Το εγκώμιο του Αριστοφάνη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα
«Για να γίνεις τέλειος, πρέπει να αισθάνεσαι τέλειος για τον εαυτό σου-απέφευγε να προσπαθείς να είσαι κάτι που δεν είσαι»
Rick Riordan, The Lost Hero
Μετά τον ρηχό και επιστημονικοφανή εγκωμιασμό του έρωτα από τον Ερυξίμαχο, ο Πλάτωνας δίνει τον λόγο στον Αριστοφάνη, ο οποίος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον προηγούμενο. Ο λόγος του είναι εύθυμος, ουσιαστικός, συνοπτικός χωρίς να μένει στην επιφάνεια, ενώ χρησιμοποιεί τον μύθο, όχι για να επικαλεστεί μια δήθεν αυθεντία, αλλά για να εξηγήσει τις θέσεις του. Η ευτραπελία της μυθικής προέλευσης της αναγκαιότητας και της αξίας του έρωτα, γρήγορα μετατρέπεται σε ουσιώδες σχόλιο της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο Αριστοφάνης περιγράφει τον ευρέως γνωστό πλατωνικό μύθο των δίφυλων όντων. «Στην αρχή της δημιουργίας τα γένη των ανθρώπων ήταν τρία και όχι όπως σήμερα δύο, δηλαδή το αρσενικό και το θηλυκό»σελ.139. Τα τρία γένη ήταν διπλά σε σχέση με τα σημερινά. Υπήρχε το διπλό αρσενικό, το διπλό θηλυκό και το αρσενοθήλυκο. Το τρίτο γένος αυτό δε υφίσταται σήμερα και υπάρχει μόνο στο όνομα, και μάλιστα «σαν βρισιά». Τα τρία γένη είχαν τέσσερα πόδια και τέσσερα χέρια, δύο πρόσωπα σε στρογγυλό κεφάλι και διπλά γεννητικά όργανα. Το αρσενικό ήταν γέννημα του ήλιου, το θηλυκό της γης και το αρσενοθήλυκο της σελήνης, που έχει στοιχεία και της γης και του ήλιου.
Αυτά τα ολόκληρα όντα είχαν μεγάλη δύναμη που ανταγωνιζόταν την θεϊκή. Είχαν μεγάλη αντοχή και ταχύτητα, αλλά και έπαρση. Τόλμησαν να τα βάλουν και με τους θεούς, επιχειρώντας να ανεβούν στον ουρανό και να καταλύσουν την εξουσία τους. Λόγω των πολλών ικανοτήτων τους λοιπόν, οι θεοί ήθελαν να τα τιμωρήσουν και να μετριάσουν τις δυνάμεις τους. Δεν ήξεραν όμως τι τιμωρία να τους επιβάλλουν, αφού δεν ήθελαν να τα σκοτώσουν γιατί θα έχαναν τις θυσίες που αυτά προσέφεραν. «Δεν μπορούσαν όμως και να ανεχτούν την προκλητική τους συμπεριφορά. Εν τέλει ο Δίας, αφού το σκέφτηκε πολύ, βρήκε τη λύση: ‘Νομίζω πως βρήκα τον τρόπο, και οι άνθρωποι να επιζήσουν και τα απαράδεκτα καμώματά τους να σταματήσουν. Προτείνω να χάσουν ένα μέρος της δύναμής τους. Με μια κάθετη τομή θα τους διχοτομήσω όλους. Έτσι θα γίνουν λιγότερο δυνατοί, αλλά περισσότερο χρήσιμοι για μας, αφού ο αριθμός τους θα διπλασιαστεί. Θα βαδίζουν όρθιοι στα δυο τους πόδια. Αν πάλι εξακολουθούν να μη σέβονται τίποτα και δεν ησυχάσουν, θα τους διχοτομήσω για δεύτερη φορά, ώστε μετά να περπατούν στο ένα πόδι, σαν να παίζουν κουτσό’»σελ.141. Έτσι, με τη διχοτόμηση μειώθηκε η δύναμή τους και αυξήθηκε το πλήθος τους και άρα και οι προσφορές και οι θυσίες τους.
