Η Χαϊντεγκεριανή «μέριμνα» και η θεολογία - Point of view

Εν τάχει

Η Χαϊντεγκεριανή «μέριμνα» και η θεολογία




Η ορθόδοξη θεολογία λέγει ότι πρέπει να αγαπάμε τον Θεό «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» μας. Αυτή είναι η πρώτη και ύψιστη εντολή, μαζί βέβαια με το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις δύο επιταγές: η πρώτη μιλά για την λατρεία που οφείλουμε στον Θεό, την ολοκληρωτική αφοσίωση, την παράδοση σε Αυτόν, πέρα από οποιοδήποτε μέτρο και απλό φυσικό ένστικτο. Πρέπει να αγαπάμε τον Θεό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ασφαλώς τον εαυτό μας. Εδώ δεν θα μιλήσουμε καθόλου για την αγάπη που οφείλουμε στον συνάνθρωπο, ούτε για το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός ασφαλώς αγάπησε τόσο τον άνθρωπο, πέρα και από την δική του ανθρώπινη ζωή, ώστε τελικά θυσιάστηκε γι’ αυτόν. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Θα μας απασχολήσει η διαφορά της ορθόδοξης χριστιανικής ζωής και της βαθύτερης ποιότητας αυτής από την «μέριμνα» για το Είναι, για την οποία κάνει τόσο λόγο ο Χάιντεγκερ.



Είναι πολύ γνωστό το περιεχόμενο αυτής της «μέριμνας»[1]. Συγκεκριμένα, το da­‐sein, ή αλλιώς «ενθάδε‐είναι» υπάρχει προνομιακά ως μια έγνοια, μια φροντίδα για τον ίδιο τον κόσμο, πέρα από την ευτέλεια της καθημερινότητας. Το «ενθάδε‐είναι», που αντλεί το μεγαλείο της υπάρξεώς του από την ίδια την χρονικότητα[2] και το γεγονός ότι είναι επίσης ένα «είναι-‐προς­‐θάνατον»[3], απομακρυνόμενο από τους πολλούς, αλλά και την εν γένει καιρική περίσταση, στην αναγκαιότητα της μοναξιάς του, νοιάζεται για τον κόσμο. Και αυτός ο κόσμος είναι ο μεγάλος υπαρκτικός ορίζοντας του «ενθάδε‐είναι», καθώς ακόμη και ο Θεός, εφόσον κατ’ ανάγκην έχει ύπαρξη, κατατάσσεται στο Είναι, δηλαδή τον κόσμο[4].



Ποια είναι η θέση της μέριμνας στην ορθόδοξη πατερική σκέψη; Κατ’ αρχήν, πρέπει να θυμίσουμε ότι για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι λάθος να θεωρήσουμε τον Θεό ως μέρος του «Είναι», καθότι αυτός υπερέχει του Είναι. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, και την ίδια την ύπαρξη, ο Θεός δεν είναι σχήμα ή μορφή για να περιληφθεί στο «ον» γενικά. Ο Θεός, ως υπερούσιος, ανήκει με μια έννοια και στο μη‐Είναι[5].



Ο Θεός φυσικά είναι άκτιστος για την πατερική σκέψη, και ο άνθρωπος κτιστός. Αυτό αποτελεί την θεμελιώδη διαφορά. Ο άνθρωπος εξαρτάται οντολογικά από τον Θεό, οδεύει προς αυτόν, και όχι απλώς προς την πληρότητα του Είναι. Ο κόσμος δεν είναι ο αληθινός ορίζοντας του ανθρώπου, αλλά ο Θεός[6]. Και η σχέση με τον Θεό, δηλαδή με ένα πρόσωπο, όπως έχει σωστά παρατηρηθεί από την θεολογία του ’60, είναι αυτή που πρωτεύει για τον άνθρωπο.



