Άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε μια τζούρα και μετά το πάτησε στο σταχτοδοχείο με τον αντίχειρα της λες και έλιωνε ένα τεράστιο μυρμήγκι. Την παρατηρούσα όπως παρατηρεί κανείς μια παλιά φωτογραφία. Προσπαθώντας να διακρίνω τί έμεινε ακόμα ζωντανό και τί νέκρωσε στο χρόνο. «Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, έτσι δεν λένε;» είπε ξαφνικά σπάζοντας την σιωπή και φτιάχνοντας ταυτόχρονα τα μαλλιά της που τα αναστάτωνε ένας δροσερός αέρας. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά μη μπορώντας ωστόσο να αντιληφθώ αν με αυτή την διαπίστωση έκλεινε ή άνοιγε ένα κεφάλαιο.
Έστριψε δεύτερο τσιγάρο, «τί κάνεις» απόρησα, «μόλις τώρα το έσβησες», εκείνη αδιάφορησε, «είναι καιρός τώρα που δεν ξέρω τί κάνω», ψυθίρισε και κάρφωσε το βλέμμα της στα βαμμένα κόκκινα της νύχια. «Σ’αρέσει αυτό το χρώμα» με ρώτησε, «μ’αρέσει» της είπα και αισθάνθηκα ανίκανη να παρακολουθήσω τη συνοχή των σκέψεων της. «Κάθε πρωί αλλάζω χρώμα», είπε, «μήπως και κάτι αλλάξει», συμπλήρωσε. Και γω παρατηρούσα τα χρώμα στα νύχια της και ύστερα την φανταζόμουνα να γδέρνει μ’αυτά όλες τις ψευδαίσθησεις της, να τις γρατσουνάει μέχρι να ματώσουν, μέχρι να βγάλει η πλάνη αίμα μήπως και έτσι αποκτήσει ένα χώρο δράσης στην πραγματικότητα.
«Ποιός είναι αυτός ο λόγος;» με ρώτησε και ήταν ο τόνος της φωνής της επιτακτικός, όπως κάποιου που δεν ζητά αλλά απαιτεί να του δοθεί επιτέλους μια εξήγηση. Νόμιζα πως θα χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι με δύναμη, κάνοντας γροθιά την παλάμη της, σπάζοντας ένα-ένα τα κόκκινα της νύχια. Δεν έκανε καμία κίνηση παρότι ήμουνα σίγουρη πως μέσα της άλλαζαν θέση όλα της τα όργανα. «Λοιπόν; Πες μου, ποιός στο διάολο είναι αυτός ο λόγος;» φώναξε και πριν καν αρθρώσω λέξη συνέχισε το παραμιλητό της: «Πώς θα τον μάθω; Πότε θα τον μάθω; Βαρέθηκα! Βαρέθηκα να περιμένω. Ζω σε μια αναμονή. Δεν κάνω τίποτα άλλο. Ζω σε μια αναμονή»
Επανέλαβε πολλές φορές την τελευταία φράση και ήταν μια επανάληψη που με τρόμαζε γιατί στην κάθε φορά πρόσθετε περισσότερη απελπισία και απόγνωση. Και ύστερα έπεσε πάλι σιωπή. Εκείνη χάζευε τα νύχια της και γω έπαιζα με το καλαμάκι του χυμού μου. «Ο πατέρας μου γέρασε», της είπα, δεν ξέρω γιατί διάλεξα να της πω πως ο πατέρας μου έχει πια γεράσει και πως δεν τον σηκώνουμε τα πόδια του, κάνει ένα βήμα και το επόμενο δεν ξέρεις πού θα τον βρεί. «Προχθές έπεσε χάμω» συνέχισα «δεν μπορούσα καν να τον σηκώσω, ένας περαστικός με βοήθησε, τον ευχαρίστησα, δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θαρχόταν η στιγμή που θα ευχαριστούσα ένα περαστικό γιατί με βοήθησε να σηκώσω τον πατέρα μου από χάμω. Ο πατέρας μου ήτανε πάντα με την πλάτη ίσια, όρθια, τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;». Δεν έκανε κανένα μόρφασμό, καμια γκριμάτσα, με κοιτούσε με βλέμμα παγωμένο, δεν με ένοιαξε. «Το παν είναι η αξιοπρέπεια μου έλεγε, ήμουνα μωρό παιδί όταν μου τόλεγε, πρέπει να στόχω πει δεκάδες φορές, θυμάσαι, έτσι δεν είναι, κι’υστερα εξακολούθησε να μου το λέει κι’οταν πια μεγάλωσα και ήξερα πια τί πάει να πεί η λέξη».