Καταδικασμένα πλέον στην ημιτέλεια αυτά τα όντα, ξόδευαν όλο τους τον χρόνο ψάχνοντας το άλλο τους μισό, και όταν το έβρισκαν «έσφιγγαν τα χέρια γύρω απ΄ τα κορμιά τους κι αγκαλιάζονταν λαχταρώντας να ξανασμίξουν»σελ.141. Έτσι, πέθαιναν από την πείνα και την αδράνεια, αφού δεν ήταν πρόθυμα να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο εκτός από το να βρίσκονται με το άλλο μισό πλάσμα. Όταν πέθαινε το ένα από τα δύο αυτά μισά (που προέρχονταν από ένα αρχικό δίφυλο), το ζωντανό έψαχνε αγωνιωδώς να βρει ένα οποιοδήποτε άλλο μισό, ακόμα και από διαφορετικό γένος προέλευσης. Έτσι όμως, κόντευαν να οδηγηθούν στον αφανισμό, καθώς μετά τη διχοτόμηση τα γεννητικά όργανα ήταν στο πίσω μέρος του σώματος, οπότε με τον εναγκαλισμό δεν γινόταν τεκνοποίηση. Ο Δίας τα λυπήθηκε, και μετατόπισε τα γεννητικά όργανα στο μπροστινό μέρος, δίνοντάς τους την δυνατότητα να τεκνοποιούν όταν σμίγουν με το αντίθετο φύλο και να διαιωνίζουν έτσι το είδος. Όταν όμως ένας άντρας αγκάλιαζε άλλον άντρα, «προκαλούνταν κορεσμός από τη συνουσία, και έτσι σταματούσαν για λίγο, για να δουλέψουν και να εξοικονομήσουν τη ζωή τους»σελ.143. Το μέσο για να επιτευχθεί η σωστή σύζευξη μεταξύ δύο όντων ήταν ο έρωτας. «Από τη μακρινή εκείνη εποχή, ο έρωτας είναι έμφυτος στην ανθρώπινη φύση και τείνει να την επαναφέρει στην πρωταρχική της ενιαία μορφή. Σκοπός είναι να σχηματίσει από τα δύο μισά ένα ολόκληρο και να αποκαταστήσει την υγεία των ανθρώπων»σελ.143.
Γι’ αυτό και ο Αριστοφάνης εκθειάζει τον Έρωτα λέγοντας: «Έχω την εντύπωση ότι οι άνθρωποι δεν συνειδητοποίησαν καθόλου μα καθόλου τη δύναμη του Έρωτα. Αν την είχαν αντιληφθεί πραγματικά, θα είχαν χτίσει μεγαλοπρεπέστατους ναούς και βωμούς και για να τον τιμήσουν θα προσέφεραν τις λαμπρότερες θυσίες. Όχι όπως συμβαίνει σήμερα, που δεν ισχύει τίποτα από τα προηγούμενα, ενώ κανονικά του πρέπουν περισσότερα από ό,τι σε όλους τους θεούς μαζί»σελ.137.
Όλοι μας λοιπόν αποτελούμε το ήμισυ ενός ολόκληρου ανθρώπου, και γι’ αυτό μια ζωή αναζητούμε το άλλο μας μισό. Οι άντρες και οι γυναίκες που προέρχονται από τα αρσενοθήλυκα ερωτεύονται έντονα το αντίθετο γένος, γιατί αυτό ήταν το αρχικό φύλο που ολοκλήρωνε τον πρόγονό του, και συχνά απατάνε τους συζύγους τους. Άνδρες που προέρχονται από διπλά αρσενικά έλκονται από άλλους άντρες και αντίστοιχα γυναίκες από άλλες γυναίκες. Αυτοί οι άντρες, «χαίρονται να σφιχταγκαλιάζονται και να πλαγιάζουν μαζί τους» και «ξεχωρίζουν ανάμεσα στα παιδιά και τους εφήβους, μια και από τη φύση τους είναι πιο ανδροπρεπή. Μερικοί διατείνονται πως είναι αδιάντροπα, αλλά κάνουν λάθος, γιατί αυτή η συμπεριφορά δεν είναι αποτέλεσμα ξεδιαντροπιάς. Κάθε άλλο, από θάρρος, ανδρεία και αρρενωπότητα προκρίνουν το όμοιό τους. Και τη μεγαλύτερη απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι είναι τα μόνα που όταν ενηλικιωθούν εξελίσσονται σε ικανούς πολιτικούς»σελ.145. Όταν ανδρωθούν γίνονται εραστές νέων και από τη φύση τους δεν ενδιαφέρονται για γάμους και παιδιά.