Αυτό σημαίνει (κάτι το οποίο επίσης έχει ωραία σημειωθεί από την θεολογία αυτή, ιδίως τον Χρήστο Γιανναρά) ότι ο άνθρωπος αναζητώντας τον Θεό, σχετιζόμενος μαζί του, αναγκαστικά ριψοκινδυνεύει. Εξέρχεται σε περιπέτεια. Οδεύει αναγκαστικά προς την διακινδύνευση. Γιατί έτσι;



Υπάρχει μια θεολογική εξήγηση: ο άνθρωπος είναι ον κτιστό. Η κτίση ρέπει από μόνη της στην φθορά, στην ανυπαρξία, στο μη‐Είναι[7]. Οταν αυτή η αδυσώπητη τάση για φθορά συναντήσει την ίδια την Ζωή, και όχι απλώς το Είναι, αναγκαστικά «οδυνάται». Οι φλόγες της ύπαρξης απειλούν τον άνθρωπο, φύσει. Και αυτό είναι στοιχείο της μοίρας του.
Ολα αυτά δεν είναι απλές θεωρητικολογίες, αλλά λαμβάνουν σάρκα και οστά στον καθ’ ημέραν χριστιανικό βίο, κάτι που καθιστά έκδηλο η πατερική, και προπαντός ασκητική, γραμματεία. Εκεί λοιπόν προνομιακή μορφή αυτής της σχέσης με τον Θεό, της πορείας προς τον Θεό, φαίνεται να είναι όχι η μέριμνα, αλλά ακριβώς η απόγνωση. Επαναλαμβάνοντας πείρα αιώνων, ο Γέροντας Σιλουανός του Αθω μιλά για τη φοβερή απόγνωση που ένιωσε κάποτε σε ένα ναΪσκο, και την μετέπειτα βέβαια θέαση του «ακτίστου φωτός». Η απόγνωση αυτή από φιλοσοφική άποψη έχει τεράστια σημασία. Δεν πρόκειται για απλό ψυχολογισμό, για μια περιστασιακή δυσφορία, έστω και έντονη, για μια απελπισία που προκύπτει από κάποια στέρηση. Η απόγνωση αυτή είναι άλλης τάξεως, έχει δηλαδή οντολογική αξία: είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να ενστερνιστεί το κτιστό το άκτιστο.



Συνακόλουθη με την απόγνωση αυτή, είναι και η λεγόμενη εμπειρία του Άδη῀[8]. Η διαφορά της ορθόδοξης γραμματείας με τον Χάιντεγκερ είναι εδώ καταφανής: αν υποθέσουμε ότι μέρος του «Είναι» είναι και ο Θεός, πού θα έπρεπε να κατατάξει κανείς τότε τον «Αδη»; Δεν πρόκειται απλά για «εκμηδενισμό». Ο Αδης είναι υπαρκτός όχι ως μια απλή στέρηση, μια πλήρης αφαίρεση, αλλά ως το «φρικώδες», το «δαιμονικό» ­‐ και χρησιμοποιούμε εδώ τον όρο με το φιλοσοφικό του περιεχόμενο, αυτό ακριβώς που έχει στον Ντοστογιέφσκι. Ο Άδης είναι όχι απλώς κάτι κακό, αλλά ο ίδιος ο μηδενισμός, η λαχτάρα για την ντοστογιεφσκική αυτοκτονία, το ανίερο.



Η απόγνωση και η εμπειρία του Άδη δεν αφορούν καθόλου μια έγνοια για τον κόσμο. Πρόκειται για υπαρξιακές, όχι απλά υπαρκτικές καταστάσεις-­‐ κάτι που συνιστά για τον Χάιντεγκερ εκπεσμό. Εντός του ανθρωπίνου προσώπου, και χάριν αυτού, της υπαρξιακής του δηλαδή ισορροπίας, διαδραματίζονται τα μεγάλα γεγονότα. Ο πιστός δεν μεριμνά για τον κόσμο, αλλά για την «εαυτού καρδίαν»[9]. Κάπου λέγεται: «Ειρήνευσε με τον εαυτό σου και όλος ο κόσμος θα ειρηνεύσει για σένα». Η μεγάλη τραγωδία του κακού δεν είναι ο κόσμος έξω, αλλά αυτό που συμβαίνει στην καρδιά: και ασφαλώς αυτό έχει κοσμικές επιπτώσεις. Ο κόσμος περιμένει από τον άνθρωπο, και όχι ο άνθρωπος από τον κόσμο.



