[ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ιερωμένος που έκρινε τις πράξεις των ανθρώπων και τους έβαζε να μετανοούν. Έφτασε να πιστεύει πως ξέρει τι είναι το καλό και το κακό.
Ένα πρωί εμφανίστηκε ένας άγγελος. «Ο Θεός με έστειλε για να σου δείξω κάτι», του είπε. Τον πήρε και τον μετέφερε με θαυμαστό τρόπο πίσω από ένα θάμνο...
«Πες μου τι βλέπεις;» τον ρώτησε. «Βλέπω έναν πλάτανο με παχύ ίσκιο και μια βρύση με δροσερό νερό να ρέει πλάι του» αποκρίθηκε αυτός. «Τώρα θα πρέπει να μου υποσχεθείς πως ό,τι και να δεις να συμβαίνει, δεν θα επέμβεις», του είπε ο άγγελος. Ο ιερέας συμφώνησε. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένας πλούσιος με το άλογό του και σταμάτησε να πιει νερό και να ξαποστάσει. Ήπιε νερό και ξάπλωσε για λίγο κάτω από το δροσερό ίσκιο του πλάτανου, όπου πήρε έναν υπνάκο. Ύστερα ξύπνησε, ανέβηκε στο άλογό του και συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας όμως πίσω του ένα πουγκί παραγεμισμένο με χρυσές λίρες.
Μετά από λίγη ακόμη ώρα ένας δεύτερος άνθρωπος εμφανίστηκε πεζός και σταμάτησε να πιει νερό. Ξαφνικά, είδε το πουγκί με τις λίρες, το σήκωσε και άρχισε να χοροπηδά από χαρά. Έβαλε το πουγκί στην τσέπη του και χωρίς να χάσει καιρό έτρεξε να εξαφανιστεί. Λίγο αργότερα ένας τρίτος άνθρωπος έφτασε κι αυτός στη βρύση. Την ώρα όμως που έπινε νερό επέστρεψε ο πλούσιος, ο οποίος είχε στο μεταξύ αντιληφθεί ότι είχε χάσει το πουγκί του και γύρισε να το αναζητήσει. Μόλις λοιπόν είδε τον άλλο άνθρωπο άρχισε να τον κατηγορεί ότι του έκλεψε το πουγκί με τις λίρες και να του ζητά να του τις επιστρέψει. Άρχισαν να καυγαδίζουν και πάνω στον καυγά, ο πλούσιος έσπρωξε απότομα τον άλλο, εκείνος έπεσε στο έδαφος κι έσπασε το σβέρκο του σε μια απ' τις ρίζες του πλάτανου. Ο πλούσιος πανικόβλητος ανέβηκε στο άλογό του κι εξαφανίστηκε...
«Πες μου τώρα», είπε ο άγγελος στον ιερέα. «Τι πιστεύεις γι' αυτά που είδες, ήταν καλά ή κακά;»
«Καλέ μου άγγελε», απάντησε εκείνος, «η ψυχή μου είναι βαριά από το κακό που είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Ο ένας έκλεψε το πουγκί που δεν ήταν δικό του, ο άλλος κατηγόρησε άδικα έναν αθώο άνθρωπο και από πάνω τον σκότωσε χωρίς μάλιστα να τιμωρηθεί.»
«Δεν γνωρίζεις όμως ακριβώς την ιστορία», αποκρίθηκε ο άγγελος. «Ο πλούσιος που ήρθε πρώτος στη βρύση, είχε καταπατήσει τα χωράφια του δεύτερου και τα δικαστήρια τον είχαν δικαιώσει, όπως κάνει πάντοτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη, ν' αδικεί τους φτωχούς και να αθωώνει τους πλούσιους. Η θεία δικαιοσύνη όμως απαιτούσε ο πλούσιος να πληρώσει το χρέος του και αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο Θεός για να συμβεί αυτό.
Ο τρίτος άνθρωπος, αυτός που σκοτώθηκε, είχε δολοφονήσει τον αδελφό του, χωρίς να το υποψιαστεί κανείς, ούτε και να τον κατηγορήσει. Οι τύψεις του όμως ήταν τέτοιες, που γονατιστός παρακάλεσε το Θεό να τον απαλλάξει απ' το βάρος που κουβαλούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που βρήκε ο Θεός για ν' ανταποκριθεί στην προσευχή του.
Ο ιερέας κοίταξε τον άγγελο εμβρόντητος, μην ξέροντας τι να πει. «Πήγαινε λοιπόν», τον αποχαιρέτησε ο άγγελος «και να θυμάσαι πόσο λίγα γνωρίζεις, ώστε να μπορείς ν' αποφασίσεις τι είναι καλό και τι κακό.» ]]
[[ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ιερωμένος που έκρινε τις πράξεις των ανθρώπων και τους έβαζε να μετανοούν. Έφτασε να πιστεύει πως ξέρει τι είναι το καλό και το κακό.
Ένα πρωί εμφανίστηκε ένας άγγελος. «Ο Θεός με έστειλε για να σου δείξω κάτι», του είπε. Τον πήρε και τον μετέφερε με θαυμαστό τρόπο πίσω από ένα θάμνο...
