Ξόδεψες τόσους ήλιους, κανέναν δεν καλωσόρισαν.
Σε κάθε σου απόπειρα έκλειναν βιαστικά τις πόρτες και τα παράθυρα, γιατί στο σκοτάδι ζούσαν με ασφάλεια. Είναι αμαρτία σου είπαν, να βλέπεις στο φως, να ζεις στο φως, σβήσε το φως. Κι εσύ τους άκουσες, φοβήθηκες την καταδίκη τους κι έκρυψες τους ήλιους σου πίσω από τις κουρτίνες, κάτω από τα μαξιλάρια, μέσα στα ντουλάπια, ανάμεσα σε μια στοίβα γεμάτη ενοχές και μετάνοιες.
Ήθελες να ανέβεις ψηλά, δεν σε άφησαν να πετάξεις.
Τους ενοχλούσε που είχες φτερά και μπορούσες να βγεις από τη φυλακή τους. Εμείς εδώ έχουμε μόνο πόδια, δήλωσαν. Άλλα βαστάνε και σκάβουν με βαριά βήματα τη γη κι άλλα τρέχουν, μα δεν φτάνουν μακριά γιατί τσακίζονται. Βλέπεις, γερά είναι μονάχα τα πόδια που μένουν πίσω και ριζώνουν.
Φτερά, δεν υπάρχουν φτερά, αυτά είναι για τους φαντασμένους.
Κι έτσι πήρες μια μαύρη κλωστή, έδεσες τα φτερά σου όλο ντροπή και στάθηκες εκεί που σου υπέδειξαν, περιμένοντας να βγάλεις ρίζες.
Δίχως καν να σκεφτείς την πιθανότητα να τρέξεις.
Κάποτε αγάπησες, αλλά δεν ήτανε για σένα.
Είχε παρελθόν, ελαττώματα, δεν είχε πτυχία, χρήματα, προοπτικές. Ή και το αντίθετο, είχε μέλλον, διακρίσεις, οικογένεια με υψηλή θέση στην κοινωνία, γεννήθηκε με άστρο, εσύ είχες μόνο τον ήλιο, όχι στον ήλιο μοίρα. Ήταν ο άνεμος, ήσουν φτερό στον άνεμο.
Η λογική όρισε ο κόσμος να είναι αυτός που θα ενώνει, ο κόσμος να χωρίζει.
Τα στερεότυπα αποφάσισαν να φιμώνονται οι καρδιές που έχουν φωνή και τολμούν να σηκώσουν κεφάλι. Δεν ήταν για σένα αυτή η αγάπη, είπαν, και ράγισες.
Ο χρόνος κυλούσε, σε μεγάλωνε η γνώμη του κόσμου, πίσω από κλειστές πόρτες, μέσα στα σκοτάδια, τα βήματά σου σέρνονταν, η καρδιά σου σκυφτή και τα φτερά σου μια καμπούρα στη πλάτη. Δεν θυμάσαι πότε ακριβώς, μπορεί να ήταν όταν διάβασες λόγια σαν κι αυτά, όταν άρχισαν οι ήλιοι σου να καίνε τις κρυψώνες, την ντροπή, τον φόβο, τις ενοχές.
Όταν κάποιος από εκείνους που ρίζωσαν στην αποδοχή του κόσμου, σου εκμυστηρεύτηκε πως όλα τα είχε, μα πεθύμησε να ζήσει.
Μπορεί να ήταν τότε που μια σταγόνα από τα όνειρα που έκλαιγε η ψυχή σου, ξεχείλισε το ποτήρι και προσπάθησες να την καταπιείς όπως έκανες κι άλλες φορές, μα δεν κατέβαινε άλλη πίκρα.
Έτρεξες στις κρυψώνες σου, πήρες τους ήλιους σου αγκαλιά και αποφάσισες να τους μοιράζεσαι με εκείνους που δεν φοβούνται το φως.
Στάθηκες στο κέντρο του κόσμου, πήρες βαθιά αναπνοή, τέντωσες τα χέρια ψηλά στον ουρανό, η κλωστή έσπασε και δυο μεγάλα φτερά απλώθηκαν γύρω σου. Πού πηγαίνεις, ρώτησαν απορημένοι εκείνοι που πριν φάνταζαν μεγάλοι κι όμως τώρα δεν ήταν παρά ψιλές κουκκίδες στο χάρτη.
Να ζήσω, φώναξες, μα δεν κατάλαβαν τι εννοούσες.