O Σωκράτης γεννήθηκε στην Αθήνα, στον δήμο Αλωπεκής, τη σημερινή Γαργαρέτα ή το Κυνοσαργες, το 469 π.Χ.Ήταν μακρινός απόγονος του Δαίδαλου, αλλά η οικογένεια του, χωρίς να είναι φτωχή, δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για την κοινωνική της θέση. Είναι χαρακτηριστικά για τη φιλοσοφική του μοίρα και την αφοσίωση του στην ηθική τα σχετικά με την αρετή και τη σωφροσύνη ονόματα των γονιών του, Σωφρονίσκου και Φαιναρέτης, καθώς και τα επαγγέλματα τους. O πατέρας του ήταν λιθοξόος («λιθουργός»), δούλευε το μάρμαρο, το πιο σκληρό και ανθεκτικό υλικό, και το έπλαθε όπως ήθελε, και η μητέρα του «μαία», έφερνε στο φως τη ζωή ύστερα από πολλές ωδίνες.
Δεν είναι ίσως τυχαίο που ο Σωκράτης επιδόθηκε στην καλλιέργεια της ψυχής και τη σμίλευση της αρετής στις σκληρές ψυχές των συμπολιτών του, στην προσπάθεια του να βελτιώσει ηθικά τον άνθρωπο. Και χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά την τόσο πρόσφορη για τη ανάδυση της φιλοσοφικής γνώσης μέσα από την ψυχή τού νέου κυρίως ανθρώπου «μαιευτική μέθοδο», φέρνοντας στο φως ό,τι καλύτερο είχε αυτός μέσα του. Και τούτο επειδή, όπως φέρεται να λέει ειρωνικά στον διάλογο Θεαίτητος, στην προσπάθεια να δικαιολογηθεί γιατί υποβάλλει ερωτήσεις στους άλλους, χωρίς ο ίδιος να απαντά, ο θεός τον αναγκάζει να εκμαιεύει αλλά του απαγορεύει να γεννά, όντας «άγονος σοφίας». O Σωκράτης έλαβε σύζυγο την Ξανθίππη, γνωστή από τις παροιμιώδεις εκρήξεις της απέναντι σ’ ένα φιλόσοφο χαμένο στον κόσμο του, εκρήξεις ωστόσο που τον γύμναζαν επαρκώς για την αντιμετώπιση ισχυρογνωμόνων συνομιλητών του (Διογένης Il 37)· Όλες σχεδόν οι σχετικές με τον Σωκράτη πηγές περιγράφουν την Ξανθίππη ως σκληρή γυναίκα και με έλλειψη κατανόησης για την αποστολή του συζύγου της. Είχε ενδεχομένως παντρευτεί ο Σωκράτης σε πρώτο ή δεύτερο γάμο και τη Μυρτώ, κόρη του δίκαιου Αριστείδη. Από την Ξανθίππη απέκτησε τρεις γιους, τον Λαμπροκλή, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο. O Σωκράτης μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του για κάμποσο διάστημα και λέγεται ότι σμίλεψε το σύμπλεγμα των Χαρίτων που κοσμούσε την είσοδο της Ακρόπολης παρουσιάζοντας τις μάλιστα ντυμένες και όχι, όπως συνήθως, ημίγυμνες.
Ο Ηλίας Αγγελόπουλος (1933) διακρίνει στη ζωή του Σωκράτη τέσσερις ευδιάκριτες φάσεις: τα χρόνια της μαθητείας του έως το 449. την περίοδο από το 449 μέχρι το 43ο, όταν ασκούσε την τέχνη της γλυπτικής, όπως ο πατέρας του, το διάστημα από το 43ο μέχρι το 420, που δίδασκε ως σοφιστής αστρονομία και ρητορική – για το οποίο κάνει λόγο ο Αριστοφάνης (Νεφέλαι)-, και τη μετά το 420 εποχή, που ζούσε ως ο φιλόσοφος που γνωρίζουμε και μας περιγράφει ο Πλάτωνας, ο οποίος γνώρισε τον Σωκράτη όταν ο ίδιος ήταν είκοσι ετών. Για την άποψη αυτή εκφράζει επιφυλάξεις ο Jean Brun, με την πεποίθηση ότι αυτή η περιοδολόγηση εξυπηρετεί την ερμηνεία του Αγγελόπουλου σχετικά με την καλοπιστία του Αριστοφάνη.
Οπωσδήποτε, πρέπει ο Σωκράτης να συναναστράφηκε τους γνωστούς τότε σοφιστές, οι σημαντικότεροι από τους οποίους εμφανίζονται ως συνομιλητές του σε πολλούς πλατωνικούς διάλογους, και για τους οποίους εκεί, με τη γνωστή ειρωνεία του, μιλά κάποτε πολύ κολακευτικά. Του αποδίδεται ακόμη δεινότητα στη ρητορική, σύμφωνα και με τους υπαινιγμούς του Αριστοφάνη ότι ήταν μάστορας στο να κάνει τον άδικο λόγο δίκαιο, και υπάρχει πληροφορία από τον Ξενοφώντα ότι εμποδίστηκε από τους Τριάκοντα τύραννους να διδάσκει την τέχνη των λόγων.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι, στο πλαίσιο του «ελληνικού διαφωτισμού» του 5ου αιώνα και της πνευματικής έκρηξης της Αθήνας της εποχής του, το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε στη φιλοσοφία. Λέγεται ότι μελετούσε τα συγγράμματα των φιλοσόφων της φύσεως, που έμελλαν αργότερα να αποκληθούν «προσωκρατικοί». Του έδωσε μάλιστα ο Ευριπίδης, με τον οποίο λέγεται ότι συνεργαζόταν στις τραγωδίες και τον επηρέαζε, όπως μας λέει ο Διογένης ο Λαέρτιος, το σύγγραμμα του Ηρακλείτου και, όταν τον ρώτησε πώς του φάνηκε, αυτός απάντησε: «όσα κατάλαβα είναι σπουδαία, νομίζω δε και αυτά που δεν κατάλαβα. Χρειάζεται ωστόσο [το σύγγραμμα] κάποιο κολυμβητή από τη Δήλο». Λέγεται ακόμη ότι μαθήτευσε στον φίλο του Περικλή και φιλόσοφο του «νου» Αναξαγόρα, ο οποίος θα είχε παρόμοια με του Σωκράτη τύχη – δικάστηκε κι αυτός γι’ ασέβεια γιατί θεωρούσε τον ήλιο «διάπυρο μύδρο» – αν δεν υπήρχε ο Περικλής. Και μετά την καταδίκη τού Αναξαγόρα, λέγεται ότι μαθήτευσε στον μαθητή του φυσικό φιλόσοφο Αρχέλαο. Χρήσιμα από την άποψη αυτή είναι όσα φέρεται να μας λέει ο Σωκράτης στον διάλογο Φαίδων, έργο της ωριμότητας του Πλάτωνα, μετά το πρώτο ταξίδι του στην Κάτω Ιταλία.