«Πες μου τι βλέπεις;» τον ρώτησε. «Βλέπω έναν πλάτανο με παχύ ίσκιο και μια βρύση με δροσερό νερό να ρέει πλάι του» αποκρίθηκε αυτός. «Τώρα θα πρέπει να μου υποσχεθείς πως ό,τι και να δεις να συμβαίνει, δεν θα επέμβεις», του είπε ο άγγελος. Ο ιερέας συμφώνησε. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένας πλούσιος με το άλογό του και σταμάτησε να πιει νερό και να ξαποστάσει. Ήπιε νερό και ξάπλωσε για λίγο κάτω από το δροσερό ίσκιο του πλάτανου, όπου πήρε έναν υπνάκο. Ύστερα ξύπνησε, ανέβηκε στο άλογό του και συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας όμως πίσω του ένα πουγκί παραγεμισμένο με χρυσές λίρες.
Μετά από λίγη ακόμη ώρα ένας δεύτερος άνθρωπος εμφανίστηκε πεζός και σταμάτησε να πιει νερό. Ξαφνικά, είδε το πουγκί με τις λίρες, το σήκωσε και άρχισε να χοροπηδά από χαρά. Έβαλε το πουγκί στην τσέπη του και χωρίς να χάσει καιρό έτρεξε να εξαφανιστεί. Λίγο αργότερα ένας τρίτος άνθρωπος έφτασε κι αυτός στη βρύση. Την ώρα όμως που έπινε νερό επέστρεψε ο πλούσιος, ο οποίος είχε στο μεταξύ αντιληφθεί ότι είχε χάσει το πουγκί του και γύρισε να το αναζητήσει. Μόλις λοιπόν είδε τον άλλο άνθρωπο άρχισε να τον κατηγορεί ότι του έκλεψε το πουγκί με τις λίρες και να του ζητά να του τις επιστρέψει. Άρχισαν να καυγαδίζουν και πάνω στον καυγά, ο πλούσιος έσπρωξε απότομα τον άλλο, εκείνος έπεσε στο έδαφος κι έσπασε το σβέρκο του σε μια απ' τις ρίζες του πλάτανου. Ο πλούσιος πανικόβλητος ανέβηκε στο άλογό του κι εξαφανίστηκε...
«Πες μου τώρα», είπε ο άγγελος στον ιερέα. «Τι πιστεύεις γι' αυτά που είδες, ήταν καλά ή κακά;»
«Καλέ μου άγγελε», απάντησε εκείνος, «η ψυχή μου είναι βαριά από το κακό που είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Ο ένας έκλεψε το πουγκί που δεν ήταν δικό του, ο άλλος κατηγόρησε άδικα έναν αθώο άνθρωπο και από πάνω τον σκότωσε χωρίς μάλιστα να τιμωρηθεί.»
«Δεν γνωρίζεις όμως ακριβώς την ιστορία», αποκρίθηκε ο άγγελος. «Ο πλούσιος που ήρθε πρώτος στη βρύση, είχε καταπατήσει τα χωράφια του δεύτερου και τα δικαστήρια τον είχαν δικαιώσει, όπως κάνει πάντοτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη, ν' αδικεί τους φτωχούς και να αθωώνει τους πλούσιους. Η θεία δικαιοσύνη όμως απαιτούσε ο πλούσιος να πληρώσει το χρέος του και αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο Θεός για να συμβεί αυτό.
Ο τρίτος άνθρωπος, αυτός που σκοτώθηκε, είχε δολοφονήσει τον αδελφό του, χωρίς να το υποψιαστεί κανείς, ούτε και να τον κατηγορήσει. Οι τύψεις του όμως ήταν τέτοιες, που γονατιστός παρακάλεσε το Θεό να τον απαλλάξει απ' το βάρος που κουβαλούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που βρήκε ο Θεός για ν' ανταποκριθεί στην προσευχή του.
Ο ιερέας κοίταξε τον άγγελο εμβρόντητος, μην ξέροντας τι να πει. «Πήγαινε λοιπόν», τον αποχαιρέτησε ο άγγελος «και να θυμάσαι πόσο λίγα γνωρίζεις, ώστε να μπορείς ν' αποφασίσεις τι είναι καλό και τι κακό.» ]]
Από την παραπάνω ιστορία φαίνεται το πόσο δίκιο είχε ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ όταν είπε: «Δεν υπάρχει τίποτε τόσο καλό ή τόσο κακό, η σκέψη το κάνει έτσι.», ενώ η στάση του ιερωμένου επαληθεύει την άποψη του Αγγλοαυστριακού φιλόσοφου Karl Popper: « Η προσπάθεια να φέρουμε τον παράδεισο στη γη, οδηγεί, χωρίς εξαίρεση, στην κόλαση.» Αρκεί να σκεφτούμε την ιερή εξέταση, τους λεγόμενους ιερούς πολέμους και τα εγκλήματα των Βυζαντινών στο όνομα του Χριστού και της θρησκείας Του.