Αυτός ο έρωτας, μας λέει ο Αριστοφάνης, που φέρνει κοντά δύο ανθρώπους που προορίζονταν να είναι μαζί, δεν κάνει λάθη, όποιος τον βιώσει μόνο να ωφεληθεί μπορεί, και όφελος θα έρθει και στον εραστή και στον ερωμένο. Γιατί όταν κάποιος «συναντήσει αυτό που πραγματικά ήταν το άλλο του μισό, είναι αδύνατο να περιγραφεί η συγκίνηση που νιώθει από την αγάπη, τη στοργή, τον έρωτα, και μάλιστα ούτε στιγμή δε θέλει να αποχωριστεί ο ένας από τον άλλο. Αυτοί οι άνθρωποι σ’ όλη τους τη ζωή είναι στενά δεμένοι μεταξύ τους, παρότι δε θα μπορούσαν να εκφράσουν τι ακριβώς ελπίζει ο ένας από τον άλλο. Γιατί κανένας δεν πιστεύει ότι το κίνητρο που τους ωθεί, να χαίρονται και να αποζητούν με τόσο καημό τη συντροφική τους ζωή, είναι η αισθησιακή απόλαυση. Όχι, είναι φανερό ότι κάτι άλλο αποζητά η ψυχή του καθενός, κάτι που δεν μπορεί να το εκφράσει, αλλά το διαισθάνεται και το λέει υπαινικτικά»σελ.145.
Ο Αριστοφάνης δεν αφήνει χώρο για ημίμετρα, περιορισμούς ή εκλογικεύσεις. Ο Έρωτας έρχεται όταν βρεις το άλλο σου μισό, είτε προέρχεσαι από διπλό αρσενικό είτε από διπλό θηλυκό είτε από αρσενοθήλυκο. Κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί έλκεται από το αντικείμενο του έρωτά του ούτε η λογική θα του περιγράψει ποιο θα είναι το όφελος της σχέσης. Κανένας δεν ξέρει καν τι ελπίζει από τον έρωτα, άρα ούτε η χρησιμοθηρία του ταιριάζει. Υπάρχουν μόνο τα συναισθήματα, η αγάπη, η στοργή και η αδιάλλακτη έλξη. Δεν περιορίζεται στην σαρκική απόλαυση (χωρίς να την αρνείται) ούτε μπορεί να καθοριστεί, παρά μόνο υπαινικτικά και διαισθητικά. Ούτε μπορεί να σμίξει κανείς με άνθρωπο που δεν προέρχεται από το αρχικό ολόκληρο του γένους του˙ αυτό είχε οδηγήσει αυτούς που το δοκίμασαν, προσπαθώντας με αγωνία να βρουν οποιοδήποτε άλλο ταίρι, κοντά στον αφανισμό. Ούτε επιλογή υπάρχει λοιπόν για τον Αριστοφάνη ούτε εναλλακτική. Υπάρχει μόνο η έμφυτη συντροφικότητα που αισθάνεται ο καθένας για το άλλο μισό του, όποιο άτομο κι αν προκύψει να είναι αυτό, σε όποιο φύλο κι αν ανήκει.
Ο Αριστοφάνης λέει πως αυτό που όλοι μας επιθυμούμε είναι η επανένωση, και αν ο Ήφαιστος εμφανιζόταν και μας ρωτούσε αν θα θέλαμε να μας λιώσει στο καμίνι και να μας σφυρηλατήσει για να ξαναγίνουμε ένα, ακόμα κι αν αυτό θα σήμαινε ότι θα είχαμε κοινό βίο, αλλά και κοινό θάνατο, κανείς δε θα αρνιόταν την προσφορά του αυτήν ούτε θα δήλωνε πως επιθυμεί κάτι διαφορετικό. «Απεναντίας θα είχε την αίσθηση ότι άκουσε αυτό που από παλιά ποθούσε, να σμίξει και να συγχωνευτεί με τον αγαπημένο του, να είναι ένας αντί δύο. Κι αυτό έχει να κάνει με την πανάρχαια φύση μας, με το ότι οι δύο ήμασταν κάποτε ένα πλάσμα. Άρα έρωτας ονομάζεται η επιθυμία και η επιδίωξη της επανένωσης και της ολοκλήρωσής μας»σελ.147.
