Το μεγαλείον της Παρθένου είναι αρρήκτως συνδεδεμένον προς το άρρητον μεγαλείον του θείου Χριστολογικού μυστηρίου. Το θαύμα της συνέχεται στενώτατα προς το άπειρον θαύμα της επί γης αρρήτου επιδημίας του Λόγου του Θεού. Εκτός του μυστηρίου του Υιού της, το μυστήριον της Παρθένου μένει μετέωρον, ουδέν απολύτως ουσιαστικόν νόημα ενέχον. Εν τω Υιώ καταξιούται η Μήτηρ. Η θεία αυτής Μητρότης συνέχεται αδιαστάτως μετά του μυστηρίου του απειράνδρου Τόκου της.
Το αξίωμα της Θεοτόκου αποκενούται, αν και προς ώραν έστω αποχωρισθή του μυστηρίου της εν Χριστώ οικονομίας. Το δόγμα της Θεοτόκου εισάγει την Χριστολογίαν, συμπλέκεται και συνυφαίνεται μετά της Χριστολογίας. Τας δύο ταύτας αλληλενδέτους του δόγματος στιγμάς ουδείς δύναται ν΄ αποχωρίση, άνευ ουσιαστικής ρήξεως συνόλου του χριστολογικού θαύματος.
Η ορθόδοξος θεολογία το αξίωμα της Παρθένου βλέπει πάντοτε εκ της οπτικής γωνίας του Χριστολογικού δόγματος. Βλέπει την Θεοτόκον ως την εισιτήριον θύραν την εισάγουσαν εις το πεδίον της εν μυστηρίω αφράστου οικονομίας του Λόγου. Ασφαλώς δεν γνωρίζομεν τι θα συνέβαινεν, αν δεν ανεδεικνύετο εν τω κόσμω ο άνθρωπος, δια του οποίου θα καθίστατο δυνατή η εν τη σκηνή του κόσμου τούτου είσοδος του απείρου Λόγου της ζωής.
Γνωρίζομεν όμως βεβαίως ότι η παρουσία της Πανάγνου ήτο συνθήκη απαραίτητος, όρος sine qua non, της επί γης ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Εκ της επόψεως ταύτης μελετωμένης της υψίστης περιωπής της Παρθένου, κατανοούμεν και την κεντρικωτάτην θέσιν αυτής εν τε τη ορθοδόξω σωτηριολογία και τη εκκλησιολογία. Ιδία εν τη ευσεβεία και τη λατρεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας – όλως δ΄ ιδιαιτέρως εν τω Ακαθίστω Ύμνω – η Θεοτόκος Μαρία προσαγορεύεται ως ιλασμός και σωτηρία των ανθρώπων.
Οι επιπολαίως κρίνοντες τα πράγματα θα εύρουν ασφαλώς εις τας εν λόγω εκφράσεις παρακεκινδυνευμένας εξάρσεις ή και κακοδοξίαν σωτηριολογικήν. Το πράγμα όμως δεν έχει ούτως. Εις μόνον σώζει τον κόσμον εκ της αμαρτίας και λυτρούται τον άνθρωπον εκ του κράτους του αιωνίου πνευματικού θανάτου: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Η Μήτηρ αυτού ουδεμίαν ουσιαστικήν και πραγματικήν θέσιν κατέχει εν τω μυστηρίω της σωτηρίας των ανθρώπων. Η συνεργία αυτής περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνον εις την υπ΄ αυτής παροχήν της δυνατότητος ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Είναι η Μήτηρ του Λυτρωτού. Δι΄ αυτής εισήλθεν εις τον κόσμον ο Σωτήρ του κόσμου.
