Η «Πολιτεία» είναι το πιο πολυσυζητημένο έργο τού Πλάτωνα. Πρόκειται για έναν διάλογο περίτεχνο και σύνθετο, στο οποίο ο Σωκράτης περιγράφει μία ιδανική πόλη ή καλύτερα ένα ιδανικό πολίτευμα. Άλλωστε αυτό ακριβώς σημαίνει στα αρχαία ελληνικά η λέξη «Πολιτεία». Πρόκειται όμως για πολίτευμα, όχι μίας πόλης, αλλά της ανθρώπινης ψυχής.
Οι περισσότεροι νομίζουν πώς η ιδανική αυτή πολιτεία παρουσιάζεται από τον Σωκράτη ως πολιτική πρόταση, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ηθική διερεύνηση της έννοιας της δικαιοσύνης. Γιατί το θέμα του έργου δεν είναι «πώς πρέπει να είναι ένα ιδανικό πολίτευμα», αλλά όπως εξηγεί ο συγγραφέας από την αρχή του έργου, το θέμα του είναι η δικαιοσύνη. Ποιος είναι δίκαιος και ποιος άδικος, αν είναι καλό για τον άνθρωπο να είναι δίκαιος, αν αυτοί που αδικούν είναι πιο ευτυχισμένοι από τους δίκαιους και τα παρόμοια. Τα πρόσωπα του διαλόγου επιχειρούν να διερευνύσουν την ακριβή έννοια της αρετής της δικαιοσύνης συζητώντας με τον δάσκαλό τους όλες τις θεωρίες που κυκλοφορούσαν στην εποχή τους, για το φυσικό δίκαιο, για το δίκαιο που πηγάζει από τον νόμο, για το δίκαιο του δυνατού. Και μόλις φτάνουν σε ένα σημείο που κανείς δεν μπορεί να πείσει για την ορθότητα της δικής του θεωρίας, ο Σωκράτης σκαρφίζεται ένα τέχνασμα, μία μέθοδο, που κατά τη γνώμη του θα τους οδηγήσει ασφαλέστερα σε έναν ορθό ορισμό της δικαιοσύνης:
« … προτείνω να εξετάσουμε το ζήτημα όπως εάν κάποιος έβαζε ανθρώπους με αδύναμη όραση να διαβάσουν μικρά γράμματα από μακρινή απόσταση, κι ύστερα κάποιος αντιλαμβανόταν πως τα ίδια γράμματα, αλλά μεγαλύτερα, είναι γραμμένα και σε κάποια άλλη επιφάνεια μεγαλύτερη, και θα τους φαινόταν, νομίζω, ανέλπιστη τύχη αν κοιτούσαν τα μικρότερα αφού πρώτα είχαν διαβάσει τα μεγαλύτερα, κι εξέταζαν αν είναι ίδια με εκείνα… λέμε πως η δικαιοσύνη είναι ιδιότητα ενός ανθρώπου· δεν μπορεί, όμως, κατά κάποιον τρόπο να είναι και ολόκληρης πολιτείας; … και δεν είναι η πολιτεία μεγαλύτερη από τον άνθρωπο; …ας αναζητήσουμε στις πολιτείες πρώτα να δούμε τι είδους πράγμα είναι η δικαιοσύνη· κι ύστερα αναζητήσουμε και στον καθένα χωριστά εξετάζοντας προσεκτικά την ομοιότητα με το μεγαλύτερο στη μορφή του μικρότερου»
Κανείς τους δεν σκόπευε να κατέβει στην Εκκλησία του Δήμου και να προτείνει ένα νέο πολίτευμα στους Αθηναίους. Οι πρωταγωνιστές της «Πολιτείας» χτίζουν μία πόλη από την αρχή, βήμα – βήμα, προσπαθώντας να εντοπίσουν τι απ’ όσα συμβαίνουν κατά την ίδρυση αυτής της φανταστικής πόλης είναι δίκαιο και τι άδικο, ώστε στη συνέχεια να εντοπίσουν τα αντίστοιχα σημεία στην ανθρώπινη ψυχή, όπου δύσκολα μπορεί κανείς να τα διακρίνει χωρίς να τα έχει πρώτα «διαβάσει στη μεγάλη επιφάνεια». Δεν ξέρω αν έχει προκύψει από εδώ, αλλά μέχρι σήμερα οι Έλληνες χρησιμοποιούμε την έκφραση «αυτά είναι ψιλά γράμματα», για κάτι που είναι δυσνόητο και δύσκολο να διερευνηθεί.
