Γιατί οἱ ἄδικοι προοδεύουν; - Point of view

Εν τάχει

Γιατί οἱ ἄδικοι προοδεύουν;



Μέ­χρι πό­τε προ­ο­δεύ­ουν; 

Καὶ τί συμ­βαί­νει στὸ τέ­λος σ΄ αὐ­τοὺς καὶ στοὺς ἀ­πο­γό­νους τους;

Ἀ­να­ρω­τή­θη­κες πο­τέ;
 
Νὰ μὴ σκον­τά­φτουν οἱ σκέ­ψεις σου ὅ­ταν βλέ­πεις ὅ­τι κά­ποιος καυ­χι­έ­ται μὲ τὴ δύ­να­μη καὶ ξε­χνᾶ τὸ Δω­ρη­τὴ τῆς δύ­να­μης.
Θυ­μή­σου πὼς ὁ ὑ­πε­ρή­φα­νος καὶ καυ­χό­με­νος Γο­λιὰθ σκο­τώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴ σφεν­τό­να ἑ­νὸς ἀ­γο­ριοῦ, τοῦ Δα­βίδ. Νὰ μὴ συγ­χύ­ζε­ται ἡ καρ­διά σου ὅ­ταν βλέ­πεις πὼς κά­ποιος πλου­τί­ζει μὲ ἄ­δι­κο τρό­πο.
Θὰ τρώ­ει καὶ δὲν θὰ χορ­ταί­νει, θὰ ἁρ­πά­ζει καὶ δὲν θὰ τοῦ φτά­νουν.
Θυ­μή­σου τοὺς πλού­σι­ους πο­λί­τες στὰ Σό­δο­μα, πὼς σὲ μί­α στιγ­μὴ ρί­χτη­κε πά­νω τους φω­τιὰ καὶ ἔ­γι­ναν στά­χτη μ' ὅ­λο τους τὸν πλοῦ­το.
Ἐ­σὺ εἶ­σαι χρι­στια­νός, καὶ ὁ χρι­στια­νὸς πα­ρα­τη­ρεῖ τὰ γε­γο­νό­τα στὴν ἄλ­λη γραμ­μή, στὴν ὁ­λό­τη­τα, καὶ ὄ­χι ἐ­πὶ μέ­ρους. Τὴν πρό­ο­δο τοῦ ἀ­δί­κου ὁ χρι­στια­νὸς δὲν ἐ­κτι­μᾶ σὰν κά­ποιο τε­τε­λε­σμέ­νο γε­γο­νὸς ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νει νὰ δεῖ τί ἀ­κο­λου­θεῖ. Αὐ­τὸς ξέ­ρει πὼς ὁ ἄ­δι­κος δὲν προ­ο­δεύ­ει οὔ­τε μὲ τὴ δι­κή του δύ­να­μη οὔ­τε μὲ τὸ δι­κό του μυα­λὸ ἀλ­λὰ μό­νο ἐ­πει­δὴ ὁ Θε­ὸς τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νὰ προ­ο­δεύ­ει, μπᾶς καὶ κά­ποια στιγ­μὴ θυ­μη­θεῖ τὸ Θε­ό.
Ἀ­φοῦ εἶ­ναι ἀ­νεί­πω­τα ἐ­λε­ή­μων ὁ Θε­ός μας, καὶ ἐ­πι­τρέ­πει στοὺς ἀ­δί­κους ἐ­κεῖ­νο ποὺ αὐ­τοὶ ἐ­πι­θυ­μοῦν, μπᾶς καὶ κά­ποια στιγ­μὴ σκε­φθοῦν, ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ καὶ ντρα­ποῦν γιὰ τὴν ἀ­δι­κί­α τους καὶ δι­ορ­θω­θοῦν. Στὸ Θε­ὸ εἶ­ναι ἀ­γα­πη­τοὶ οἱ με­τα­νο­οῦν­τες, εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­γα­πη­τοὶ σ' Αὐ­τὸν ὅ­σοι με­τα­νο­οῦν τα­πει­νὰ γιὰ τὶς ἄ­δι­κες πρά­ξεις τους.
Ὁ Δη­μι­ουρ­γὸς δὲν θέ­λει πάν­τα νὰ τι­μω­ρή­σει ἀ­μέ­σως μό­λις κά­ποιος ξε­κι­νή­σει σὲ λά­θος δρό­μο. Ἐ­κεῖ­νος πε­ρι­μέ­νει τὸν πλα­νη­μέ­νο νὰ γυ­ρί­σει μό­νος του στὸν σω­στὸ δρό­μο. Ἐ­κεῖ­νος βλέ­πει καὶ σι­ω­πᾶ. Πε­ρι­μέ­νει καὶ δὲν ἀρ­γεῖ. Εἶ­ναι θαυ­μα­στὸς στὴ σο­φί­α, παν­θαύ­μα­στος στὸ ἔ­λε­ός Του. Γι' αὐ­τὸ ὁ προ­ο­ρα­τι­κὸς Ψαλ­μω­δὸς ἐν­θου­σι­α­σμέ­να λέ­ει στὸν Κύ­ρι­ο: «Τὰ κρί­μα­τά σου ὡ­σεὶ ἄ­βυσ­σος πολ­λὴ» (Ψάλμ. 35,7). 