Η προηγούμενη ιστορία μας φέρνει στη σκέψη τα λόγια του Αποστόλου των Εθνών. Υπάρχει στην Καινή Διαθήκη μια πολύ παράξενη τοποθέτηση του Απ. Παύλου στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Θα μου πεις, λοιπόν: Ο Θεός γιατί πλέον κατηγορεί; Στο θέλημά του ποιος μπορεί να εναντιωθεί; Αλλά, μάλιστα, εσύ, ω άνθρωπε, ποιος είσαι που αντιμιλάς στον Θεό; Μήπως το πλάσμα θα πει σ' αυτόν που το έπλασε: Γιατί με έπλασες έτσι; Ή, δεν έχει εξουσία ο κεραμέας επάνω στον πηλό, από το ίδιο μίγμα να κάνει το ένα μεν σκεύος για χρήση τιμητική, το άλλο δε για χρήση ευτελή;» (Προς Ρωμαίους 9: 18-21)
Είναι χρήσιμο να σκεφτούμε πάνω στο απόσπασμα που αναφέραμε. Εφόσον ο διάβολος είναι κάτω από τον έλεγχο του Θεού, ποιος ευθύνεται για τη σκληρότητα της καρδιάς μερικών ανθρώπων; Μήπως οι σκληροί συνάνθρωποί μας, "τα σκεύη της μη τιμητικής χρήσης", πρέπει να υπάρχουν ώστε με τις σκληρές πράξεις τους να δίνουν την ευκαιρία στους πιστούς, "τα σκεύη τιμητικής χρήσης", να βελτιώνονται, να τους συγχωρούν και έτσι να προχωρούν στην πνευματική τους τελείωση, ή απλούστερα με αυτό τον τρόπο να αγιάζονται; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν δηλαδή ο κακός γεννήθηκε κακός, τότε πρέπει να αντιμετωπίζεται με μακροθυμία, κατανόηση και έλεος από τα υποτιθέμενα «σκεύη τιμητικής χρήσης».
Το κακό, επομένως, είναι αναπόφευκτο για να εκδηλωθεί το καλό! Με αυτό, που μας φαίνεται κακό, πολλές φορές αποδίδεται η δικαιοσύνη, την οποία οι ανθρώπινες πράξεις έχουν καταπατήσει! Η μη επιστροφή του πουγκιού με τις λίρες στον ιδιοκτήτη του ήταν η απόδοση δικαιοσύνης σε μια αδικία, που είχε γίνει πριν από καιρό. Η φιλονικία και το θανάσιμο πέσιμο του αδερφοφονιά ήταν πράξη δικαιοσύνης για να βρει αναπαμό η ψυχή του, που φλεγόταν από τις τύψεις. Επομένως, όλα έγιναν με θαυμαστό τρόπο επιφέροντας αρμονία και δικαιοσύνη την διασαλευμένη ηθική τάξη. Φαινομενικά, όμως, για τον ιερέα που δεν γνώριζε, όλα ήσαν κακά. Κι όμως, αυτά τα φαινομενικά κακά έφεραν ισορροπία και δικαιοσύνη.
Ο μεγάλος μας τραγικός ποιητής Αισχύλος, στην τραγωδία του Χοηφόροι, μέσα από τα λόγια του χορού μας λέει: «τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη μεγ' αὐτεῖ». Ας δούμε, όμως όλο το χορικό:
«Ω! Μοίρες μεγάλες, ο Δίας
τέτοιο τέλος να δώσει σε τούτα,
καθώς θέλει το δίκιο.
"Η γλώσσα η πικρή να πληρώνει
πρέπει με γλώσσα πικρή". Έτσι η Δίκη
βροντοφωνάζει, τα χρωστούμενα παίρνοντας.
"Σε φόνου πληγή, τιμωρία
πάλι φόνου πληγή.
Ό,τι κάμεις, θα πάθεις",
ο πανάρχαιος μύθος φωνάζει.»
τέτοιο τέλος να δώσει σε τούτα,
καθώς θέλει το δίκιο.
"Η γλώσσα η πικρή να πληρώνει
πρέπει με γλώσσα πικρή". Έτσι η Δίκη
βροντοφωνάζει, τα χρωστούμενα παίρνοντας.
"Σε φόνου πληγή, τιμωρία
πάλι φόνου πληγή.
Ό,τι κάμεις, θα πάθεις",
ο πανάρχαιος μύθος φωνάζει.»
(Αισχύλος, Χοηφόροι, 308- 316)
Το παραπάνω απόσπασμα μας δείχνει το δρόμο της παραδοχής του "κάρμα", δηλαδή «του νόμου της ανταπόδοσης»!
Μπορεί η χριστιανική θρησκεία να έχει απορρίψει το «νόμο του κάρμα», αλλά αυτό δε σημαίνει πως ο νόμος δεν λειτουργεί. Γιατί ο νόμος αυτός είναι νόμος του σύμπαντος και στη φυσική διατυπώνεται ως "ο τρίτος νόμος της μηχανικής", ή "νόμος της δράσης- αντίδρασης", σύμφωνα με τον οποίο «σε κάθε δράση έχουμε μια ίση κατά το μέτρο κι αντίθετης κατεύθυνσης αντίδραση»! Έτσι με βάση το "νόμο της αναλογίας"- άλλος σπουδαίος συμπαντικός νόμος- «ως εν τοις άνω, ούτως και εν τοις κάτω», αφού είναι νόμος της φύσης, θα είναι και νόμος της ζωής!
Εξάλλου ο Χριστός στην επί του Όρους ομιλίαν Του είπε: «και μη κρίνετε, και ου μηκριθήτε∙ μη καταδικάζετε, και ου μη καταδικασθήτε∙ απολύετε, και απολυθήσεσθε∙ δίδοτε, και δοθήσεται υμίν∙ μέτρον καλόν, πεπιεσμένον και σεσαλευμένον και υπερκχυνόμενον δώσουσιν εις τον κόλπον υμών∙ τω γαρ αυτώ μέτρω, ω μετρείτε, αντιμετρηθήσετε υμίν.» (Λουκάς, στ΄, 37- 38) για να προσθέσει αργότερα ο Απόστολος Παύλος: «μη πλανάσθε, Θεός ου μυκτηρίζεται∙ ο γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει» (Απ. Παύλος, επιστολή προς Γαλάτας, στ΄, 7). Εάν, λοιπόν, κάποιος έκανε κάποτε το κακό, όταν γευτεί τους καρπούς του κακού, θα πάρει το μεγάλο μάθημα ότι πρέπει να το διώξει από τη ζωή του!
