«Ἂν ἔχεις ἁμαρτίες, νὰ μὴν ἀπελπιστεῖς, αὐτὰ δὲν παύω νὰ σᾶς τὰ λέω συνεχῶς, καὶ ἂν κάθε μέρα ἁμαρτάνεις, νὰ μετανοεῖς καθημερινά. Γιατί
ἡ μετάνοια εἶναι τὸ φάρμακο κατὰ τῶν ἁμαρτημάτων εἶναι ἡ πρὸς τὸν Θεὸν
παρρησία, εἶναι ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου, εἶναι ἡ μάχαιρα ποῦ τοῦ κόβει τὸ
κεφάλι, εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς ἀπογνώσεως. Ἡ
μετάνοια μᾶς ἀνοίγει τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς εἰσάγει στὸν Παράδεισο. Γι'
αὐτό (σοῦ λέω), εἶσαι ἁμαρτωλός; μὴν ἀπελπίζεσαι. Ἴσως βέβαια
ἀναλογιστεῖς. Μὰ τόσα ἔχω ἀκούσει στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν τὰ ἐτήρησα. Πῶς
νὰ εἰσέλθω καὶ πάλι καὶ πῶς καὶ πάλι νὰ ἀκούσω; Μὰ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς
πρέπει νὰ εἰσέλθεις ἐπειδή, ὅσα ἄκουσες δὲν τὰ ἐτήρησες. Νὰ τὰ
ξανακούσεις, λοιπόν, καὶ νὰ τὰ τηρήσεις. Ἐὰν ὁ ἰατρός σοῦ βάλει φάρμακο
στὴν πληγή σου καὶ παρὰ ταῦτα δὲν καθαρίσει, τὴν ἑπομένη ἡμέρα δὲν θὰ
σοῦ ξαναβάλει πάλι; Μὴ ντρέπεσαι, λοιπόν, νὰ ξαναέλθεις στὴν Ἐκκλησία. Νὰ
ντρέπεσαι ὅταν πράττεις τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ τραῦμα καὶ ἡ
μετάνοια τὸ φάρμακο. Ἄν, λοιπόν, ἔχεις παλιώσει σήμερα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία,
νὰ ἀνακαινίσεις τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴ μετάνοια. Καὶ εἶναι δυνατό, μπορεῖ
νὰ πεῖ κανεὶς νὰ σωθῶ, ἀφοῦ μετανοήσω; Καὶ βέβαια εἶναι. Μά, ὅλη τὴ ζωή
μου τὴν πέρασα μέσα στὶς ἁμαρτίες, καὶ ἐὰν μετανοήσω θὰ βρῶ τὴ σωτηρία;
Καὶ βέβαια. Ἀπὸ ποῦ γίνεται αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου
σου... Γιατί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει μέτρο. Καὶ οὔτε μπορεῖ νὰ
ἑρμηνευτεῖ μὲ λόγια ἡ πατρική Του ἀγαθότητα. Σκέψου μία σπίθα ποῦ ἔπεσε
μέσα στὴ θάλασσα, μήπως μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐκεῖ ἢ νὰ φανεῖ; Ὅση σχέση
ἔχει, λοιπόν, μία σπίθα μὲ τὸ πέλαγος, τόση σχέση ἔχει ἡ ἁμαρτία σου σὲ
σύγκριση μὲ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Καὶ καλύτερα, θὰ ἔλεγα, ὄχι τόση,
ἄλλα πιὸ πολλή. Γιατί τὸ πέλαγος, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἀπέραντο, ἔχει
ὅριο, μέτρο καὶ σύνορα. Ἡ φιλανθρωπία ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη. Γι' αὐτό σου ἐπαναλαμβάνω. Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μὴν ἀπελπίζεσαι»
(περικοπῆ ἀπὸ τὴν 8η ὁμιλία γιὰ τὴ μετάνοια. PG 49, 337-33.