Το αξίωμα τούτο ασφαλώς είναι μέγα, δεν είναι όμως αξίωμα ουσία λυτρωτικόν. Άλλωστε και αυτή αύτη η Θεοτόκος εσώθη δια του λυτρωτικού έργου του Υιού της. Πως ήτο λοιπόν, δυνατόν η σωθείσα να παράσχη και πόρρωθεν έστω σωτηρίαν; Αι φράσεις έχουσαι προφανώς ανάχρωσιν ηθικήν, δέον όπως μελετηθώσιν επί του πεδίου της σωτηρίου οικονομίας της χάριτος και δη και εν τω μυστηριακώ χώρω της Εκκλησίας. Η Μήτηρ του Θεού έχει χάριν και μητρικήν παρρησίαν προς τον άχραντον Τόκον της. Δούσα την ζωήν εις την πηγήν της Ζωής είναι αρρήκτως συνδεδεμένη μετά της γεννητρίας της ζωής. Ζήσασα εν τω αδύτω της καρδίας αυτής όλας τας περιπετείας του παναχράντου Τόκου της μέχρι και αυτής της εις ουρανούς αναλήψεως αυτού, δεν ήτο δυνατόν να παραμείνη απαθής προς την χριστοειδή σάρκα του, προς το μυστικόν και άχραντον Σώμα του. Μήτηρ φυσική του Υιού, είναι και μήτηρ πνευματική της Εκκλησίας.
Η Μήτηρ αγαπώσα τον Υιόν, αγαπά εν ίσω μέτρω και την Εκκλησίαν του. Εις την σωτηρίαν των πιστών παρεμβαίνει εμμέσως και δη και μόνον δια της πρεσβείας και των δεήσεων αυτής. Ισχύει δε πολύ δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου. Ομοίως η Παρθένος, λόγω του υψίστου αξιώματος αυτής ως Μητρός του Θεού, δύναται να χορηγήση την σωτήριον χάριν του Υιού της. Ασφαλώς η διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ότι πάσα χάρις διαβιβάζεται υπό του Κυρίου εις την Εκκλησίαν δια μέσου της Θεοτόκου, είναι υπερβολική. Ουχ ήττον όμως η Παρθένος Μαρία, η κεχαριτωμένη Νύμφη της Βασιλείας, είναι πράγματι χορηγός της σωτηρίου Χάριτος του Υιού της. Η σωτήριος χάρις δεν προέρχεται ουσία εκ της Παρθένου· είναι απόρροια της ηδίστης βουλής του Θεού της συνιστώσης την σωτήριον οικονομίαν του Λόγου.
Η Χάρις προέρχεται εκ της καρδίας του χριστολογικού μυστηρίου, ιδία εκ της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού. Η Θεοτόκος, ως συνεχομένη αρρήκτως μετά του αυτού χριστολογικού μυστηρίου, είναι ευδοκία Υιού οικονόμος της σωτηρίου χάριτος αυτού. Είναι διάκονος του λυτρωτικού μυστηρίου εν τε τη συστάσει αυτού και τη σωτηρίω οικονομία της χάριτός του. Ο Υιός ευδοκεί εν τοις αγίοις αυτού, όλως δ΄ ιδιατέρως εν τη παναγία αυτού Μητρί. Επομένως η Θεοτόκος κατέχει κεντρικήν θέσιν εν τη σωτηρίω οικονομία της χάριτος. Δεν είναι πρώτη και κυρία πηγή της σωτηρίας· τούτο ανήκει αποκλειστικώς εις τον Κύριον ημών.
Είναι απλή διάκονος της χάριτος, απλή οικονόμος του μυστηρίου της σωτηρίας εν ονόματι πάντοτε του Υιού της, διότι επαναλαμβάνομεν, η χάρις ανίσχει μόνον από της τριαδικής βουλής και ενεργείας και δραστηριοποιείται εν τη σωτηριώδει οικονομία του ενσάρκου Λόγου του Θεού. Επομένως όταν λέγωμεν: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», η δέησις ουδέν το αντορθόδοξον ή απηχές εμπερικλείει, εξαίρουσα την ενάργειαν τούτο μεν της δραστικωτάτης πρεσβείας και των δεήσεων της Θεομήτορος, τούτο δε την εν ονόματι του Υιού της σωτήριον διακονίαν αυτής εν τη οικονομία της χάριτος. Ούτω δε δεν κατανοούμεν και τον φόβον τινών, οίτινες δια να περισώσουν δήθεν το δόγμα της πίστεως αντικαθιστούν το «σώσον» δια του «πρέσβευε» υπέρ ημών. Αμφότεραι αι προστακτικαί εκφέρουν την αυτήν της πίστεως αλήθειαν.