Συζητώντας στον διάλογο αυτό με τον Κέβητα, εις επήκοον των λοιπών μαθητών του που είχαν έρθει στο δεσμωτήριο να τον συντροφεύσουν κατά την τελευταία μέρα της ζωής του και να του συμπαρασταθούν στις τελευταίες του στιγμές, προβληματίζεται ο Σωκράτης σχετικά με την αιτία της γενέσεως και της φθοράς και αρχίζει μια μακρά εξιστόρηση των παθημάτων του: Όταν ήταν νέος, λέει, διακατεχόταν από την επιθυμία να αποκτήσει τη σοφία που ονομάζουν «περί φύσεως ιστορίαν». Του φαινόταν πολύ σπουδαίο να γνωρίσει τις αιτίες των πραγμάτων, δηλαδή γιατί κάτι γεννιέται και χάνεται και γιατί υπάρχει. Τον απασχολούσαν τα ερωτήματα: Αποτελεί τάχα αιτία το θερμό και το ψυχρό για τη γένεση των ζώων; Αυτό που μας κάνει να σκεπτόμαστε είναι το αίμα, ο αέρας, η φωτιά ή ο εγκέφαλος; Όταν όμως έφτασε στο σημείο να αναζητήσει τις αιτίες της φθοράς, διαπίστωσε ότι για μια τέτοια διερεύνηση ήταν εντελώς «αφυής».
Το ίδιο του συνέβη και σχετικά με άλλες έρευνες, μέχρις ότου ξέχασε και αυτά που ήξερε και έφτασε στο συμπέρασμα ότι δεν γνώριζε τίποτα. Ώσπου ξαφνικά άκουσε κάποιον να διαβάζει σ’ ένα βιβλίο τού Αναξαγόρα ότι ο νους είναι εκείνος που θέτει τα πάντα σε τάξη και είναι αυτός αίτιος για όλα. Σκέφτηκε τότε ο Σωκράτης ότι ο νους θα έθετε κάθε πράγμα εκεί όπου ήταν το καλύτερο γι’ αυτό, και αυτό θα ισοδυναμούσε με την αιτία του να υπάρχει ή να μην υπάρχει κάτι. Αυτό έπρεπε να ερευνήσει. Ενθουσιάστηκε λοιπόν, γιατί πίστεψε ότι βρήκε στον Αναξαγόρα τον άνθρωπο που θα του δίδασκε την αιτία των όντων, δηλαδή τι είναι το καλύτερο για καθένα από αυτά και για όλα από κοινού, εφόσον δίδασκε ότι ο νους θέτει τα πάντα σε τάξη. Πήρε στα χέρια του το βιβλίο τού Αναξαγόρα και άρχιζε γρήγορα να το διαβάζει με την ελπίδα ότι θα έβρισκε εκεί κάποια τελεολογική ή ακόμη και δεοντολογική εξήγηση.
Π απογοήτευση του ήταν μεγάλη όταν, προχωρώντας στην ανάγνωση του, διαπίστωσε ότι διόλου δεν ανήγαγε αυτός στον νου τις επιμέρους αιτίες της τάξης των πραγμάτων, αλλά τις απέδιδε στους αέρηδες, στους αιθέρες και στα νερά και σε πολλά άλλα άτοπα.Έπαθε τότε ότι θα πάθαινε κάποιος που θα ισχυριζόταν ότι όσα πράττει ο Σωκράτης τα πράττει κατά τις επιταγές του νου του κι έπειτα θα άρχιζε να αραδιάζει διάφορες φυσιολογικής φύσεως εξηγήσεις. Και το ίδιο θα έκανε σχετικά με την τρέχουσα συζήτηση, αν κάποιος την απέδιδε σε φωνές και ακοές κλπ., και δεν ανέφερε τις αληθινές αιτίες, ότι δηλαδή, επειδή οι Αθηναίοι θεώρησαν καλύτερο να τον καταδικάσουν, γι’ αυτό και αυτός θεώρησε καλύτερο και δικαιότερο να μείνει εκεί που είναι και να υπομείνει την ποινή την οποία του επέβαλαν. Αλλιώς, τα πόδια του θα τον είχαν οδηγήσει στα Μέγαρα ή στη Βοιωτία με την πεποίθηση ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο, αν δεν πίστευε ο ίδιος ότι είναι πιο ωραίο και πιο δίκαιο να υποστεί την ποινή που του επέβαλε η πόλη, αντί να δραπετεύσει καινά αυτοεξοριστεί.
Μπορεί η σωματική του συγκρότηση να αποτελεί αναγκαίο όρο για την απόφαση του, όχι όμως και επαρκή, δηλαδή την «επιλογή του αρίστου». Βρίσκει συνεπώς ότι ο Αναξαγόρας δεν ήταν σε θέση να αντιδιαστείλει το πραγματικό αίτιο από εκείνο χωρίς το οποίο το αίτιο δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αίτιο. Κι αυτό συνέβαινε και με τους άλλους «φυσιολόγους». Άλλος (ο Εμπεδοκλής) θεωρεί αιτία σταθερότητας της γης τη «Δίνη», άλλοι (Αναξιμένης, Αναξαγόρας, Αρχέλαος) την παρομοιάζουν με σκάφη που στηρίζεται στον αέρα, χωρίς να ασχολούνται με το γιατί αυτή είναι η άριστη θέση ή έχει κάποια «δαιμόνια ισχύ», αλλά καταφεύγουν σε κάποιον Άτλαντα και όχι στην άποψη ότι το «αγαθόν και δέον» συνδέει και συνέχει τα πάντα. Έτσι, απογοητευμένος κατέφυγε ο Σωκράτης σε «δεύτερον πλουν». Σταμάτησε την έρευνα του στους φυσικούς φιλοσόφους και κατέφυγε στους «λόγους» για να ερευνήσει την αλήθεια των όντων: λαμβάνοντας, δηλαδή, ως βάση τη λογική αρχή που του φαίνεται πιο ρωμαλέα, να παραδέχεται ως αληθή όσα συμφωνούν με αυτή σχετικά με τα αίτια και όλα τα άλλα, διαφορετικά να τα απορρίπτει.