Οι πρωταγωνιστές της «Πολιτείας», λοιπόν, δεν είχαν πολιτικές φιλοδοξίες και ο ίδιος ο Πλάτωνας δεν ενδιαφερόταν να γίνει νομοθέτης ή βασιλιάς. Και οπωσδήποτε δεν ήταν ανόητος να πιστεύει πως ένα τέτοιο σύστημα, σαν αυτό που περιγράφει στο έργο του, θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί και να επιβιώσει. Άλλωστε, το ομολογεί και ο ίδιος:
«… εννοείς την πολιτεία, της οποίας την ίδρυση μόλις περιγράψαμε, την πόληπου βρίσκεται στα λόγια, διότι πάνω στη γη δεν νομίζω πως είναι δυνατόν να βρεθεί πουθενά. Όμως, είπα, ίσως να υφίσταται ως υπόδειγμα στον ουρανό για όποιον θέλει να τη βλέπει και κοιτώντας να ιδρύσει μία τέτοια πολιτεία μέσα του. Αν κάπου υπάρχει αυτή η πολιτεία ή αν πρόκειται να υπάρξει, δεν κάνει καμία διαφορά· διότι αυτός θα εφαρμόζει τους δικούς της νόμους και καμίας άλλης»
Οι νόμοι αυτής της φανταστικής πολιτείας, λοιπόν, είναι οι νόμοι τους οποίους προτείνει ο Πλάτων ως ηθικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα του τόπου του.
Τα τρία μέρη της ψυχής
Η θεωρία του Πλάτωνα για τα τρία μέρη της ψυχής είναι λίγο πολύ γνωστή και πάνω σε αυτήν έχουν θεμελιωθεί πολλές μεταγενέστερες ηθικές και ψυχολογικές θεωρίες. Για την ακρίβεια, όταν λέει μέρη, εννοεί λειτουργίες και αυτές, σε σειρά σπουδαιότητας, είναι:
Το «λογιστικόν», το οποίο αφορά τον νου, δηλαδή τη λογική μας ικανότητα. Με αυτό επεξεργαζόμαστε τα δεδομένα και λαμβάνουμε τις αποφάσεις. Με αυτό αναζητούμε λύσεις σε απλά και πολύπλοκα ζητήματα.
Το «θυμοειδές», που αναφέρεται στο θυμικό μας, δηλαδή στα συναισθήματά μας. Όταν συγκλονιζόμαστε από ένα συμβάν, όταν θυμώνουμε και όταν ενθουσιαζόμαστε, το κάνουμε με αυτό το σύστημα.
Το «επιθυμητικόν», το οποίο είναι το ευτελέστερο και αφορά τις επιθυμίες που δημιουργούνται για την ικανοποίηση του σώματος. Αυτό έχει αναλάβει να προμηθεύσει στο σώμα μας τροφή, ύπνο, άνεση και ηδονές. Αυτό είναι το μεγαλύτερο «κομμάτι» της ψυχής και το πιο αχόρταγο.
Η ευτυχία, λέει ο Πλάτωνας, είναι εφικτή μόνο όταν κάθε μέρος κοιτάζει τα δικά του και δεν μπλέκεται στις δουλειές των άλλων μερών. Και για να επιτύχουν αυτή την αρμονική συνεργασία, είναι απαραίτητο να δώσουν την πρωτοκαθεδρία στη λογική. Ακριβώς όπως ο ηνίοχος ενός άρματος που τρέχει στους αγώνες, είναι υπέυθυνος για τη συνεργασία των δύο αλόγων του. Δεν τα κακοποιεί, δεν ευνοεί το ένα εις βάρος του άλλου, αλλά είναι πάντα σε εγρήγορση να εναρμονίζει τις κινήσεις τους, ώστε το άρμα να φτάσει στο τέρμα. Αν δεν αναλάβει αυτή την ευθύνη, αλλά αφήσει τα άλογα να τεμπελιάσουν ή να αφηνιάσουν, τότε το άρμα, στην καλύτερη περίπτωση θα χάσει τον αγώνα και στη χειρότερη θα βγει τελείως από τον δρόμο του και θα ανατραπεί.
Αυτά είναι τα «μικρά γράμματα», που είπε στην αρχή ο Σωκράτης, και τα οποία μπόρεσε μαζί με τους συνομιλητές του να διαβάσει, αφού πρώτα διάβασαν τα «μεγάλα», καθώς έφτιαχναν εκ του μηδενός την φανταστική πολιτεία τους. Αυτό το νόημα έχουν οι οδηγίες προς τις τρεις τάξεις της «Πολιτείας».