Είναι απλή διάκονος της χάριτος, απλή οικονόμος του μυστηρίου της σωτηρίας εν ονόματι πάντοτε του Υιού της, διότι επαναλαμβάνομεν, η χάρις ανίσχει μόνον από της τριαδικής βουλής και ενεργείας και δραστηριοποιείται εν τη σωτηριώδει οικονομία του ενσάρκου Λόγου του Θεού. Επομένως όταν λέγωμεν: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», η δέησις ουδέν το αντορθόδοξον ή απηχές εμπερικλείει, εξαίρουσα την ενάργειαν τούτο μεν της δραστικωτάτης πρεσβείας και των δεήσεων της Θεομήτορος, τούτο δε την εν ονόματι του Υιού της σωτήριον διακονίαν αυτής εν τη οικονομία της χάριτος. Ούτω δε δεν κατανοούμεν και τον φόβον τινών, οίτινες δια να περισώσουν δήθεν το δόγμα της πίστεως αντικαθιστούν το «σώσον» δια του «πρέσβευε» υπέρ ημών. Αμφότεραι αι προστακτικαί εκφέρουν την αυτήν της πίστεως αλήθειαν.
Η περί αιρέσεως καχυποψία δεν ευρίσκεται εν τη δεήσει της Εκκλησίας, αλλ΄ εν τω νω των αστηρίκτων την πίστιν πνευμάτων των αδαώς εχόντων ως προς την βαθυτέραν ουσίαν της πίστεως και της ευσεβείας της Εκκλησίας. Υπό την έννοιαν ταύτην, τέλος, πρέπει να νοηθή και η προς Θεόν μεσιτεία της Παρθένου. Η Θεοτόκος είναι όντως προς Θεόν μεσίτρια των ανθρώπων. Η μεσιτεία αύτη, πλην του εξαιρέτου βαθμού αυτής, δεν διαφέρει της λοιπής προς Θεόν μεσιτείας των Αγίων. Δεν είναι μεσιτεία Δευτέρα και δη και παράλληλος προς την μοναδικήν και εξαίρετον μεσιτείαν του Κυρίου, διότι «εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός»1. Η μεσιτεία της είναι μεσιτεία δεήσεως και πρεσβείας, απότοκος της μητρικής χάριτος και παρρησίας της Υπερευλογημένης.
Η Μήτηρ μεσιτεύει παρά τω Υιώ δια την σωτηρίαν του σώματος της Εκκλησίας του, της σωτηρίας των πιστών των εν ταπεινώσει καταφευγόντων εις την κραταιάν σκέπην και προστασίαν της. Η Δέσποινα της Εκκλησίας, η πνευματική Μήτηρ του σώματος των πιστευόντων, είναι εν ταυτώ και πρέσβειρα αυτών παρά τω αρχηγώ της Εκκλησίας. Η εν πρεσβείαις μεσιτεία αυτής είναι απότοκος της υψηλής της περιωπής εν τω χριστολογικώ καθόλου θαύματι. Δεν είναι μεσιτεία θυτήριος και λυτρωτική, αλλά μεσιτεία δεήσεως και ικεσίας υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας του υπερφυούς Τόκου της. Ούτω δε μελετωμένη η μεσιτεία της Παρθένου εντάσσεται άριστα εν τη περί μεσιτείας των Αγίων γενική διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεως. Μεθ΄ όσα μέχρι τούδε είπομεν, κατανοούνται πλήρως και οι ποικίλοι χαρακτηρισμοί, τους οποίους η ευσεβούσα καρδία της Ορθοδοξίας αποδίδει εις την υπέραγνον Μητέρα του Θεού, ως σκέπη, προστασία, καταφυγή, τείχος, οχύρωμα, λιμήν, βοήθεια κλπ.
Δια τούτων απάντων εκφράζεται η βαθυτάτη πίστις της Ορθοδοξίας εις το άμεσον ενδιαφέρον της Παρθένου υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας του Υιού της, και η σωτήριος παρέμβασις αυτής υπέρ των πολυειδώς δεινοπαθούντων εν τω αγώνι αυτών κατά του διαβόλου και της αμαρτίας μελών της Εκκλησίας του Υιού της. Η πεποίθησις αύτη είναι βαθύτατα ερριζωμένη εν τη συνειδήσει της Ορθοδοξίας, καλύπτουσα ασφυκτικώς ολόκληρον την ευσέβειαν και την λατρεία αυτής 2. Η Θεοτόκος είναι η στοργική Μήτηρ της Εκκλησίας, η αγωνιζομένη παρά τω Υιώ της υπέρ της σωτηρίας και αποκαταστάσεως αυτής. Είναι η κραταιά και απροσμάχητος πρόσβασις της Ορθοδοξίας εις το κράτος του θείου ελέους και των οικτιρμών του ουρανίου Δομήτορος αυτής.
