Την προηγούμενη εβδομάδα με επισκέφτηκε ο αδερφός μου στο σπίτι μου στο Μανχάταν.
Συζητούσαμε για αρκετή ώρα ώσπου κάποια στιγμή τα μάτια του καρφώθηκαν στον τοίχο δεξιά του. Εκεί έχω κρεμασμένα τα βραβεία μου, τους επαίνους μου και τις διακρίσεις μου. Έχω επίσης κορνιζάρει τα εξώφυλλα των σημαντικών εφημερίδων στα οποία φιγούραρε η μούρη μου.
«Κοιτάζοντας αυτόν τον τοίχο συνειδητοποιώ πόσα έχεις κάνει ρε αδερφούλα. Άλλαξες τον κόσμο. Όλοι ξέρουν το όνομα σου. Θα μείνεις πράγματι στην ιστορία. Αυτό που ονειρευόσουν από μικρή...» μου είπε.
«Ναι πράγματι...» και συνέχισα να μιλάω για τα προβλήματα που παρουσιάζει το κινητό μου τις τελευταίες ημέρες.
«Θυμάσαι..» με αγνόησε. «Τότε που μιλούσαμε με τον μπαμπά για τα όνειρα μας αλλά και για τη ζωή. Για το ποιο είναι το νόημα της. Για το τι είναι ευτυχία τελικά;»
«Ναι...Θυμάμαι»
«Πείτε μας λοιπόν κυρία μου, ύστερα από όλα αυτά» είπε δείχνοντας τον τοίχο, «Τι είναι ευτυχία;»
Μόλις μου έκανε αυτήν την ερώτηση ήταν να έσφιγγε την καρδιά μου μέσα στην χούφτα του. Τόσο δυνατά που παρολίγο να βουρκώσουν τα μάτια μου.
«Καλά εμένα ρε ρωτάς για ευτυχία;»
«Εσένα. Ποιον άλλον; Όλα όσα ήθελες τα πέτυχες. ‘Αλλαξες τον κόσμο μικρή. Όλοι σε ξέρουν και ποτέ δεν θα ξεχαστείς»
Σιώπησα για λίγο.
«Όταν είμαστε μικροί τείνουμε να συγχέουμε την κατάκτηση στόχων και την επιτυχία, με την ευτυχία. Έφτασα στην κορυφή, ναι συμφωνώ, αλλά μόνη μου. Αφού με ρωτάς, η ευτυχία είναι η απόλυτη επιτυχία όταν έχεις να τη μοιραστείς με κάποιον...»
«Περίμενε όμως...», με διέκοψε «Έχεις όλο τον κόσμο με τον οποίο μοιράζεσαι την ευτυχία σου.»
«Κανείς από αυτόν τον κόσμο που λες λοιπόν, δεν με παίρνει αγκαλιά όταν καταρρέω από την κούραση, κανείς δεν ξέρει ποιο είναι το αγαπημένο μου βιβλίο και τραγούδι. Κανείς δεν ξέρει ποια φαγητά φτιάχνω καλά και ποια δεν τρώγονται. Κανείς δεν πάει κάθε Σάββατο πρωί βόλτα στο πάρκο μαζί μου. Κανείς δεν ξέρει ότι κοιμάμαι με ανοιχτό το στόμα και ότι είμαι ανασφαλής με τις πατούσες μου. Κανείς δεν ξέρει εμένα. Από την κορυφή βλέπω όλο τον κόσμο αλλά όταν γυρνάω το κεφάλι μου κανενάν»
«’Αρα θα θυσίαζες τα πάντα για αυτόν τον έναν;»
«Όχι, όχι, όχι. Όλα αυτά τα αγαπάω, με γεμίζουν, με όρίζουν ως άνθρωπο. Στην αρχή της πορείας μου βλακωδώς πίστευα ότι είναι υποχρεωτικό να ταξιδέψεις είτε στη μία, είτε στην άλλη θάλασσα. Ύστερα από 57 χρόνια μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι μπορείς να ταξιδέψεις συνάμα και στις δυο θάλασσες. Το ταξίδι θα είναι ομορφότερο, πιθανά με περισσότερες φουρτούνες αλλά με πιο γερό σκάφος και καλύτερο πλήρωμα. Ίσως, έτσι, φτάνοντας στον προορισμό σου, που θα είναι και ο τελευταίος, να μην κατατάξεις τον εαυτό σου στους επιτυχημένους δυστυχείς αυτού του κόσμου»