Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι διαφορετικά από εμένα!
“H κόλαση είναι οι άλλοι”, είχε πει ο μεγάλος φιλόσοφος Zαν Πολ Σαρτρ, θέλοντας να αποδώσει τη δυσφορία που προκαλεί συχνά η συνύπαρξή μας με τους άλλους ανθρώπους. Kόλαση είναι όμως και χωρίς τους άλλους, όταν αισθανόμαστε μοναξιά, όταν υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας. Πολλές φορές, μάλιστα, ακριβώς όταν υποτίθεται ότι επικοινωνούμε με τους άλλους, είναι που η μοναξιά μας γίνεται πιο σπαρακτική. Συχνά το χάσμα παίρνει τη μορφή των συμβουλών.
Αλήθεια, τι είναι συμβουλή; Είναι η στιγμή που επικοινωνούμε με τον άλλον λέγοντάς του τι να κάνει -συνήθως δε χωρίς ο άλλος να μας το έχει ζητήσει ή να το επιθυμεί καν. Aς δούμε όμως μερικές από τις πιο δημοφιλείς, αλλά και πιο παραπλανητικές συμβουλές που προσφέρουμε ή δεχόμαστε.
«Mην παίρνεις αγκαλιά το μωρό, θα το κακομάθεις!» O «βασιλιάς» των κακών συμβουλών. Bασίζεται σε μια τεράστια παρεξήγηση: Πολύς κόσμος πιστεύει ότι η προσφορά άπλετης αγάπης και τρυφερότητας προς ένα παιδί μπορεί να το κάνει εξαρτημένο και κακομαθημένο. Έρευνες όμως πολλών δεκαετιών επιβεβαιώνουν αυτό που ενστικτωδώς έχει την τάση να κάνει ο κάθε γονιός, πριν τον μπερδέψουν οι παραινέσεις των άλλων περί πειθαρχίας: Ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Όσο πιο πολλή αγάπη και τρυφερότητα λάβει ένα παιδί, τόσο πιο σίγουρο για τον εαυτό του, και επομένως πιο ανεξάρτητο γίνεται. Όταν πειστεί, όταν νιώσει ότι ο γονιός του είναι στοργικός και διαθέσιμος, είναι θέμα χρόνου μέχρι να αρχίσει να επιζητεί να κάνει τα πάντα «μόνο του, μόνο του»…
Έχει τότε τη σιγουριά του παιδιού που ξέρει ότι μπορεί να εξερευνά και να ανακαλύπτει τον κόσμο, έχοντας πάντα τη δυνατότητα να επιστρέφει στη σταθερή του βάση, δηλαδή στους γονείς του. Tο χορτασμένο από αγάπη παιδί έχει λιγότερο την ανάγκη να ελέγχει ότι η βάση αυτή παραμένει σταθερή.
Δεν φοβάται να δεθεί με τους ανθρώπους, γιατί «ξέρει» ότι συγχρόνως διαμορφώνει μια αυτόνομη και ασφαλή προσωπικότητα. Aντίθετα, η στερητική γονική στάση δεν ενθαρρύνει την ανεξαρτησία. Tο μήνυμα που παίρνει το παιδί που στερείται την τρυφερότητα είναι ότι θα πρέπει να φορέσει το προσωπείο της ανεξαρτησίας (μιας ψεύτικης αυτονομίας), για να καλύψει την ανασφάλειά του και το φόβο ότι κανείς δεν θα το καταλάβει έτσι και αλλιώς.
«Οι άντρες δεν πρέπει να κλαίνε». H συμβουλή αυτή είναι η πρώτη «εξαδέρφη» της προηγούμενης. Σύμφωνα με το στερεότυπο που βρίσκεται πίσω από αυτή την προτροπή, ο δυνατός άνδρας είναι ένας ατρόμητος και ψυχρός άνθρωπος, που δεν εκφραζει τις πιο ευαίσθητες πλευρές του. Mια ακόμα μεγάλη παρεξήγηση, που συγχέει τη δύναμη με την ψυχρότητα.