Η αγάπη της Παρθένου αναλυομένη εν τη αγάπη του Υιού της διαφλέγει τα θεμέλια της Εκκλησίας, πυρπολεί την θεοχώρητον σάρκα της, αναχωνεύει αυτήν εν τω κρατήρι της χάριτος του θείου χριστολογικού μυστηρίου. Η Θεοτόκος Μαρία είναι τοσούτον συνδεδεμένη μετά της Ορθοδοξίας, ώστε δεν θα ήτο υπερβολή να ελέγομεν, ότι οιαδήποτε παραχάραξις του δόγματος Εκείνης θα επέφερε αυτόχρημα κατάρρευσιν συνόλου του πνευματικού οικοδομήματος της τελευταίας ταύτης. Tέλος το υπερφυές αξίωμα της Παρθένου ενέχει και μεγίστην εσχατολογικήν σημασίαν. Ως φυσική θυγάτηρ του Αδάμ η Παναγία υπέκυψεν εις τον θάνατον, καθολικόν της φύσεως νόμον, ρυέντα από της αμαρτίας του Αδάμ. Ενώ δε τους φυσικούς νόμους υπερέβη εν τω αχράντω τόκω αυτής, ως προς τον θάνατον τας πατρικάς ευθύνας υπέρχεται. Κι΄ η μεν αγία αυτής ψυχή αποχωρίζεται δια του θανάτου του ακηράτου σώματος αυτής, όπερ και νομίμω ταφή παραδίδεται.
Το πανακήρατον σώμα της Πανάγνου, το εκ γης συντεθέν, παλινοστεί και αύθις προς γην, ίνα, εν τάφω αποκείμενον, αποτινάξη την θνητότητα και ενδυθή την αφθαρσίαν. Ως γνωστόν όμως, η φυσική νέκρωσις και ο θάνατος, ως το κατ΄ εξοχήν κέντρον και το οψώνιον της αμαρτίας, κατεπόθησαν οριστικώς δια της ζωηφόρου εκ νεκρών Αναστάσεως του ανάρχου Λόγου της ζωής. Δια της Αναστάσεως του Κυρίου κατεπόθη εις τέλος ο Άδης, εσυλήθη το Κράτος της φθοράς, απεγυμνώθη το ειδεχθές βασίλειον του θανάτου. Αν όμως ο θάνατος κατεπόθη γενικώς δι΄ όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, τούτο ισχύει κατ΄ εξοχήν δια το λελυτρωμένον σώμα των Αγίων του, των οποίων ο θάνατος αποτελεί καλλίστην εκδημίαν, ήτις την προς Θεόν ενδημίαν χαρίζεται.
Υπέρ πάντα όμως άλλον, ο θάνατος της ζωαρχικωτάτης Μητρός του Θεού υπερβαίνει πάσαν έννοιαν θανάτου, είναι θάνατος ζωηφόρος, αρχή δευτέρας αιωνίας υπάρξεως, ενδημία προς Θεόν, κοίμησις, θεία μετάστασις. Η Υπεραγία Θεοτόκος, η πλατυτέρα των ουρανών και ο απαστράπτων χερουβικός θρόνος, η αξιόθεος Μήτηρ του Βασιλέως και η κεχαριτωμένη Κόρη της Βασιλείας, έχει τι το περισσόν εν αναφορά προς όλους τους άλλους Αγίους. Ενώ δηλαδή δια του θανάτου αι ψυχαί των Αγίων, αποχωριζόμεναι των οικείων σωμάτων, ίπτανται εις τα φωτεινά σκηνώματα του ουρανού (εν τη μέση καταστάσει των ψυχών) προγευόμεναι της θείας μακαριότητος των ουρανών και μεσιτεύουσαι παρά τω Κυρίω υπέρ των επί γης στρατευομένων αδελφών αυτών, τα δε σώματά των φθείρονται εν τω τάφω άχρι της κοινής αναστάσεως, ότε ένδοξα και αφθαρτοποιημένα θα ενωθούν και πάλιν μετά των οικείων ψυχών, ο θάνατος της Υπερευλογημένης Μητρός του Θεού, σημαίνει καθολικήν μετάστασιν αυτής εις τους ουρανούς.