Η συνέχεια του διάλογου είναι καθαρά πλατωνική, όχι σωκρατική, με τη θεωρία των ιδεών και την αθανασία της ψυχής, αλλά το μακρό χωρίο που συνόψισα έρχεται να ενισχύσει τις μαρτυρίες ότι, πριν επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο, ο Σωκράτης «σπούδασε» τη λεγόμενη φιλοσοφία της φύσεως, σημειώνοντας, όπως λέγεται, και το τέλος της. Όπως διατείνεται ο Αριστοτέλης, «επί Σωκράτους» η ενασχόληση με τον ορισμό αυξήθηκε, «το δε ζητείν περί φύσεως έληξεν, προς δε την χρήσιμον αρετήν και την πολιτικήν απέκλιναν οι φιλοσοψούντες». Μας λέει ακόμη ότι ο Σωκράτης δεν πραγματεύτηκε τίποτε «περί όλης φύσεως» και ασχολήθηκε με την ηθική (Μετά τα φυσικά) O Ξενοφώντας ωστόσο παραδίδει ότι ο Σωκράτης συζήτησε και για τη θεϊκή πρόνοια, «καίτοι ασχολήθηκε στους διάλογους του μόνο με τα ηθικά», όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος ·
Ο ίδιος στην απολογία του δεν διεκδικεί καμιά σοφία περί τα «φυσικά» και τη ρητορική, τα οποία δεν δίδαξε ποτέ του, πολύ περισσότερο που με την κοινή έννοια δεν υπήρξε δάσκαλος κανενός. Και αποδίδει τη σχετική φήμη «στους πρώτους κατήγορους του», εννοώντας προφανώς τον Αριστοφάνη. Αν επιδόθηκε σε κάτι, παραδέχεται εκεί, αυτό ήταν «η ανθρωπινή σοφία» (2Od)1 λόγω της οποίας και «του βγήκε το όνομα». Πρώτος αυτός στράφηκε στον άνθρωπο και στην ανθρώπινη ψυχή. Και, έχοντας αποφασίσει ότι η φυσική θεωρία δεν μας αφορά, «εφιλοσόφησε τα ηθικά επί τε των εργαστηρίων και εν τη αγορά». Έγινε δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε, «ο φιλόσοφος του δρόμου». Στις συζητήσεις που έκανε με τους συμπολίτες του έδειχνε ιδιαίτερο πάθος και έκανε πράγματα για τα οποία τον καταφρονούσαν και τον περιγελούσαν, χωρίς όμως να καταφέρουν να τον κάνουν να θυμώσει ή να σταματήσει. Το «δαιμόνιο» του, αποτρεπτική θεϊκή φωνή που επενέβαινε σε στιγμές λήψης αποφάσεων, τον απέτρεπε απ’ οτιδήποτε θα εξέθετε το ήθος και τη μοναδικότητα του.
Ο Σωκράτης, ωστόσο, δοσμένος στην αποστολή του να «κάνει ηθικούς» τους συνόντες του, δεν παραμελούσε τη σωματική άσκηση και είχε αποκτήσει μεγάλη ευεξία, ώστε να μπορεί να κυκλοφορεί με τα ίδια ρούχα όλες τις εποχές του έτους και μάλιστα ξυπόλυτος. Λόγω της λιτότητας της «δίαιτας» του, ήταν ο μόνος που δεν αρρώσταινε κατά τις επιδημίες. Και, παρότι άντεχε στο ποτό, κανείς δεν τον είχε δει ποτέ μεθυσμένο. Επιδιδόταν επίσης στην εκμάθηση της μουσικής και αγαπούσε τον χορό. Στο Δήλιο έσωσε τον Ξενοφώντα όταν έπεσε από το άλογο και κατά την υποχώρηση του στρατεύματος δεν το έβαλε στα πόδια, αλλά περπατούσε ήρεμα και ήταν συνεχώς έτοιμος να αμυνθεί σε κάθε ενδεχόμενη επίθεση. Και στην Ποτίδαια, όπως μαθαίνουμε και από τον Αλκιβιάδη στο πλατωνικό Συμπόσιο, παρέμεινε ένα μερόνυχτο άγρυπνος και ακίνητος, παραδομένος στους φιλοσοφικούς του στοχασμούς. Εκεί έσωσε τον Αλκιβιάδη, του παραχώρησε τα αριστεία και έγινε παράδειγμα φυσικής αντοχής και γενναιότητας.
Περιφρονούσε την πολυτέλεια και τον προσοδοφόρο επαγγελματισμό και αγωνιζόταν να αποδείξει ότι «ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω». Απέφευγε τα δημόσια αξιώματα αλλά, όταν ως «βουλευτής» βρέθηκε μεταξύ των «πρυτάνεων», έδειξε πρωτόφαντο θάρρος, αντιτάχθηκε στα πολιτικά πάθη της στιγμής και αντιστάθηκε στο λαϊκό αίτημα να δικαστούν αναπολόγητοι και όλοι μαζί οι δέκα στρατηγοί που δεν περισυνέλεξαν τα πτώματα κατά τη ναυμαχία των Αργινουσών, το 406 π.Χ., δίνοντας μόνος αυτός αθωωτική ψήφο. Αρνήθηκε επίσης να υπακούσει στους περί τον Κριτία Τριάκοντα τύραννους το 404 π.Χ., που τον διέταξαν να συλλάβει και να μεταφέρει από τη Σαλαμίνα στην Αθήνα τον πλούσιο αυτοεξόριστο Λέοντα το Σαλαμίνιο, για να δικαστεί ως αντικαθεστωτικός.