Περνάμε πια στο πεδίο της ηθικότητας, κάτι που για τον Χάιντεγκερ συνιστά επίσης εκπεσμό. Η μέριμνα για το Είναι δεν επιτρέπεται να μπει καθόλου στον καθ’ ημέραν βίον, γιατί χάνει την αυθεντικότητά της. Το «ενθάδε-­‐είναι» είναι εξ ορισμού μοναχικό.  Ωστόσο, στους Πατέρες γίνεται μεγάλος λόγος για το «αυτομίσος» και την «αυτοκαταδίκη»[10]. Το «ενθάδε‐είναι» δεν θα μπορούσε να «μισεί» τον εαυτό του. Αισθήματα όπως η αγάπη ή το μίσος δεν το αφορούν. Το καλό και το κακό υπάρχουν μόνο ως αυθεντικό-‐μη αυθεντικό. Τίποτε περισσότερο. Εξαλλου, το «ενθάδε‐είναι» είναι τόσο λεπτή ύπαρξη, παρά την σωματικότητά του, υπάρχει με έναν τόσο διακριτικό τρόπο (περισσότερο ως μια χειρο‐νομία της προ‐χειρότητας παρά ακριβώς ως ένσαρκη παρουσία του τάδε ανθρώπου) ώστε δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στο αυτομίσος. Δεν έχει νόημα για αυτό κάτι τέτοιο. Το αυτομίσος απαιτεί «σάρκα», με την βιβλική έννοια, απαιτεί ουσία, σωμάτωση, και αυτό δεν έχει ουσία, καθώς δεν είναι κάτι πέρα από την ίδια την μέριμνα. Η ουσία το ρίχνει κατάχαμα στην καθημερινότητα, και αυτό θέλει να αποφύγει τους «πολλούς»[11].
Και τέλος φτάνουμε στο κέντρο της ορθόδοξης ηθικής. Η αμαρτία παύει όταν όχι απλά κάποιος αγαπά, έστω και πολύ, αλλά όταν κάποιος «ρίχνεται στον Άδη», δηλαδή όταν ταπεινώνεται. Η ταπείνωση σημαίνει ακριβώς την παραδοχή του κτιστού ότι έναντι του Θεού είναι όχι απλώς κάτι ασήμαντο, αλλά και «αμαρτωλό». Η ταπείνωση, αυτή η μυστηριώδης κατάφαση του Απείρου από το ίδιο το κτιστό, που αυτοπροσδιορίζεται έναντι Αυτού ως ουτιδανό, είναι η κατεξοχήν στάση της «κτιστότητας»[12]. Το να αποδεχθεί το μεγαλείο του Θεού όχι μόνο δεν συντρίβει το κτίσμα, αλλά το αγιάζει.
Και μόνο έχοντας ως μέσον την ταπείνωση, μπορεί πια το κτιστό να αρχίσει την «ανάβαση» του Είναι. Γι’ αυτήν την ανάβαση έχουν πει οι Πατέρες πολλά, ιδίως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Ωστόσο το σημαντικό είναι ότι ο λίγο κατοπινός του Μάξιμος ο Ομολογητής αναδιάρθρωσε το πολύτιμο σχήμα του Διονυσίου βάζοντας στο κέντρο του κόσμου, ακριβώς κάτω από τον Θεό, τον άνθρωπο. Δεν είναι πια οι αγγελικές ιεραρχίες που, φωτιζόμενες άμεσα από τον Θεό, μεταδίδουν και στον άνθρωπο τον θείο φωτισμό. Αντιστρόφως, είναι ο άνθρωπος που έχει λάβει από τον Θεό το χάρισμα να βρίσκεται στο κέντρο της κτίσεως, με ειδικό σκοπό να ενώσει όλα τα διεστώτα -‐ύλη και πνεύμα, αίσθηση και νου, αρσενικό και θηλυκό‐ και να τα οδηγήσει προς τον Θεό[13]. Αντί για την κάθοδο του Αρεοπαγίτη, και την μάλλον χωρική του αντίληψη για τον κόσμο, ο Μάξιμος θεωρεί ότι η κτίση κινείται δυναμικά προς τον Θεό, εντός φυσικά του χρόνου, για να φτάσει βέβαια στην «υπέρ πάσαν στασιμότητα» αιωνιότητα. Ο άνθρωπος καθώς έχει σώμα, μπορεί να το υποτάξει στο