Στην αρχαία Αθήνα, συνήθιζαν να παντρεύονται τον μήνα Γαμηλιώνα (περίπου Ιανουάριο). Για τη νεαρή νύφη, ξεκινούσε η ζωή μέσα στο σπίτι. Με μια εξαίρεση: Ένα μήνα μετά τον γάμο, συνήθως στις 11 του μήνα Ανθεστηριώνα (περίπου Φεβρουάριο με μέσα Μαρτίου), οι γυναίκες πρωτοστατούσαν στην τριήμερη γιορτή των Ανθεστηρίων, προς τιμήν του Διόνυσου και του ερχομού της άνοιξης, γλεντώντας όπως περίπου στις κατοπινές βεγγέρες, τις νύχτες πριν από τις Αποκριές.
Οι βεγγέρες (νυχτερινή διασκέδαση σε σπίτι με καλεσμένους) αναπτύχθηκαν σε καιρούς με περιορισμένες τις διεξόδους για ψυχαγωγία και οργανώνονταν τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ειδικά την παραμονή των Χριστουγέννων, η βεγγέρα περιοριζόταν στα μέλη της κάθε οικογένειας. Μετά το παραδοσιακό δείπνο και τη διασκέδαση, κάποιες γυναίκες διανυκτέρευαν με σκοπό να δουν «να ανοίγουν τα ουράνια». Αν τα «έβλεπαν», έπρεπε να προλάβουν να κάνουν μια ευχή, που «οπωσδήποτε θα έπιανε». Αν έβλεπαν και μια λάμψη προς τη μεριά της ανατολής, σήμαινε πως ήταν καλές χριστιανές.
Από τον 19ο αιώνα, η ελληνική ξαγρύπνια της παραμονής των Χριστουγέννων ενώθηκε με μια γαλλική συνήθεια, το «ρεβεγιόν» (reveillon, αφύπνιση), που σημαίνει δείπνο μετά μουσικής ως και μετά τα μεσάνυχτα, ειδικά τις παραμονές Χριστουγέννων και πρωτοχρονιάς. Στις μέρες μας, η εκδήλωση εξελίχθηκε σε πάρτι, είτε σε σπίτι είτε σε κέντρο διασκέδασης.
Αρχικά, το μενού απαιτούσε ορεκτικά με αστακό, στρείδια, φουά γκρα, κ.λπ. πανάκριβα, μια και το ρεβεγιόν αποτελούσε καθαρά υπόθεση των πλουσίων. Παραδοσιακό γαλλικό πιάτο είναι η γαλοπούλα με κάστανα που, με τον καιρό, αντικατέστησε το ελληνικό γουρουνόπουλο. Ειδικά στη γαλλική Προβηγκία, ακολουθεί η ιεροτελεστία των 13 επιδορπίων, με απαραίτητο το «pompe à l’ huile», ένα είδος αρωματικού ψωμιού. Κι όλα αυτά, με τη συνοδεία σαμπάνιας.
Πάντως, ακόμα και σήμερα, το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν παραμένει κυρίως οικογενειακή υπόθεση, σε αντίθεση με το πρωτοχρονιάτικο που είναι διασκέδαση με φίλους.
Κάποιοι συνοδεύουν την είσοδο του νέου χρόνου με χαρτοπαιξία «για το καλό». Άλλοι με επίσκεψη σε καζίνο και δοκιμασία στη ρουλέτα. Οι Βενετσιάνοι του 17ου αιώνα και τα παιχνίδια του Πασκάλ συνείργησαν για να ενωθούν τα δύο εις σάρκαν μίαν.
Καταπληκτικό μαθηματικό μυαλό, παιδί-θαύμα της εποχής του, ο Γάλλος Μπλεζ Πασκάλ (Blaise Pascal, 1623 – 1662) παρουσίασε το πρώτο του σύγγραμμα στα 16 του («Περί κωνικών τομών») και την πρώτη του εφεύρεση στα 18: Την αριθμομηχανή. Ασχολήθηκε με τον απειροστικό λογισμό και γοητεύτηκε από τον νόμο των πιθανοτήτων. Αποτέλεσμα της ενασχόλησής του με τις πιθανότητες είναι και το παιχνίδι που κατασκεύασε: τη ρουλέτα (roulette, μικρός τροχός).
Τον ίδιο καιρό, οι Βενετσιάνοι αριστοκράτες μαζεύονταν σε μικρά εξοχικά σπίτια για να ψυχαγωγηθούν και να διασκεδάσουν με διάφορες δραστηριότητες και παιχνίδια. Το σπίτι στα ιταλικά λέγεται κάζα (casa) και το μικρό σπίτι (το σπιτάκι) καζίνο (casino). Με την ιδέα του εξοχικού να περνά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, από τον ΙΗ’ αιώνα, η λέξη καζίνο έφτασε να σημαίνει το είδος εκείνο της χαρτοπαικτικής λέσχης στην εξοχή, όπου κάποιος μπορούσε να ασχοληθεί και με αθλήματα.