Οι τρεις τάξεις
Η τρίτη τάξη, αυτή που αντιστοιχεί στο «επιθυμητικό» μέρος της ψυχής, είναι οι «δημιουργοί». Είναι εκείνοι που παράγουν τον πλούτο εργαζόμενοι ως αγρότες, ως έμποροι, ως βιοτέχνες ή βιομήχανοι. Γι’ αυτούς δεν μας λέει σχεδόν τίποτα ο Πλάτων (ή αν θέλετε ο Σωκράτης του διαλόγου). Δεν τους λέει πώς να ζουν, τι να κάνουν ή να μην κάνουν ή τι να κάνουν με αυτά που κερδίζουν από την εργασία τους. Δεν τους θέτει κανέναν περιορισμό, εκτός από έναν. Ενώ αναγνωρίζει ότι ανάμεσά τους, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ικανότητές τους, άλλοι θα είναι πλούσιοι και άλλοι φτωχοί, ο Σωκράτης θεωρεί πως πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο σε αυτή την ψαλίδα. Ο υπερβολικός πλούτος όπως και η υπερβολική φτώχια δεν αφήνουν την δικαιοσύνη, και άρα την ευτυχία, να εισέλθουν στην πολιτεία. Μάλιστα στο τελευταίο του έργο, τους «Νόμους», ο Πλάτων τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της ιδιοκτησίας και προτείνει η πατρογονική περιουσία να είναι κληρονομική και «μη απαλλοτριώσιμη», ενώ ρητά απορρίπτει την «κοινή καλλιέργεια».
Η δεύτερη τάξη είναι οι «φύλακες» της πόλης, δηλαδή ο στρατός και η αστυνομία. Ο Σωκράτης λέει πως για να είναι κάποιος αποτελεσματικός σε αυτή τη θέση, πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να έχει ανεπτυγμένο το «θυμοειδές του», να είναι ανδρείος, έντιμος και περήφανος, να έχει έφεση στη γυμναστική και ανάλογη σωματική διάπλαση. Μην φανταστείτε όμως κανέναν ακαλλιέργητο αγροίκο που απλώς θα κυνηγάει τους κακούς ή θα πέφτει τυφλά στο πεδίο της μάχης. Ο φύλακας πρέπει να είναι επίσης μορφωμένος, ώστε να μην ατροφήσει στο «λογιστικό» του μέρος, γιατί χωρίς την αρμονική συνεργασία με τη λογική, θα εξελιχθεί σε έναν ανόητο παράτολμο, που δεν θα ξέρει «πότε πρέπει να φοβάται και πότε όχι». Είναι δουλειά της πολιτείας να φροντίσει ώστε τα έντονα συναισθήματα και οι παρορμήσεις των φυλάκων να διοχετεύονται σε δραστηριότητες προς όφελος του συνόλου.
Η πρώτη τάξη, οι «άρχοντες» είναι η κυβέρνηση και, φυσικά, αντιστοιχεί στο «λογιστικό» μέρος της ψυχής, στον ηνίοχο που οδηγεί το άρμα. Άρχοντες, σε αυτή τη φανταστική πολιτεία, μπορούν να γίνουν μόνο οι άριστοι από την τάξη των φυλάκων, μετά από πολύχρονη και σκληρή εκπαίδευση. Ένας άρχοντας πρέπει να είναι ευπρεπής, εγκρατής, ευπροσάρμοστος και οπωσδήποτε φιλόσοφος! Η τάξη των αρχόντων είναι επιφορτισμένη με το καθήκον να παρέχει την κατάλληλη παιδεία, να οργανώνει την άμυνα της χώρας ή και την επέκτασή της, αν χρειαστεί, να φροντίζει για την ευτυχία της πόλης, η οποία στο μυαλό του Σωκράτη ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη.
Η διακυβέρνηση του εαυτού
Η πάλη της λογικής με το συναίσθημα είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα, το οποίο ακόμα παλεύουμε να λύσουμε. Η σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες του σώματός μας και στις ανάγκες του πνεύματος εξακολουθεί να μας δημιουργεί προβλήματα. Και η επιλογή ανάμεσα στο προσωπικό μας συμφέρον και στο συμφέρον της κοινότητας παραμένει μία δύσκολη αποστολή. Η θεωρία του Πλάτωνα επιχειρεί να δώσει μία δίκαιη λύση σε αυτά τα διαχρονικά διλήμματα, μεταφέροντας την «Πολιτεία» του στην ψυχή μας.