Ο Σωκράτης ωστόσο πρέπει να έγινε γρήγορα διάσημος στην πόλη του, εφόσον ήδη το 423 π.Χ. όταν ανέβασε ο Αριστοφάνης τις Νεφέλες ήταν ο κεντρικός ήρωας της κωμωδίας. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι δεν κέρδισε ο Αριστοφάνης με την κωμωδία αυτή το πρώτο βραβείο, αλλά το τρίτο, γι’ αυτό και την ξαναδούλεψε ή την ξανανέβασε αργότερα, χωρίς όμως επιτυχία. Σήμαινε αυτό αποδοκιμασία του κοινού για την καρικατούρα του Σωκράτη ως μετεωρολόγου και σοφιστή; Οπωσδήποτε δεν πρέπει να βρήκε μεγάλη απήχηση η σάτιρα του, γιατί η δίωξη του από τους Αθηναίους έγινε ύστερα από 24 χρόνια, όταν η δημοκρατία είχε γίνει εξαιρετικά εύθραυστη και καχύποπτη. Είναι μάλιστα ενδεικτικό για το χιούμορ τού Σωκράτη το γεγονός ότι σε κάποια στιγμή που το κοινό αμφέβαλε αν το προσωπείο που φορούσε ο ηθοποιός που τον υποδυόταν ήταν επιτυχημένο, ο Σωκράτης σηκώθηκε όρθιος και έδειξε το πρόσωπο του στους θεατές. Και οπωσδήποτε δεν ήταν ένα όμορφο πρόσωπο. Σ’ αυτό όλες οι πηγές συμφωνούν, αλλά πολύ χαρακτηριστικά για το εσωτερικό του κάλλος, την ομορφιά της ψυχής του, είναι τα λόγια του Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο, το αριστούργημα αυτό του παιδαγωγικού έρωτα, λόγια που αποτελούν αληθινό ύμνο για τον Σωκράτη.
Πρόκειται για ένα συμπόσιο που διηγείται ο γλύπτης Απολλόδωρος από το Φάληρο, όπως του το εξιστόρησε ο Αριστόδημος, θαυμαστής του Σωκράτη. To συμπόσιο οργάνωσε ο Αγάθωνας, τραγικός ποιητής, στο σπίτι του για να γιορτάσει τη βράβευση της πρώτης του τραγωδίας στα Λήναια του 4ΐ6· Στο συμπόσιο αυτό παραβρέθηκαν ο αδελφός του Πλάτωνα Γλαύκωνας, ο Αριστόδημος, ο Φαιδρός, ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και ο Σωκράτης, ο οποίος τους αποκάλυψε τι άκουσε για τον έρωτα από την ιέρεια και μάντισσα Διοτίμα από τη Μαντινεία. Αφού είχαν όλοι υμνήσει τον έρωτα και μόλις είχε τελειώσει τον λόγο του και ο Σωκράτης, καταφτάνει στο συμπόσιο καθυστερημένος και πιωμένος ο Αλκιβιάδης. Αυτός, αντί να εγκωμιάσει τον έρωτα, προτίθεται να επαινέσει τον Σωκράτη, λέγοντας μάλιστα «όλη την αλήθεια γι’ αυτόν». Δήλωσε επίσης ότι θα πλέξει το εγκώμιο του Σωκράτη με «εικόνες», δηλαδή με παρομοιώσεις, όχι για να τον γελοιοποιήσει, αλλά προς χάριν της αλήθειας. Λέει λοιπόν ότι ο Σωκράτης είναι ολόιδιος με τους σιληνούς που στήνουν στα μαρμαρογλυφεία με φλογέρες και αυλούς στα χέρια. Αυτούς, αν τους ανοίξουμε, λέει, βλέπουμε να έχουν μέσα τους αγάλματα θεών. Τονίζει ακόμη ότι μοιάζει ο Σωκράτης με τον σάτυρο Μαρσύα, γνωστό για τη μεγάλη ασχήμια του. Δεν είναι μόνο όμοιος με αυτόν στη μορφή, αλλά και στην ειρωνεία και την προκλητικότητα, λέει. O «ψιλός (πεζός) λόγος» του είναι συναρπαστικότερος από τη μελωδία του καλύτερου αυλού για άντρες, γυναίκες και παιδιά, και προπαντός για τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, που δεν μπορεί να αντισταθεί στη μαγεία του και κλείνει τ’ αφτιά του όπως θα έκανε με τις σειρήνες. Και συνεχίζει ο Αλκιβιάδης εγκωμιάζοντας τη σοφία του Σωκράτη, την εγκράτεια του, το να μην ενδίδει στο ποτό και τον έρωτα, την αντοχή του στο κρύο και τις κακουχίες και την ανδρεία του. Κανείς, ούτε από τους παλαιούς, όπως ο Αχιλλέας, ούτε από τους νεότερους, όπως ο Περικλής, δεν βρίσκεται όμοιος του στην «ατοπία», λέει, παρά μόνο οι σιληνοί και οι σάτυροι. Κι αυτό ισχύει περισσότερο όταν τον ακούει κανείς να μιλά: Στην αρχή τα λόγια του φαίνονται γελοία. Ντύνει με τέτοιες λέξεις και φράσεις τις κουβέντες του σαν να είναι ντυμένες με το δέρμα κάποιου προκλητικού σάτυρου. Μιλά για γαϊδάρους με σαμάρια, για χαλκείς και σκυτοτόμους και βυρσοδέψες και λέει τα ίδια και τα ίδια, έτσι που κάθε άπειρος και ανόητος άνθρωπος θα μπορούσε να τον περιγελάσει. Όταν όμως τους δει ν’ ανοίγονται οι σιληνοί και μπει στο βάθος τους, πρώτα-πρώτα θα βρει να λόγια του από μόνα τους να έχουν νόημα κι έπειτα να είναι θεϊκότατα και να έχουν μέσα τους άπειρα αγάλματα αρετής, να αναφέρονται σε πλείστα πράγματα και μάλλον σε όλα εκείνα που προσήκει να εξετάζει καθένας που σκοπεύει να γίνει «καλός καγαθός».