Η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου αποτελεί παράδοσιν βαθύτατα ερριζωμένην εν τη συνειδήσει της Ορθοδοξίας. Σημαίνει δ΄ η Μετάστασις δύο τινα· ένθεν μεν την ανάστασιν του σώματος της Παρθένου και την συνέσωσιν αυτού μετά της οικείας ψυχής, μεθ΄ ο η πανάχραντος Μήτηρ ανελήφθη τελειωτικώς εις τους ουρανούς, εισδύσασα εις την άφθιτον δόξαν της Βασιλείας· ένθεν δε την αφαρπαγήν του σώματος της Απειρογάμου εκ του μνημείου της φθοράς εις τους ουρανούς. Πιθανωτέρα φαίνεται η πρώτη εκδοχή. Η ανάστασις της Παρθένου, ακολουθούσα εις την ζωοφόρον Ανάστασιν του Χριστού, πρόκειται ως φωτοειδής και λαμπροτάτη απαρχή της δια της Αναστάσεως του Κυρίου εγκαθιδρυθείσης αφθαρσίας και θεώσεως της φύσεως. Προ της καθολικής αναστάσεως, η ανάστασις της Παρθένου, προοιμιάζουσα την επί τω τέλει των αιώνων γενικήν εκείνην ανάστασιν, πληροί τα φωτοειδή σκηνώματα της Βασιλείας.
Η γη ενυπάρχει εις τον ουρανόν, ο χρόνος μεταπτίπτει εις την αιωνιότητα, η αφθαρσία πληροί το κτιστόν και πεπερασμένον. Η εσχατολογία βιούται εν προλήψει εν τη θεοχωρήτω υποστάσει της Ευλογημένης. Η Μετάστασις της Παρθένου αποτελεί ειδικόν προνόμιον αυτής, οφειλόμενον εις το άφθιτον χριστολογικόν μεγαλείον της. Ωραιότατα περιγράφει τούτο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ταύτην δε την αληθώς παμμακάριστον, τω του Θεού λόγω την ακοήν υποκλίνασαν και της ενεργείας πλησθείσαν του Πνεύματος και δι΄ αρχαγγέλου την πατρικήν ευδοκίαν εγκυμονήσασαν και ηδονής πάρεξ και συναφείας (ανδρός) συνειληφυίαν του Θεού Λόγου την πάντα πληρούσαν υπόστασιν, και προσφυώς ωδίνων άνευ γεννήσασαν, και όλην Θεώ ενωθείσαν, πως καταπίη ο θάνατος; Πως ο άδης εισδέξεται; Πως διαφθορά του ζωοδόχου κατατολμήσειε σώματος; Αλλότρια ταύτα, και πάντη ξένα της θεοφόρου ψυχής τε και σώματος» 3.
Ως ήδη ετονίσθη, η Μετάστασις της Θεοτόκου αποτελεί πίστιν βαθύτατα ερριζωμένην εν τη ορθοδόξω παραδόσει, βιουμένην δε εν τη λατρεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Η Μετάστασις της Παρθένου εορτάζεται εν συναφεία και εν συνεχεία προς την Κοίμησιν αυτής. Η Κοίμησις οδηγεί εις την μετάστασιν της Μητρός της Ζωής. Ο τάφος δεν δύναται να κρατήση εις την σκοτεινότητα αυτού το πανακήρατον σώμα της Πανάγνου. Κοίμησις και μετάστασις συνθέτουν την αλήθειαν του Χριστολογικού θαύματος της Παρθένου.