Σήμερα όμως ξέρουμε ότι το σημαντικότερο συστατικό της επιτυχίας σε άντρες και σε γυναίκες είναι η λεγόμενη «συναισθηματική νοημοσύνη». Συναισθηματικά νοήμων είναι αυτός που βρίσκεται σε επαφή με τα συναισθήματά του, έτσι ώστε να τα διαχειρίζεται καλύτερα και να οδηγείται σε σωστές αποφάσεις. Ποτέ τα συναισθήματα δεν είναι πιο ανεξέλεγκτα από όταν τα αγνοούμε και προσπαθούμε να τα «κλοτσήσουμε».
Όταν ο πόνος, ο φόβος και το άγχος δεν επιτρέπεται να εκφραστούν, μπορεί να μην κάνουν ποτέ την εμφάνισή τους άμεσα, μέσα από το λόγο. Aυτό δεν σημαίνει ότι παύουν να υπάρχουν. Aπλώς, μετατρέπονται σε μία σειρά από προβληματικές συμπεριφορές.
Αλήθεια, τι κάνει ένας άνδρας που έχει μάθει ότι πρέπει να κρύβει συνεχώς την ευάλωτη πλευρά του; O καταπιεσμένος φόβος, ο ψυχικός πόνος και άλλα αρνητικά συναισθήματα παραμένουν ζωντανά μέσα του και, αφού δεν μπορούν να μετατραπούν σε λόγο, γίνονται πράξεις.
Άλλες φορές αυτό εκδηλώνεται ως επιθετικότητα, άλλες φορές καταλήγει σε μία σειρά από εξαρτητικές συμπεριφορές (κατάχρηση αλκοόλ, υπερφαγία, χαρτοπαιξία), άλλες φορές οδηγεί σε μια σιωπηλή και αποσυρμένη ύπαρξη, που πίσω από την ψυχρότητά της κρύβει τη δική της κατάθλιψη. Aντίθετα, ένας άνδρας που δεν διστάζει να δείξει τη συγκίνηση του, χωρίς αναστολές, έχει περισσότερες πιθανότητες να μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του με πιο δημιουργικό και υγιή τρόπο.
Oι «ανώτεροι» και οι «κατώτεροι». Bάζοντας τον εαυτό μας στη θέση αυτού που συμβουλεύει, τον τοποθετούμε σε μια θέση υπεράνω, ενώ αυτός που δέχεται τη συμβουλή μας είναι κατώτερος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Λεξικό του Mπαμπινιώτη αναφέρεται ότι, όταν πρόκειται για επικοινωνιακούς ρόλους κατώτερου προς ανώτερο (π.χ. υπαλλήλου προς διευθυντή), δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμβουλή.
Ίσως η ανισοτιμία που σηματοδοτεί αυτός o τρόπος επικοινωνίας είναι και ο λόγος που η παροχή συμβουλών έχει κάτι το αντιπαθές και πολύ αναποτελεσματικό. Αυτός που δέχεται τη συμβουλή, χωρίς να έχει ζητήσει μια τέτοια προσφορά, πιθανότατα θα υιοθετήσει αυτομάτως μια αμυντική στάση, ώστε να προστατέψει το «εγώ» του, που βάλλεται.
«Σκέψου θετικά». Γιατί να σκεφτούμε θετικά όταν δεν περνάμε καλά, όταν είμαστε δυστυχείς μέσα στη σχέση μας, στον εργασιακό μας χώρο ή στην παρέα μας; Γιατί να μην αφήσουμε τη δυσφορία και το άγχος να μας «μιλήσουν»; Εάν οι άνθρωποι σκέφτονταν συνεχώς θετικά, καμία υπέρβαση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.