O άσχημος λοιπόν Σωκράτης εμπνέει δέος και μαγεύει τους εταίρους του με το εσωτερικό του κάλλος. O Pierre Hadot σημειώνει στην αρχή του βιβλίου του Σωκράτους εγκώμιον ότι «η ιδανική μορφή του Σωκράτη, όπως την παρέστησε ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο, όπως επίσης την προσέλαβαν δύο μεγάλοι σωκρατικοί, ο Kierkegaard και ο Nietzsche είναι αυτή που έχει παίξει ιδρυτικό ρόλο στη δυτική μας παράδοση, και μάλιστα στη γέννηση της σύγχρονης σκέψης».
Αυτή ήταν πολύ συνοπτικά η ζωή και η νοοτροπία του Σωκράτη. Όπως συνέβη και στην εποχή μας με την περίπτωση του κορυφαίου και αινιγματικού Ludwig Wittgenstein, η ζωή του, η προσωπικότητα και η νοοτροπία του εντυπωσιάζουν και αυτούς ακόμη που δεν γνωρίζουν ή δεν εννοούν επαρκώς τη φιλοσοφία του. Όπως και ο Wittgenstein, έτσι και ο Σωκράτης ζούσε την ηθική, την κουβέντιαζε και την έκανε πράξη παρά την έγραφε. Γιατί, όπως έλεγε στη διάλεξη του για την ηθική, ένα βιβλίο για την ηθική, αν ήταν ένα πραγματικό βιβλίο για την ηθική, σαν μια έκρηξη θα ξεπέρναγε όλα τα βιβλία του κόσμου.
Για την ηθική ο Wittgenstein έλεγε ότι μπορεί κανείς να μιλά μόνο σε πρώτο πρόσωπο. Και δεν έγραψε σχεδόν τίποτα για την ηθική, εκτός από τη διάλεξη και κάποιους αφορισμούς, αλλά τη βίωσε, την έκανε πράξη και την άφησε στη σιωπή, ενώ ο Σωκράτης την εμπιστεύτηκε τουλάχιστον στον προφορικό λόγο.
Γιατί όμως ο Σωκράτης, αυτός που μας περιέγραψε ο Αλκιβιάδης, θεωρήθηκε τόσο επικίνδυνος και αξιώθηκε το τέλος που καθαγίασε τη ζωή του; Όπως τον θέλει ο Πλάτωνας να λέει στην Απολογία Σωκράτους – κι αυτό το κείμενο δεν πρέπει να είναι μη αυθεντικό, γιατί απευθυνόταν σε ανθρώπους που είχαν ζήσει τα γεγονότα και ήταν παρόντες στη δίκη – αυτός ο ίδιος δεν έκανε τίποτα το μεμπτό ή το αξιοπερίεργο, ώστε να του βγει το όνομα και να αρχίσουν οι εναντίον του διαβολές ότι τάχα «κάποιος Σωκράτης, σοφός άνθρωπος, ερευνά τα επουράνια και αναζητεί όσα είναι κάτω από τη γη και κάνει τον άδικο λόγο δίκαιο» (Απολογία), εκτός ίσως από το ότι διέθετε «κάποιου είδους σοφία», μιαν «ανθρώπινη σοφία».
Είχε δηλαδή συνειδητοποιήσει ότι αυτός τουλάχιστον γνώριζε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Είναι αυτή η σοφία που προφανώς εννοούσε ο θεός των Δελφών όταν η Πυθία απαντούσε στο ερώτημα του Χαιρεφώντα «αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από τον Σωκράτη» ότι «κανείς δεν ήταν σοφότερος από αυτόν». Έτσι τουλάχιστον άρχισε η περιπέτεια του. Όντας σε μεγάλη απορία, ν επειδή δεν είχε καμιά συνείδηση της σοφίας του, αλλά και δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ψεύδεται ο θεός, άρχισε να αναζητεί κάποιο σοφότερο του, πρώτα ανάμεσα στους πολιτικούς κι έπειτα στους ποιητές και τους δημιουργούς που θεωρούνταν σοφοί και να τους εξετάζει για να διαπιστώσει τελικά ότι δεν ήταν σοφοί στην πραγματικότητα, ενώ αυτός οπωσδήποτε δεν ήταν σοφός, αλλά είχε τουλάχιστον επίγνωση ότι «ουδέν οίδε», ότι «η σοφία του δεν άξιζε τίποτα».
Στην αναζήτηση αυτή αφιέρωσε τη ζωή του ως υπηρεσία στον θεό κι έτσι δημιούργησε μοιραίες εχθρότητες. Ακολουθούμενος μάλιστα από νέους, οι οποίοι μιμούνταν κατά χονδροειδή τρόπο την ελεγκτική του μέθοδο, απόδειχνε τους δοκησίσοφους ανεπαρκείς ηθικά και διανοητικά, όχι τόσο γιατί δεν γνώριζαν τίποτα, αλλά γιατί διεκδικούσαν σοφία των πιο σοβαρών πραγμάτων.
Έτσι, ασκώντας τον περίφημο σωκρατικό έλεγχο, έδειχνε «όσους μεγαλοφρονούσαν για τον εαυτό τους ότι ήταν ανόητοι», λ.χ. πρώτα τον πολιτικό και δημιουργό Άνυτο, έπειτα τον ποιητή Μέλητο και τέλος τον δημαγωγό και ρήτορα Λύκωνα. Αυτούς λοιπόν κατάφερε να τους εξοργίσει, με αποτέλεσμα να τον κατηγορήσουν για ασέβεια, εισαγωγή δηλαδή νέων θεοτήτων-όπως ίσως το περιβόητο «δαιμόνιο» του- και διαφθορά των νέων, και να τον σύρουν στο δικαστήριο.
