«Πρόσεχε τον εαυτόν σου» - Point of view

Εν τάχει

«Πρόσεχε τον εαυτόν σου»




…. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτῷ», διὰ νὰ γίνης ἱκανὸς νὰ διακρίνης τὸ βλαβερὸν ἀπὸ τὸ σωτήριον. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ νὰ προσεχῆ κανεὶς σημαίνει δύο πράγματα, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸ νὰ προσηλώνη τὰ σωματικὰ μάτια εἰς τὰ ὁρατά, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ νὰ ἐπιβάλλη μὲ τὴν νοερᾶν δύναμιν τῆς ψυχῆς τὴν θεωρίαν τῶν ἀσωμάτων, ἐὰν μὲν εἴπωμεν ὅτι τὸ παράγγελμα ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐνέργειαν τῶν ὀφθαλμῶν, τότε ἀμέσως θὰ ἐλέγξωμεν τὸ ἀνεφάρμοστον αὐτοῦ. Διότι πῶς θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς μὲ τὸν ὀφθαλμὸν νὰ ἰδῆ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του; Μάλιστα οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ὀφθαλμὸς χρησιμοποιεῖ τὴν ὅρασιν διὰ τὸν ἑαυτόν του. Δὲν ἐπαρκεῖ διὰ τὴν κορυφήν, δὲν γνωρίζει τὰ νῶτα, οὔτε τὰ πρόσωπα, οὔτε τὴν διάθεσιν ποὺ εἶναι εἰς τὸ βάθος τῶν σπλάγχνων. Ἄρα εἶναι ἀσέβεια νὰ λέγωμεν ὅτι δὲν ἰσχύουν τὰ παραγγέλματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπολείπεται λοιπὸν νὰ κατανοοῦμεν τὴν προσταγὴν εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ νοῦ.
 
 «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτῷ». Δηλαδὴ ἀπὸ παντοῦ νὰ παρατηρῆς προσεκτικὰ τὸν ἑαυτόν σου. Νὰ ἔχης ἄγρυπνον τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς σου διὰ τὴν προστασίαν τοῦ ἑαυτοῦ σου. Κρυφαὶ παγίδες ἔχουν στηθὴ παντοῦ ἀπὸ τὸν ἐχθρόν. Προσεκτικὰ νὰ παρατηρῆς τὸ κάθε τί λοιπόν, «διὰ νὰ γλυτώνης σὰν τὸ ζαρκάδι ἀπὸ τὰ δόκανα καὶ σὰν πτηνὸν ἀπὸ τὴν παγίδα». Διότι τὸ μὲν ζαρκάδι λόγω τῆς ὀξυτάτης ὁράσεως δὲν συλλαμβάνεται εἰς τὰ δόκανα, διὰ τοῦτο φέρει καὶ τὴν ἐπωνυμίαν δορκὰς διὰ τὴν ὀξυδέρκειάν του, τὸ δὲ πτηνὸν μὲ τὰ ἐλαφρὰ πτερὰ του πετά ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῶν κυνηγῶν, ὅταν προσέχη. Κύττα λοιπὸν μὴ φανῆς κατώτερος ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα εἰς τὴν προστασίαν τοῦ ἑαυτοῦ σου, διὰ νὰ μὴ κάποτε, ἀφοῦ συλληφθῆς εἰς τὰς παγίδας, γίνης θήραμα τοῦ διαβόλου, αἰχμάλωτος ἀπ’ αὐτὸν εἰς τὸ νὰ κάμης τὸ θέλημα του.
 «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτῷ». Δηλαδή, οὔτε τὰ δικά σου, οὔτε τὰ γύρω ἀπὸ εσέ, ἀλλὰ πρόσεξε μόνον τὸν ἑαυτόν σου. Διότι ἄλλο πράγμα εἴμεθα ἠμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ἄλλο πράγμα τὰ δικά μας καὶ ἄλλο τὰ γύρω ἀπό μας. Ἠμεῖς εἴμεθα ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς, διότι ἔχομεν πλασθῆ σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ κτίστου μας. Ἰδικὸν μᾶς εἶναι τὸ σῶμα καὶ αἳ αἰσθήσεις του. Γύρω δὲ ἀπὸ μᾶς ὑπάρχουν χρήματα, τέχναι καὶ ὅλη ἡ ὑπόλοιπος πραμάτεια τοῦ βίου. Τί λοιπὸν λέγει ὁ λόγος τῆς Γραφῆς; Μὴ δίδης σημασίαν εἰς τὴν σάρκα, οὔτε νὰ ἐπιζητῆς μὲ κάθε τρόπον ὅ,τι εἶναι ἀγαθὸν εἰς αὐτήν, δηλαδὴ ὑγείαν, ὀμορφιὰν καὶ ἀπολαύσεις ἠδονικᾶς καὶ μακροζωίαν, οὔτε νὰ θαυμάζης χρήματα καὶ δόξαν καὶ ἐξουσίαν. Ἀλλὰ πρόσεχε τὸν ἑαυτόν σου, δηλαδὴ τὴν ψυχήν σου. Αὐτὴν στόλιζε καὶ αὐτὴν φρόντιζε, ὥστε διὰ τῆς προσοχῆς νὰ κατορθώνης νὰ τὴν ἀπαλλάσσης ἀπὸ ὁλόκληρον τὸν ρύπον ποὺ ἐπικάθεται εἰς αὐτὴν ἀπὸ τὴν πονηρίαν, νὰ ἀποκαθαίρεται κάθε αἶσχος κακίας καὶ νὰ τὴν κοσμῆς καὶ νὰ τὴν φαιδρύνης μὲ ὅλον τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς. Ἐξέτασε τὸν ἑαυτόν σου! ποῖος εἶσαι; γνώρισε τὴν φύσιν σου, ὅτι τὸ μὲν σῶμα σου εἶναι θνητὸν ἡ δὲ ψυχή σου ἀθάνατος καὶ ὅτι ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι διπλή. Ἡ μὲν προσιδιάζει εἰς τὴν σάρκα καὶ περνᾶ γρήγορα, ἡ δὲ ἄλλη συγγενεύει μὲ τὴν ψυχὴν καὶ δὲν ἐπιδέχεται περιγραφήν. 