Ο κωμικός κάνει ένα πολύ καίριο σχόλιο για την ανθρώπινη φύση, και το κάνει, όπως θα περίμενε κανείς από τον σατυρικό ποιητή, χρησιμοποιώντας έναν δικής του επινόησης μύθο που σε σημεία φαντάζει αστείος. Γιατί η εικόνα των δίφυλων όντων, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο κείμενο, είναι ίσως όντως κωμική, και η «δικαιολόγηση» της ομοφυλοφιλίας – ή, καλύτερα, η εξήγηση της φύσης της – μέσα από τον μύθο προέλευσής της, αλλά και παρατηρήσεις όπως αυτή για την μεγαλύτερη αρρενωπότητα ανδρών που έλκονται από άλλους άνδρες στη βάση του ότι προέρχονται από διπλά αρσενικά, και το ότι αυτοί φτιάχνουν τους καλύτερους πολιτικούς και τους πιο πιστούς συζύγους, είναι υπερβολές που δοκιμάζουν τα όρια της ιλαρότητας. Αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να αγνοήσουμε αυτά που λέει ως γελοία. Ο Αριστοφάνης κάνει αυτό που έκανε πάντα˙ χρησιμοποιεί μια ευτράπελη αφήγηση για να κεντράρει σε μια όψη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, εν προκειμένω της ερωτικής. Γιατί είναι η λογική (όση λογική χωράει σε έναν μύθο) που γίνεται το εργαλείο του Αριστοφάνη για να δείξει ότι δεν μπορεί να βαφτιστεί χυδαίος ένας έρωτας, αν απευθύνεται στο πραγματικό άλλο μισό. Αντιθέτως, είναι η άρνηση αυτής της πραγματικότητας, δηλαδή το να αρνηθούμε την φύση μας, που θα μας οδηγήσει στον αφανισμό, αν άκριτα αναζητούμε το οποιοδήποτε άλλο μισό για να στεριώσουμε μαζί του.
Η χρήση του μύθου προφανώς δεν αποτελεί προσπάθεια βιολογικής ή φυσιολατρικής εξήγησης της ομοφυλοφιλίας, αλλά καθορισμό της ως ηθικής επιλογής. Ηθικής επιλογής όχι με την έννοια της διαλογής του κατάλληλου εραστή ανάμεσα σε όλους τους επίδοξους χρησιμοποιώντας ποιοτικά κριτήρια, όπως έκανε ο Παυσανίας. Γιατί δεν μπορείς να επιλέξεις ποιο θα είναι το άλλο σου μισό – αυτό προκαθορίζεται από το γένος προέλευσής σου (θα λέγαμε, είναι γραμμένο στη μοίρα σου). Η ηθική έγκειται στην αποδοχή αυτού ακριβώς του γεγονότος, ότι μόνο το πραγματικό άλλο μισό θα οδηγήσει τον καθένα μας στην αρετή και την ευτυχία. Αυτή είναι η καλή επιλογή. Η άρνηση της φύσης μας (η άρνηση της αλήθειας) θα μας οδηγήσει στο αδιέξοδο της ατέλειας και στην δυστυχία. Γι’ αυτό και ο Αριστοφάνης δεν κάνει διαχωρισμό μεταξύ Ουράνιου (ενάρετου) Έρωτα και Πάνδημου (χυδαίου), όπως τον ξεκίνησε ο Παυσανίας και τον χρησιμοποίησαν και άλλοι στο Πλατωνικό Συμπόσιο. Ο έρωτας είναι εξ ορισμού ενάρετος, γιατί δεν μένει στις σαρκικές απολαύσεις, αλλά περιλαμβάνει εκ των πραγμάτων την πνευματική επικοινωνία και ένωση. Αν δεν το κάνει, δεν είναι έρωτας.
«Δίκαια θα αφιερώναμε ένα εγκώμιο στον Έρωτα, που σήμερα μας ευεργετεί γενναιόδωρα, αφού μας οδηγεί σ’ αυτούς που μας ταιριάζουν, και ταυτόχρονα, αν είμαστε ευσεβείς, μας δίνει πολλές ελπίδες για το μέλλον, πως θα μας αποκαταστήσει στην αρχαία μας φύση, θα μας χαρίσει υγεία και θα μας αξιώσει να γίνουμε καλότυχοι κι ευτυχισμένοι»σελ.149.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση του Δημήτρη Κοσμά από το:
Για ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν:
Wikipedia