«Ο Θεός αγάπη εστίν». Κι όμως, αυτό το Φως της Αγάπης, είναι αναγκασμένο να αντιδράσει στις σκοτεινές φάσεις της ζωής μας. Μας φέρνει βίαια και ισχυρά ρήγματα για να σκορπίσει το σκοτάδι μας. Χρησιμοποιεί τραχύτητα, σκληρότητα, πόνο κι απελπισία. Αυτό το ερμηνεύουμε σαν να μας έζωσαν όλα τα κακά του κόσμου. Αυτή σκληρή εκδήλωση της Αγάπης σπάει τα στεγανά που εμποδίζουν να μπει το φως στη ζωή μας. Η γεμάτη τραχύτητα επίθεση που αντιμετωπίζουμε έχει σαν στόχο το αντιδραστικό, το αδρανές και σκοτεινό στοιχείο μέσα μας. Στοχεύει να μας αποκαθάρει από αυτό, που από άγνοια εισάγαμε στη ζωή μας, αλλά είναι αδιαπέραστο και θολό για το Φως. Το κακό, που φαινομενικά επιτίθεται στην αδράνεια και την παθητικότητα της ζωής μας, θα μας κάνει ουσιαστικά καλό, γιατί θα την βάλει και πάλι σε κίνηση. Θα μας ωθήσει να αποχτήσουμε τη γνώση, να γίνουμε ικανοί στη διάκριση, γόνιμοι στην καλλιέργεια των ηθικών αξιών κι επωφελείς στους συνανθρώπους μας.
Στις μέρες μας γευόμαστε τους πικρούς καρπούς της οικονομικής κρίσης. Πολλοί συνάνθρωποί μας ζουν εφιαλτικές μέρες, ενώ καθημερινά κάποιοι δεν αντέχουν και βάζουν τέλος στη θλιβερή ζωή τους. Το δένδρο με τους πικρούς καρπούς, που αναφέραμε, εμείς το φυτέψαμε κι εμείς το καλλιεργήσαμε στο έδαφος της ανοχής, της ηθικής άμβλυνσης και της απαξίωσης των νόμων και της τάξης. Βυθιστήκαμε στις υλικές απολαύσεις αφήνοντας στην άκρη την αρετή και την τιμιότητα. Λησμονήσαμε ότι δεν είμαστε μόνο σώμα, αλλά και πνεύμα. Και το πνεύμα που αφήσαμε κατά μέρος είναι το κυρίαρχο, γιατί αυτό θα διατηρηθεί όταν το σώμα μας «εις χουν απελεύσει». Αναφέραμε παραπάνω για το νόμο δράσης- αντίδρασης. Στην διασάλευση της τάξης (δράση) το σύμπαν ή η ζωή αντέδρασε (αντίδραση). Η αντίδραση φέρνει πόνο γιατί γίνεται βίαια με ανατροπή του λανθασμένου τρόπου ζωής. Κι αυτό το εκλαμβάνουμε ως κακό! Όμως θα αποκατασταθεί και πάλι η ηθική τάξη του αλληλοσεβασμού και της ευταξίας. Με πόνο θα μάθουμε ότι «μέτρον πάντων άνθρωπος» ή όπως το είπε ο Πρωταγόρας: «Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε μη όντων ως ουκ έστιν». Από όλες τις αξίες και ποιότητες, το μέτρο πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος που τώρα έχει υποβαθμιστεί απέναντι στα λογιστικά νούμερα του κέρδους και την υπεραξία των οικονομικών μεγεθών. Κι αυτή τη γνώση: «μέτρον πάντων άνθρωπος», όσο κι αν είναι πικρή θα την αποκτήσουμε.
Ας μη ξεχνάμε ότι για τη γνώση φάγαμε τον απαγορευμένο καρπό: «Και είδε η γυναίκα, ότι το δένδρο ήταν καλό για τροφή, και ότι ήταν αρεστό στους οφθαλμούς, και επιθυμητό δένδρο ως δίδον γνώσιν» (Γένεσις 3: 1-6) Βέβαια ο Λόρδος Μπάυρον έχει αντίρρηση για το δένδρο με τους απαγορευμένους καρπούς, όπως έντεχνα παρουσιάζει μέσα από το θεατρικό τους έργο με τίτλο "Κάιν". Παρουσιάζει το γιο του Αδάμ, τον Κάιν να λέει:
«ΚΑΪΝ: Τότε λοιπόν ο Θεός του πατέρα μου
έπραξε σωστά απαγορεύοντας το μοιραίο Δέντρο.
Αλλά θα 'χε πράξει ακόμη πιο σωστά αν
δεν το είχε φυτέψει ποτέ. Όμως η άγνοια
του κακού δεν προστατεύει από το κακό. Εκείνο
εξακολουθεί να κυλά ανεξάρτητα, όντας
μέρος όλων των πραγμάτων. »
έπραξε σωστά απαγορεύοντας το μοιραίο Δέντρο.