H κατηγορία, όπως διατυπώθηκε μάλλον από τον σοφιστή Πολυκράτη -στον οποίο οφείλεται και η παράδοση των «κατηγοριών» που ακολουθήθηκαν από σχετικές «απολογίες» του Σωκράτη – ή από τον Άνυτο και υποβλήθηκε ως «γραφή ασεβείας» μάλλον από το Μέλητο, ήταν: «Αδικεί ο Σωκράτης γιατί δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης και εισάγει καινούρια ‘δαιμόνια’ και επίσης ‘αδικεί’ γιατί διαφθείρει τους νέους» (Απολογία). O Λυσίας τού έγραψε μια απολογία, την οποία όμως δεν δέχτηκε να εκφωνήσει ο Σωκράτης, με το πρόσχημα ότι δεν του ταίριαζε. Ήταν μεν ωραίος λόγος, αλλά ήταν περισσότερο «δικανικός» παρά «εμφιλόσοφος». H κατηγορία για διαφθορά των νέων ήταν προέκταση της «γραφή ασεβείας», για την οποία κατηγορήθηκε ο Σωκράτης λόγω κυρίως της συχνής επίκλησης του στο «δαιμόνιο».
Σύμφωνα με το ψήφισμα του Διοπείθη, το 432 π.Χ., είχε εγκριθεί από την εκκλησία του δήμου «να καταγγέλλονται όσοι δεν πιστεύουν στα θεία ή παρεκτρέπονται σε [ανόσιες] διδασκαλίες για τα ουράνια φαινόμενα».
Ο Σωκράτης δεν κατηγορήθηκε ακριβώς για αθεΐα, αλλά για διαφοροποίηση από τις κοινές θρησκευτικές αντιλήψεις και ασέβεια απέναντι στους θεούς της πόλης. To δήθεν αδίκημα για ηθική διαφθορά των νέων, προσηλυτισμό σε νέες ιδέες και συμπεριφορές, ίσως δεν οφειλόταν μόνο στο ότι αρκετοί «μαθητές» του αποδείχτηκαν εχθροί της δημοκρατίας, αλλά και σε προσωπικούς λόγους του Άνυτου. Όπως φέρεται να λέει ο Σωκράτης στην Απολογία Σωκράτους (29-31) του Ξενοφώντα, συναναστράφηκε κάποτε για λίγο τον γιο τού Άνυτου και του φάνηκε ότι δεν ήταν αδύναμος ψυχικά («άρρωστος»). Κατάλαβε λοιπόν ότι αυτός δεν θα έστεργε ποτέ να παραμείνει στον δουλοπρεπή τρόπο ζωής για τον οποίο τον προόριζε ο πατέρας του, θέλοντας να τον κάνει κι αυτόν βυρσοδέψη, και ότι, αν τον πίεζε να υπακούσει, θα είχε κακό τέλος. Αυτό συνέβη και ο Άνυτος, ο οποίος για ένα διάστημα είχε αυτοεξοριστεί στη Φυλή, δεν συγχώρησε τον Σωκράτη «που έβλεπε τον γιο του άξιο για κάτι καλύτερο», αλλά τον θεωρούσε υπεύθυνο για την τύχη του και θέλησε να τον εκδικηθεί, πείθοντας τον Μέλητο να καταθέσει σε βάρος του «γραφή ασεβείας».
Σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία, μετά την κατάθεση της γραφής ασεβείας από τον Μέλητο στον «άρχοντα βασιλέα» και την κοινοποίηση των ονομάτων των συνηγόρων του, Άνυτου και Λύκωνα, και των μαρτύρων του, καθορίστηκε η ημερομηνία της διαδικασίας, επιδόθηκε η κλήση στον Σωκράτη και αυτός παρουσιάστηκε στον άρχοντα βασιλέα και έλαβε προθεσμία να συντάξει και να καταθέσει τη δική του «αντιγραφή» ή, αν θεωρούσε τη δίκη παράνομη, «παραγραφή», ορίζοντας τους μάρτυρες και συνηγόρους του. O Σωκράτης δεν έλαβε υπόψη του τίποτα απ’ όλα αυτά, κάνοντας φιλοσοφία όπως και πριν, για τούτο και επιπλήχθηκε από τον Ερμογένη, όπως διαβάζουμε στην ξενοφώντεια Απολογία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η απάντηση του Σωκράτη στο ερώτημα γιατί δεν ασχολείται με την απολογία του: «Δεν δίνω την εντύπωση ότι απολογούμαι μελετώντας να έχω ζήσει έτσι όπως έζησα, δηλαδή να μην έχω κάνει τίποτα το άδικο σ’ όλη μου τη ζωή; Γιατί νομίζω ότι αυτή ακριβώς η μελέτη αποτελεί την ωραιότερη απολογία». Καίτοι έχει επίγνωση του κίνδυνου, αποδίδει ακόμη τη μη ενασχόληση του με την απολογία του σε αποτροπή του δαιμονίου του (Απολογία)·
Έτσι, μετά το πέρας της ανακριτικής διαδικασίας που έγινε ερήμην του Σωκράτη, η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο της Ηλιαίας, στο οποίο, όπως είναι γνωστό, χρέη δικαστών έκαναν 500 Αθηναίοι πολίτες που κληρώνονταν κάθε χρόνο από 6.οοο νομιμόφρονες Αθηναίους άνω των τριάντα ετών, κατανέμονταν σε δέκα τμήματα και έδιναν το νενομισμένο όρκο. Κάθε φορά η κλήρωση γινόταν την τελευταία στιγμή, δεν αιτιολογούταν η μυστική ψήφος και η απόφαση δεν επιδεχόταν προσβολή σε ανώτερο δικαστήριο. Όπως διευκρινίζει ο Κώστας Μπέης, «οι διάδικοι, ιδίως ο κατηγορούμενος, είχαν απεριόριστη ελευθερία λόγου, μέσα στον ίσο χρόνο (καθένας τρεις περίπου ώρες) που τους παρείχετο με μέτρο την κλεψύδρα» 093-4)- H δίκη τελείωνε αυθημερόν.