Για μια αξιοπρέπεια ζούμε, μου έλεγε, το θυμήθηκα τώρα, δεν ξέρω γιατί τώρα το θυμήθηκα ίσως να φταίνε τα κόκκινα της νύχια, ίσως να φταίει και το τσιγάρο που έχει λιώσει στο σταχτοδοχείο σαν πατημένο μυρμήγκι, ίσως να φταίε κι’αυτή η αναμονή, λες και είμαστε όλοι τράνσιτ και περιμένουμε την ανακοίνωση που θα μας δώσει χρόνο και προορισμό. Και όλο περιμένουμε. Κάτι να συμβεί. Κάποιος να βρεθεί στο δρόμο μας. Κάτι να πέσει από τον ουρανό. Κάτι να πετάξει προς τον ουρανό. Κάποιος να μας πάρει από το χέρι. Κάποιος να μας χαιδέψει το χέρι. Κάτι να συμβεί. Οτιδήποτε. Αρκεί νάναι έξω από μας. Για να ματώσει η πλάνη μας, μήπως και έτσι βρει χώρο και χρόνο να δράσει στην πραγματικότητα μας.
«Δεν πάει έτσι», της είπα, εκείνη φάνηκε ενοχλημένη από την κουβέντα μας, δεν ήθελε να μιλάει για αστάθειες, ούτε και για ασταθής βηματισμούς, την ενοχλούσε που άνοιξα αυτό το θέμα, γιατί στο βάθος δεν ήτανε έτοιμη να γρατσουνίσει την πραγματικότητα με τα κόκκινα της νύχια, ούτε και ήθελε να θυμηθεί τις συζητήσεις που κάναμε πιτσιρίκες. Τότε που είχαμε την ακλόνητη βεβαιότητα ότι εμείς θα τα κάναμε όλα αλλιώς από τους πατεράδες και τις μανάδες μας, αλλιώς και καλύτερα, αλλιώς και με το δικό μας τρόπο.
«Πάντα του άρεσε να η θάλασσα, θυμάσαι», την ρώτησα και ήτανε λες και της βαρούσα χαστούκια στα ήδη αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Δεν σταμάτησα ωστόσο. Συνέχισα. «Χωρίς την θάλασσα δεν ζω, έλεγε, αυτό έλεγε και μάλιστα τόνιζε και τα δύο της σίγμα λες και μόνο έτσι η λέξη αποκτούσε ορίζοντα και βυθό. Και τώρα, το πιστέυεις, δεν μπορεί καν να περπατήσει μέχρι την παραλία», της είπα, «δεν τον σηκώνουνε τα πόδια του, βουλιάζει στην άμμο και πέφτει πριν καν φτάσει μέχρι το νερό». Το πιστεύεις; επανάλαβα και κείνη τίναξε το μαλλί της εκνευρισμένα όπως τινάζεις την σκόνη να φύγει από τα φρεσκοπλυμμένα σου ρούχα. Αμέσως μετά με ρώτησε για ποιό λόγο της τα λέω όλα αυτά κι’αν πραγματικά θεωρώ πως είναι η κατάλληλη στιγμή να της προσθέσω κι’άλλη μαυρίλα στον ήδη μαυρισμένο της καμβά.
