“Έχουν ειπωθεί όλα”.
“Δεν έχει ειπωθεί τίποτε”.
“Έχουν γραφτεί όλα μικρέ μου”.
“Δεν έχει γραφτεί τίποτε”.
“Τα έχουν όλα σκεφτεί φίλε μου, μη σκας”.
“Καμιά σκέψη δεν υπάρχει”.
Μετακινήθηκα σε δρόμους τραχείς μόνος
αιωρήθηκα σε ύψη απρόσιτα, χαμηλός,
γαλουχήθηκα, στα νάματα
μιας αποκαμωμένης φυλής που ματώνει ακόμα,
έθεσα νόμους ιερούς κι επίσημους,
τους γκρέμισα σε ώρες,
έφτιαξα ιερά κι ακροπόλεις,
κατοίκησα σε τρώγλες και στάβλους.
Έχτισα βωμούς, εστίες, ναούς, μονές,
διάλεξα διαμονή μου άκομψες οικίες.
Φώναξα φίλους κι αδερφούς
σ’ ευωχίες και συμπόσια.
Μόνο όταν είχα
ομοτράπεζους τους εχθρούς μου, μόνιασα.
Επιθύμησα τη μορφή
και τις ιδιότητες του αιλουροειδούς
το σώμα μου κατάντησε άμορφο από τα λίπη,
ξεχώριζα με το χέρι τα στρώματα
επάλληλα, σιχαμερά.
Ν’ ακουμπήσω λίγη ψυχή.
Κατάργησα καθεστωτικά την αγιότητα,
εγκαθίδρυσα μάταια τη χρησιμότητα,
πότισα το δέντρο της γνώσης και της μέριμνας,
άφησα να ξεραθούν τα άγνωστα,
ξερίζωσα τα μικρά για τα συμφέροντα.
Έκοψα κάθε δεσμό με το επέκεινα
προσγειώθηκα με τα μούτρα στις λάσπες
έφαγα χώμα, βρομιές
ξέχειλο το στόμα, υγρά έτρεχαν απ’ τα χείλια,
λεκέδες σημάδεψαν το πηγούνι.
Εμπόδιο ο άλλος, ο εαυτός, το απλό.
Συνέτριψα κάθε πιθανότητα αθανασίας
υπάκουσα στους στέρεους νόμους του υλικού,
πότισα το κορμί μου με λάθος αγώνες,
μαρτύρησα ψευδείς μαρτυρίες κοινών,
φώναξα, σε γήπεδα και πλατείες
τα συνθήματά τους,
ένιωσα, το μέσα μου με φρικτή χλιδή,
απόκτησα, ιδιότητες, τίτλους και αποδείξεις,
ούρλιαξα σιωπηλά εντός μου στην ερημιά,
εικόνισα γελοίους κτηνώδεις θεούς,
ομοιώθηκα συνεπώς στα είδωλά μου. Μια πηγή είναι καθένας,
παίρνει κουκουνάρι κλειστό,
το βάζει ανάποδα, τη βουλώνει.
Στάζει αντί να ρέει, στερεύει αντί να κυλά.
Ρείκια, γλυσίνες, μούσκλια την κλείνουν.
Ο κρουνός μακρύς, προπετής λαιμός.
Η πρώτη δεξαμενή, φαρδιά, υπόγεια, γεμάτη.
Η ροή απ’ τ΄ανεπαίσθητα
καταντά στο ανύπαρκτο.
Δεν υπάρχει υποχώρηση,
δεν σημειώνεται περιχώρηση.
Λανθάνουν οι εμπειρίες,
στο υπερώο αποφύγαμε την είσοδο.
Οι γέροι χάζεψαν,
τα φύλλα μπλέχτηκαν, οι ρόλοι φούσκωσαν
τα χέρια άπλωσαν, κύρτωσαν,
άρπαξαν, χούφτωσαν
κολοβωμένα το άγγιγμα έχασαν.
Καθυστέρησε η αφή
στην τραχύτητα των επιφανειών,
σκλήρυναν τα δέρματα,
λέπτυναν, ράγισαν, ξέφτισαν, διαλύθηκαν.
Χωρίς χιτώνα, χωρίς ένδυμα γυρνώ,
το λυχνάρι σβησμένο.
Δε βρίσκω το Δώμα, τον θάλαμο, τον ωραίο,
να μπω, να φάω, να χορτάσω, να γιορτάσω.
Δεν έχω ένδυμα, δεν έχω ένδυμα.
Όλα ξένα, ξένος κι εγώ, παρεπίδημος.
Γιατί τόση ορφάνια Εσύ;
Με σφράγισαν.
Σφράγισα χείλη και καρδιά.
Κλειστός, σκοτεινός ο χώρος,
απέραντα άδειος
ούτε κλαδί, ούτε κόκκος περίσσεψε.
Στα τέσσερα άκρα ταξίδεψα,
τις διαστάσεις κατάκτησα,
σε σημείο κατάντησα. Δε βλέπω σχέδιο, δε βλέπω Φύση.
Ο τόπος κατακτήθηκε για να συντριβεί.
Εγώ ακολουθώ κατά πόδας.
Δεν υπάρχει σύμβολο για εμένα,
δεν υπάρχει βοήθεια στην τόση απιστία μου.
Καλύμματα κι εμπόδια
οριστικά φθίνουν την όρασή μου.
Εκφράστηκαν όλα,
ο Λόγος τους κρυφός.
Εκστάσεις ιερουργημένες
από πράξεις ανθρώπων
εκδικούνται την κατάκτησή τους.
Πού να εδραιωθώ λοιπόν;
Αν το Στέρεο είναι φρούδο, τι μου μένει;
Το βίαιο, εκτραχηλισμένο καταρρέει,
το μαλακό σπογγώδες φθίνει.
Θα εισέλθω σιγανά ή απότομα στο Μυστήριο;
“Είμαστε τα λογικά βόδια του αλωνιού”.
Ένας να μου οδηγήσει το βήμα δε βρίσκεται;
“Μια πτώση μπορεί να ξυπνήσει”.
Ο καρπός πολύς,
άφθονος ο θέρος, λίγοι οι εργάτες. “Δεν είμαστε άξιοί της”. Την προσκυνούμε, στα γόνατα σερνόμαστε.
Αυτή χαρίζεται. “Όλα όσα περιφρονούμε μας ευλογούν
όλα όσα θελήσαμε, μας καταριώνται”.
Τα νέα μάτια να δεχτώ.
Δεν μπορώ να εχθρεύομαι, δεν κάνει
δεν μπορώ να χάνομαι στο μίσος.
Κομμάτι του όντος είμαι,
έστω κι απορριγμένο στα μικρά τίποτα.
Τα μάτια μου, φυσικά αδύνατα
η όρασή μου πενιχρή,
η αφή μου διστακτική
κοιμισμένες οι αισθήσεις.
Τα πρώτα βήματα κάνω στο νέο Κόσμο μου.
Άνοιξαν οι οφθαλμοί.
Μπορώ να παρακολουθώ το μυαλό μου,
ησυχασμένο δε σαλεύει πια, πορεύεται.
Αν δε μάθω να πετώ το βότσαλο στη θάλασσα,
δεν κάνω τίποτα.
Όταν δε θα περιμένω.
“Σ’ εμένα εναπόκειται
η κτίση και η επέκταση
στον χώρο και στον χρόνο μου.
Ή εγώ είμαι το Σύμπαν ή το τίποτα.
Ενδιάμεσα δεν υπάρχουν”.
artworks : Jose Romussi
[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ CANTO XV] Του Σταμάτη Σουφλέρη
bibliotheque