Το πρώτο καζίνο, που έμοιαζε με τα σημερινά και έθεσε στη διάθεση των πελατών του τυχερά παιχνίδια, δημιουργήθηκε το 1748 στην αριστοκρατική γερμανική λουτρόπολη Μπάντεν Μπάντεν κι εξακολουθεί να λειτουργεί ως σήμερα. Η μόδα απλώθηκε στο Βέλγιο και στην πόλη Λιέγη, στα 1763, λειτούργησε το περίφημο καζίνο Redoute.
Ήταν το 1842, όταν οι Γάλλοι αδελφοί Φρανσουά και Λουδοβίκος Μπλανκ θυμήθηκαν τη ρουλέτα του Πασκάλ, της πρόσθεσαν το μηδέν («ζερό») και την εισήγαγαν στο καζίνο του Αμβούργου. Η ρουλέτα έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν των καζίνο.
Όταν ο Λουδοβίκος πέθανε, ο Φρανσουά κι ο γιος του, Καμίλ, προσκλήθηκαν στο Μονακό από τον πρίγκιπα Κάρολο Γ’ (από τον οποίο προέκυψε το Μόντε Κάρλο). Από τότε, Μονακό, καζίνο και ρουλέτα αποτελούν σχεδόν αναπόσπαστες έννοιες. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η ρουλέτα πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου προστέθηκε το «διπλό ζερό» («00»). Δεν πολυπερπάτησε.
Αναπόσπαστο μέρος των εορτών, όμως, αποτελεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το στόλισμά του είναι το αποτέλεσμα της συγχώνευσης δυο γερμανικών παραδόσεων, μιας ειδωλολατρικής και μιας χριστιανικής. Ο Γερμανός μεταρρυθμιστής Μαρτίνος Λούθηρος (1483 – 1546) πρόσθεσε και τον φωτισμό τους με κεράκια που όμως αποδείχτηκαν επικίνδυνη ιδέα, καθώς εύκολα τα δέντρα έπαιρναν φωτιά. Τα κεριά αντικαταστάθηκαν από πολύχρωμες μπάλες, πάνω στις οποίες καθρεφτιζόταν το φως του τζακιού.
Καθώς το έθιμο απλωνόταν σ’ όλο τον κόσμο, κάποιος Μαρκ Κάαρ σκέφτηκε (στα 1851) να εκμεταλλευτεί εμπορικά την κατάσταση, απαλλάσσοντας τους χριστιανούς από τον μπελά της αναζήτησης και κοπής του έλατου: Τα έκοβε ο ίδιος με δικό του συνεργείο και τα πουλούσε από την «Ουάσιγκτον Μάρκετ» της Νέας Υόρκης.
Στα 1880, οι πωλήσεις έφταναν τα 200.000 δέντρα. Τον ίδιο καιρό, κάποιοι Γερμανοί σκέφτηκαν να αντικαταστήσουν τα φυσικά έλατα με τεχνητά: Σύρματα καλύπτονταν με βαμμένα πράσινα φτερά χήνας, γαλοπούλας, κύκνου κ.λπ., προσαρμόζονταν σ’ ένα δοκάρι κι έπαιζαν τον ρόλο των κλαδιών. Η ιδέα έπιασε. Στα 1930, η εταιρεία Addis Brush λάνσαρε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα «βούρτσα» που μπορούσαν να φυλαχτούν και να επαναχρησιμοποιηθούν.
Από το 1882, ο Έντουαρντ Τζόνσον, συνεργάτης του εφευρέτη της ηλεκτρικής λάμπας, Θωμά Έντισον, λάνσαρε τον φωτισμό των χριστουγεννιάτικων δέντρων με ηλεκτρικά φωτάκια: Καλωδίωσε ογδόντα άσπρα, κόκκινα και μπλε λαμπάκια, τα τύλιξε γύρω από ένα δέντρο και τα άναψε.
Η ιδέα όμως διαδόθηκε μετά το 1895, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Γκρόβερ Κλίβελαντ, έστησε ένα τεράστιο φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο μπροστά στον Λευκό Οίκο. Από το 1900, μεγάλα αμερικανικά καταστήματα πρόσθεταν στη χριστουγεννιάτικη διακόσμησή τους και τα φωτισμένα δέντρα αλλά ακόμα το σπορ ήταν μόνο για πλούσιους: Δέντρο, καλώδια, φωτάκια, γεννήτρια κόστιζαν δυο χιλιάδες δολάρια το σετ σε σημερινά λεφτά.
Ήταν το 1917, όταν ο 15χρονος Ισπανός μετανάστης Άλμπερτ Σαντάκα δημιούργησε τα φθηνά πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα φωτάκια, περίπου όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.
***