«Για να πάψεις να ζεις σε αναμονή», της είπα κοφτά. «Γι’αυτό στα λέω» της είπα μετά, το ίδιο κοφτά. Και ύστερα ύψωσα τον τόνο της φωνής μου. «Δεν καταλαβαίνεις πως όσο ζεις σε αναμονή, πως κάτι θα αλλάξει, κάτι θα γίνει, κάποιος θα βρεθεί για να σου αλλάξει την μέρα και την μοίρα σου, τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να συμβεί; Δεν το καταλαβαίνεις; Κατάλαβε το λοιπόν. Πως όσο μένεις στο περίμενε το μόνο που θα έρθει να σε βρει είναι αυτή η ώρα. Αυτή η γαμημένη ώρα που θα κοιτάς το νερό και θα πεθυμάς να απλώσεις το κορμί σου μέσα στην αλμύρα του αλλά δεν θα σε σηκώνουνε τα πόδια σου για να πας μέχρι εκεί. Τίποτα δεν θα σε σηκώνει. Και συ μόνο να πεθυμάς θα μπορείς. Ούτε καν να περιμένεις. Μόνο να πεθυμάς».
Με κοίταξε θυμωμένα όπως κοιτάζει κανείς τον καθρέφτη όταν ξυπνήσει στραβά το πρωί και δεν αντέχει την ξινισμένη του μούρη. Αγνόησα το βλέμμα της και επέμενα. «Όσο ρίχνεις φως μόνο σε κείνα που νιώθεις ότι σου λείπουνε», της είπα «τόσο θα βρίσκεσαι συνέχεια σε μια αναμονή. Και όσο είσαι σε αναμονή τότε πάει να πει πως ζεις για να περιμένεις, που πάει να πει πως περιμένεις να ζήσεις. Η θάλασσα όμως είναι μπροστά σου και είναι ακόμα τα πόδια σου γερά, σήκω λοιπόν και περπάτα μέχρι να νιώσεις το αλμυρό νερό στις πατούσες σου».
΄Έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο και δεν είπε λέξη. Τράβηξε μια τζούρα και ύστερα άρχισε να κλαίει πρώτα σιωπηλά και ύστερα με αναφιλητά. Και γω παρατηρούσα τα δάκρυα της να πέφτουνε στο τραπέζι και από κει στο πάτωμα και έμοιαζαν λες και σχημάτιζοταν μικρές θάλασσες κάτω από τα πόδια της. «Έλα λοιπόν», της είπα, « Βγάλε τα παπούτσια και βρέξε τα πόδια σου στις θάλασσες σου. Tί περιμένεις!»
Έστριψε δεύτερο τσιγάρο, «τί κάνεις» απόρησα, «μόλις τώρα το έσβησες», εκείνη αδιάφορησε, «είναι καιρός τώρα που δεν ξέρω τί κάνω», ψυθίρισε και κάρφωσε το βλέμμα της στα βαμμένα κόκκινα της νύχια. «Σ’αρέσει αυτό το χρώμα» με ρώτησε, «μ’αρέσει» της είπα και αισθάνθηκα ανίκανη να παρακολουθήσω τη συνοχή των σκέψεων της. «Κάθε πρωί αλλάζω χρώμα», είπε, «μήπως και κάτι αλλάξει», συμπλήρωσε. Και γω παρατηρούσα τα χρώμα στα νύχια της και ύστερα την φανταζόμουνα να γδέρνει μ’αυτά όλες τις ψευδαίσθησεις της, να τις γρατσουνάει μέχρι να ματώσουν, μέχρι να βγάλει η πλάνη αίμα μήπως και έτσι αποκτήσει ένα χώρο δράσης στην πραγματικότητα.
