Σας έχει συμβεί να αισθανθείτε πως έχετε δύο εαυτούς που δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους; Πως οι σαρκικές επιθυμίες σας δεν αφήνουν τον πνευματικό άνθρωπο μέσα σας να εξελιχθεί; Μήπως υπάρχουν μέσα μας στοιχεία που οι ανάγκες του σώματος καταπνίγουν;
Πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, στη Θράκη έζησε ο πρώτος άνθρωπος που παρουσίασε μία εξήγηση για την μάχη ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα. Ήταν ο Ορφέας, ο ιδρυτής μίας θρησκευτικής κίνησης που φέρει το όνομά του. Ο ορφισμός είναι η απαρχή κάθε μυστικιστικής θεωρίας που αναπτύχθηκε στη συνέχεια, αλλά και η πηγή από την οποία ο Χριστιανισμός άντλησε τα περισσότερα δόγματά του.
Υπολογίζεται πως τον 6ο αι. π.κ.χ υπήρχαν σαράντα περίπου έργα σχετικά με την ορφική θεολογία, αλλά δυστυχώς ελάχιστα από αυτά έχουν φτάσει ως εμάς, από μεταγενέστερες συλλογές. Πολλές πληροφορίες για τους ορφικούς διέσωσαν οι πυθαγόρειοι, που υιοθέτησαν σε γενικές γραμμές τις απόψεις τους. Οι Ορφικοί Ύμνοι είναι ένα από τα διασωθέντα κείμενα και περιλαμβάνει προσευχές κι επικλήσεις στους θεούς. Στα ιερά Μυστήρια, όπως τα Ελευσίνια, οι πιστοί συμμετείχαν σε μία θεατρική αναπαράσταση των μύθων που σχετίζονται με τη δράση και τις ιδιότητες των θεών. Με τον τρόπο αυτό, ο μύστης οδηγείται στην ανακάλυψη της κρυμμένης αλήθειας για τη ζωή και τον θάνατο.
Κάθε τέτοιος μύθος συμβολίζει μίαν κρυμμένη αλήθεια, η οποία αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια της θεατρικής αναπαράστασης. Ο μύστης ανακαλύπτει τις φάσεις της δημιουργίας του υλικού κόσμου μέσα από τις γενεαλογίες των θεών και τους κοσμογονικούς μύθους. Κάθε θεότητα συμβολίζει την κατάσταση ενός υλικού σώματος ή τις δυνάμεις που απορρέουν απ’ αυτό. Όταν συμμετέχει ο μύστης σε ένα δράμα που περιγράφει το ερωτικό ζευγάρωμα των θεών, οραματίζεται την ένωση των δυνάμεων της φύσης που δημιουργούν κάτι νέο. Κάθε ερωμένη του άτακτου Δία είναι απλώς μία ιδιότητα της πρώτης αρχής και τα παιδιά που αποκτά μαζί τους είναι οι δυνάμεις που απορρέουν από αυτήν την ιδιότητα. Και όταν μετέχει ο πιστός στην αναπαράσταση την στιγμής κατά την οποία ο Κρόνος ακρωτηριάζει τον πατέρα του Ουρανό, βιώνει το τέλος μιας φάσης της δημιουργίας και την αρχή μίας νέας. Στους μύθους κάθε νέα τάξη θεών νικά εκείνη από την οποία είχε προέλθει, επειδή οι παλαιοί και οι νέοι θεοί αποτελούν έκφραση των ιδίων αρχών σε άλλη φάση εξέλιξης του κόσμου.
Σύμφωνα με κοσμογονικό μύθο των ορφικών, ο κόσμος γεννήθηκε όταν το «πρωταρχικό πυρ», ένα λαμπρό φως, ενεργοποίησε το υγρό στοιχείο. Ως αποτέλεσμα εμφανίζεται το αρχικό ωόν, και από αυτό η πρώτη αρχή του κόσμου. Αυτή η αρχή ονομάζεται Φάνης (από το φαίνομαι = εμφανίζομαι) και είναι μία και αδιαίρετη. Αν και δεν είναι πρόσωπο, στα ορφικά μυστήρια εμφανίζεται ως θεός Φάνης ή Έρως, στον οποίο εμπεριέχονται ταυτόχρονα το αρσενικό και το θηλυκό στοιχείο. Είναι αξιοπρόσεκτο πως για να εμφανιστεί η πρώτη αυτή αρχή, δεν ενήργησε κάποιος. Οι διεργασίες εκτυλίσσονται φυσικά, χωρίς κάποια θεϊκή ή άλλη επέμβαση.
Η κεντρική θεότητα στην ορφική λατρεία είναι ο Διόνυσος -Βάκχος, ο θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται όπως η ανθρώπινη ψυχή. Δεν είναι τυχαίο πως όλα τα Μυστήρια της αρχαιότητας (Ελευσίνια, Ορφικά, Βακχικά, της Σαμοθράκης κ.ά) συνδέονται με αυτόν και την θεά Δήμητρα ή την Περσεφόνη, τις θεές του Κάτω Κόσμου. Οι μύστες δεσμεύονταν με βαρύ όρκο να μην αποκαλύψουν ποτέ όσα γίνονταν στις τελετές αυτές, και αυτός είναι ο λόγος που έχουμε τόσο λίγες πληροφορίες γι’ αυτά. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως ο μύστης εκπαιδευόταν στα ιερά γράμματα και στον αποσυμβολισμό των μύθων. Δεσμευόταν επίσης να χρησιμοποιήσει τη γνώση που θ’ αποκτήσει προς όφελος δικό του και της ανθρωπότητας.