Στην περίπτωση της δίκης του Σωκράτη, πρώτος έλαβε τον λόγο ο Μέλητος και στη συνέχεια οι συνήγοροι του, Άνυτος και Λύκωνας, καθώς και οι μάρτυρες τους, τους οποίους ο Σωκράτης κατηγόρησε για ψευδορκία. Σχετικά με συνηγόρους και μάρτυρες του Σωκράτη δεν έχουμε στοιχεία, εκτός του ότι ο αδελφός του Χαιρεφώντα επιβεβαίωσε στο δικαστήριο τα του χρησμού του μαντείου (21a). H απολογία του Σωκράτη έχει δύο ή μάλλον τρία σκέλη: την πρώτη και κύρια απολογία, μετά το πέρας της οποίας οι δικαστές αποσύρθηκαν για να λάβουν απόφαση· τη δευτερολογία του, με τις προτάσεις για την ποινή εκ μέρους του κατηγορουμένου, τις οποίες, εφόσον η απόφαση ήταν καταδικαστική, το δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να δεχτεί και ανάγονταν σε εξορία ή σε χρηματικό πρόστιμο· και τέλος τον λόγο-αποχαιρετισμό του προς τους δικαστές που τον καταδίκασαν και σε αυτούς που τον αθώωσαν.
Ας δούμε τώρα πολύ συνοπτικά πώς ο Σωκράτης αντέκρουσε τις συγκεκριμένες κατηγορίες και πώς πολιτεύτηκε κατά τη διαβόητη αυτή δίκη, έχοντας ήδη εκθέσει με βάση και την Απολογία τα του βίου του, γιατί ουσιαστικά η απολογία του, όπως φαίνεται να λέει και στην Απολογία του Ξενοφώντα, ήταν η ίδια η ζωή του. Μετά το κατηγορητήριο του Μέλητου λαμβάνει τον λόγο ο Σωκράτης. Με τη συνηθισμένη ειρωνεία του παρατηρεί ότι τόσο πειστικά, καίτοι μη αληθινά, ήταν τα λόγια του κατηγόρου του, που προς στιγμήν ξέχασε και αυτός ο ίδιος ποιος ήταν.
Δεν έπρεπε όμως να φοβούνται οι δικαστές μήπως ξεγελαστούν και από τα δικά του λόγια, γιατί αυτός δεν είναι ρήτορας και θα τους πει με τον δικό του απλό τρόπο όλη την αλήθεια. Δεν ταιριάζει στην ηλικία του, χωρίς μάλιστα να έχει ξαναπατήσει στο δικαστήριο, να κάνει τον ρήτορα. Συνηθισμένος στη διαλεκτική, κάνει και εκεί διάλογο με τον Μέλητο, κατά το έθιμο, χωρίς να γνωρίζουμε αν αυτός απάντησε στην πραγματικότητα. Μοναδικό καθήκον των δικαστών θεωρεί ο Σωκράτης να προσέξουν αν «δίκαια λέγει».
Πρώτα απολογείται για όσα του καταμαρτύρησαν οι πρώτοι και πιο φοβεροί κατήγοροι του, οι οποίοι τον εμφάνισαν ως ένα σοφό που ασχολείται με τα μετέωρα και τα υποχθόνια, κάνει τον άδικο λόγο δίκαιο και, συνεπώς, δεν πιστεύει στους θεούς, υπονοώντας τον Αριστοφάνη. Διαβάζει το επίσημο κατηγορητήριο και εξηγεί ότι δεν περιφρονεί τη φυσική φιλοσοφία, απλώς δεν έχει ιδέα γι’ αυτήν. Επικαλείται μάλιστα τη μαρτυρία των παρευρισκομένων αν ποτέ έκανε λόγο για πράγματα αυτού του είδους, πολύ περισσότερο ως δάσκαλος. Στη συνέχεια εξηγεί πώς του βγήκε το κακό όνομα, ανατρέχοντας στον χρησμό του Χαιρεφώντα που αποδείχτηκε καθοριστικός για τη ζωή και τη μοιραία αποστολή του, γιατί με τον συνεχή έλεγχο αποκάλυπτε την άγνοια πολιτικών, ποιητών, μάντεων, τεχνιτών και άλλων που διεκδικούσαν επιστημονική γνώση, ενώ ο ίδιος είχε τουλάχιστον επίγνωση της άγνοιας του. Έτσι έγινε μισητός.
Ο Σωκράτης αρχίζει ουσιαστικά την απολογία του για τις συγκεκριμένες κατηγορίες με την απόκρουση της κατηγορίας για «διαφθορά» των νέων και απευθύνει ερωτήσεις στον Μέλητο ανάλογες με αυτές που βρίσκουμε στους διάλογους του: Στο ερώτημα ποιος κάνει καλό στους νέους, ο Μέλητος απαντά ότι αυτό το κάνουν όλοι οι Αθηναίοι, δικαστές, βουλευτές και πολίτες, ώστε να προκύπτει το συμπέρασμα ότι ένας μόνο άνθρωπος, δηλαδή ο Σωκράτης, είναι αυτός που τους κάνει κακό. Αυτό δείχνει κατά τον Σωκράτη ότι ο Μέλητος ουδέποτε ασχολήθηκε σοβαρά με την παιδεία των νέων. Στη συνέχεια ο Σωκράτης καταφεύγει στην ηθική αρχή του «ουδείς εκών κακός» και ρωτά τον Μέλητο αν αυτός διαφθείρει τους νέους θεληματικά (εκών). Στην καταφατική απάντηση του Μέλητου ο Σωκράτης προσποιείται με τη συνήθη ειρωνεία του ότι αγανακτεί με τον εαυτό του γιατί, γέρος άνθρωπος, δεν το είχε καταλάβει αυτό και πίστευε ότι κανείς δεν είναι κακός με τη θέληση του αλλά επειδή δεν ξέρει ότι κάτι είναι κακό. Γιατί αν το είχε καταλάβει θα περίμενε, κάνοντας τους «συνόντες» του κακούς, να πάθει κακό από αυτούς και ο ίδιος.
Την άποψη του Μέλητου κανείς βέβαια δεν την πιστεύει γιατί, έστω κι αν παραδεχτούμε ότι κάνει κάποιος κακό, αυτό το κάνει ακούσια. Συνεπώς ο Μέλητος είχε υποχρέωση να τον διαφωτίσει, γιατί τότε δεν θα το ξανάκανε, και όχι να τον σέρνει στα δικαστήρια. Υπάρχει νόμος να εισάγει κάποιος στα δικαστήρια αυτούς που έχουν ανάγκη τιμωρίας, αλλά όχι και αυτούς που έχουν ανάγκη μάθησης.