Πρόσεχε, λοιπόν, τὸν ἑαυτόν σου καὶ μὴ προσκολληθῆς εἰς τὰ θνητὰ ὡσὰν σὲ αἰώνια, μήτε νὰ περιφρόνησης τὰ αἰώνια ὡσὰν περαστικά. Νὰ περιφρονῆς τὴν σάρκα, διότι παρέρχεται. Νὰ ἐπιμελῆσαι τὴν ψυχήν, διότι εἶναι πράγμα ἀθάνατον. Μὲ κάθε προσοχὴν νὰ ἐπιβλέπης τὸν ἑαυτόν σου, διὰ νὰ γνωρίζης νὰ ἀπονέμης εἰς τὸν καθένα τὸ ὠφέλιμον εἰς μὲν τὴν σάρκα τὰς διατροφᾶς καὶ τὰ σκεπάσματα εἰς δὲ τὴν ψυχὴν τὰ δόγματα τῆς εὐσέβειας, δηλαδὴ λεπτὴν ἀγωγήν, ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς, διόρθωσιν τῶν παθῶν. Μήτε νὰ παραπαχαίνης τὸ σῶμα, μήτε νὰ φροντίζης διὰ τὰς σαρκικᾶς ὀχλήσεις. Ἀφοῦ λοιπὸν «ἐπιθυμεῖ ἡ σὰρξ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός, ταῦτα δὲ ἀλλήλοις ἀντίκειται», πρόσεχε μήπως μὲ τὸ νὰ ὑπερπαχύνης τὴν σάρκα προσφέρης πολλὴν ἐξουσίαν εἰς τὸ κατώτερον. Διότι ὅπως εἰς τὰς κλίσεις τῶν ζυγῶν, ἐὰν μὲν παραφόρτωσες τὴν μίαν πλάστιγγα, ἐξάπαντος θὰ κάμης ἐλαφροτέραν τὴν ἀπέναντί της, ἔτσι καὶ εἰς τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, ὁ πλεονασμὸς τοῦ ἑνὸς κατ’ ἀνάγκην ἐπιφέρει τὴν ἐλάττωσιν τοῦ ἄλλου. Διότι, ὅταν τὸ σῶμα εὐεργετῆται καὶ βαρύνεται μὲ τὴν πολυσαρκίαν, κατ' ἀνάγκην ὁ νοῦς γίνεται ἀδρανὴς καὶ ἄτονος κατὰ τὰς ἐνεργείας του. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχὴ εἶναι ὑγιὴς καὶ ἐξυψώνεται πρὸς τὸ ὕψος ποὺ τῆς ἁρμόζει μὲ τὴν μελέτην τῶν ἀγαθῶν, εἶναι ἑπόμενον νὰ μαραίνεται ἡ σωματικὴ ἕξις.
Πρόσεχε, λοιπόν, τὸν ἑαυτόν σου. Αὐτὸς ὁ λόγος θὰ σοῦ χρησιμεύση σὰν κάποιος καλὸς σύμβουλος ποὺ ὑπενθυμίζει τὰ ἀνθρώπινα καὶ ὅταν λαμπρὰ εὐημερῆς καὶ ὅταν ὁλόκληρος ἡ ζωὴ κυλᾶ κατὰ τὴν φυσικὴν φορὰν τῶν πραγμάτων. Ἀλλ' ὅμως καὶ ὅταν πιέζεσαι κάτω ἀπὸ δύσκολους περιστάσεις, εὐκαιριακῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπαναλαμβάνεται εἰς τὴν καρδίαν, ὥστε μήτε λόγω ἐπάρσεως νὰ ἐπαρθῆς εἰς ὑπερβολικὴν ἀλαζονείαν, μήτε ἀπὸ ἀπελπισίαν νὰ καταρρεύσης εἰς χυδαίαν μελαγχολίαν. Ὑπερηφανεύεσαι διὰ τὸν πλοῦτον, καὶ καυχᾶσαι διὰ τοὺς προγόνους, καὶ χαίρεσαι διὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸ σωματικὸν κάλλος καὶ διὰ τὰς τιμᾶς ποῦ δέχεσαι ἀπὸ ὅλους; 

«Πρόσεχε σεαυτῷ», διότι εἶσαι θνητός! «χῶμα εἶσαι καὶ εἰς τὸ χῶμα θὰ πᾶς». Κύτταξε τριγύρω αὐτοὺς ποὺ πρὶν ἀπὸ ἐσὲ ἔχουν δοκιμασθῆ εἰς τὰς ὅμοιας καυχήσεις. Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποῦ εἶχαν περιβληθῆ τὰς πολιτικᾶς ἐξουσίας; Ποῦ εἶναι οἱ ἀκαταμάχητοι ρήτορες; Ποῦ εἶναι οἱ ὀργανωταὶ τῶν πανηγύρεων; Οἱ λαμπροὶ ἱπποκόμοι, οἱ στρατηγοί, οἱ σατράπαι, οἱ τύραννοι; Δὲν ἔγιναν ὅλοι σκόνη; Δὲν εἶναι ὅλοι ἕνα παραμύθι; Δὲν διατηρεῖται ἡ ἀνάμνησις τῆς ζωῆς τῶν εἰς τὰ ὀλίγα κόκκαλα; Σκύψε εἰς τοὺς τάφους μήπως ἠμπορέσης καὶ διακρίνης ποῖος εἶναι ὁ δοῦλος καὶ ποῖος ὁ κύριος, ποῖος ὁ πτωχὸς καὶ ποῖος ὁ πλούσιος; Ξεχώρισε, ἐὰν ἠμπορής, τὸν αἰχμάλωτον ἀπὸ τὸν βασιλέα, τὸν ἰσχυρὸν ἀπὸ τὸν ἀδύνατον, τὸν ὄμορφον ἀπὸ τὸν ἄσχημον. Ἐφόσον λοιπὸν ἐνθυμῆσαι τὴν φύσιν σου δὲν θὰ ἀλαζονευθῆς ποτέ. Θὰ ἐνθυμῆσαι ὅμως τὸν ἑαυτόν σου, ὅταν προσεχὴς τὸν ἑαυτόν σου.
 Πρόσεξε, ἐὰν θέλης, μετὰ τὴν θεώρησιν τῆς ψυχῆς, καὶ εἰς τὴν κατασκευὴν τοῦ σώματος καὶ θαύμασε πὼς ὁ ἀριστοτέχνης ἐδημιούργησεν αὐτὸ κατάλυμα ποὺ πρέπει εἰς λογικὴν ψυχήν. Ἀπ’ ὅλα τὰ ζῶα μόνον τὸν ἄνθρωπον ἐπλασεν ὄρθιον, διὰ νὰ γνωρίζης ἀπὸ τὸ σχῆμα αὐτὸ ὅτι ἡ ζωή σου προέρχεται ἀπὸ τὴν οὐράνιον συγγένειαν. Διότι τὰ μὲν τετράποδα ὅλα πρὸς τὴν γῆν βλέπουν, καὶ πρὸς τὸ μέρος τῆς κοιλίας σκύβουν εἰς τὸν ἄνθρωπον ὅμως ἡ ἀνάβλεψις πρὸς τὸν οὐρανὸν εἶναι ἕτοιμη, ὥστε νὰ μὴ ἀσχολῆται μὲ τὴν κοιλίαν, μήτε μὲ τὰ ὑποκοίλια πάθη, ἀλλὰ νὰ ἔχη ὁλόκληρον τὴν ὁρμὴν πρὸς τὴν ἀνοδικὴν πορείαν. Ἔπειτα μὲ τὸ νὰ θέση τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ σώματος μέσα εἰς αὐτὴν ἐτοποθέτησε τὰς πιὸ ἀξιολογωτέρας ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις. Ἐκεῖ ἡ ὅρασις καὶ ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ γεῦσις καὶ ἡ ὄσφρησις, ὄλαι