....Δεν είναι ανεκτός για όλους τους ψυχισμούς ο αληθινός έρωτας έτσι όπως δεν είναι και ο αληθινός Θεός.
Και οι δυο τούτες ακραίες καταστάσεις της ύπαρξης αξιώνουν την ακρότητα του Ιησού: «Για να κερδίσεις την ψυχή σου πρέπει να τη χάσεις».
Προϋποθέτουν λοιπόν θυσία, χαμό και απώλεια, κι εκείνο το ιλιγγιώδες άγνωστο που έχεις να διαπεράσεις νύχτα, ξυπόλυτος, διακινδυνεύοντας τα πάντα.
Για ένα χαμένο αρνάκι, για ένα μαργαρίτη, όλα τα αφήνεις πίσω σου, το έχουμε ξαναπεί.
Ακούγονται ποιητικά και ενδιαφέροντα τέτοια λόγια, στην πράξη όμως καταντούν αβάσταχτα πρόκληση ζωής αληθινής, μόνο για τους λίγους, τρόμος και, ως εκ τούτου, απώθηση για τους πολλούς.
Κι έτσι, οι πολλοί καταφεύγουν στην επίφαση του έρωτα όπως και στην επίφαση του Θεού.
Στα κλισαρισμένα επεισόδια και στις ασφαλείς ρυθμίσεις σχέσεων.
Ήρεμα και κανονικά θα αγαπούν μέχρι να απομείνουν κι οι ίδιοι ένα ασφαλές κλισέ του εαυτού τους.
Έτσι ελπίζουν τουλάχιστον. Έτσι θέλουν να πιστεύουν πως είναι συνετότερο και ακίνδυνο.
Οργανώνουν το πάθος τους, τις αντιδράσεις τους, τα βήματα τους.
Ακόμα και τη λύπη τους ή τον θυμό τους θέλουν να προσχεδιάσουν, μέχρι πού μπορούν να φτάσουν.
Με ένα εργαλείο διαίσθησης —κάτι σαν ένστικτο επιβίωσης— ξεχωρίζουν το πρόσωπο που θα συνδεθούν, προκειμένου να πορευτούν με ασφάλεια, σχετική έστω ασφάλεια, μαζί του.
Το πρόσωπο το ανώδυνο, το προβλέψιμο, το ελεγχόμενο, εκείνο που πιο πολύ βολεύει παρά παρασέρνει.
Που καθησυχάζει αντί να αναστατώνει. Κι αν αναστατώνει, ας είναι τόσο ώστε να κρατιέται στα υποφερτά μέτρα. Είναι τέχνη να τα εντοπίζεις αυτά.
Διακρίνονται γρήγορα στα πρώτα ραντεβού και στις πρώτες συναντήσεις.
Ακόμα κι από μακριά διακρίνονται.
Η προβλεψη και η οσμή του κινδύνου, ο κίνδυνος του γκρεμού είναι από τις πρώτες ικανότητες που αναπτύσσει το σώμα μας από τη βρεφική κούνια.
Φτιάχνουν λοιπόν ερωτική σχέση και γάμο με ανθρώπο που δεν συνταράσσει, ώστε να μη διαταράσσει τον κόσμο τους..
Το προτιμούν.
Μισοερωτεύονται πλάσματα όπως μισοερωτεύονται και τον Πλάστη.
Όλα μετρημένα και ζυγισμένα με κριτήριο κάποια επίφαση σιγουριάς. Ώστε να μπορούν και να χωρίσουν εύκολα.
Για να μην πονέσουν φριχτά αν εγκαταλειφθούν, για να ξεχάσουν κατόπιν εύκολα και πιο πολύ, για να είναι σε θέση γρήγορα να αναπληρώσουν.
Για να μπορούν να είναι πολυγαμικοί και να μην χάνουν ευκαιρίες για νέες μικροπεριπέτειες. Ζητούν ταίρι αναλώσιμο.
Ο αναντικατάστατος άλλος τούς πέφτει θανάσιμα βαρύς. Ο γνήσιος έρωτας είναι —θες δε θες - πιστός, ενώ εκείνοι προτιμούν να λένε πως έχουν εμπειρίες. Η φανταχτερή ποσότητα εις βάρος της ακριβής ποιότητας ήταν πάντα για τον κόσμο ένα δίλημμα. Όχι, όχι... δε θα προσφέρουν τον εαυτό τους στον άλλο, γιατί δε θέλουν να χάσουν τον εαυτούλη τους.
Δε φεύγουν όμως πάντα όπως ονειρεύονται.
Τις πιο πολλές φορές δένονται για τα καλά σε μέτριες σχέσεις, σε μέτριους γάμους, σε μέτριες συγκινήσεις· δε θα χωρίσουν ποτέ. Παραμένουν σε μια υποτονική, «λίγη» σχέση, που κατά βάθος περιφρονούν, όπως περιφρονούν και την αδυναμία τους.
Έτσι ασφαλισμένα να ζουν κοντά σ' εκείνον, σ' εκείνη, που δεν κινδυνεύουν παράφορα ν' αγαπήσουν.
