Live your myth σε μία Ελλάδα που καθένας κάνει ό,τι θέλει
Πώς το ‘λεγε ο Καζαντζάκης; Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος.
Κοίτα να δεις που έφτασε η στιγμή να διαφωνήσω στα δύο τρίτα.
Σε αυτή τη χώρα φοβάμαι πολύ και δεν είμαι ελεύθερος. Εννοείται ότι δεν ελπίζω τίποτα. Αλλά ποιος μπορεί να ελπίζει;
Κοίτα να δεις που έφτασε η στιγμή να διαφωνήσω στα δύο τρίτα.
Σε αυτή τη χώρα φοβάμαι πολύ και δεν είμαι ελεύθερος. Εννοείται ότι δεν ελπίζω τίποτα. Αλλά ποιος μπορεί να ελπίζει;
Αγαπημένε μας Νικόλα του «Τελευταίου Πειρασμού» και του «Καπετάν Μιχάλη», εσύ είχες πάρει χαμπάρι τη νεοελληνική νόσο από τα σπάργανά της. Ένιωσες στο πετσί σου τις σαχλές αντιδικίες του λογοτεχνικού σιναφιού και το κυριότερο πλήρωσες το θάρρος και την τόλμη να γράφεις από την ψυχή. Μέχρι και Νόμπελ σού στέρησαν με τα πείσματά τους οι ρασοφορεμένοι πατέρες.
Μπράβο όμως που δεν φοβόσουν, δεν ήλπιζες και ήσουν ελεύθερος. Εάν ζούσες σήμερα, θα αισθανόσουν ίσως όπως εγώ.
Σε αυτή τη χώρα όπου…
ένας πολίτης βγαίνει μέρα μεσημέρι στον δρόμο και πυροβολεί ένα αδέσποτο σκυλί στο μάτι,
όπου ένα αυτοκίνητο αντί να φρενάρει, γκαζώνει μπροστά στα μάτια σου για να προλάβει ένα γατάκι που περπατάει στη μέση του δρόμου,
όπου ένα αυτοκίνητο αντί να φρενάρει, γκαζώνει μπροστά στα μάτια σου για να προλάβει ένα γατάκι που περπατάει στη μέση του δρόμου,
όπου μια πρωινή τηλεοπτική εκπομπή σκαρώνει φάρσες τρόμου έναντι συνταξιούχων για να αυξήσει τα ποσοστά της στην τηλεθέαση (και τα αυξάνει),
όπου στην Θεσσαλονίκη ξεσπάει εμφύλιος πόλεμος πατριωτικού οπαδισμού για να μην κατέβει ένας προπονητής μπάσκετ στον Πειραιά (όπως σαράντα χρόνια πριν, όπου κόπηκε στα δύο η Ελλάδα για να μην μετεγγραφεί ο Κούδας),
όπου μόνο μέσα στο τελευταίο Σαββατοκύριακο, εναντίον του «συστήματος» τάχθηκαν κατηγορηματικώς όχι άστεγοι ούτε άποροι μήτε άνεργοι, αλλά η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, ο Αλέξης Τσίπρας, η Ραχήλ Μακρή και ο Λάκης Λαζόπουλος,
σε αυτή τη χώρα όπου εθνικές ομάδες νέων (δηλαδή παιδιών δεκαοκτώ, δεκαεννιά ετών) ταξιδεύουν στο εξωτερικό, αφήνοντας πίσω τους ξενοδοχεία με κατεστραμμένες τζαμαρίες, αποτσίγαρα παντού και την αύρα της ελληνικής βλαχο-μαγκιάς,
όπου άνθρωποι σκοτώνονται ακόμη στα γήπεδα,
όπου το μαύρο παιδί με τα σιντί στα χέρια ακόμη θεωρείται μίασμα, ένας λεκές στην αριστοκρατική, ολίγον μελαμψή εκδοχή του άριου χρώματός μας,