Οι σαρκικές μας επιθυμίες είναι οι «δημιουργοί» του εαυτού μας και καθ’ όλα σεβαστές. Αυτές μας οδηγούν στην ανεύρεση των πόρων που χρειαζόμαστε για να συντηρήσουμε τα δύο ανώτερα μέρη και δεν έχει σημασία τι είδους είναι και αν είναι λίγες ή πολλές. Αν δεν ικανοποιούνται, τότε το ένα άλογο του άρματος αφηνιάζει, αρνείται να συνεργαστεί. Από την άλλη, όσες επιθυμίες και αν ικανοποιήσουμε, το «επιθυμητικό» δεν χορταίνει και αν ο μόνος στόχος μας είναι η ικανοποίηση της σάρκας, πάλι το άρμα θα εκτροχιαστεί. Γι’ αυτό, ο «άρχοντας» (η λογική μας) οφείλει να εισπράττει τον ανάλογο «φόρο», χρόνο, ικανότητες και δυνάμεις, με τις οποίες θα τρέφουμε τους «άρχοντες» και τους «φύλακες».
Τα συναισθήματά μας, η οργή, το μίσος, ο πόνος, αλλά και η αγάπη, η στοργή και η συμπόνια, η τάση μας να υπερασπιζόμαστε ό, τι θεωρούμε δικό μας, ό, τι είναι πολύτιμο για το περιβάλλον που ζούμε, οι συγκινήσεις μας, είναι όλα σεβαστά. Αρκεί ν’ αφήσουμε τον άρχοντα να τα θέσει στην υπηρεσία της «πολιτείας», στην υπηρεσία του εαυτού μας και της ευτυχίας μας. Όπως οι «φύλακες» ακολουθούν τις εντολές των «αρχόντων», έτσι και το «άλογο» των συναισθημάτων μας οφείλει να ακολουθεί τα προστάγματα του «ηνίοχου».
Οι «φύλακες» της φανταστικής μας πολιτείας είναι απαλλαγμένοι από κάθε μέριμνα που απασχολεί τους «δημιουργούς». Δεν έχουν περιουσία, ούτε εισόδημα. Και κάτι ακόμα πιο παράξενο, δεν έχουν οικογένεια. Τα παιδιά που αποκτούν, μόνο με γυναίκες – φύλακες, δεν γνωρίζουν αν είναι δικά τους. Έτσι, όλοι οι φύλακες είναι πατεράδες όλων των παιδιών της τάξης τους. Και τα παιδιά αισθάνονται όλους τους φύλακες ως αληθινούς γονείς. Οι φύλακες, άντρες και γυναίκες, δεν έχουν τίποτα που να τους αναγκάσει κάποτε να επιλέξουν ανάμεσα στο δικό τους συμφέρον και το γενικό καλό.
Με αυτή την επινόηση ο Σωκράτης γράφει με «μεγάλα γράμματα» πως είναι ανόητο να σπαταλάμε τα συναισθήματά μας στην ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών, αντί να τα τιθασεύουμε προσβλέποντας στην ικανοποίηση της πνευματικής μας υπόστασης. Να νιώθεις φόβο για ένα επερχόμενο κακό, για παράδειγμα, είναι απολύτως φυσικό. Αλλά γιατί ν’αφήσεις τον φόβο να αναπαραχθεί σε βαθμό που θα σε κάνει παρανοϊκό και να χάσεις τον έλεγχο του εαυτού σου; Γιατί να μην αφήσεις τη λογική να τον διαχειριστεί και να τον μετατρέψει από ανόητο πανικό σε ωφέλιμο όπλο προστασίας; Τα συναισθήματα, όπως οι «φύλακες», όπως το «άλογο» του άρματος, υπηρετούν με επιτυχία τη ζωή μας, όταν ακολουθούν τις οδηγίες του «ηνίοχου» και όχι όταν συγκρούονται ή ερωτοτροπούν με το διπλανό τους άλογο.
Είναι πλέον σαφές, πως μόνο το τρίτο μέρος του εαυτού μας, η λογική μας, ο ηνίοχός μας, ο «βασιλιάς φιλόσοφος» έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για να κατακτήσουμε την πολύτιμη αρετή της δικαιοσύνης, αν έχει δίκιο ο Σωκράτης όταν ισχυρίζεται πως πιθανότατα, δικαιοσύνη είναι «τὸ τὰ αὐτοῦ πράττειν» (το να πράττει κάποιος τα δικά του). Γιατί μόνο η λογική μπορεί να εξασφαλίσει πως κάθε μέρος της ψυχής θα πράττει τα έργα για τα οποία είναι κατάλληλα εξοπλισμένο, χωρίς να παρεμποδίζει τη λειτουργία των άλλων μερών.
Εύκολο; Δύσκολο, και γι’ αυτό γοητευτικό. Μία μεγάλη πρόκληση που αξίζει τον κόπο ν’ αποδεχτεί κάποιος, επειδή οι ανταμοιβές της έρχονται κατά τη διάρκεια της προσπάθειας, βήμα-βήμα. Δεν χρειάζεται να γίνετε πρωταθλητές, αρκεί να ξεκινήσετε τη διαδρομή.