Αλλά θα 'χε πράξει ακόμη πιο σωστά αν
δεν το είχε φυτέψει ποτέ. Όμως η άγνοια
του κακού δεν προστατεύει από το κακό. Εκείνο
εξακολουθεί να κυλά ανεξάρτητα, όντας
μέρος όλων των πραγμάτων. »
(Λόρδου Βύρωνος, "Κάιν", Πράξη δεύτερη)
Κι όμως, ο απαγορευμένος καρπός έδωσε τη δυνατότητα της γνώσης και ως εκ τούτου την ώθηση για να μπορέσει σταδιακά να φτάσει ο άνθρωπος από το «κατ' εικόνα» στο «καθ' ομόιωσιν». Γιατί πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να εξηγήσει το επόμενο εδάφιο: «Και είπε Κύριος ο Θεός, Ιδού, έγινε ο Αδάμ σαν ένας εξ ημών, στο να γνωρίζει το καλό και το κακό»; Επαληθεύεται, λοιπόν, από τον ίδιο το Θεό, σύμφωνα με τη Βίβλο, ότι με την ανυπακοή ο άνθρωπος έγινε συνειδητό ον, γνωρίζοντας το καλό και το κακό. Δηλαδή έγινε κι αυτός σαν θεός! Κι εύλογα γεννιέται το ερώτημα: Πρόκειται άραγε για πτώση ή για εξύψωση με τη βοήθεια του "πειράζοντος", δηλαδή του διαβόλου;
Ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του "Αδερφοφάδες", παρουσιάζει παπα-Γιάνναρο να λέει πως ο σατανάς κάθεται στο κεφάλι μας και βάζει τα ερωτήματα:
[[ Κάθισε στη γωνιά του καναπέ ο παπα-Γιάνναρος, ακούμπησε το βαρύ κεφάλι του στον τοίχο.
«Χριστέ μου», μουρμούρισε, «σ' ευχαριστώ για τις μεγάλες πίκρες που με πότισες και σήμερα∙ δεν ξέρω γιατί φέρνεσαι τόσο σκληρά στους ανθρώπους που σε αγαπούν, μα έχω εμπιστοσύνη πως ό,τι κάνεις το κάνεις για το καλό μας, κι ας μην το καταλαβαίνουμε. Τι αναίδεια να θέμε να καταλάβουμε το έργα σου, Κύριε! συχώρεσέ μας. Όχι εμείς, όχι εμείς, Χριστέ μου, ο Σατανάς κάθεται στο κεφάλι μας και ρωτάει, κι άλλη δουλειά δεν κάνει∙ μα η καρδιά μας δε ρωτάει, έχει εμπιστοσύνη, είναι σίγουρη... ]]
[[ Κάθισε στη γωνιά του καναπέ ο παπα-Γιάνναρος, ακούμπησε το βαρύ κεφάλι του στον τοίχο.
«Χριστέ μου», μουρμούρισε, «σ' ευχαριστώ για τις μεγάλες πίκρες που με πότισες και σήμερα∙ δεν ξέρω γιατί φέρνεσαι τόσο σκληρά στους ανθρώπους που σε αγαπούν, μα έχω εμπιστοσύνη πως ό,τι κάνεις το κάνεις για το καλό μας, κι ας μην το καταλαβαίνουμε. Τι αναίδεια να θέμε να καταλάβουμε το έργα σου, Κύριε! συχώρεσέ μας. Όχι εμείς, όχι εμείς, Χριστέ μου, ο Σατανάς κάθεται στο κεφάλι μας και ρωτάει, κι άλλη δουλειά δεν κάνει∙ μα η καρδιά μας δε ρωτάει, έχει εμπιστοσύνη, είναι σίγουρη... ]]
Ο διάβολος δεν έχει καμία εξουσία πάνω στον άνθρωπο χωρίς την άδεια τού Θεού και τη δική μας θέληση. Ο Θεός του επιτρέπει να μας "πειράζει", διότι σέβεται τη δική μας ελευθερία, και θέλει μόνοι μας να διαλέξουμε ή το δρόμο της ζωής και της τήρησης των εντολών Του ή το δρόμο της βίας και της καταστροφής και της απομάκρυνσης από το Θεό. Εδώ ας σκεφτούμε πως ακόμη και ο ενσαρκωθείς Χριστός υποβάλλεται στους τρεις πειρασμούς από τον Σατανά στην έρημο! Κι αφού δεν ενέδωσε και είπε «ύπαγε οπίσω μου σατανά» άρχισε το τρίχρονο έργο του, που τον οδήγησε στο Σταυρό αλλά και στην Ανάσταση!
Εφόσον, λοιπόν, ο Θεός είναι κυρίαρχος, τίποτα δε μπορεί να γίνει χωρίς την έγκρισή του. Και ο "πειράζων" βρίσκεται κάτω από τον έλεγχό του, όντας στην ουσία όργανό του. Ο σατανάς δε μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον του ανθρώπου εάν δεν το επιτρέψει ο Θεός. Επομένως, δε χρειάζεται να φοβάται κανείς τον σατανά, ενώ το κακό, που του αποδίδεται, είναι "εργαλείο" για την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου. Είναι τα διαγωνίσματα, οι δοκιμασίες, για να πάρει η ψυχή το πτυχίο από το πέρασμά της στο κοσμικό σχολείο της γης, αφού απόχτησε τη γνώση του υλικού κοσμου. Το κακό είναι ο δρόμος που οδηγεί στο καλό, όπως λέει σε κάποιο άλλο μέρος του θεατρικού έργου Κάιν ο Λόρδος Μπάυρον και πάλι μέσα από τα λόγια του Κάιν:
« Κι όμως ο πατέρας μου λέει πως εκείνος είναι
Παντοδύναμος∙ τότε γιατί υπάρχει το κακό-
εφόσον αυτός είναι αγαθός; Έκανα αυτή
την ερώτηση στον πατέρα μου∙ και είπε, πως το
κακό αυτό ήταν ο μόνος δρόμος προς το καλό.