Η κοίμησις μεν ως όφλημα του καθολικού νόμου της φύσεως, ως ανάδειξις της ιστορικής συνεχείας και πραγματικότητος της Απειρογάμου. Η μετάστασις δε ως σημείον του αφθάρτου θαύματος, ως κατακλείς των χαρίτων της Απειρογάμου. Φύσις και υπέρφυσις, αθανασία και θάνατος, φθορά (ουχί διαφθορά) και αφθαρσία, φως φυσικόν και φως επουράνιον, το διάδημα της δόξης επί της τετελειωμένης φύσεως, σφραγίζουν την θεοχώρητον υπόστασιν της Παρθένου, επί της οποίας ο Υιός εγκολάπτει ανεξιτήλως την σωτήριον σφραγίδα του. Ενώ όμως, η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου γίνεται αποδεκτή εις το μέγιστον μέρος της Ορθοδοξίας (Σλαβικήν Ορθοδοξίαν) εν τη ορθοδόξω ελλαδική θεολογία παρατηρούνται σχετικώς διχογνωμίαι. Ελλείψει μαρτυριών περί της Μεταστάσεως της Παρθένου εν τη αρχαία αποστολική και εκκλησιαστική παραδόσει, αύτη καθίσταται ύποπτος ή και απορρίπτεται υπό πλειάδος ελλήνων ορθοδόξων θεολόγων. Δεν είναι του παρόντος βεβαίως να υπεισέλθωμεν εις λεπτομερή εξέτασιν των αμφιλογιών και αντιρρήσεων.
Εκείνο το οποίον εκπλήσσει ημάς εν προκειμένω είναι η διάστασις της θεολογίας (θεολόγων μάλλον) προς την λατρείαν και την ευσέβειαν της Εκκλησίας. Δηλαδή ο Χριστιανός ως πιστός μεν θα εορτάζη την Κοίμησιν – Μετάστασιν της Θεοτόκου, ως θεολόγος δε ο αυτός θα έχη ενδεχομένως αντιρρήσεις και επιφυλάξεις! Είναι δε ενδεχόμενον η διάστασις αύτη να οδηγήση και εις κρίσιν συνειδήσεως, εις την ιδέαν ότι η Εκκλησία πανηγυρίζουσα την μεγίστην θεομητορικήν εορτήν αυτής κατά βάθος δογματικώς πλανάται! Βεβαίως δεν δυνάμεθα να παραθεωρήσωμεν την εκ της πολιάς αρχαιότητος έλλειψιν επαρκών μαρτυριών ως προς το υπό συζήτησιν θέμα· αλλ΄ ούτε και δυνάμεθα να παραβλέψωμεν πλήθος άλλων, μεταγενεστέρων έστω, μαρτυριών εκ της Πατερικής γραμματείας, σχετικών προς το περιμάχητον θέμα. Ούτε είναι κατά πάντα ορθόν να χωρίζωμεν τους Πατέρας εις αρχαίους και μη, πρωτεύοντας και επουσιώδεις, αντιστοίχως δε να διακρίνωμεν και την ορθόδοξον παράδοσιν!
Η μαρτυρία τουλάχιστον Ιωάννου του Δαμασκηνού δέον οπωσδήποτε να καθιστά ημάς προσεκτικωτέρους. Ομοίως και το επιχείρημα ότι πολλά εν τοις ύμνοις, «ποιητική αδεία» λεγόμενα, δεν δύνανται να στηρίξουν το ορθόδοξον δόγμα, συνεπώς δε ούτε και την Μετάστασιν της Θεοτόκου, δεν νομίζομεν ότι είναι πάντοτε ισχυρόν, ιδία εις περιπτώσεις ένθα οι ύμνοι εκφράζουν βαθυτάτην λατρευτικήν και δογματικήν παράδοσιν της Εκκλησίας, ως τούτο συμβαἰνει εν προκειμένω. Το να χαρακτηρίζωμεν δε τους ύμνους άλλοτε μεν ως στηρίζοντας το ορθόδοξον δόγμα, άλλοτε δε ως μη στηρίζοντας αυτό, ασφαλώς δεν είναι πράγμα σοβαρόν. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι εις τους ύμνους δεν έχομεν δογματικάς ασαφείας και κενά.