όπου διεγείρει την περιέργειά μας και τον ενθουσιασμό μας ένας ελληνικός τάφος δύο χιλιάδων ετών, ενώ μας αφήνουν αδιάφορους οι τάφοι που συσσωρεύονται στην σύγχρονη εποχή εξαιτίας της σύγχρονης εποχής,
όπου ακούς την λέξη «συνεννόηση» από τα χείλη των πολιτικών μας και διαισθάνεσαι ότι μιλούν για κάτι τόσο αόριστο και ανούσιο όσο ο καιρός τον επόμενο μήνα,
όπου οι υπεκφυγές, οι αντιφάσεις και οι κοινοτοπίες δεν αποτελούν πλέον συμπτώματα στο πολιτικό σκηνικό, μα αναπόφευκτες σταθερές,
όπου οδηγούμε σαν να θέλουμε να σκοτωθούμε (και το χειρότερο να σκοτωθούν κι άλλοι μαζί με μας),
όπου δεν σεβόμαστε την θέση στην ουρά, δεν σεβόμαστε τις σημάνσεις και τις ράμπες στους δρόμους, δεν σεβόμαστε τους πεζούς, δεν σεβόμαστε τους γονείς που σπρώχνουν παιδικά καροτσάκια,
σε αυτή τη χώρα όπου ελάχιστοι θα παραχωρούσαν την σειρά τους σε μια έγκυο, όπου ελάχιστοι συναλλάσσονται λέγοντας πρώτα «καλημέρα» ή «καλησπέρα» και όπου ελάχιστοι μέσα στις εκατοντάδες των επιβατών του μετρό περιμένουν υπομονετικά πρώτα να εξέλθουν οι επιβάτες που βρίσκονται εντός του βαγονιού ώστε να μπουν μετά εκείνοι ήρεμα και πολιτισμένα,
σε αυτή την χώρα όπου, παρά το συλλογικό στραπάτσο, εξακολουθεί να βασιλεύει ο ατομικός αμοραλισμός (εάν είσαι «μέσα» όλα είναι μια χαρά, άπαξ και βγεις, τα πάντα είναι σάπια, άδικα),
όπου από τις δέκα ελληνικές ταινίες τον χρόνο οι επτά-οκτώ παραμένουν ενταγμένες στην φιλοσοφία της τηλεοπτικής ανοησίας,
όπου οι περισσότεροι συγγραφείς γράφουν στο πόδι για να προλάβουν να εκδώσουν ένα ακόμη «αριστούργημα» κάθε δώδεκα μήνες,
όπου οι γκαλερί τέχνης ερημώνουν, τα μουσεία ερημώνουν, τα σινεμά ερημώνουν, τα θέατρα ερημώνουν,
όπου για να ζήσει σήμερα ένας ηθοποιός στην Ελλάδα πρέπει να γίνει και ταξιτζής ή να πουλάει ασφάλειες,
όπου η επιτυχία του διπλανού σου σε τρελαίνει,
όπου στις κακές στιγμές όλοι είναι κοντά σου, λες και τους ελκύει η δυσκολία σου, αλλά στις καλές στιγμές είσαι πάντα μόνος,
όπου η ανθρωπιά, η ευγένεια, το χαμόγελο, η τρυφερότητα έχουν θαφτεί κάτω από λογικές ή παράλογες δικαιολογίες,
σε αυτή την χώρα λοιπόν όπου όλοι έχουν δίκιο και κανείς άδικο,
το να μην φοβάσαι τίποτα και το να νιώθεις ελεύθερος μοιάζει σαν μια πολύ ωραία πολυτέλεια.
Μια πολυτέλεια που δεν σου την στέρησαν ούτε οι τροϊκανοί ούτε το μνημόνιο ούτε η Μέρκελ,
αλλά ο ίδιος σου εαυτός, αγαπητέ
***
Στέφανος Δάνδολος
Στέφανος Δάνδολος