«Ποιός είναι αυτός ο λόγος;» με ρώτησε και ήταν ο τόνος της φωνής της επιτακτικός, όπως κάποιου που δεν ζητά αλλά απαιτεί να του δοθεί επιτέλους μια εξήγηση. Νόμιζα πως θα χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι με δύναμη, κάνοντας γροθιά την παλάμη της, σπάζοντας ένα-ένα τα κόκκινα της νύχια. Δεν έκανε καμία κίνηση παρότι ήμουνα σίγουρη πως μέσα της άλλαζαν θέση όλα της τα όργανα. «Λοιπόν; Πες μου, ποιός στο διάολο είναι αυτός ο λόγος;» φώναξε και πριν καν αρθρώσω λέξη συνέχισε το παραμιλητό της: «Πώς θα τον μάθω; Πότε θα τον μάθω; Βαρέθηκα! Βαρέθηκα να περιμένω. Ζω σε μια αναμονή. Δεν κάνω τίποτα άλλο. Ζω σε μια αναμονή»
Επανέλαβε πολλές φορές την τελευταία φράση και ήταν μια επανάληψη που με τρόμαζε γιατί στην κάθε φορά πρόσθετε περισσότερη απελπισία και απόγνωση. Και ύστερα έπεσε πάλι σιωπή. Εκείνη χάζευε τα νύχια της και γω έπαιζα με το καλαμάκι του χυμού μου. «Ο πατέρας μου γέρασε», της είπα, δεν ξέρω γιατί διάλεξα να της πω πως ο πατέρας μου έχει πια γεράσει και πως δεν τον σηκώνουμε τα πόδια του, κάνει ένα βήμα και το επόμενο δεν ξέρεις πού θα τον βρεί. «Προχθές έπεσε χάμω» συνέχισα «δεν μπορούσα καν να τον σηκώσω, ένας περαστικός με βοήθησε, τον ευχαρίστησα, δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θαρχόταν η στιγμή που θα ευχαριστούσα ένα περαστικό γιατί με βοήθησε να σηκώσω τον πατέρα μου από χάμω. Ο πατέρας μου ήτανε πάντα με την πλάτη ίσια, όρθια, τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;». Δεν έκανε κανένα μόρφασμό, καμια γκριμάτσα, με κοιτούσε με βλέμμα παγωμένο, δεν με ένοιαξε. «Το παν είναι η αξιοπρέπεια μου έλεγε, ήμουνα μωρό παιδί όταν μου τόλεγε, πρέπει να στόχω πει δεκάδες φορές, θυμάσαι, έτσι δεν είναι, κι’υστερα εξακολούθησε να μου το λέει κι’οταν πια μεγάλωσα και ήξερα πια τί πάει να πεί η λέξη».
Για μια αξιοπρέπεια ζούμε, μου έλεγε, το θυμήθηκα τώρα, δεν ξέρω γιατί τώρα το θυμήθηκα ίσως να φταίνε τα κόκκινα της νύχια, ίσως να φταίει και το τσιγάρο που έχει λιώσει στο σταχτοδοχείο σαν πατημένο μυρμήγκι, ίσως να φταίε κι’αυτή η αναμονή, λες και είμαστε όλοι τράνσιτ και περιμένουμε την ανακοίνωση που θα μας δώσει χρόνο και προορισμό. Και όλο περιμένουμε. Κάτι να συμβεί. Κάποιος να βρεθεί στο δρόμο μας. Κάτι να πέσει από τον ουρανό. Κάτι να πετάξει προς τον ουρανό. Κάποιος να μας πάρει από το χέρι. Κάποιος να μας χαιδέψει το χέρι. Κάτι να συμβεί. Οτιδήποτε. Αρκεί νάναι έξω από μας. Για να ματώσει η πλάνη μας, μήπως και έτσι βρει χώρο και χρόνο να δράσει στην πραγματικότητα μας.
«Δεν πάει έτσι», της είπα, εκείνη φάνηκε ενοχλημένη από την κουβέντα μας, δεν ήθελε να μιλάει για αστάθειες, ούτε και για ασταθής βηματισμούς, την ενοχλούσε που άνοιξα αυτό το θέμα, γιατί στο βάθος δεν ήτανε έτοιμη να γρατσουνίσει την πραγματικότητα με τα κόκκινα της νύχια, ούτε και ήθελε να θυμηθεί τις συζητήσεις που κάναμε πιτσιρίκες. Τότε που είχαμε την ακλόνητη βεβαιότητα ότι εμείς θα τα κάναμε όλα αλλιώς από τους πατεράδες και τις μανάδες μας, αλλιώς και καλύτερα, αλλιώς και με το δικό μας τρόπο.