Το να μεταποιώμεν όμως αυτούς εις Προκρούστειον κλίνην, δια να καλύπτωμεν δι΄ αυτών τας ιδικάς μας εκάστοτε προτιμήσεις, τούτο ασφαλώς δεν είναι επιτρεπτόν. Το θεολογικόν αισθητήριον εν προκειμένω πρέπει να είναι νηφάλιον, να εξετάζη δε τα πράγματα εν τω γενικωτέρω πλαισίω της ορθοδόξου ευσεβείας και παραδόσεως. Προσωπικώς δεν νομίζομεν, ότι η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου απάδει προς το ορθόδοξον δόγμα. Ούτως αν λάβωμεν την μετάστασιν εν τη εννοία της μεταθέσεως του σεπτού σκήνους της Θεομήτορος, ουδέν το άπορον, τοσούτω μάλλον όσω ολικαί μεταθέσεις δικαίων (σώματος και ψυχής άνευ μεσολαβήσεως του θανάτου) μνημονεύονται ήδη εν τη Π. Διαθήκη (Ενώχ, Ηλία), ως τις αμοιβή δια την δικαιοσύνην και θεάρεστον βιοτήν αυτών.
Αν δε νοήσωμεν ταύτην ως ζωηφόρον εκ νεκρών εξανάστασιν της Παρθένου (κατά το πρότυπον του Υιού της), πάλιν ουδέν το άπορον, πρώτον διότι η εκ νεκρών εξανάστασις θα είναι ο, δυνάμει του σωτηρίου έργου του Χριστού, καθολικός κλήρος πάντων ανεξαιρέτως των τεθνεώτων άμα τη Δευτέρα επί γης επιφανεία του Κυρίου4, δεύτερον δε οι ζώντες κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν ουδόλως καν θα αποθάνουν, αλλά μεταλλαγέντες δια της δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος θα απαντήσουν εις τον αέρα τον Κύριον5 και μετά την κρίσιν θα εισέλθουν εις την χαράν και την λαμπρότητα του ουρανού.
Το γεγονός επομένως της μεταστάσεως καθ΄ εαυτό ουδεμίαν δυσχέρειαν δογματικήν παρουσιάζει. Μόνον εξ επόψεως χρονικής η ιδέα της μεταστάσεως δημιουργεί πως δυσκολίας. Ούτω δια της Μεταστάσεως η Παρθένος, υπερβαίνουσα την μέσην κατάστασιν των ψυχών, εις ην αύται εισέρχονται μετά θάνατον, φαίνεται οιονεί αποκοπτομένη του κοινού σώματος των πιστευόντων και αποχωριζομένη της Εκκλησίας. Αλλά και η δυσκολία αύτη δεν νομίζομεν, ότι είναι ανυπέρβλητος. Δια της Μεταστάσεως όχι μόνον δεν χωρίζεται της Εκκλησίας η Θεοτόκος, αλλά τουναντίον εν αυτή, ως τη κυριωτάτη εκπροσώπω αυτής, η Εκκλησία εκτείνεται πλήρως εν τη Βασιλεία των ουρανών, φαιδρύνεται και αναλάμπει εν τη πληρεστάτη δόξη της μυστικής και αοράτου αυτής κεφαλής, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Η Μετάστασις ου μόνον δεν καταπατεί το περί μέσης καταστάσεως των ψυχών δόγμα της Εκκλησίας, αλλά τουναντίον ενδυναμοί και εξαίρει αυτό, προβάλλουσα ανάγλυφον την πλήρη μακαριότητα και δόξαν και την οριστικήν τελείωσιν εις ην αποβλέπουν αι εν τη μέση καταστάσει ευρισκόμεναι ψυχαί των δικαίων και αγίων. Ασφαλώς δε το γεγονός τούτο – εκ του οποίου δέον να απαλειφθή παντελώς πάσα έννοια τοπικού και πνευματικού αποχωρισμού – θα πληροί τας ψυχάς των δικαίων αφάτου αγαλλιάσεως και χαράς και θα επιτείνη επί μάλλον τον αίνον και την δοξολογίαν του Θεανθρώπου Λυτρωτού, όστις δια του σωτηρίου έργου αυτού και της απείρου χάριτός του τοιαύτης τιμής ηξίωσε την παναγίαν Μητέρα αυτού και συν αυτή ολόκληρον το σώμα των δεδικαιωμένων! Και πάλιν επαναλαμβάνομεν, το προνόμιον τούτο της Παρθένου οφείλεται εις την περίοπτον θέσιν αυτής εν τω όλω σωτηρίω έργω του Υιού της.
