από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους
Η συνεχεία και η σχέση που υφίσταται ανάμεσα στο ορατό και το νοητό μπορεί να εξηγηθεί χρησιμοποιώντας, τη στατική εικόνα μιας γραμμής που χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη. Η Τετμημένη Γραμμή είναι μια επιστημολογία που περιγράφει τη σχέση μεταξύ καταστάσεων του νου που ονομάζονται δοξασία/πίστη και γνώση από τη μία και ανάμεσα στον φυσικό και νοητό «κόσμο» από την άλλη. Τα αντικείμενα της δόξας (αληθινή πεποίθηση/γνώμη) σχετίζονται με τα αντίστοιχα της επιστήμης (γνώση), όπως σχετίζεται η ομοιότητα κάποιου πράγματος με αυτό στο οποίο ομοιάζει (509d, 510a). Η ομοιότητα είναι το κλειδί. Ο Πλάτωνας δεν υποστηρίζει ότι ο κόσμος τον οποίο αισθανόμαστε και για τον οποίο έχουμε πεποιθήσεις και γνώμες δεν είναι πραγματικός, αλλά ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι η συνολική πραγματικότητα. Ο ορατός κόσμος είναι ένας κόσμος αλλαγής και χαρακτηρίζεται από το γίγνεσθαι, ενώ ο νοητός κόσμος είναι σταθερός και αμετάβλητος και χαρακτηρίζεται από το είναι. Ο ορατός κόσμος ομοιάζει, είναι παρόμοιος, βρίσκεται στη διαδικασία τού να γίνει αυτό το οποίο ο νοητός κόσμος είναι. Η πλατωνική εικόνα της Τετμημένης Γραμμήςεδράζεται στο δόγμα των Ιδεών, το οποίο «σώζει τα φαινόμενα» του αισθητού κόσμου, και δεν τον υποβιβάζει στην κατάσταση του μη όντος. Όλα τα πράγματα εξαρτώνται από τα Είδη για το βαθμό της πραγματικότητας τον οποίο έχουν. Η Τετμημένη Γραμμή απεικονίζει καταστάσεις του νου και τα αντίστοιχα «αντικείμενά» τους, ιδωμένα με διαφορετικος τρόπους και αναφορικά με διαφορετικούς βαθμούς κατανόησης.[1]
Ο τρόπος διαφωτισμού του ανθρώπινοι» νου αναπαριστάται στη συνέχεια μέσα από μια δυναμική παρομοίωση, αυτή του Σπηλαίου, που συνδέεται με την αναλογία της Γραμμής. Η παρομοίωση του Σπηλαίου δείχνει με ποιον τρόπο τα ασταθή αντικείμενα της δόξας περιέχουν την ομοιότητα με τις σταθερές πραγματικότητες. Η διαφορά ανάμεσα στη γνώμη και τη γνώση είναι διαφορά βαθμού παρά είδους. Αυτό γίνεται σαφές με τον εκπαιδευτικό αναπροσανατολισμό, το ταξίδι έξω από το σπήλαιο.
Οι άνθρωποι είναι σιδηροδέσμιοι φυλακισμένοι σε ένα σπήλαιο από την παιδική τους ηλικία. Κοιτάζουν προς τα εμπρός στον τοίχο του σπηλαίου, ενώ πίσω από την πλάτη τους καίει μια φωτιά. Ανάμεσα στις πλάτες τους και στη φωτιά κινούνται διάφορες φιγούρες, αλλά το μόνο που βλέπουν οι φυλακισμένοι είναι οι σκιές τους, που πέφτουν στον τοίχο του σπηλαίου που ορθώνεται μπροστά τους. Υποθέτουν ότι οι σκιές που βλέπουν είναι τα