«Ψυχής δε κίνησίς εστι κυκλική, η εις εαυτήν είσοδος από των έξω, και των νοερών αυτής δυνάμεων η ενοειδής συνέλιξις ώσπερ εν τινι κύκλω το απλανές αυτή δωρουμένη». Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
Ίσως να μη είναι ανωφελές να λεχθή, ότι κακώς απεδόθη εις τον άγιον Γρηγόριον η ενδοστρεφής προσευχή, και ότι κάκιστα συνεδέθησαν μετά του ονόματός του, ως «παλαμισμός», τα ειρωνικά παρωνύμια «ομφαλοσκοπία –ομφαλοψυχία». Ηγνόησαν οι τοιαύτα φρονήσαντες ορθολογισταί, ότι εις την Ορθόδοξον Θεολογίαν υφίσταται συνεχής εσωτερική ενότης. Τοιαύτη δ’ ενότης, οίαν οφείλομεν να ανακαλύπτωμεν πανταχού των επί μέρους ιερών κειμένων της Καινής Διαθήκης. Διότι το Πνεύμα το Άγιον, όπερ εσόφισε τους αμέσους μαθητάς του Κυρίου, αυτό το ίδιον Πνεύμα εφώτισε και τους Πατέρας. Η υφισταμένη ποικιλία εν τη διδασκαλία των Πατέρων ουδόλως αίρει την εσωτερικήν ταυτότητα αυτής. Διότι το Πνεύμα όχι μόνον «όπου θέλει πνει» αλλά και «όπως θέλει πνει», «λαλούν, ενεργούν, διαιρούν τα χαρίσματα».Μόνον εφ’ όσον αναγνωρίζομεν το αλληλένδετον και το ομόφωνον της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων, ως έκφανσιν του Αγίου Πνεύματος εν τη ανελίξει της ιστορίας, ευρισκόμεθα εντός των όρων της Ορθοδόξου πίστεως. Υπό το πνεύμα αυτό, αίρονται πάσαι αι φαινομενικαί αντιφάσεις, αίτινες παρατηρούνται μεταξύ των Πατέρων. Θεός φυλάξοι από την πλάνην να υποθέσωμεν, ότι, πέραν του ιδιάζοντος τονισμού εν τη διδασκαλία των Θεοφόρων Πατέρων, υφίσταται οιαδήποτε διαφωνία, ή ότι ο εις Πατήρ, ανατρέπει τον έτερον. Ο Θεός ημών «δεν είναι Θεός ακαταστασίας, αλλά Θεός τάξεως». O Παλαμάς, ως και οι προ αυτού άγιοι Πατέρες, τιμά ιδιαζόντως τον άγιον Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην. Πάντες σχεδόν οι Μυστικοί της Ανατολικής Εκκλησίας εστηρίχθησαν επί των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων, τα οποία πραγματεύονται θέματα Μυστικά. Εν των θεμάτων είναι και το περί των «τριών τρόπων προσευχής». Δηλαδή της «ευθείας», «ελικοειδούς» και «κυκλικής». Εις μίαν επιστολήν του ο Παλαμάς προς Βαρλαάμ, αναπτύσσει περί των τριών τρόπων της προσευχής, συνιστών ως «απλανή» μόνον την «κυκλικήν». Ευθεία κίνησις του νοός είναι, όταν ο νους από των έξωθεν αισθητών, ως από εικόνων τινών (πεποικιλμένων και πεπληθυσμένων) αναβιβάζηται εις την απλήν νοητήν αυτών θεωρίαν. Ελικοειδής δε κίνησις του νοός είναι, όταν ο νους ελλάμπηται τας θείας γνώσεις όχι όλως διόλου νοερώς και αμεταβάτως, αλλά συλλογιστικώς και μεταβατικώς και κατά τρόπον τινά, κινούμενος μεταξύ της κυκλικής και ευθείας. Περί δε της κυκλικής του νοός κινήσεως γράφει τα εξής, «ο των θεολόγων εξοχώτατος Διονύσιος»: «Ψυχής δε κίνησίς εστι κυκλική, η εις εαυτήν είσοδος από των έξω, και των νοερών αυτής δυνάμεων η ενοειδής συνέλιξις ώσπερ εν τινι κύκλω το απλανές αυτή δωρουμένη». Ο θείος Παλαμάς, ποριζόμενος την μυστικήν γνώσιν εκ της ησυχαστικής του εμπειρίας και των εν τη ψυχή του θείων ελλάμψεων, χαρακτηρίζει την προς εαυτόν στροφήν του νου, ως «εαυτού τήρησιν». Είναι διάχυτος εις τα συγγράμματα των Πατέρων η διδασκαλία, ότι η μακαριότης των Πρωτοπλάστων συνίστατο εις την αδιάλειπτον θέαν ( μυστική άκτιστος ενέργεια) του Θεού. Η συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος συν τοις άλλοις, ήτο και η πλάνησις του νου επί την κτίσιν, και η αγάπη αυτής παρά τον κτίσαντα. Είναι πολύ ωραία τα εξής του αγίου Αυγουστίνου: «Η ανθρωπίνη καρδία εις τούτο έκτισται· όπως βλέπη τον εαυτής κτίστην. Αμαρτία εστίν αποστροφή του κτίστου και επιστροφή προς το κτίσμα. Μετάνοιά εστιν αποστροφή του κτίσματος και επιστροφή προς τον κτίστην». Ο άγιος Γρηγόριος παραδέχεται ότι, η προς τον Θεόν άνοδος του νοός ενεργείται δι’ «ευχής συνεπτυγμένης» -- δηλαδή δια του «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον ημάς» -- έστι δ’ ότε και διεξοδικωτέρας, το οποίον είναι και εργωδέστερον. Η αντίληψις αυτή απαντά εις όλους τους Πατέρας σχεδόν, «Κοινωνικούς» και «Μυστικούς», αλλά παρά τω Παλαμά, προκληθέντι υπό των αντιπάλων του, επανέρχεται μοναδικώς ανεπτυγμένη. Εκκινών, ως ανεφέραμεν, από της αρχής, καθ’ ην άπασαι αι δυνάμεις της ψυχής είναι εσκορπισμέναι δια των αισθητηρίων, ως κατάλοιπον του προπατορικού αμαρτήματος, διδάσκει ότι μόνον δια της προς εαυτόν στροφής του νου είναι δυνατή η προς Θεόν αναβίβασίς του. «Αν διακαρτερή τις, λέγει, εν τη του νου ταύτη συνελίξει και τη προς το θείον ανατάσει, βία ισχυρά το πολυπόρευτον της διανοίας άγχον της οικείας, νοερώς πλησιάζει τω Θεώ και τυγχάνει των αρρήτων, και γεύεται του μέλλοντος αιώνος, και αισθήσει νοερά γινώσκει, ότι χρηστός ο Κύριος…». Η εργασία αυτή της ενδοστρεφούς κινήσεως, κατά την οποίαν ο νους γίνεται «τρισσός», ανευρίσκων τας εαυτού εσκορπισμένας εις τον κόσμον δυνάνεις, ίσως να μη είναι και τόσον δυσχερής. Διότι ο νους απαλλασσόμενος εκ των έξωθι περισπασμών και τηρών και τηρούμενος και ευχόμενος εν τη εαυτού τηρήσει, «ου λίαν ίσως δυσχερές». «Το δε μακρόν χρόνον εν ταύτη τη καταστάσει καρτερήσαι, τη γεννητική των απορρήτων, δυσχερέστατον ως μάλιστα». Τούτο οφείλεται, ως λέγει ο άγιος Διάδοχος Φωτικής, εις «το άγαν εστενωμένον της ευκτικής αρετής», του νοός αγαλλομένου εις μετεωρισμούς και ελευθέρας κινήσεις. Είναι τόσον επίπονος η δια μακρού χρόνου «συνέλιξις» του νου εις εαυτόν και η «μονολόγιστος» αυτή ευχή, ώστε είναι «πας πόνος άλλης αρετής, μικρός και φορητότατος συγκρινόμενος προς τούτον». Δια τούτο οι πλείστοι εργάται της νοεράς προσευχής, στενοχωρούμενοι από «το εστενωμένον της ευκτικής αρετής», αφήκαν την «ευχήν» και απέτυχον του πλατυσμού των χαρισμάτων. Ο άγιος Γρηγόριος διαβεβαιοί, ότι όσοι υπομένουν τον κάματον της καρδιακής ευχής τυγχάνουν θείων αντιλήψεων και αξιούνται υπερφυσικών αποκαλύψεων.
Η εποχή μας ίσως να μη είναι δεκτική διδασκαλίας μυστικής, περί καθάρσεως νοός και καρδίας και περί των επηγγελμένων υπό του Κυρίου υπέρ φύσιν δωρεών. Ως και αυτή η σύγχρονος Θεολογία πάσχει από κορεσμόν ορθολογιστικής επιστημοσύνης, μη δυναμένη, ως «ψυχική» να δεχθή τα «πνευματικά». Εν τούτοις υπάρχουν ψυχαί αδιάφθοροι από το πνεύμα της εποχής, το οποίον άγει εις την απώλειαν της «υπάρξεως», αι οποίαι επιποθούν τα «τελειώτερα» και την γνησίως ορθόδοξον πνευματικότητα, δια τας οποίας γράφομεν τα ανωτέρω. Ας ευχηθώμεν ότι θα εξαποστείλη εις τους καιρούς μας τους «περιπεζίους» άνδρας πνευματικούς, οι οποίοι θα καταγγείλουν την υποκρισίαν και κενότητα των συγχρόνων των και μας οδηγήσουν εις το μυστικόν ταμιείον της ψυχής, δια να εύρωμεν εαυτούς, την «ύπαρξίν» μας.