Για σένα - Point of view

Εν τάχει

Για σένα




Άνοιξε τα μάτια και αμέσως κοίταξε το παλιό, μεταλλικό ρολόι, που χρόνια πριν είχε φέρει ο παππούς της δώρο στη μητέρα της, μετά από ένα ταξίδι του στην Ελβετία. Οι δείκτες του της φάνηκε πως ερωτοτροπούσαν, τόσο κοντά που είχαν βρεθεί, χωρίς να νοιάζονται πως βρίσκονταν μπροστά στο τέσσερα. Πέταξε με βιασύνη τα σκεπάσματα από πάνω της και μπήκε στο μπάνιο. Σε έξι λεπτά ακριβώς είχε πλύνει το πρόσωπό της, είχε χτενιστεί, είχε ντυθεί… Ναι, ήταν έτοιμη.

Φόρεσε το παλιό, μάλλινο παλτό της και τύλιξε γύρω από τον λαιμό της το κασκόλ που είχε πλέξει πέρσι το χειμώνα. Πέρασε από το σαλόνι για να φύγει και τότε άκουσε τη φωνή του:

-Πάλι εκεί θα πας;

-Ναι, βγήκε η απάντησή από τα χείλη της, χωρίς να τον κοιτάξει.

-Δε βαρέθηκες τόσα χρόνια;

Δεν του απάντησε, γιατί δεν θα καταλάβαινε... Είχε φτάσει στην πόρτα και ετοιμαζόταν να την ανοίξει όταν γύρισε και του έριξε μια ματιά. Τον είδε στην ίδια πολυθρόνα, ντυμένο με την ίδια ρόμπα, κρατώντας την εφημερίδα του και δίπλα στο μικρό δρύινο τραπεζάκι ακουμπισμένο το φλιτζάνι με το τσάι. Πάνω στο τζάκι η φωτογραφία του γάμου τους δεκαεννιά χρόνια πριν. Αυτός ψηλός, μελαχρινός, με το περιποιημένο μουστάκι του και όλο του το πρόσωπο ένα χαμόγελο. Αυτή με τα ξανθά μαλλιά λιτά και με τα μαύρα μάτια πλημμυρισμένα με απόγνωση. Χαμόγελο; Ανύπαρκτο. Κούνησε το κεφάλι της σαν να ήθελα να διώξει την εικόνα που έβλεπε, όμως αυτή ήταν εκεί μάρτυρας της δυστυχίας της χρόνια τώρα. Άνοιξε την πόρτα και με βιαστικά βήματα διέσχισε τα λιγοστά μέτρα που την χώριζαν από τον κεντρικό δρόμο. Το κρύο έκανε την παρουσία του και σήμερα αισθητή. Ο ουρανός είχε γεμίσει με γκρίζα απειλητικά σύννεφα, αλλά ούτε που τα λογάριαζε. Στον ορίζοντα κάποιες φωτεινές τεθλασμένες γραμμές τον χώριζαν στη μέση. Τάχυνε τα βήματά της, για να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό της.

Η καρδιά της αδημονούσε.

Οι χτύποι της αυγάτισαν .

Το κορμί της ρίγησε.

Οι αναμνήσεις ξαναγύρισαν.

Το παλιό ρολόι της εκκλησίας του αγίου Νικολάου, που βρισκόταν μια ανάσα από το κύμα, χτύπησε πέντε φορές. Άφησε τα βήματά της να την οδηγήσουν σε γνωστά από χρόνια μονοπάτια. Εκείνο το μικρό κομμάτι τσιμέντου που ένωνε την στεριά της καθημερινότητας και τη θάλασσα του ονείρου, ήταν όλη της η ζωή… Μια γαλήνη απλώθηκε στο πρόσωπό της. Ρούφηξε λαίμαργα τον θαλασσινό αέρα κι αυτός έφτασε στα μύχια της ψυχής της και την δρόσισε.

-Ήρθες, άκουσε τη φωνή του δίπλα της.

-Ήρθα, του απάντησε. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Τι να δει άλλωστε…

-Μου΄λειψες, της είπε.

-Και σε μένα, η δική της απάντηση.

-Δεν κουράστηκες τόσα χρόνια; Βγήκε η ερώτηση από τα παγωμένα χείλη του.

-Ποτέ δε θα κουραστώ, του είπε κι έσφιξε κι άλλο το κασκόλ πάνω της κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι της αριστερά δεξιά, σαν να ήθελε να τονίσει περισσότερο τα λεγόμενά της.

-Πόσο θέλω να σε πάρω αγκαλιά, να σε ζεστάνω, να νιώσω τα χείλη σου πάνω στα δικά μου, να χαϊδέψω τα μαλλιά σου.

-Θυμάμαι πως σου άρεσαν να τα βλέπεις, να τα αγγίζεις, να παίζεις με τις μπούκλες τους, να με φωνάζεις «ήλιε μου», να χώνεις το πρόσωπό σου μέσα τους κι εγώ να γελάω.