Η φυλακισμένη ψυχή
«Ότι βλέπουμε όταν είμαστε ξυπνητοί είναι θάνατος και ό, τι βλέπουμε όταν κοιμόμαστε είναι όνειρο», έλεγε ο Πυθαγόρας, εξηγώντας την ορφική πεποίθηση πως αυτό που ζούμε στον υλικό κόσμο δεν είναι αληθινή ζωή. Και όσο η ψυχή είναι εγκλωβισμένη στην ύλη, αληθινή ζωή δεν υπάρχει είτε ζει το σώμα είτε έχε πεθάνει.
Το πώς βρέθηκε η ψυχή σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση περιγράφεται στον μύθο του Διονύσου, που ονομάζεται και Ζαγρεύς. Ήταν γιος του Δία και της Περσεφόνης και ο Δίας τον προόριζε για διάδοχό του και κυρίαρχο του κόσμου. Για να τον προφυλάξει από την Ήρα, τον εμπιστεύθηκε στον Απόλλωνα και τους Κουρήτες, οι οποίοι τον έκρυψαν στα δάση του Παρνασσού. Ωστόσο, η Ήρα, πάντα αντιπαθούσε τα νόθα παιδιά του συζύγου της, έπεισε τους Τιτάνες να το σκοτώσουν. Εκείνοι μεταμφιέστηκαν βάφοντας τα πρόσωπά τους με γύψο, παραπλάνησαν τον Διόνυσο με διάφορα παιχνίδια και τελικά τον σκότωσαν. Στη συνέχεια, τον διαμέλισαν σε επτά κομμάτια, τον μαγείρεψαν και τον έφαγαν. Ο Δίας, οργισμένος, τους κατακεραύνωσε, κι έτσι δημιουργήθηκε ο άνθρωπος: Η φωτιά του κεραυνού και το αίμα των Τιτάνων αναμίχθηκε με το χώμα, και αυτή ήταν η πρώτη ύλη του ανθρώπου.
Εν τω μεταξύ, η θεά Αθηνά πρόλαβε και άρπαξε την καρδιά του Διονύσου και την παρέδωσε στον Δία. Εκείνος έφτιαξε με αυτήν ένα φίλτρο και το έδωσε στην αγαπημένη του Σεμέλη να το πιεί. Έτσι συνέλαβε κι έφερε στον κόσμο τον Νεώτερο Διόνυσο, αυτόν που λατρεύεται κατά τους κλασικούς χρόνους. Σε αυτόν ανατέθηκε να απελευθερώσει τις ανθρώπινες ψυχές από τα τιτανικά τους στοιχεία.
Για να καθαριστεί από τα τιτανικά της στοιχεία η ψυχή έρχεται κι επανέρχεται σε διάφορα σώματα προσπαθώντας να υπερβεί τα εμπόδια που θέτει η σάρκα και να ενωθεί με τον Διόνυσο. Κάθε φορά όμως διαπράττει κάποιες αστοχίες και ο κύκλος της μετενσάρκωσης (τροχό το ονόμαζε ο Ορφέας) επαναλαμβάνεται μέχρι η ψυχή να απαλλαγεί εντελώς από τα υλικά – τιτανικά στοιχεία και να ταυτιστεί απολύτως με τα πνευματικά – διονυσιακά.
Αυτές τις ιερές αλήθειες ανακάλυπταν κατά τη διάρκεια της μύησης στα Μυστήρια και μόνο εκεί. Οι ασεβείς και οι αδιάφοροι δεν είχαν πρόσβαση σε αυτές, ούτε εκείνοι που έμεναν ικανοποιημένοι με την τυπική, καθιερωμένη λατρεία των θεών. Μόνο με τη συμμετοχή στα ιερά μυστήρια μπορούσε κάποιος να κατανοήσει τις κρυμμένες αυτές αλήθειες, περνώντας με επιτυχία τα τρία βασικά στάδια της μύησης: Να πετάξει το παλιό, να μεταβάλει τον εαυτό του και εισέλθει ως νέος άνθρωπος στη νέα κατάσταση.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ορφέα και του Πυθαγόρα, αιώνες αργότερα, ο Ιησούς μιλούσε ξεκάθαρα μόνο στους μαθητές του. Στο πλήθος μιλούσε μόνο με παραβολές, μεταφορές και παρομοιώσεις. Αλλά και τα στάδια της μύησης υιοθετήθηκαν από τη χριστιανική εκκλησία κι επιβιώνουν συντομευμένα στο μυστήριο του βαπτίσματος. Για τους ορφικούς όμως, η μύηση δεν ήταν το τέρμα της διαδρομής. Ήταν η έναρξη μίας πορείας που απαιτούσε αφοσίωση σε αυστηρούς κανόνες και συνεχή επαγρύπνηση.