Πάθος δίχως όρια - Point of view

Εν τάχει

Πάθος δίχως όρια







Περπατούσε στο λιμάνι με το βλέμμα χαμένο. Κρατούσε ένα μπουκάλι μπύρας που καθώς το κουνούσε πέρα δώθε στο ρυθμό του βήματός του, το υγρό άφριζε και ανέβαινε και χυνόταν από το στόμιο στα δάχτυλά του. Πλησίασε το φάρο και κάθισε στη μπίντα που βρισκόταν δίπλα. Τα κύματα έσκαγαν πάνω στα μπλόκια μα εκείνος δεν τα άκουγε. Κοίταξε το δεξί του χέρι που ήταν δεμένο με ένα κομμάτι από το πουκάμισό του που έσκισε για να το δέσει και να σταματήσει το αίμα. Η σκηνή παιζόταν ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι του.


Ένας χρόνος είχε περάσει από εκείνο το καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα που ο Σάκης γνώρισε τη Ντίνα. Καθόταν με τον φίλο του τον Τάκη και πίνανε καφέ. Το προηγούμενο βράδυ είχε παιχτεί ντέρμπι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός και συζητούσαν τα καθέκαστα. Τη στιγμή που εκείνος έκανε περιγραφή μιας φάσης του αγώνα, την προσοχή του τράβηξε μια παρέα τριών κοριτσιών που έκατσαν στο δίπλα τραπέζι από το δικό τους. Από εκείνη τη στιγμή η Ντίνα μονοπώλησε το ενδιαφέρον του. Ο Τάκης προσπαθούσε να τον επαναφέρει στη κουβέντα τους αλλά δεν τα κατάφερνε. Κάποια στιγμή του είπε «Τι θα γίνει ρε Σάκη; Πίνουμε μαζί καφέ ή δεν πίνουμε; Πόσο μ….. είσαι ρε;». Η μοναδική στιγμή που γύρισε ο Σάκης και τον κοίταξε ήταν με ένα βλέμμα που γυάλιζε από οργή. Σηκώθηκε πάνω αναποδογυρίζοντας το τραπέζι με τους καφέδες και τα νερά, τον βούτηξε από τον γιακά και γρύλισε τόσο κοντά στο πρόσωπό του που ο Τάκης ένιωσε την ανάσα να τον καίει «Άλλη μια φορά να με ξαναπείς έτσι και θα είναι το τελευταίο σου». Ο Τάκης σηκώθηκε, πέταξε ένα πεντάευρω και είπε «Άντε χάσου ρε ηλίθιε που κάθομαι και ανέχομαι τη τρέλα σου!». Ο Σάκης έμεινε μόνος και αφού βοήθησε τη σερβιτόρα να σηκώσει το τραπέζι και να μαζέψει τα σπασμένα, παρήγγειλε μια μπύρα και συνέχιζε να κοιτάει τη Ντίνα.


Καθώς περνούσε η ώρα δώθηκε η αφορμή που περίμενε ο Σάκης. Η Ντίνα με μια απρόσεκτη κίνηση έριξε κάτω το κινητό της. Ο Σάκης πρόλαβε πριν εκείνη αντιδράσει, το πήρε από κάτω και της το έδωσε. Τη κοίταξε στα μάτια και της είπε το όνομά του. Από εκείνο το ηλιοβασίλεμα ήταν μαζί. Αχώριστοι. Στην αρχή όλα ήταν όμορφα. Από κάποια στιγμή και μετά όμως η Ντίνα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο Σάκης ήταν πάντα και παντού μαζί της. Τις φίλες τις άρχισε σιγά σιγά να τις χάνει καθώς δεν μπορούσε ούτε ένα καφέ να πιει μαζί τους χωρίς να είναι και εκείνος εκεί. Στη δουλειά της έπρεπε να την πάει εκείνος και όταν σχόλαγε τον έβρισκε εκεί να τη περιμένει για να συνεχίσει τη μέρα της μαζί του.