Εφ΄ όσον εν τη ανθρωπίνη φύσει του Χριστού ρέει το άγιον αίμα της Παρθένου, εφ΄ όσον εξ αυτής ελήφθη το άφθορον σώμα του Χριστού, το αείποτε συνηνωμένον μετά της απείρου Θεότητος του Λόγου, το σώμα το τεθεωμένον και ένδοξον, το αδιστάκτως εισελθόν εις το κράτος της μακαρίας δόξης της Τριάδος, τι το παράδοξον, αν και η Μήτηρ, η δούσα το σώμα τούτο, η Μήτηρ η ευκλεής και πάνσεπτος, υψώθη κατά χάριν ήδη από του παρόντος αιώνος εις την άπειρον λαμπρότητα και δόξαν του Υιού της; Τι το παράδοξον, αν ο Υιός εκάλεσε παρ΄ εαυτώ μετά θάνατον την υπόστασιν της κυησάσης αυτόν Μητρός; Μήπως η κλήσις αύτη, ως έγχρονος πρόληψις του εσχατολογικού κλήρου πάντων των δεδικαιωμένων, δεν είναι έργον της σωστικής και αγιαστικής δυνάμεως του Δεσπότου;
Η εξαίρεσις αύτη της Παρθένου, οφειλομένη ασφαλώς εις την εξαίρετον θέσιν αυτής εν τη σωτηρίω οικονομία του Λόγου, ου μόνον δεν καταργεί τον κανόνα (μερικής κρίσεως και ανταποδόσεως), αλλ΄ επί μάλλον στερεοί και εξαίρει αυτόν. Διότι πρόκειται περί εξαιρέσεως αφορώσης αποκλειστικώς και μόνον εις την Μητέρα του παναγίου Λόγου του Θεού! Και ταύτα μεν εν γενικαίς γραμμαίς τα πορίσματα του μετά χείρας μελετήματος ημών.
Το δόγμα της Θεοτόκου συνέχει και πληροί σύνολον την ζωήν και την υπόστασιν της Ορθοδοξίας. Προς την μορφήν της σεπτής Θεομήτορος ανέρχεται αύτη δια του δόγματος και της πίστεως αυτής, δια της μυστηριακής της διαισθήσεως, της λατρείας και της πνευματικότητος αυτής. Προ των φωτοειδών πυλώνων της Παρθένου κρούει αύτη την Πύλην της Βασιλείας. Εν τη χάριτι αυτής πληρούται χαρίτων και θείων δωρεών και ευλογιών. Εν τω θαύματι της Παρθένου βλέπει το θαύμα της ενσάρκου οικονομίας του Θεού, βλέπει το ιδικόν της θαύμα, την θείαν μεταμόρφωσιν και θέωσιν αυτής.
Εν τη Μητρί του Θεού βλέπει την ιδικήν της Μητέρα, την χαράν και παρρησίαν αυτής, το καύχημα και το αγλάϊσμά της. Βλέπει την κραταιάν προστασίαν και την ακοίμητον βοήθειαν αυτής. Βλέπει την Δέσποιναν της Βασιλείας και την σεμνήν Οικονόμον της σωτηρίου Χάριτος του Χριστού. Δια τούτο η Ορθοδοξία μεγάλως τιμά την Μητέρα της, διότι μεγάλως τιμά τον Σωτήρα και πλαστουργόν της. Γεραίρει και ανυμνεί την Προστάτιν της, διότι γεραίρει και ανυμνεί τον ανερμήνευτον Τόκον της. Το δόγμα της Θεομήτορος διαφυλάττει και σκέπει ως κόρην οφθαλμού, διότι εν τω δόγματι τούτω συνοψίζεται η θεοϋπόστατος πνευματικότης και πίστις της. Οιαδήποτε παραχάραξις του δόγματος τούτου συνεπιφέρει παραχάραξιν συνόλου του δογματικού συστήματος αυτής, ιδία της χριστολογίας και σωτηρολογίας της.
Η Ορθοδοξία βιοί εν μυστηρίω την Θεοτόκον της, ζη εν τω αδύτω της καρδίας της το άφραστον θαύμα και τα ανεξιχνίαστα μεγαλεία της. Η δόξα της την επισκιάζει, η χάρις της την συνέχει, το μεγαλείον της την συμπνίγει, το θαύμα της την αναφλέγει. Η Θεοτόκος ευλογεί και αγιάζει την Ορθοδοξίαν, διότι η Ορθοδοξία είναι η αμόλυντος και απαράφθορος σάρξ του ανεκφράστου Τόκου της!