«Πάντα του άρεσε να η θάλασσα, θυμάσαι», την ρώτησα και ήτανε λες και της βαρούσα χαστούκια στα ήδη αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Δεν σταμάτησα ωστόσο. Συνέχισα. «Χωρίς την θάλασσα δεν ζω, έλεγε, αυτό έλεγε και μάλιστα τόνιζε και τα δύο της σίγμα λες και μόνο έτσι η λέξη αποκτούσε ορίζοντα και βυθό. Και τώρα, το πιστέυεις, δεν μπορεί καν να περπατήσει μέχρι την παραλία», της είπα, «δεν τον σηκώνουνε τα πόδια του, βουλιάζει στην άμμο και πέφτει πριν καν φτάσει μέχρι το νερό». Το πιστεύεις; επανάλαβα και κείνη τίναξε το μαλλί της εκνευρισμένα όπως τινάζεις την σκόνη να φύγει από τα φρεσκοπλυμμένα σου ρούχα. Αμέσως μετά με ρώτησε για ποιό λόγο της τα λέω όλα αυτά κι’αν πραγματικά θεωρώ πως είναι η κατάλληλη στιγμή να της προσθέσω κι’άλλη μαυρίλα στον ήδη μαυρισμένο της καμβά.
«Για να πάψεις να ζεις σε αναμονή», της είπα κοφτά. «Γι’αυτό στα λέω» της είπα μετά, το ίδιο κοφτά. Και ύστερα ύψωσα τον τόνο της φωνής μου. «Δεν καταλαβαίνεις πως όσο ζεις σε αναμονή, πως κάτι θα αλλάξει, κάτι θα γίνει, κάποιος θα βρεθεί για να σου αλλάξει την μέρα και την μοίρα σου, τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να συμβεί; Δεν το καταλαβαίνεις; Κατάλαβε το λοιπόν. Πως όσο μένεις στο περίμενε το μόνο που θα έρθει να σε βρει είναι αυτή η ώρα. Αυτή η γαμημένη ώρα που θα κοιτάς το νερό και θα πεθυμάς να απλώσεις το κορμί σου μέσα στην αλμύρα του αλλά δεν θα σε σηκώνουνε τα πόδια σου για να πας μέχρι εκεί. Τίποτα δεν θα σε σηκώνει. Και συ μόνο να πεθυμάς θα μπορείς. Ούτε καν να περιμένεις. Μόνο να πεθυμάς».
Με κοίταξε θυμωμένα όπως κοιτάζει κανείς τον καθρέφτη όταν ξυπνήσει στραβά το πρωί και δεν αντέχει την ξινισμένη του μούρη. Αγνόησα το βλέμμα της και επέμενα. «Όσο ρίχνεις φως μόνο σε κείνα που νιώθεις ότι σου λείπουνε», της είπα «τόσο θα βρίσκεσαι συνέχεια σε μια αναμονή. Και όσο είσαι σε αναμονή τότε πάει να πει πως ζεις για να περιμένεις, που πάει να πει πως περιμένεις να ζήσεις. Η θάλασσα όμως είναι μπροστά σου και είναι ακόμα τα πόδια σου γερά, σήκω λοιπόν και περπάτα μέχρι να νιώσεις το αλμυρό νερό στις πατούσες σου».
΄Έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο και δεν είπε λέξη. Τράβηξε μια τζούρα και ύστερα άρχισε να κλαίει πρώτα σιωπηλά και ύστερα με αναφιλητά. Και γω παρατηρούσα τα δάκρυα της να πέφτουνε στο τραπέζι και από κει στο πάτωμα και έμοιαζαν λες και σχημάτιζοταν μικρές θάλασσες κάτω από τα πόδια της. «Έλα λοιπόν», της είπα, « Βγάλε τα παπούτσια και βρέξε τα πόδια σου στις θάλασσες σου. Tί περιμένεις!»