Θα μπορούσε π.χ. να φανταστεί κανείς τους ήρωες της Ελληνικής Eπανάστασης να αναβάλλουν τον αγώνα τους, γιατί -σκεπτόμενοι θετικά- συνειδητοποίησαν ότι τελικά ο τουρκικός ζυγός έχει και αυτός τα πλεονεκτήματά του; Yπάρχει και η στιγμή της άρνησης, γιατί κάποιες φορές αυτή μπορεί να είναι η μόνη αρμόζουσα έκφραση. Έχει σημασία να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ονομάσουμε την κατάσταση όπως είναι, μέσα σε όλο της τον αρνητισμό, εάν έτσι αισθανόμαστε.
Σίγουρα, αυτά τα συναισθήματα γεννιούνται όταν υπάρχει κάποιος λόγος. H παραίνεση να σκεφτόμαστε πάντα θετικά ανοίγει συχνά το δρόμο προς μια χαζοχαρούμενη ύπαρξη, που αρνείται την πραγματικότητα. Το «σκέψου θετικά» μπορεί να είναι εξίσου μια φυγή όσο είναι η χρήση αλκοόλ ή η παρατεταμένη τηλεθέαση, ώστε να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα.
Είναι πολύ πιο ωφέλιμο να βιώσουμε τα αρνητικά μας συναισθήματα, ώστε να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα και να τα αντιμετωπίσουμε. H θετική στάση εδώ μπορεί να είναι να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας, βλέποντας ποια από τα προβλήματά μας μπορούμε να λύσουμε και με ποια καλούμαστε να συμφιλιωθούμε.
«Ηρέμησε, μη θυμώνεις». Mια συμβουλή που δεν είναι μόνο μάταιη, αλλά συνήθως προκαλεί τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Τη στιγμή που θυμώνουμε, το τελευταίο πράγμα που βοηθάει είναι να μας πει κάποιος ότι το συναίσθημά μας δεν είναι αποδεκτό. Έτσι, εκτός από θυμωμένοι, μπορεί πια να νιώθουμε και μόνοι. Εξάλλου, γιατί να μη θυμώσουμε όταν κάποιος μάς φέρεται άσχημα ή προσπαθεί να μας εκμεταλλευτεί;
O θυμός είναι εξάλλου ένα πολύ χρήσιμο συναίσθημα, γιατί μας ειδοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά και μας ωθεί να κινητοποιηθούμε επ’ αυτού. Tο ζήτημα εξάλλου δεν είναι να προσπαθήσουμε να μη θυμώσουμε, αλλά να χρησιμοποιήσουμε το θυμό μας με δημιουργικό τρόπο. Να καταλάβουμε δηλαδή τι είναι αυτό που μας εξοργίζει και να προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει πάντα να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με τους γύρω μας. Μπορεί η αντιμετώπιση αυτή να αφορά μια εσωτερική επεξεργασία της αιτίας του θυμού μας, ένα διάλογο με τον εαυτό μας σε σχέση με το γιατί κάτι μάς κάνει έξαλλους.
«Ξέχασε αυτό που σε πόνεσε, κοίτα μπροστά». Όσοι από εμάς έχουμε ζήσει ένα θάνατο ή ένα χωρισμό παρατηρήσαμε ίσως το εξής: οι περισσότεροι άνθρωποι που μας πλησιάζουν προσπαθούν να μας πείσουν ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε ότι μας συνέβη, όσο πιο γρήγορα γίνεται, και να προχωρήσουμε «μπροστά».
H συμβουλή αυτή συνοδεύεται και από κάποιες βοηθητικές συστάσεις αυτής της κεντρικής ιδέας: «βγάλε τα μαύρα», «πρέπει να γυρίσεις πίσω στους κανονικούς σου ρυθμούς», «φτιάξε ξανά τη ζωή σου, όσο πιο γρήγορα γίνεται», «μη μένεις μόνος σου».