Παράξενο καλό που πρέπει να πηγάζει απ' το
μοιραίο του αντίθετο. Πρόσφατα είδα ένα
ερπετό να δαγκώνει ένα αρνί∙ το καημένο
το μικρούλι έπεσε στη γη αφρίζοντας, κάτω
από το μάταιο κι αξιολύπητο βέλασμα
της ανήσυχης μητέρας του∙ τότε ο πατέρας
μου έκοψε μερικά βότανα, και τα έβαλε
στην πληγή∙ σιγά- σιγά το ανήμπορο δύστυχο
ζώο επανήλθε στην ξέγνοιαστη ζωή του, και
σηκώθηκε να ρουφήξει το γάλα της μητέρας
του, που στεκόταν δίπλα του τρεμάμενη κι έγλυφε
τ' αναζωογονημένα μέλη με χαρά. Κοίτα,
γιέ μου! είπε ο Αδάμ, πώς από το κακό βγαίνει το καλό! »
Παντοδύναμος∙ τότε γιατί υπάρχει το κακό-
εφόσον αυτός είναι αγαθός; Έκανα αυτή
την ερώτηση στον πατέρα μου∙ και είπε, πως το
κακό αυτό ήταν ο μόνος δρόμος προς το καλό.
Παράξενο καλό που πρέπει να πηγάζει απ' το
μοιραίο του αντίθετο. Πρόσφατα είδα ένα
ερπετό να δαγκώνει ένα αρνί∙ το καημένο
το μικρούλι έπεσε στη γη αφρίζοντας, κάτω
από το μάταιο κι αξιολύπητο βέλασμα
της ανήσυχης μητέρας του∙ τότε ο πατέρας
μου έκοψε μερικά βότανα, και τα έβαλε
στην πληγή∙ σιγά- σιγά το ανήμπορο δύστυχο
ζώο επανήλθε στην ξέγνοιαστη ζωή του, και
σηκώθηκε να ρουφήξει το γάλα της μητέρας
του, που στεκόταν δίπλα του τρεμάμενη κι έγλυφε
τ' αναζωογονημένα μέλη με χαρά. Κοίτα,
γιέ μου! είπε ο Αδάμ, πώς από το κακό βγαίνει το καλό! »
(Λόρδου Βύρωνος, "Κάιν", Πράξη δεύτερη)
Είναι λάθος να είμαστε απόλυτοι στον καθορισμό κάποιου συμβάντος σαν καλό ή κακό. Ο Ινδός βραχμάνος Τσαϊτάνια μας λέει: «Η έννοια του καλού και του κακού είναι μόνο μια ιδέα, ένα νοητικό δημιούργημα. Είναι λάθος να λέμε: αυτό είναι καλό, αυτό είναι κακό». Ουσιαστικά το κακό είναι η απουσία του καλού! Ας παρακολουθήσουμε γι' αυτό τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ένας φοιτητής σε συζήτηση με έναν καθηγητή του:
[[ Σε ένα Πανεπιστήμιο υπήρχε ένας άθεος καθηγητής, που μιλούσε με μη κολακευτικά λόγια για το Θεό, όπως τον είχαν στη σκέψη τους οι περισσότεροι φοιτητές του. Κάποια μέρα ρώτησε τους φοιτητές:
- Είναι τα πάντα δημιουργήματα του Θεού;
Ένας φοιτητής με βεβαιότητα του απάντησε:
- Μάλιστα, κύριε καθηγητά.
Ο καθηγητής τότε του είπε:
- Αφού τα πάντα τα δημιούργησε ο Θεός, τότε και το Κακό είναι δικό του δημιούργημα και σύμφωνα με την αρχή ότι τα έργα καθορίζουν τι είμαστε, ο Θεός είναι το Κακό.
Ο φοιτητής αυτός αποστομώθηκε και δεν είχε να απαντήσει κάτι. Ο καθηγητής ικανοποιημένος με τον εαυτό του είπε στους φοιτητές πως η πίστη στο Θεό είναι παρά ένας μύθος.
Ένας άλλος φοιτητής στη συνέχεια σήκωσε το χέρι του και τον ρώτησε :
- Κύριε καθηγητά, μπορώ να σας ρωτήσω και εγώ μία ερώτηση ;
- Βεβαίως, απάντησε ο καθηγητής.
- Το κρύο υπάρχει, κύριε καθηγητά;
- Τι ερώτηση είναι αυτή; Βεβαίως και υπάρχει. Ποτέ δεν ένιωσες το κρύο;
Οι υπόλοιποι φοιτητές γέλασαν με την ερώτηση του συμφοιτητή τους.
Όμως αυτός ο φοιτητής συνέχισε απτόητος :
- Στην πραγματικότητα όμως το κρύο δεν υπάρχει. Σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, εκείνο που εμείς θεωρούμε σαν κρύο δεν είναι τίποτε άλλο από την απουσία της θερμότητας. Στο απόλυτο «μηδέν» (-460 βαθμούς Fahrenheit ή -273 Celsius) υπάρχει πλήρης απουσία θερμότητας. Το κρύο αυτό καθαυτό δεν υπάρχει. Εμείς δημιουργήσαμε τη λέξη αυτή για να περιγράψουμε τι νιώθουμε όταν δεν υπάρχει θερμότητα.