Ποιὸς θὰ ἐ­ρευ­νή­σει ὅ­λο τὸ βά­θος τῆς πρό­νοι­ας τοῦ Θε­οῦ;
Οἱ ἀ­νό­η­τοι θυ­μώ­νουν ἐ­πει­δὴ ὁ Θε­ὸς δὲν δι­οι­κεῖ τὸν κό­σμο κα­τὰ τὴ δι­κή τους λο­γι­κή, καὶ οἱ λο­γι­κοὶ κο­πιά­ζουν ἀ­στα­μά­τη­τα νὰ μποῦν στὴ λο­γι­κή του Θε­οῦ. Εἶ­ναι δύ­σκο­λο κα­μι­ὰ φο­ρᾶ καὶ στὸ λο­γι­κό­τα­το νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ για­τί σ' ἕ­ναν ἄν­θρω­πο συμ­βαί­νει ἔ­τσι, ἐ­νῶ στὸν ἄλ­λον ἀλ­λι­ῶς· για­τί ὁ νέ­ος ποὺ ἐ­πι­θυ­μεῖ τὴ ζω­ὴ πε­θαί­νει, ἐ­νῶ ὁ γέ­ρος ποὺ ἐ­πι­θυ­μεῖ τὸν θά­να­το ζεῖ - για­τί ὁ εὐ­σε­βὴς βα­σα­νί­ζε­ται, ἐ­νῶ ὁ ἄ­θε­ος κα­λο­περ­νᾶ.
Καὶ οἱ ἁ­γι­ό­τα­τες ψυ­χὲς κα­μι­ὰ φο­ρᾶ βρί­σκον­ται σὲ ἀ­μη­χα­νί­α μπρο­στὰ στὸ αἴ­νιγ­μα τῶν γε­γο­νό­των. Στὴν Ἱ­ε­ρὰ πα­ρά­δο­ση ὑ­πάρ­χει γραμ­μέ­νη ἡ ἑ­ξῆς πε­ρί­πτω­ση: πέ­θα­νε κά­ποιος ἁ­μαρ­τω­λὸς πλού­σι­ος, τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ ἁ­μαρ­τί­ες ἦ­ταν γνω­στὲς σὲ ὅ­λους, καὶ ὁ ἐν­τα­φι­α­σμὸς τοῦ ἦ­ταν πα­νη­γυ­ρι­κός, μὲ τὸν ἐ­πί­σκο­πο καὶ πολ­λοὺς Ἱ­ε­ρεῖς. Λί­γο με­τὰ ἀπ' αὐ­τὸ ἐ­πι­τέ­θη­κε ὕ­αι­να σ' ἕ­ναν ἀ­σκη­τὴ στὴν ἔ­ρη­μο καὶ τὸν κα­τα­σπά­ρα­ξε.
Κά­ποιος μο­να­χός, ὁ ὅ­ποιος εἶ­χε δεῖ ἐ­κεί­νη τὴν πα­νη­γυ­ρι­κὴ νε­κρώ­σι­μη πομ­πὴ τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ καὶ τὰ μα­τω­μέ­να ὑ­πο­λείμ­μα­τα τοῦ δί­και­ου, στὴ σύγ­χυ­ση τοῦ ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει καὶ φώ­να­ξε: «Κύ­ρι­ε, πῶς ἔ­γι­νε αὐ­τὸ καὶ για­τί; Πῶς ἐ­κεῖ­νος ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς εἶ­χε καὶ ἁ­πα­λὴ ζω­ὴ καὶ ἁ­πα­λὸ θά­να­το, ἐ­νῶ αὐ­τὸς ὁ δί­και­ος πι­κρὴ ζω­ὴ καὶ πι­κρὸ θά­να­το;».