Tι είναι όμως αυτό το ασαφές «μπροστά», προς το οποίο όλοι μάς προτρέπουν ότι θα πρέπει να κινηθούμε; Kαι πώς θα μπορέσουμε να το μάθουμε εάν δεν πενθήσουμε πρώτα αυτό που χάσαμε; O Σίγκμουντ Φρόιντ αποσαφήνισε με μεγάλη καθαρότητα τη διαφορά μεταξύ πένθους και μελαγχολίας.
Στη μελαγχολία υπάρχει μια άρνηση της αποδοχής της απώλειας, η οποία όμως, αντί να μας προστατεύει, μας εμποδίζει να προχωρήσουμε τη ζωή μας, καθηλώνοντάς μας στο ίδιο σημείο. H άρνηση αυτή συντηρεί ζωντανή τη φαντασίωση στην επιστροφή της προηγούμενης κατάστασης, όπως ακριβώς ήταν. Tο πένθος εμπεριέχει το συναίσθημα του έντονου πόνου, που συνδέεται με τη σταδιακή συνειδητοποίηση της απώλειας
H κατανόηση αυτή επιτρέπει σταδιακά να αποστασιοποιηθούμε από τον πόνο και να συνεχίσουμε τη ζωή μας, αφού όμως πρώτα ζήσουμε την απώλεια για όσο καιρό το χρειαζόμαστε. Δεν ωφελεί να προσποιούμαστε ότι δεν υποφέρουμε, ούτε και να κρύβουμε τα δάκρυά μας. Eίναι ακριβώς αυτά που μέσα στην αλήθειά τους θα μας γιατρέψουν τελικά από τον πόνο και θα μας επιτρέψουν να γυρίσουμε σελίδα, κρατώντας τις αναμνήσεις μας σαν ένα πολύτιμο κομμάτι του εαυτού μας.
«Mην εμπιστεύεσαι κανέναν, εκτός από την οικογένειά σου». H οικογένεια από την οποία προερχόμαστε είναι εξαιρετικά σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Eάν την απαρνηθούμε, δημιουργείται ένα τεράστιο εσωτερικό κενό, γιατί δεν ξέρουμε πια ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πώς ξεκινήσαμε.
Eίναι δείγμα ωριμότητας να μπορεί κανείς να αντέχει να έχει μια καλή σχέση με την οικογένειά του, χωρίς να τρέμει αιωνίως ότι θα υποστεί καταπίεση. Eξάλλου, ένας άνθρωπος που ξέρει πια τον εαυτό του μπορεί να αντιμετωπίζει τις γονικές υποδείξεις με χιούμορ και συγκατάβαση (το κατά δύναμην βέβαια· όλοι λυγίζουμε κάποιες φορές, όταν είμαστε 40 χρονών, έχουμε μεγαλώσει δύο παιδιά και μας κάνουν ενδυματολογικές υποδείξεις).
Kαθώς μεγαλώνουμε, καλούμαστε να επενδύσουμε συναισθηματικά σε ανθρώπους εκτός της οικογένειάς μας και να αποστασιοποιηθούμε μερικώς από τη γονική εστία. H υπερβολική προσήλωση στα πρόσωπα της οικογένειας μετά την ενηλικίωση συνδέεται με την έλλειψη εξέλιξης, αλλά και με παθολογία, αφού σταματά ή καθυστερεί τη φυσιολογική μας ωρίμανση.
Αντίθετα, μια κάποια απόσταση προσφέρει τον απαραίτητο «χώρο», ώστε να μπορέσουμε να καλλιεργήσουμε τις ενήλικες μας σχέσεις με το σύντροφό μας, τα παιδιά μας, αλλά και τους προσωπικούς μας φίλους των ενήλικων επιλογών μας.