Ένα βράδυ που είχαν βγει για φαγητό αποφάσισε να του μιλήσει. Με πολύ προσεκτικό τρόπο του είπε πως ένιωθε ότι ασφυκτιά, ότι τον αγαπούσε πάρα πολύ αλλά η κατάσταση έτσι όπως είναι δεν μπορεί να συνεχιστεί. Το βλέμμα του θόλωσε, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και σκύβοντας πάνω από τα φαγητά, έφερε το δάχτυλό του σχεδόν κάτω από τη μύτη της και της είπε «Είσαι ένα αχάριστο πλάσμα. Μια γκόμενα που κοιτάει τη πάρτη της. Μη ξανατολμήσεις να μου κάνεις εμένα υποδείξεις για το πώς πρέπει να φέρομαι. Κατάλαβες; Θα φέρομαι όπως θέλω γιατί εγώ είμαι ο άντρας και εγώ κουμαντάρω τη σχέση μας». Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα και εκείνος μόλις το είδε της είπε «Μην μυξοκλαίς και τελείωνε με το φαγητό σου». Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί.


Το μοιραίο βράδυ της ονομαστικής του εορτής ο Σάκης είχε κλείσει τραπέζι σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια. Μαζεύτηκαν οι φίλοι του και φυσικά καμία φίλη της Ντίνας δεν είχε προσκληθεί. Από όλους αυτούς η Ντίνα μόνο τον Τάκη γνώριζε. Οι ώρες περνούσαν και το ποτό έρεε άφθονο. Έπιναν, γέλαγαν και η Ντίνα παρακολουθούσε τον Σάκη να ξεσαλώνει πειράζοντας τους φίλους του και όποια άλλη γυναικεία παρουσία τύχαινε να περάσει από μπροστά του. Αηδίασε με την όλη φάση και σηκώθηκε να πάει στη τουαλέτα. Εκεί καθώς έριχνε νερό στο πρόσωπό της άνοιξε η πόρτα και να μπαίνει ο Τάκης. «Τι κάνεις εδώ;» του είπε «Ήρθα να δω αν είσαι καλά. Κάνε υπομονή. Μη δίνεις σημασία σε αυτά που κάνει και λέει. Μιλάει το ποτό. Αύριο θα είναι ο Σάκης που ξέρουμε». «Τον φοβάμαι τον Σάκη που ξέρουμε» ήταν η τελευταία κουβέντα που πρόλαβε να του πει γιατί εκείνη της στιγμή είδε τον Τάκη να είναι κολλημένος στο πάτωμα και ο Σάκης από πάνω του να του ρίχνει μπουνιές. Η Ντίνα άρχισε να στριγκλίζει και όρμηξαν μέσα στη τουαλέτα άλλοι θαμώνες του μαγαζιού και προσπαθούσαν να τους χωρίσουν. Πήραν τον Σάκη σηκωτό και τον πέταξαν έξω από το μαγαζί. Εκείνος καβάλησε τη μηχανή του και θηρίο ανήμερο καθώς ήταν έφυγε με μεγάλη ταχύτητα από το μπαρ.


Με κατεύθυνση τη θάλασσα ανέβαζε τα χιλιόμετρα. Τα μάτια του οργισμένα δάκρυζαν και τα δάκρυα ο αέρας τα ανέβαζε στον ουρανό. Σταμάτησε σε ένα περίπτερο και αγόρασε ένα μπουκάλι μπύρα. Δίνοντας τα χρήματα είδε ότι οι κλειδώσεις στα δάχτυλα του είχαν ματώσει και το αίμα κυλούσε. Άφησε εκεί κοντά τη μηχανή και κάθισε σε ένα παγκάκι που βρήκε πάνω στην άμμο. Έσκισε το πουκάμισό του και έδεσε το χέρι του. Πήρε τη μπύρα αγκαλιά και έφτασε μέχρι το φάρο. Κάθισε και καθώς το μυαλό του ήταν θολωμένο είδε τη Ντίνα. Τη Ντίνα ντυμένη με ένα λευκό μακρύ φόρεμα και ένα πέπλο στα μακριά ξανθά μαλλιά της, να περπατά πάνω στη θάλασσα και να του χαμογελά. Να τον πλησιάζει και να απλώνει το χέρι της. Άπλωσε το χέρι του και αφέθηκε στα κύματα να τον πάνε κοντά της…


_
via

Pages