Σ' αὐ­τὸ τοῦ ἐμ­φα­νί­στη­κε ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­ξή­γη­σε: «Ἐ­κεῖ­νος ὁ κα­κὸς πλού­σι­ος εἶ­χε στὴ ζω­ὴ τοῦ μό­νο μί­α κα­λὴ πρά­ξη, ἐ­νῶ αὐ­τὸς ὁ ἀ­σκη­τὴς εἶ­χε στὴ ζω­ὴ τοῦ μό­νο μί­α πι­ὸ βα­ρι­ὰ ἁ­μαρ­τί­α. Μὲ τὴν ἑ­ορ­τα­στι­κὴ καὶ τι­μη­τι­κὴ νε­κρώ­σι­μη πομ­πὴ ὁ Ὕ­ψι­στος ἤ­θε­λε στὸν κα­κὸ πλού­σι­ο νὰ ξε­πλη­ρώ­σει ἐ­κεῖ­νο τὸ κα­λὸ ἔρ­γο, ὥ­στε νὰ μὴν πε­ρι­μέ­νει τί­πο­τα ἄλ­λο σ' ἐ­κεῖ­νον τὸν κό­σμο, ἐ­νῶ μὲ τὸν φρι­κτὸ θά­να­το τοῦ ἀ­σκη­τῆ ἤ­θε­λε νὰ τὸν ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴ μί­α ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε νὰ τοῦ δώ­σει πλῆ­ρες βρα­βεῖ­ο στοὺς οὐ­ρα­νούς».
Γι' αὐ­τὸ ἐ­σὺ νὰ σκέ­πτε­σαι πε­ρὶ τῶν κρί­σε­ων τοῦ Θε­οῦ καὶ το­πο­θέ­τη­σε ὅ­λη τὴν ἐλ­πί­δα στὸν Δη­μι­ουρ­γό σου. «Μὴ φθο­νεῖς τὴν εὐ­τυ­χί­α ἐ­κεί­νων ποὺ σκέ­φτον­ται τὸ πο­νη­ρὸ καὶ μὴ ζη­λεύ­εις ἐ­κεί­νους ποὺ κά­νουν τὸ κα­κὸ» (Ψάλμ. 36,1).
Ἔ­τσι γρά­φει ὁ δί­και­ος βα­σι­λιὰς Δα­βίδ, τὸν ὁ­ποῖ­ον γιὰ πο­λὺ και­ρὸ βα­σά­νι­ζε ἐ­κεῖ­νο ποὺ βα­σα­νί­ζει καὶ σέ­να, ὥ­σπου ὁ Κύ­ρι­ος του ἀ­πο­κά­λυ­ψε τὸ λό­γο γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει. Ὁ ἴ­διος λέ­ει καὶ αὐ­τὴ τὴν πα­ρή­γο­ρη ἐμ­πει­ρί­α του: «Ἤ­μουν νέ­ος καὶ τώ­ρα γέ­ρα­σα καὶ δὲν εἶ­δα δί­και­ο νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πε­ται ἀ­πὸ τὸ Θε­ό, οὔ­τε τὰ παι­διά του νὰ ζη­τι­α­νεύ­ουν ψω­μὶ» (Ψάλμ. 36,25).
Δι­ά­βα­ζε συ­χνὰ τὸ Ψαλ­τή­ρι, καὶ θὰ κα­τα­λά­βεις καὶ θὰ πα­ρη­γο­ρη­θεῖς.
Εἰ­ρή­νη καὶ ἡ εὐ­λο­γί­α ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο.

 Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Βε­λι­μί­ρο­βιτς
via

Pages