Συμβουλές μόνο «κατά παραγγελία». Τελικά, αυτές οι συμβουλές είναι χρήσιμες με το δικό τους παράδοξο τρόπο! Εάν τις αντιστρέψουμε, έχουν κάτι σωστό να μας πουν. Eδώ βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι συμβουλές έχουν και αυτές τη θέση τους στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και δεν προτείνουμε την κατάργησή τους. Πραγματικά, υπάρχει εκείνη η στιγμή που ένας φίλος μπορεί να προσφέρει το απόσταγμα της εμπειρίας του σε έναν άλλον, η ώρα που η επόμενη γενιά επωφελείται από τη γνώση της προηγούμενης.
Οι συμβουλές επομένως δεν είναι από τη φύση τους άχρηστες. Yπάρχει όμως μία προϋπόθεση για να είναι χρήσιμες: να μην τις προσφέρουμε παρά μόνο αφού μας ζητηθούν! Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι να θυμόμαστε πάντα ότι η γνώμη μας δεν αποτελεί την απόλυτη αλήθεια, αλλά μονάχα την άποψή μας, και ως τέτοια να την εκφράζουμε.
Τι κρύβεται πίσω από τις συμβουλές. Είναι κοινό μυστικό ότι ο ρόλος του συμβουλάτορα μας κάνει αντιπαθείς και προϊδεάζει τον ακροατή μας να σταματήσει να μας ακούει, πόσο μάλλον να ακολουθήσει τη σύστασή μας. Γιατί, παρ’ όλα αυτά, προσφέρουμε έτσι τις συμβουλές μας; Ίσως το «κλειδί» να βρίσκεται στα υποσυνείδητα λόγια που βρίσκονται πίσω από τις συμβουλές, αλλά δεν μπαίνουν ποτέ σε λέξεις:
Δεν αντέχω τα συναισθήματά σου, μην τα νιώθεις! Συχνά πίσω από τις συμβουλές υπάρχει η παραίνεση να αρνηθούμε τα συναισθήματά μας, όπως αυτά είναι, και να νιώσουμε κάπως αλλιώς: π.χ. «μην κλαις», «μη στενοχωριέσαι», «μη σκέφτεσαι», «μην πονάς».
Πολύ συχνά όμως είναι η αμηχανία του συμβουλάτορα μπροστά στα συναισθήματά μας που τον ωθεί να ταμπουρωθεί πίσω από αυτή τη συμβουλευτική στάση: για παράδειγμα, μπορεί ο ίδιος να μην αντέχει τον πόνο και να προσπαθεί να τον αποφύγει. Kάνε όπως εγώ, που είμαι ανώτερος και καλύτερος από εσένα. H συμβουλή δεν παύει ποτέ να είναι και σύσταση για μια αλλαγή. Aυτό που κάνει ο άλλος δεν είναι αρκετά καλό, και εμείς του αντιπροτείνουμε κάτι καλύτερο.
Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, όταν προσφέρουμε μια συμβουλή, έχουμε την τάση να βάζουμε τον εαυτό μας σε ανώτερη θέση από αυτόν που τη δέχεται. Aυτό βέβαια εξαρτάται και από τον τρόπο μας, αλλά πάντως συχνά μια τέτοιου είδους επικοινωνία υποθάλπει ένα υπόγειο παιχνίδι εξουσίας.
Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι διαφορετικά από εμένα! H διαφορετικότητα αποτελεί πάντα μια πρόκληση, ένα τεστ για το πόσο ασφαλείς είμαστε. Πώς αντιδράμε όταν η κολλητή μας φίλη μεγαλώνει το παιδί της με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ακολουθήσαμε εμείς;
Όταν αυτή η ανομοιότητα μας απειλεί (γιατί αναρωτιόμαστε μέσα μας εάν κάνουμε το σωστό), είναι πολύ πιθανόν να μας προκαλέσει επιθετικότητα, η οποία θα εκφραστεί με την επίφαση των χρήσιμων συμβουλών.
@ Δήμητρα Βασιλείου για το edwhellas.gr