πραγματικά όντα. Αν ένας φυλακισμένος (που δεν παρουσιάζεται ως λογικότερος ή με περισσότερα φυσικά χαρίσματα από τους άλλους) απελευθερωθεί από τα δεσμά του και αναγκαστεί να γυρίσει και να κοιτάξει τη φωτιά και μετά οδηγηθεί διά της βίας έξω από το σπήλαιο στο φως του ήλιου, θα γνωρίσει μια επώδυνη εμπειρία, μόλις όμως συνηθίσει στο φως θα δει τα πράγματα στον κόσμο που βρίσκεται έξω από το σπήλαιο. Διαπιστώνουμε ότι στο σώμα τον ασκείται υλική βία, ο νους του όμως δεν εξαναγκάζεται να «δει». Ο Σωκράτης θα υποστηρίξει αργότερα ότι ο ελεύθερος άνθρωπος δεν πρέπει να μαθαίνει τίποτα υπό την απειλή της βίας. Η υποχρεωτική σωματική εκπαίδευση δεν βλάπτει το σώμα. όμως η υποχρεωτική μάθηση ποτέ δεν μένει στο μυαλό (536e-537a). Ο φυλακισμένος τον σπηλαίου δεν είναι όμως ελεύθερος. Αποκτά την ελευθερία, του μόλις απαλλαγεί από τα δεσμά του και υποχρεωθεί να στραφεί προς τα πίσω. Μόλις βρεθεί έξω από το σπήλαιο, αρχικά θα διαπιστώσει ότι του είναι πιο εύκολο να κοιτάξει τις σκιές, μετά την αντανάκλασή τους στο νερό, και. στο τέλος, τα ίδια τα πράγματα. Το τελευταίο στάδιο είναι να κοιτάξει κατευθείαν τον ήλιο, για να συμπεράνει ότι ο ήλιος ήταν, κατά μια έννοια. υπεύθυνος για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος και οι συγκρατούμενοί του. Τώρα πια αισθάνεται λύπη για όσους βρίσκονται ακόμη στο σπήλαιο και για τα όσα εσφαλμένα πίστευαν πως ήταν η αλήθεια.
Η ανάβαση από το σπήλαιο στον άνω κόσμο και η θέαση των πραγμάτων παραλληλίζεται με την απεικόνιση της προοδευτικής εξέλιξης τον νου από τη σφαίρα του ορατού στη ση σφαίρα του νοητού που περιγράφηκε με την αναλογία της Τετμημένης Γραμμής. Μόλις ο νους «κατανοήσει» την απόλυτη Ιδέα του Αγαθού, οι άνθρωποι αναγκαστικά θα συμπεράνουν (πρέπει να σκεφτόμαστε λογικά: συλλογιστέα) ότι και αυτή, όπως ο ήλιος, είναι υπεύθυνη για κάθε τι δίκαιο και αγαθά, στην πραγματικότητα για όλες τις υπόλοιπες Ιδέες, ότι αποτελεί την πηγή που ελέγχει την πραγματικότητα και τη νόηση. Οποιοσδήποτε πρόκειται να δράσει λογικά, είτε στη δημόσια είτε στην ιδιωτική τον ζωή, πρέπει να το αντιληφτεί. Και αυτό σημαίνει ότι η γνώση των Ιδεών άρα και η γνώση των αρχών που λειτουργούν ως ελατήρια για την ηθική δράση των ανθρώπων δεν μπορεί ν’ αποκτηθεί μέσο» των αισθήσεων. Οι Ιδέες υφίστανται ανεξάρτητα από τα αισθητά αντικείμενα, μένουν ανεπηρέαστες από τον μεταβαλλόμενο ορατό κόσμο και πηγή τους είναι η Ιδέα του Αγαθού. Οι Ιδέες θα υπήρχαν και χωρίς τα. αισθητά αντικείμενα. ακόμη και αν δεν υπήρχαμε ούτε εμείς για να τις «αντιληφθούμε».