Για να προστατεύονται με τη χλιαρότητα, για να μην καούν και να μην κάψουν τις μικρές τους περιουσίες.
Όλα όσα μαζεύουν σαν τα μυρμήγκια και θησαυρίζουν στις στενές αποθήκες τους.
Αντικείμενα όλα, και ιδέες-αντικείμενα και επιθυμίες-αντικείμενα, επικυρωμένα από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις και τις αφίσες των δρόμων, προτού τις κουρελιάσει ο επόμενος άνεμος.
Έχουν ανάγκη να χωθούν στο πλήθος και στα καθωσπρέπει του πλήθους· ενώ ο γνήσιος έρωτας σε αναγεννά μοναδικό, αλλά και μοναχικό.
Σε καταδικάζει ακοινώνητο, περίπου έναν παρία. Μαζί, οι δυο σας μόνο, και κόντρα στο πλήθος.
Σαν ένας.
Πέφτει πάρα πολύ.
Ο έρωτας αρχίζει να φθείρεται απ' τη στιγμή που κοινοποιείται, γράφει ο Νίτσε.
Όμως ο μέσος άνθρωπος είναι ολάκερος μια κοινοποίηση, ζει για τον κύκλο του κι όχι για το κέντρο του.
Όχι, δε θέλουν να συναντήσουν το πρόσωπο του γνήσιου, του μεγάλου έρωτα τους. Το πρόσωπο που θα τους συγκλονίσει.
Δεν έχουν τα κότσια για τόσο κίνδυνο, για τόση οδύνη. Και να το συναντήσουν, θα κάνουν πως δεν το κατάλαβαν.
Και να το καταλάβουν, θα προσπαθήσουν να το υποτιμήσουν.
Θα το στολίσουν με ελαττώματα για να το αποφύγουν.
Για να δικαιολογηθούν που δεν τολμούν.
Ίσως και να μην πιστεύουν πως το αξίζουν.
Έχουν πολύ ψυχικό και πνευματικό μόχθο όλα τούτα.
Θέλουν να αυτοπροστατεύονται από την πρόγευση παραδείσου που λέγεται ότι χαρίζει ο αληθινός εραστής, γιατί δεν είναι απροϋπόθετος ο παράδεισος, γιατί έξω απ' τον παράδεισο καραδοκεί και η τιμωρία, η εξορία.
Για να μην τρέμουν μήπως τους εγκαταλείψει μια μέρα το αγαπημένο πρόσωπο, για να μην τρέμουν την έκθεση, τη στέρηση και την καταδίκη σε μοναξιά και σε αντιπαράθεση με τον ανυπόφορο εαυτό τους μετά.
Δεν αντέχεται απ' όλους ο συναρπαστικός έρωτας.
Δε βολεύει.
Έχει αγωνία, έχει τρόμο, εξευτελισμούς, ζημιές και διαφυγόντα κέρδη.
Δεν είναι πως δεν καταλαβαίνουν τη δύναμη του, πως δεν ελκύονται.
Ποιος μπορεί να αποφύγει μια τέτοια αίσθηση, μια τέτοια γνώση, αφού είναι ριζωμένη στη φύση μας; Κάτι βαθύ, παλιό, αρχαίο εντός τους το έχει παράδοξα κάποτε βιώσει.
Γι' αυτό και μοιάζει με νοσταλγία αυτό που αισθάνονται όταν παρακολουθούν ταινίες ερωτικές, όταν διαβάζουν μυθιστορήματα για μεγάλες αγάπες, όταν ακούν μουσικές που διεγείρουν την πρωτογενή λαχτάρα.
Εκ του ασφαλούς έστω.
Στον καναπέ.
Παίρνουν όμως ένα ύφος ονειροπόλο.
Τους ξεφεύγει για λίγο μια ρέμβη.
Γρήγορα όμως επιστρέφουν στην επίφαση σχέσης που κατάντησαν τη σχέση τους.
Με όσα συμπτώματα και παρενέργειες φέρνει σιγά σιγά και σταθερά η στέρηση του ουσιώδους. Θα αναζητούν όσο μεγαλώνουν φυγές.
Εκ του ασφαλούς φυγές.
Ομπρέλες στις καταιγίδες, στις εσωτερικές θύελλες, ακόμα και στις μικρές μπόρες.
Θυμάμαι που διάβασα παλιότερα σε εφημερίδα πως, μια νύχτα, η νοσοκόμα του Γιάννη Τσαρούχη τον μάλωνε επειδή εκείνος ετοιμαζόταν να βγει και να πάει σε μια γιορτή.
Ήταν ήδη πολύ άρρωστος, έξω είχε παλιόκαιρο και η νοσοκόμα τού έβαλε τις φωνές.
«Κύριε Τσαρούχη, πού πάτε;
Θα πεθάνετε!»
«Για να μην πεθάνω, να μη ζήσω;» τη ρώτησε εκείνος.
Είναι απίστευτο, αλλά οι περισσότεροι έτσι περίπου ζούμε τις ζωές μας.
Δε ζούμε.
Προσπαθούμε μόνο να μην πεθάνουμε.