ἡ μία δίπλα εἰς τὴν ἄλλην κατοικοῦν. Καὶ ἐνῶ εἶναι συγκεντρωμένοι εἰς τόσον μικρὸν χῶρον, κατὰ τίποτε δὲν ἐμποδίζει ἡ μία εἰς τὴν ἐνέργειαν τῆς γειτονικῆς. Βέβαια τὰ μάτια ἔχουν καταλάβει τὴν πιὸ ὑψηλὴν σκοπιάν, ὥστε κανένα ἀπὸ τὰ σωματικὰ μόρια νὰ μὴ ἐμβαίνη μπροστὰ εἰς αὐτά, ἀλλὰ καθήμενα κάτω ἀπὸ κάποιαν μικρᾶν προεξοχὴν τῶν φρυδιῶν, βλέπουν κατ' εὐθείαν ἐμπρὸς ἐξ αἰτίας τῆς προεξοχῆς ποὺ ὑπάρχει ἐπάνω. Ἡ ἀκοὴ πάλιν δὲν ἔχει ἀπ’ εὐθείας ἄνοιγμα, ἀλλὰ μὲ τὸν κυκλοειδὴ πόρον ἀντιλαμβάνεται τοὺς εἰς τὸν ἀέρα θορύβους. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἔργον τῆς οὐρανίου σοφίας, ὥστε ἡ μὲν φωνὴ ἀνεμπόδιστα νὰ διέρχεται ἡ στρεφόμενη δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ εἰς τὰς κυρτότητας νὰ ἐνηχῆ περισσότερον, ὥστε τίποτε νὰ μὴ ἠμπορὴ νὰ γίνη ἐμπόδιον εἰς τὴν αἴσθησιν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐξωτερικὰ παρεμβάλλονται. Γνώρισε καλὰ καὶ τὴν φύσιν τῆς γλώσσης, πὼς εἶναι καὶ ἁπαλὴ καὶ εὐλύγιστος καὶ ἐπαρκεῖ εἰς κάθε ἀνάγκην τοῦ λόγου μὲ τὴν ποικιλίαν τῆς κινήσεως. Τὰ δόντια, ποὺ εἶναι συγχρόνως ὄργανα τῆς φωνῆς μὲ τὸ νὰ παρέχουν ἀντιστήριγμα εἰς τὴν γλώσσαν, εἶναι συγχρόνως καὶ ὑπηρέται τῆς τροφῆς. Ἄλλα μὲν μὲ τὸ νὰ τὴν κόπτουν καὶ ἄλλα δὲ μὲ τὸ νὰ τὴν ἀλέθουν. Καὶ ἔτσι ἐπιθεωρῶν τὸ κάθε τί μὲ τὸν πρέποντα λογισμὸν καὶ πληροφορούμενος τὴν ἕλξιν τοῦ ἀέρος διὰ τοῦ πνεύματος, τὴν διατήρησιν τῆς θερμότητος εἰς τὴν καρδίαν, τὰ ὄργανα τῆς πέψεως, τοὺς φορεῖς τοῦ αἵματος, ἀπ’ ὅλα αὐτὰ θὰ κατανόησης την  ἀνεξερεύνητον σοφίαν τοῦ ποιητοῦ σου, ὥστε καὶ σὺ ὁ ἴδιος νὰ εἰπῆς μαζὶ μὲ τὸν προφήτην «δὶ' ἐμὲ τέτοια γνῶσις εἶναι ὑπερθαυμαστὸς»  

«Πρόσεχε, λοιπόν, παντοῦ», διὰ νὰ προσέχης τὸν Θεόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις εἰς ὅλους τους αἰώνας.
Ἀμὴν.

Pages