Και ο φοιτητής συνέχισε:
- Τι λέτε, κύριε καθηγητά, το σκοτάδι υπάρχει;
- Βεβαίως και υπάρχει, απάντησε ο καθηγητής.
- Όχι κύριε καθηγητά, ούτε το σκοτάδι υπάρχει. Στην πραγματικότητα το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός. Εμείς μπορούμε να ερευνούμε το φως, αλλά δεν μπορούμε να ερευνήσουμε το σκοτάδι. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την πρίσμα του Νεύτωνα για να αποσυνθέσουμε το φως σε αλλά χρώματα και να ερευνήσουμε το μήκος κύματος του κάθε χρώματος. Όμως δεν μπορούμε να μετρήσουμε και να αποσυνθέσουμε το σκοτάδι. Η ακτίνα του φωτός μπορεί να μπει στο σκοτάδι και να το φωτίσει. Πως μπορείτε να μετρήσετε σε πιο βαθμό έχουμε σκοτάδι; Μόνο μετρώντας το ποσοστό του φωτός. Δηλαδή, το σκοτάδι είναι μία έννοια την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να περιγράψουν την κατάσταση που υπάρχει όταν απουσιάζει το φως.
Και μετά ο φοιτητής συνέχισε:
- Κύριε καθηγητά, το κακό υπάρχει;
Ο καθηγητής απάντησε με, όχι και μεγάλη, βεβαιότητα:
- Δεν είναι Κακό αυτό που βλέπουμε καθημερινά; Η σκληρότητα μεταξύ των ανθρώπων, τόσα εγκλήματα και βία παντού στον κόσμο, όλα αυτά κατά τη γνώμη μου είναι παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι υπάρχει το Κακό.
- Και όμως, το Κακό δεν υπάρχει, κύριε καθηγητά. Το Κακό είναι απλά η απουσία του Θεού. Είναι μία λέξη που μοιάζει στο κρύο και το σκοτάδι, δηλαδή μία λέξη που οι άνθρωποι επινόησαν για να περιγράψουν την απουσία του Θεού.
Ο Θεός δεν δημιούργησε το Κακό. Το Κακό δεν είναι σαν την αγάπη, που υπάρχει όπως η θερμότητα και το φως. Το Κακό είναι αποτέλεσμα της απουσίας στην καρδιά του ανθρώπου της Θεϊκής Αγάπης. Είναι σαν το κρύο που έρχεται όταν απουσιάζει η θερμότητα, η σαν το σκοτάδι που έρχεται όταν δεν υπάρχει το φως. ]]
[[ Σε ένα Πανεπιστήμιο υπήρχε ένας άθεος καθηγητής, που μιλούσε με μη κολακευτικά λόγια για το Θεό, όπως τον είχαν στη σκέψη τους οι περισσότεροι φοιτητές του. Κάποια μέρα ρώτησε τους φοιτητές:
- Είναι τα πάντα δημιουργήματα του Θεού;
Ένας φοιτητής με βεβαιότητα του απάντησε:
- Μάλιστα, κύριε καθηγητά.
Ο καθηγητής τότε του είπε:
- Αφού τα πάντα τα δημιούργησε ο Θεός, τότε και το Κακό είναι δικό του δημιούργημα και σύμφωνα με την αρχή ότι τα έργα καθορίζουν τι είμαστε, ο Θεός είναι το Κακό.
Ο φοιτητής αυτός αποστομώθηκε και δεν είχε να απαντήσει κάτι. Ο καθηγητής ικανοποιημένος με τον εαυτό του είπε στους φοιτητές πως η πίστη στο Θεό είναι παρά ένας μύθος.
Ένας άλλος φοιτητής στη συνέχεια σήκωσε το χέρι του και τον ρώτησε :
- Κύριε καθηγητά, μπορώ να σας ρωτήσω και εγώ μία ερώτηση ;
- Βεβαίως, απάντησε ο καθηγητής.
- Το κρύο υπάρχει, κύριε καθηγητά;
- Τι ερώτηση είναι αυτή; Βεβαίως και υπάρχει. Ποτέ δεν ένιωσες το κρύο;
Οι υπόλοιποι φοιτητές γέλασαν με την ερώτηση του συμφοιτητή τους.
Όμως αυτός ο φοιτητής συνέχισε απτόητος :
- Στην πραγματικότητα όμως το κρύο δεν υπάρχει. Σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, εκείνο που εμείς θεωρούμε σαν κρύο δεν είναι τίποτε άλλο από την απουσία της θερμότητας. Στο απόλυτο «μηδέν» (-460 βαθμούς Fahrenheit ή -273 Celsius) υπάρχει πλήρης απουσία θερμότητας. Το κρύο αυτό καθαυτό δεν υπάρχει. Εμείς δημιουργήσαμε τη λέξη αυτή για να περιγράψουμε τι νιώθουμε όταν δεν υπάρχει θερμότητα.
Και ο φοιτητής συνέχισε:
- Τι λέτε, κύριε καθηγητά, το σκοτάδι υπάρχει;
- Βεβαίως και υπάρχει, απάντησε ο καθηγητής.
