Προτιμώ τη μοναξιά μου! - Point of view

Εν τάχει

Προτιμώ τη μοναξιά μου!




-Πες μου, γιατί επέλεξες τη μοναξιά; Τι είναι αυτό που σε πονάει;

-Κουράστηκα..τι δεν καταλαβαίνεις;

-Και πιστεύεις πως εδώ στην ερημιά σου, θα βρεις γαλήνη; Οι θύμησες όταν αναμοχλεύονται, γίνονται μαχαίρια! Δεν στο έχει πει κανείς;

-Το ξέρω. Όμως διάλεξα να ακολουθήσω την απόφαση μου. Ισως δεν άντεχα, να συνεχίσω να ζω, τα ίδια και τα ίδια της κάθε μέρας που ξημέρωνε! Τώρα τον χρόνο μου τον ορίζω εγώ! Δε με κουμαντάρει κανείς! Κατάλαβες; Κανείς!

- Μήπως και η μοναξιά δεν κάνει τα κουμάντα της;

-Ασε τα μεγάλα λόγια! Την προτιμώ από τις παρεμβάσεις των άλλων. Να υπακούω, αμίλητη τις εντολές τους. Να με βάζουν στη δική τους θέληση, μήτε μια φορά να ακούσουν, αν μπορώ να παλέψω με την αντάρα. Αγαπούσα τα πρώτα χρόνια αυτό που ζούσα. Μου άρεσαν τα ταξίδια και η περιπέτεια. Δεν είχα φόβο.

-Και τι ήταν αυτό που σε φόβισε;

-Η έλλειψη στοργής. Δεν ήθελα να είμαι εκείνη που απλά διεκπεραίωνα τις διαταγές.

-Κανείς δε βρέθηκε, να καταλάβει τι αποζητούσες; Τι ήθελες για να ανεβαίνει το κουράγιο σου;

-Εκτός από το Νικόλα κανείς! Εκείνος μου μιλούσε, με χάιδευε, μου έλεγε όλα όσα τον βάραιναν. Πρώτα εμένα είχε.. η δουλειά του ήταν σε δεύτερη μοίρα. Και ξέρεις γιατί; Δεν ζητούσε πολλά! Μπορούσε να επιβιώσει με λιγοστά! Μου έλεγε.. «η ζωή δεν θέλει ταμάχι! Τη κουλαντρίζεις με όσα έχεις. Τα πολλά δεν σε κάνουν χαρούμενο. Αρκεί να σηκώνεις το βλέμμα στις ανατολές και στις δύσες. Κοιτάζουν κάτω και χάνουν το φως, οι ηλίθιοι»! Μαζί του ήμουν δέκα χρόνια. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που μιλούσαμε στο λιμάνι και έπεσε στην αγκαλιά μου. Εκεί ξεψύχησε!

-Οι άλλοι που πέρασαν;

-Με είχαν απλά να διεκπεραιώνω τη δουλειά μου, να μου δείχνουν τη ρότα τους, εκεί που εκείνοι ήθελαν να πάω! Δεν γνοιάστηκαν αν ήθελα να πάω αλλού... εκεί που θα ήθελα. Δεν είχα επιλογές! Κατάλαβες;

-Κατάλαβα...

-Τίποτα δε κατάλαβες! Από τη στιγμή που δεν συμφωνείς με την απόφαση μου, δεν καταλαβαίνεις τίποτα!


Της χάιδεψα τις κουπαστές.. την έπλυνα με το θαλασσινό νερό. Η σκόνη και η άμμος την είχαν βρομίσει τη Μαριγώ, τη βάρκα που αγάπησε μόνο το Νικόλα!  

Pages