πνεύμα, μπορεί επίσης να υποτάξει την αίσθηση στον νου, και φυσικά, υπερβαίνοντας την αρχή της γενετήσιας ηδονής μέσω της παρθενίας και του έρωτα των νοητών, συγκεντρώνει στον εαυτό του ολόκληρη την κτίση. Μόνο ο άνθρωπος εμφανίζει αυτήν την ιδιότητα, όχι να μεριμνά απλά για τον κόσμο, αλλά να γίνεται ο κόσμος. Και τέλος, λόγω του δυναμισμού της φύσεώς του, και την αγαπητική του φορά προς τον Θεό, μπορεί να οδηγεί όλον πια τον κόσμο προς τον Θεό[14]. Αυτό φυσικά ήταν το έργο του Ιησού Χριστού, που έγινε άνθρωπος και όχι άγγελος, και αυτό είναι το έργο της Λειτουργίας, στην οποία ο Ιδιος ο Ιησούς Χριστός, ως Μέγας Αρχιερεύς, «αναφέρει», δηλαδή οδηγεί όλη την κτίση στον Θεό‐Πατέρα. Και έτσι, η τελική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι η ευχαριστιακή, και μάλιστα είναι ο κόσμος το μέσον αυτής της Ευχαριστίας: «τα Σα εκ των Σων». Το σώμα μάλιστα του Ιησού Χριστού, καθώς ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σάρκα και αίμα του Θεανθρώπου, γίνονται το μέσον της Ευχαριστίας. Το ανθρώπινο σώμα γίνεται ο φορέας της ζωής.
Από την απόγνωση λοιπόν, το τρομερό «Προνόμιο της Απελπισίας», για το οποίο μιλούσε κάποτε ο Χρήστος Γιανναράς στο ομώνυμο βιβλίο του, και το οποίο στον Γέροντα Σιλουανό αποκαλύφθηκε ως το χάρισμα της «καταβάσεως στον Αδη» ‐μια κατάβαση που είναι αποτέλεσμα της ταπεινώσεως‐, φτάσαμε στην πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό, μια πορεία που συνάζει ολόκληρο τον κόσμο και ευχαριστιακά τον οδηγεί προς τον Πατέρα.
Αντιθέτως, η χαϊντεγκεριανή μέριμνα εμμένει στο πεδίο της χρονικότητας, καθώς αρνείται να παραδεχτεί ότι η αιωνιότητα έχει κάτι το οντολογικά «περισσόν» σε σχέση με αυτή. Ο Χάιντεγκερ αρνείται να δεχτεί ότι η αιωνιότητα μπορεί να έχει οποιοδήποτε δυναμικό χαρακτήρα, και έτσι δεν θεωρεί ότι η μέριμνα μπορεί να εξελιχτεί σε οποιουδήποτε είδους πορεία προς το Απόλυτο. Μια αδιόρατη τομή χωρίζει επίσης το «ενθάδε‐είναι» από τον κόσμο, ώστε αυτό να μην μπορεί τελικά να ταυτιστεί με αυτόν. Η σωματικότητα στον Χάιντεγκερ, παρά την προχειρότητα, δεν θα μπορούσε να εμπλακεί ενεργά στο κοσμικό γίγνεσθαι. Το ανθρώπινο αίσθημα ‐πλην της αγωνίας‐ παραμένει πάντα ψυχολογισμός, και δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί οντολογικής σημασίας. Ορισμένες συναισθηματικές καταστάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν προνομιακές και δηλωτικές της φύσεως του κτιστού. Η μέριμνα δεν μεταμορφώνεται σε Ευχαριστία. 
Τελειώνοντας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, παρά την πιθανή αντίρρηση του ίδιου του Χάιντεγκερ, μέσα στην «μέριμνα» ανιχνεύεται το «τραγικό». Ωστόσο, λανθασμένα πιστεύει αυτός ότι η λεγόμενη «οντο‐θεολογία», τουλάχιστον στο μέτρο που αφορά την βυζαντινή σκέψη, αδυνατεί να γνωρίσει το «μηδέν». Καθώς, όπως είπαμε, το κτιστό οδεύει προς το άκτιστο, είναι αδύνατον να μην συναντήσει το μυστήριο του Σταυρού, το οποίο δεν αποτελεί απλή οδύνη, έστω και ποσοτικά άπειρη. Η διαφορά του Σταυρού από κάθε άλλο ανθρώπινο πόνο δεν είναι αριθμητικού μεγέθους, αλλά ποιοτικού, δηλαδή οντολογικού. Ο Κύριος πήρε επάνω του όχι απλώς τον πόνο, αλλά την «αμαρτία», που σημαίνει κάτι περισσότερο. Γι’ αυτό και ο Σταυρός αποτελεί θυσία, που είναι η απάντηση του Θεού στην φρίκη του «μηδενός». Ο Χριστός γνώρισε το «μηδέν» στον Σταυρό, και το νίκησε. Και η μετέπειτα Ανάσταση δεν αποτελεί άρση του Σταυρού, αλλά υπέρβασή του, με την έννοια της ολοκλήρωσης. Το μυστήριο του Σταυρού αφορά την Αιωνιότητα. Και έτσι, ακόμη και το τραγικό βρίσκει μια θέση στην θεολογία.
Σημειώσεις
[1] Ακολουθώ εδώ την παρουσίαση της θεωρίας του Χάιντεγκερ από το βιβλίο «Η Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ» του Κ. Παπαγιώργη, Νεφέλη, Αθήνα, 1983. Για την «μέριμνα», σελ. 119 κ.ε.
[2] Ο.π. σελ 92 κ.ε.
[3] Ο.π. σελ. 161 κ.ε.
[4] Για τον Θεό λέγονται πολλές παραδοξότητες από τον Χάιντεγκερ, όπως ότι αποτελεί «μέρος του Είναι» (ό.π. σελ 37), ότι το «μηδέν» μπορεί να συνυπάρχει με τον Θεό και μάλιστα ο Θεός δεν μπορεί να το γνωρίσει (30) κλπ. Ολα αυτά δεν είναι ασυναρτησίες, απλά φανερώνουν την άμεση εξάρτηση του Χάιντεγκερ από την σχολαστική θεολογία και τις αντίστοιχες προϋποθέσεις της.
[5] Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτη Συγγράμματα, Πουρναράς, Θες/κη, 2008, σελ. 471 («Είναι μέσα σε Αυτόν το Είναι και δεν είναι μέσα στο Είναι Αυτός»).
[6] π. Γ. Φλορόφσκι, Ανατομία Προβλημάτων της Πίστεως, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θες/κη, 1977, σελ. 7 κ.ε.
[7] π. Γεωργίου Φλορόφσκι, ΟΙ Βυζαντινοί Πατέρες του Τέταρτου Αιώνα, Πουρναράς, Θεσ/κη 2009, σελ. 59-­‐60
[8] «Κράτα τον νου σου στον Αδη και μην απελπίζεσαι», είπε ο Χριστός στον Γέροντα Σιλαυανό. «Πιστέψτε με, αδελφοί, στον τόπο όπου βάλλεται ο Σατανάς, εκεί βάλλομαι», είπε κάποτε και ο Αββάς Ποιμήν. ( Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Αγιος Σιλουανος, Ι.Μ.Τ. Προδρόμου, Εσσεξ, 2002, σελ. 51-­‐54)
[9] π. J. Meyendorff, A Study of Gregory Palamas, SVSP, N. York, 1998, σελ. 147-­‐8
[10] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ΙΜΤ Προδρόμου, Εσσεξ, 1993, σελ. 221 κ.ε.
[11] Αυτή είναι η ουσία της κριτικής που ασκεί στον Χάιντεγκερ ο Μ. Μπούμπερ στο βιβλίο του, «Το Πρόβλημα του Ανθρώπου», Γνώση, Αθήνα, 1987, σελ. 79 κ.ε.
[12] Αρχιμ. Σωφρονίου, «Αγιος Σιλουανός», σελ 383 κ.ε.
[13] π. J. Meyendorff, Christ in Eastern Chrisçan Thought, SVSP, 1975, σελ. 131 κ.ε.
[14] π. Νικολάου Λουδοβίκου, Η Ευχαριστιακή Οντολογία, Δόμος, 1992, σελ 217 κ.ε. 
πηγή: Aντίφωνο

Pages