Από τη στιγμή που το αποδεχόμαστε αυτό. η άποψη ότι η εκπαίδευση είναι μια διαδικασία που εμφυτεύει στο νου ανύπαρκτες προηγουμένως γνώσεις πρέπει. να απορριφθεί. Ο νους κάθε ανθρώπου διαθέτει την έμφυτη ικανότητα να στρέφεται μακριά από τον φυσικό κόσμο της αλλαγής και να κοιτάζει την αμετάβλητη πραγματικότητα, το κατά Σωκράτη Αγαθό. Στον μεταγενέστερο Φαίδρο (249b) ο Πλάτωνας υποστηρίζει ξανά ότι μόνο οι ψυχές που έχουν δει τις Ιδέες μπορούν να γεννηθούν με ανθρώπινη μορφή. Ο κάθε άνθρωπος έχει βιώσει το όραμά τους και θεωρητικά οι πάντες είναι ικανοί να τις ξαναθυμηθούν. Είναι σαφές όμως ότι, για να είναι συνεπής, ο Πλάτωνας πρέπει να επιμείνει στους διαφορετικούς βαθμούς ικανότητας. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων της Πολιτείας πλήττεται από τις απαιτήσεις του σώματος και τους πειρασμούς της ζωής, «βλέποντας πολλά όμορφα πράγματα ή δίκαιες πράξεις χωρίς όμως να βλέπουν την Ομορφιά ή τη Δικαιοσύνη καθεαυτές» (479a). Αυτή η έμφυτη ικανότητα που μοιράζονται οι άνθρωποι θα πρέπει με κάποιον τρόπο να ξεπεραστεί, προκειμένου να γίνει το φυσικό ταλέντο ο δείκτης του κατά πόσον ο χαρακτήρας ενός εκάστου μπορεί στην πράξη να ωφεληθεί από το είδος εκείνο της υψηλότερης, αφηρημένης εκπαίδευσης που προσανατολίζει και εστιάζει το λογικό στοιχείο της ψυχής στα αντικείμενα που του αρμόζουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως έγινε σαφές στον Φαίδωνα (82e), είναι φυλακισμένοι στα σώματά τους, ενώ οι κατώτερες ψυχολογικές επιθυμίες τούς αναγκάζουν να συνεργούν στην ίδια τους την ανίδεη φυλάκιση (Πολιτεία, 519a-b). Ορισμένοι άνθρωποι όμως είναι προικισμένοι με τη σπάνια ικανότητα να συλλαμβάνουν νοητικά το Αγαθό, και άρα είναι δυνατή η μεταστροφή τους μέσω της εκπαίδευσης, η οποία περιγράφεται απλώς ως διαδικασία μεταστροφής του νου, ως καλλιέργεια ενός ξεχωριστού είδους λογικής σκέψης που μελετά τα αντικείμενα που αρμόζουν στο νου. Με κάποιον τρόπο οι σπάνιοι αυτοί χαρακτήρες δεν θα πρέπει να παρεκτρέπονται εύκολα (ή και καθόλου) υπό την επήρεια των υπόλοιπων ψυχολογικών στοιχείων της ψυχής τους, τα οποία – αν τους επιτραπεί να αποκτήσουν τον έλεγχο – θα κάνουν τους χαρακτήρες αυτούς να ελαύνονται από το άλογο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής, με αποτέλεσμα να παραμείνουν φυλακισμένοι στο σπήλαιο. Όπως μαθαίνουμε τώρα. όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του νου δεν είναι έμφυτα αλλά επίκτητα, αποκτιόνται μέσω της εκπαίδευσης και της πρακτικής. Όμως η δύναμη της γνώσης είναι έμφυτη, ανήκει σε κάποια θεϊκότερη ικανότητα του ανθρώπου και ποτέ δεν χάνει τη δύναμή της. Οι συνέπειές της όμως είναι είτε θετικές είτε αρνητικές, ανάλογα με την κατεύθυνση την οποία πήρε το κάθε μυαλό. Διαβάζουμε μάλιστα ότι αυτό είναι που ξεχωρίζει τους κακούς αλλά ευφυείς ανθρώπους από τους ενάρετους. Όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να γενικεύουν από το συγκεκριμένο, αν όμως δεν έχουν εμποτιστεί με τη γνώση των Ιδεών, οι ιδέες τους περί δικαιοσύνης θα παραμείνουν σκιές ή είδωλα της αληθινής δικαιοσύνης. Δεν θα είναι ικανοί να μιμηθούν στις δικές τους σκέψεις και δράσεις την Ιδέα της δικαιοσύνης, γιατί για να μπορεί κανείς να μιμηθεί σωστά θα πρέπει να έχει μια συνολική γνώση του πράγματος που μιμείται. Ως εκ τούτου έργο των νομοθετούν του ιδανικού «κράτους» είναι να αναγκάσουν τις καλύτερες διάνοιες να αποκτήσουν την ύψιστη μορφή της γνώσης, την αντίληψη της Ιδέας του Αγαθού, και μετά να επιστρέψουν στο σπήλαιο.[2] Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι υποχρεωτικό, άπαξ όμως και έχουν ενταχθεί στο σύστημα οι άνθρωποι, το περιεχόμενο της εκπαίδευσής τους θα είναι ανάλογο με τα διαφορετικά μέσα πειθούς που ταιριάζουν στον καθένα.