- Όχι κύριε καθηγητά, ούτε το σκοτάδι υπάρχει. Στην πραγματικότητα το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός. Εμείς μπορούμε να ερευνούμε το φως, αλλά δεν μπορούμε να ερευνήσουμε το σκοτάδι. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την πρίσμα του Νεύτωνα για να αποσυνθέσουμε το φως σε αλλά χρώματα και να ερευνήσουμε το μήκος κύματος του κάθε χρώματος. Όμως δεν μπορούμε να μετρήσουμε και να αποσυνθέσουμε το σκοτάδι. Η ακτίνα του φωτός μπορεί να μπει στο σκοτάδι και να το φωτίσει. Πως μπορείτε να μετρήσετε σε πιο βαθμό έχουμε σκοτάδι; Μόνο μετρώντας το ποσοστό του φωτός. Δηλαδή, το σκοτάδι είναι μία έννοια την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να περιγράψουν την κατάσταση που υπάρχει όταν απουσιάζει το φως.
Και μετά ο φοιτητής συνέχισε:
- Κύριε καθηγητά, το κακό υπάρχει;
Ο καθηγητής απάντησε με, όχι και μεγάλη, βεβαιότητα:
- Δεν είναι Κακό αυτό που βλέπουμε καθημερινά; Η σκληρότητα μεταξύ των ανθρώπων, τόσα εγκλήματα και βία παντού στον κόσμο, όλα αυτά κατά τη γνώμη μου είναι παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι υπάρχει το Κακό.
- Και όμως, το Κακό δεν υπάρχει, κύριε καθηγητά. Το Κακό είναι απλά η απουσία του Θεού. Είναι μία λέξη που μοιάζει στο κρύο και το σκοτάδι, δηλαδή μία λέξη που οι άνθρωποι επινόησαν για να περιγράψουν την απουσία του Θεού.
Ο Θεός δεν δημιούργησε το Κακό. Το Κακό δεν είναι σαν την αγάπη, που υπάρχει όπως η θερμότητα και το φως. Το Κακό είναι αποτέλεσμα της απουσίας στην καρδιά του ανθρώπου της Θεϊκής Αγάπης. Είναι σαν το κρύο που έρχεται όταν απουσιάζει η θερμότητα, η σαν το σκοτάδι που έρχεται όταν δεν υπάρχει το φως. ]]
Η ζωή μας ταλαντεύεται σαν εκκρεμές μια προς το καλό και μια προς το κακό, δηλαδή μια κατευθυνόμαστε προς το Θεό και μια απομακρυνόμαστε από το Θεό. Το κακό υπάρχει, ή το καλό λείπει, για να καταλάβουμε την έλλειψή του και να το αναζητήσουμε όπως ο διψασμένος το νερό. Και σαν πιούμε και χορτάσουμε, μέχρι να το βάλουμε για πάντα στη ζωή μας και σταθερά να προχωρήσουμε προς την τελείωση, το κακό θα πάψει να υπάρχει.
Μέχρι τότε πολλές φορές θα αμφιβάλουμε. Πολλές φορές θα κιοτέψουμε και θα πισωγυρίσουμε. Κι ο Θεός υπομονετικά θα περιμένει... Και θα σβήνει όπως λέει ο παπα-Γιάνναρος στους "Αδερφοφάδες" του Καζαντζάκη:
[[ Όταν πια αφανίστηκε από τα μάτια του η λοχαγίνα, σήκωσε ο παπα-Γιάνναρος τα χέρια του στον ουρανό:
Ο Θεός ν' απλώσει το χέρι του, μουρμούρισε, απάνω στους καλούς και στους κακούς, απάνω στις τίμιες και στις άτιμες∙ ανθρώποι είμαστε, σερσέμηδες και κακομοίρηδες, ας παραβλέπει∙ δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, πόσες φορές δεν παίρνει ο σατανάς το πρόσωπο του Θεού να μας πλανέψει; Χώμα και δάκρυο είναι τα μάτια μας, πηλός, πώς μπορούν να διακρίνουν; Πάρε σφουγγάρι , Κύριε, πάρε σφουγγάρι και σβήνε!
Είπε κι αλάφρωσε∙ σα να 'χε βάλει στο χέρι του Θεού το σφουγγάρι κι είχε αρχίσει ο Θεός να σβήνει τις αμαρτίες των ανθρώπων. ]]
[[ Όταν πια αφανίστηκε από τα μάτια του η λοχαγίνα, σήκωσε ο παπα-Γιάνναρος τα χέρια του στον ουρανό:
Ο Θεός ν' απλώσει το χέρι του, μουρμούρισε, απάνω στους καλούς και στους κακούς, απάνω στις τίμιες και στις άτιμες∙ ανθρώποι είμαστε, σερσέμηδες και κακομοίρηδες, ας παραβλέπει∙ δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, πόσες φορές δεν παίρνει ο σατανάς το πρόσωπο του Θεού να μας πλανέψει; Χώμα και δάκρυο είναι τα μάτια μας, πηλός, πώς μπορούν να διακρίνουν; Πάρε σφουγγάρι , Κύριε, πάρε σφουγγάρι και σβήνε!
Είπε κι αλάφρωσε∙ σα να 'χε βάλει στο χέρι του Θεού το σφουγγάρι κι είχε αρχίσει ο Θεός να σβήνει τις αμαρτίες των ανθρώπων. ]]
Όσες φορές κι αν γεμίζουμε το τεφτέρι του Θεού παρασυρμένοι από τις αδυναμίες μας, Αυτός θα σβήνει... Μέχρι να γίνουμε «ομοίωσή» Του... οπότε θα σχίσει το τεφτέρι...
! Ο Δημήτρης Μάρκου είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.