-Ναι, αλλά από τότε έχουν περάσει… αιώνες. Εσύ εδώ, εγώ εκεί… οι δρόμοι μας χωρίσανε. Πρέπει να συνεχίσεις. Κάν΄το για μένα. Για όσα ζήσαμε. Σε παρακαλώ. Ο Άγγελος είναι καλός άνθρωπος, σ΄ αγαπάει, σε νοιάζεται, πονάει για σένα. Δως του μια ευκαιρία.

-Τα έχουμε πει πολλές φορές αυτά. Εσύ είσαι ο άγγελος μου, αλλά σου κόψανε τα φτερά και μαζί τους κόπηκαν και τα δικά μου.

-Σε σκέφτομαι, σε νοιάζομαι, θέλω να είσαι ευτυχισμένη.

-Όταν βρίσκομαι δίπλα σου, είμαι.

-Ναι, αλλά ως πότε θα συνεχιστεί αυτό;

-Ώσπου να σ΄ ανταμώσω και πάλι, ως την τελευταία μου πνοή.

-Δεν είναι δίκαιο αυτό για σένα.

-Και τι είναι δίκαιο σ΄ αυτή τη ζωή; Όλη η ζωή μου βουτηγμένη μες την αδικία είναι. Άδικο που σε έχασα τόσο νωρίς. Σε πλάνεψε η ομορφιά της και την ακολουθούσες πιστά. Πλανεύτηκε κι αυτή από σένα, από το χαμόγελό σου, από την καλή σου την καρδιά, από τα μάτια σου που είναι ίδια με τα δικά της και γι΄ αυτό σε κράτησε για πάντα στην υγρή αγκαλιά της. Άδικο που δεν πρόλαβα να ζεστάνω την αγκαλιά μου με το μοναδικό πλάσμα που μου άφησες φεύγοντας. Το πήρες μαζί σου για να το ’χεις συντροφιά και μ΄ άφησες μόνη μου. Μόνη μου, τ΄ ακούς; Μόνη μου… μόνη μου! Μη μου λες τώρα πως δεν είναι δίκιο για μένα…

Οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν στο πρόσωπό της μόνο που και να τις έβλεπε κάποιος δεν θα μπορούσε να τις ξεχωρίσει. Ήταν ήδη μουσκεμένο.

Με την ψυχή πιο μαύρη από ποτέ, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Τα βήματά της βαριά και τρεμάμενα, σαν κάποιος να την φόρτωσε με ασήκωτο βάρος. Οι αναμνήσεις είχαν στήσει πάλι τον τρελό χορό τους και την συντρόφευαν σε κάθε βήμα της. «Πρέπει να συνεχίσεις. Κάν΄ το για μένα. Για όσα ζήσαμε. Σε παρακαλώ. Δωσ’ του μια ευκαιρία.»

Τα λόγια του μαχαιριές.

Οι σκέψεις θάνατος.

Οι πληγές αιμορραγούν.

Το κρύο είχε δυναμώσει. Ο χειμώνας στο νησί δεν αστειευόταν.

Το μεγάλο ρολόι από ξύλο καρυδιάς έδειχνε δέκα λεπτά πριν τις οχτώ, όταν μπήκε στο σπίτι. Η ζέστη από το τζάκι την αγκάλιασε και άρχισε να ζεσταίνει σιγά σιγά το παγωμένο κορμί της. Ο Άγγελος ήταν όρθιος και κοιτούσε από το παράθυρο. Η Ειρήνη τον πλησίασε και στάθηκε δίπλα του. Η νύχτα είχε φορέσει το μαύρο, βελούδινο της φόρεμά της αυτό με τα ασημένια αστεράκια. Η βροχή είχε σταματήσει αλλά οι στάλες ήταν ακόμη πάνω στο νοτισμένο τζάμι σαν να ήθελαν να ακούσουν τα λόγια των ανθρώπων που βρίσκονταν από την άλλη πλευρά του.

-Γύρισες, της είπε με τα μάτια καρφωμένα στο μαύρο της νύχτας.

-Πάντα γυρίζω.

-Ναι, αλλά δεν είσαι εδώ, είπε και στα λόγια του είχε φανεί όλος ο πόνος της ψυχής του.

Έπιασε το χέρι του κι έπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του.

-Αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Είμαι εδώ. Για τώρα, για αύριο, για όσο είναι γραφτό μας.

Ενώθηκαν οι ματιές τους. Γαλήνεψαν οι ψυχές τους. Ένα φιλί ήρθε κι έκατσε πάνω στα χείλη τους. Από το βάθος του ορίζοντα ένα φως έλαμψε, σαν κάποιος να φωτογράφιζε τη γαλήνη τους.

«Για σένα αγαπημένε μου, για να μην έχεις την έννοια μου. Καλή αντάμωση…»


_
via

Pages