«Το νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια ορισμένη τάξη στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ [του νου] και τον εξαναγκασμό [του σώματος], κάνοντας τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί καθένας από αυτούς να προσφέρει στο σύνολο και πλάθοντας ο ίδιος ο νόμος τέτοιους άντρες στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατά κει που αρέσει στον καθένα, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης». (520)
Για να γνωρίσει κανείς το καλό του οποιουδήποτε πράγματος θα πρέπει προηγουμένως να έχει γνωρίσει τη φύση του· το ανθρώπινο καλό προϋποθέτει τη γνώση των εαυτών μας ως ανθρώπινων φύσεων, δηλαδή τη γνο5- ση της ψυχής. Μόνο από τη στιγμή που έχει γνωρίσει κανείς τι είναι, τον εαυτό του, μπορεί να αισθανθεί υποχρεωμένος από το πρέπει, και άρα ειδικά ο φιλόσοφος είναι υποχρεωμένος λόγω των όσων γνωρίζει να αναλάβει με τη σειρά του την πολιτική εξουσία και να δείξει στους ανθρώπους πώς πρέπει να ζουν.
Η δικαιοσύνη του φιλοσόφου, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει ο Θρασυμαχος, είναι επωφελής τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό του. Και έχοντας επωφεληθεί από μια παιδεία που έστρεψε τη φιλοσοφική του φύση προς τα αληθινά αντικείμενα του ανθρώπινου νου, ο φιλόσοφος θα αντιληφθεί ότι το χρωστάει στην κοινωνία που καλλιέργησε με αυτό τον τρόπο τα φυσικά του χαρίσματα, να συνδυάσει τώρα τη φιλοσοφία με την πολιτική για να την υπηρετήσει. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα αρνηθεί το δίκαιο αίτημα να αξιοποιηθούν τα καλλιεργημένα ταλέντα του (520). Σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για μια απαίτηση, και άρα για έναν περιορισμό. Είναι όμως ένας περιορισμός που αποβαίνει προς το συμφέρον τόσο του ίδιου του φιλοσόφου όσο και εκείνων τους οποίους κυβερνά. Η εκπαιδευμένη φιλοσοφική φύση ()α προτιμούσε την απόλαυση μιας ζωής αφιερωμένης στο διαλογισμό. Όμως το δικό του συμφέρον βρίσκεται αλλού – στην άσκηση της εξουσίας. Μόνο οι φιλόσοφοι, όντας εραστές της φιλοσοφίας παρά της εξουσίας, επιθυμούν λιγότερο απ’ όλους την κατοχή της πολιτικής εξουσίας και τις ανταμοιβές της, οι οποίες τους επιβάλλονται αναγκαστικά (521). Η ηθική υποχρέωση να ηγούνται δεν σημαίνει ότι θυσιάζουν το προσωπικό τους συμφέρον, εφόσον αυτό γίνει σωστά αντιληπτό.
[1] Όπως σημειώνει ο Guthrie στο Α History of Geek Philosophy, τόμ. 4, σ. 496. ο Πλάτωνας προσπάθησε να απεμπλακεί από τις συνέπειες της παρμενίδειας λογικής, όπου το Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι, ενώ το μη Είναι δεν είναι και δεν μπορεί να είναι. Αυτί) οδηγεί στην παρμενίδεια άποψη ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ή να δημιουργηθεί, καθώς ό, τι είναι δεν γίνεται από τη στιγμή που ήδη είναι, και τίποτα dεν μπορεί να δημιουργηθεί από αυτό που δεν είναι. Για τις αντικρουόμενες απόψεις για τη θέση του Πλάτωνα βλ. G. Vlastos, «Degrees of Reality in Plato» στο R. Bambrough (επιμ.). New Essays on Plato and Aristotle. Λονδίνο 1965, σσ. 1-20. Όπως επισημαίνει o Guthrie, ορισμένοι από εμάς μπορεί να μην πιστεύουμε (όπως και ο Βλαστός δεν πίστευε) σε μια διαβαθμισμένη οντολογία, όμως ο Πλάτωνας, όπως εξάλλου και ο Καρτέσιος. πίστευε σε αυτή. Για τον Πλάτωνα, ο κόσμος τον οποίο αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ζωή διαθέτει μια οιονεί ύπαρξη αποκλειστικά και μόνο διότι τα πράγματα σε αυτό τον κόσμο συμμετέχουν στις φύσεις των Ιδεών.
[2] Βλ. Fine, «Knowledge and Belief in Republic v-vii».
Απόσπασμα από το έργο της Janet Coleman
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ»