Η ιστορία που επέλεξα να δημοσιεύσω σήμερα δεν είναι καινούργια. Όταν πριν από τρία χρόνια την έγραψα και τη δημοσίευσα για πρώτη φορά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που με αποκάλεσαν υπερβολικό.
Κι όμως, δεν υπάρχει καμία υπερβολή σε αυτή την ιστορία, παρά μόνο η αποτύπωση, με ύφος λίγο «αστικό» θα έλεγα, μιας ιστορίας ενός ανθρώπου ως μιας παράπλευρης απώλειας της οικονομικής κρίσης. Μιας από τις πολλές ιστορίες που παρακολουθούμε άφωνοι τα τελευταία χρόνια και αφορούν αρκετούς συμπολίτες μας – όπως επανειλημμένως έχουν απεικονιστεί σε εξαιρετικά σχετικά ρεπορτάζ δημοσιογράφων της τηλεόρασης.
Ήταν μια παγωμένη νύχτα λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο αέρας σφύριζε στα ακάλυπτα αυτιά του μεσήλικα άνδρα, που ακόμα και το καλοραμμένο ακριβό, αλλά φθαρμένο και βρώμικο πλέον παλτό που φορούσε, με το γιακά σηκωμένο, δεν ήταν ικανό να ζεστάνει το ακάλυπτο κεφάλι του.
Χωρίς να το καταλάβει, τα βήματα του τον οδήγησαν μπροστά από ένα κτήριο, όπου στεγάζονταν τα γραφεία μιας επιχείρησης. Στάθηκε και κοιτάζοντας τους εργαζόμενους να αποχωρούν, να αγκαλιάζονται και να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλον, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δάκρυ που κύλησε στο παγωμένο του μάγουλο.
Σκέφτηκε, ότι δυο χρόνια πριν ήταν και αυτός ένας από αυτούς, ήταν στέλεχος σε αυτή την επιχείρηση. Μέχρι, που η διοίκηση της επιχείρησης (λόγω της οικονομικής κρίσης), αποφάσισε να κάνει περικοπές δαπανών και να απολύσει ένα μέρος των «υψηλόμισθων» (όπως τους αποκάλεσε στελεχών), για να τους αντικαταστήσει με πολύ νεαρότερους, άπειρους, αλλά πρόθυμους να εργαστούν ακόμα και δώδεκα ώρες την ημέρα, με πολύ χαμηλότερες αμοιβές, με αποτέλεσμα αυτός και μερικοί άλλοι συνάδελφοί του να βρεθούν κυριολεκτικά στο δρόμο.
Έστριψε το πρόσωπο του και κοίταξε γύρω του χαμηλώνοντας το κεφάλι του, για να μην τον αναγνωρίσει κάποιος από αυτούς και απομακρύνθηκε. Μετά από μερικά μέτρα σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά, στα στολισμένα δέντρα της λεωφόρου, με τα χιλιάδες λαμπιόνια να λαμπυρίζουν στο φως της νύχτας κάνοντας τα στολισμένα δέντρα να φαίνονται σαν κάστρα και τις βιτρίνες των καταστημάτων, σαν μεγάλες αγκαλιές που σε προσκαλούσαν να μπεις σ αυτές και να ζεσταθείς.
Όμως, παρόλη τη ζεστασιά που θα έπρεπε να πλημμυρήσει την παγωμένη από συναισθήματα ψυχή του, φάνηκε, ότι αποπνέανε μια μελαγχολία, φάνταζαν και αυτά «θλιμμένα».
Κοντοστάθηκε, ακούγοντας δυο νεαρούς αλλοδαπούς να τσακώνονται μπροστά από ένα κάδο σκουπιδιών, για το ποιος θα πάρει τα αποφάγια από μια μεγάλη σακούλα που ανέσυραν από τα σκουπίδια, με τον ένα, να τραβάει από τη μια και τον άλλο από την άλλη, ενώ τα όποια αποφάγια χύθηκαν στο πεζοδρόμιο.
Έσπρωξε το καρότσι του και αναζήτησε το δικό του γεύμα στους άλλους κάδους της λεωφόρου. Μετά από αρκετό περπάτημα, σταμάτησε έξω από ένα πολυτελές εστιατόριο της πόλης, και κοίταξε προς τους κάδους, που βρίσκονταν στο στενό σοκάκι δίπλα.
Η τύχη, μετά από πολλές βραδιές, του χαμογέλασε για πρώτη φορά, οι κάδοι ήταν γεμάτοι με πολλά αχρησιμοποίητα σχεδόν αποφάγια. Έσκυψε στον πρώτο κάδο και ανέσυρε δυο κλεισμένα χάρτινα κουτιά. Σηκώνοντας το καπάκι του ενός κουτιού, η μυρωδιά που αναδύθηκε από τα δυο μεγάλα, σχεδόν ζεστά κομμάτια κρέας, συνοδευμένα με σκόρπια λαχανικά, κόντεψαν να του σπάσουν τη μύτη. Κοίταξε στο βάθος του κάδου, εκεί όπου του φάνηκε ότι λαμπύριζε κάτι, και ανέσυρε ένα μισό – άδειο ακριβό, μπουκάλι κρασί.
Χαμογέλασε ειρωνικά και σκέφτηκε: ποιος ανόητος θα πέταγε ένα τόσο καλό κρασί, χωρίς να το καταναλώσει ολόκληρο πρώτα. Σκέφτηκε, πόσοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που αγοράζουν πολλά πράγματα, τα οποία δεν προλαβαίνουν να καταναλώσουν, με αποτέλεσμα αυτά να καταλήγουν στα σκουπίδια. Ασυναίσθητα, νόμισε ότι άκουσε τον εαυτό του, σε μια άλλη χριστουγεννιάτικη νύχτα κάπου στο παρελθόν, να φωνάζει στη γυναίκα του, που ετοιμαζόταν να πάει για ψώνια «επιτέλους, μην αγοράζεις πράγματα που δεν χρησιμοποιούμε και τα πετάμε».
Το σκληρό του πρόσωπο σκυθρώπιασε μονομιάς. Έβαλε τα κουτιά και το κρασί στο καρότσι και συνέχισε το ταξίδι του στους δρόμους της πόλης αναζητώντας ένα σημείο να απαγκιάσει. Έφτασε σε ένα παρκάκι μιας εκκλησίας, και αναζήτησε ένα σημείο για να βγάλει τη νύχτα του. Βρήκε ένα στεγνό σημείο κάτω από μια μουριά. Έβγαλε από το καρότσι του τα χαρτοκιβώτια που χρησιμοποιούσε για στρώμα.
Έβγαλε τα κουτιά με το φαγητό και τα έστρωσε όσο προσεχτικά μπορούσε στα χαρτόκουτα, και με τα παγωμένα χέρια του να τρέμουν από το κρύο, άνοιξε το μπουκάλι με το κρασί και ήπιε δυο μεγάλες γουλιές, άφησε το υγρό να κατεβεί σιγά στον οισοφάγο του και ένοιωσε ένα ελαφρύ κάψιμο. Έγειρε το κεφάλι του στον κορμό της μουριάς και ένοιωσε τα βλέφαρα του να βαραίνουν βυθίζοντας τον σ ένα ταραγμένο με όνειρα ύπνο.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε την αναπνοή του να σβήνει, ένα πυκνό σκοτάδι κάλυψε τα ήδη κλεισμένα του μάτια και νόμισε ότι ήρθε το τέλος του. Σαν σε όνειρο, ένοιωσε ξαφνικά το σώμα του να ζεσταίνεται, την αναπνοή του να δυναμώνει, αισθάνθηκε κάτι να του γλείφει το πρόσωπο και να τρίβεται επάνω του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε το πρόσωπο ενός κουταβιού να τον κοιτάει παιχνιδιάρικα, με μια απερίγραπτη γλυκύτητα κουνώντας σαν τρελό την ουρά του.
Ανασηκώθηκε, με μια ανεξήγητη δύναμη, έριξε μια ματιά στο κουταβάκι και ξέσπασε σε γέλια, κοίταξε στα κουτιά που είχε βρει το προηγούμενο βράδυ και τα άνοιξε δίνοντας το ένα κομμάτι κρέας στο μικρό κουτάβι, που το άρπαξε με λαιμαργία να το φάει. Αυτός, δεν πεινούσε πια, άφησε το μικρό να φάει και το υπόλοιπο φαγητό, το πήρε στην αγκαλιά του και με μια κίνηση – που είχε καιρό να νοιώσει ότι είχε τη δύναμη να κάνει – σηκώθηκε στα πόδια του και του είπε «έλα μικρούλη μου, μια νέα μέρα ξημέρωσε για εμάς»
Καλές Γιορτές!
Πάνος Τσαγκαράκης