Kάθε προσπάθεια εκφοράς ορθοδόξου μαρτυρίας, σ΄ ένα διαχριστιανικό διάλογο, αποβαίνει αδύνατη, λόγω των σχετικών καταστατικών αρχών του Π.Σ.Ε.
Έτσι:
α) Η Οικουμενική Χάρτα (2000) προτρέπει να παραιτηθούμε από την ιεραποστολή στους ετεροδόξους, επειδή αυτό θεωρείται προσηλυτισμός. Έτσι «υποσχόμεθα να μη προτρέπωμεν ανθρώπους να αλλάσσουν την Εκκλησίαν αυτών».
β) Μας έχει επιβληθεί η αρχή (Βανκούβερ 1983), σύμφωνα με την οποία οι θεολογικές διαφορές είναι σε κάθε περίπτωση νόμιμες και δεν θεωρούνται ως εμπόδιο για την ενότητα των διαφόρων ομολογιών. Την αρχή αυτή ανανέωσε και ισχυροποίησε η αρχή της Θ΄ Γεν. Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας (2006), σύμφωνα με την οποία· «Η αποστολική πίστη της Εκκλησίας είναι μία, αλλά μπορούν νόμιμα να υπάρχουν διαφορετικές διατυπώσεις της πίστεως της Εκκλησίας». Ο Θεός θα εναρμονίσει τις διαφορές και θα εξαφανίσει «τις ανθρώπινες αδυναμίες!». Η οικουμενιστική αυτή νομιμοποίηση των αιρέσεων εξουδετερώνει τον ορθόδοξο χαρακτήρα κάθε μαρτυρίας εκπροσώπου της Εκκλησίας μας!
Το επιχείρημα επομένως, το οποίο συγκινεί ιδιαίτερα τους αγνοούντες ορθοδόξους πιστούς τα συμβαίνοντα στους οικουμενιστικούς χώρους των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων, και τους πείθει να έχουν την άποψη ότι πρέπει να πηγαίνουμε στους διαλόγους αυτούς, λόγω του χρέους μας να δίνουμε την ορθόδοξη μαρτυρία, αποτελεί μύθο, ο οποίος εξυπηρετεί τους σκοπούς των οικουμενιστών «ορθοδόξων», κληρικών και λαϊκών!