Σχετικά με την κατηγορία της ασέβειας ρωτά ο Σωκράτης τον Μέλητο πως εννοεί ότι διαφθείρει τους νέους. Μήπως, κατά τη γραφή ασεβείας που υπέβαλε, τους κάνει να μην πιστεύουν στους θεούς της πόλης τους, αλλά σε «καινά δαιμόνια»; Γιατί αν ο Μέλητος εννοεί ότι ο Σωκράτης πιστεύει σε θεούς, δεν είναι άθεος και συνεπώς δεν πρέπει να δικαστεί, αν εννοεί απλώς ότι δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, εννοεί ότι υπάρχουν και άλλοι θεοί άγνωστοι στην πόλη, ή ότι γενικά δεν πιστεύει σε θεούς; O Μέλητος απαντά πως εννοεί ότι ο Σωκράτης δεν πιστεύει σε κανένα θεό. O Σωκράτης διαμαρτύρεται γιατί θεωρεί όπως και οι άλλοι θεούς τον ήλιο και τη σελήνη, πράγμα που αρνείται 1 ο Μέλητος, προφανώς συγχέοντας τον Σωκράτη με τον Αναξαγόρα, του οποίου το βιβλίο στην ορχήστρα στοιχίζει μόνο μια δραχμή. Έτσι όμως ο ανόητος Μέλητος πέφτει σε αντιφάσεις και λέει τα αντίθετα από τη «γραφή» του, ότι δηλαδή ο Σωκράτης και πιστεύει και δεν πιστεύει σε θεούς και προσπαθεί να τον βγάλει άθεο. Επικαλούμενος την καλοπιστία και τη νοημοσύνη των δικαστών, ρωτά πώς είναι δυνατό να πιστεύει κάποιος σε θεϊκά πράγματα και όχι σε θεούς. Γιατί το κατηγορητήριο τον εμφανίζει να πιστεύει σε κάποιες θεότητες. O Μέλητος λοιπόν αντιφάσκει και δεν ξέρει τι λέει. Θεωρεί λοιπόν ο Σωκράτης ότι αυτά που είπε σχετικά με τη γραφή ασεβείας είναι αρκετά γιατί έδειξαν ότι δεν είναι ένοχος και συνεπώς δεν του χρειάζεται για το ζήτημα αυτό «πολλή απολογία».
Πιστεύει ωστόσο ότι η απέχθεια που έχει δημιουργήσει απέναντι σε πολλούς είναι πραγματική και νομίζει ότι, αν κάτι τον βλάψει, αυτό θα είναι η συκοφαντία και ο φθόνος και όχι ο Μέλητος και ο Άνυτος. Δεν ντρέπεται για την ασχολία (το «επιτήδευμα») που διάλεξε στη ζωή του, λόγω του οποίου κινδυνεύει να τη χάσει, γιατί θεωρεί απαράδεκτο να μη φροντίζει για τους άλλους από φόβο. Όπως δείχνει και η μεγάλη ποίηση, ο φόβος της ντροπής είναι μεγαλύτερος από τον φόβο του θανάτου και η ατιμία είναι χειρότερη από τον θάνατο. Πρέπει συνεπώς να μένει κανείς ακλόνητος εκεί που έχει ταχθεί από τον θεό, αλλιώς θα έδειχνε στην πράξη ότι δεν πιστεύει στους θεούς. O σοφός άνθρωπος δεν φοβάται τον θάνατο, έστω κι αν δεν ξέρει αν είναι κάτι καλό ή κακό. Γιατί η πιο επονείδιστη αμάθεια είναι να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει αυτά που δεν γνωρίζει. Σ’ αυτό έγκειται η διαφορά του Σωκράτη με τους άλλους ανθρώπους: εφόσον δεν γνωρίζει ικανοποιητικά τα σχετικά με τον Άδη, πιστεύει ότι δεν τα γνωρίζει, ενώ αντίθετα γνωρίζει ότι το να αδικεί και να απειθεί σε κάποιον καλύτερον απ’ αυτόν, είτε θεό είτε άνθρωπο, είναι κακό και αισχρό.
Ο Σωκράτης δηλώνει ότι δεν θα δεχτεί να αθωωθεί με αντάλλαγμα να εγκαταλείψει τη φιλοσοφία, αλλά θα υποταχτεί στην εντολή του Θεού/Οσο υπάρχει και αναπνέει θα φιλοσοφεί και δεν θα πάψει να εξετάζει ανθρώπους, εκπληρώνοντας το θεϊκό πρόσταγμα. Και μάλιστα γιατί αυτή η υπηρεσία στον θεό αποτελεί την ύψιστη προσφορά του θεού στην πόλη. Και οφείλει να φροντίζει για την ψυχή των συμπολιτών του περισσότερο από τον εαυτό του και την απόκτηση χρημάτων (2od). Av τον αθωώσουν, λοιπόν, θα συνεχίσει να νοιάζεται για την αρετή των συμπολιτών του και αν τον θανατώσουν θα κάνουν κακό στον εαυτό τους και θα αμαρτήσουν απέναντι στον θεό. Δεν θα βρουν άλλον άνθρωπο ταγμένο από τον θεό στην πόλη και θα βυθιστούν και πάλι σε βαθύ ύπνο για όλη τους τη ζωή. O Σωκράτης σαφώς βλέπει τον εαυτό του ως δώρο του θεού στην πόλη, για να τους οδηγεί στην αρετή χωρίς καμιά υλική αμοιβή.
Τεκμήρια της ευσέβειας του θεωρεί ακόμη ο Σωκράτης το δαιμόνιο, τη θεϊκή φωνή μέσα του, τους χρησμούς που λαμβάνει και τα θεόσταλτα όνειρα, που δείχνουν ότι αυτός εκτελεί πράγματι το θέλημα του θεού. Και ότι δεν διαφθείρει ηθικά τους νέους είναι φανερό από το γεγονός ότι κανείς από αυτούς, ούτε οι γονείς και οι οικείοι τους δεν ήρθαν να μαρτυρήσουν εναντίον του, αλλά είναι παρόντες στη δίκη αρκετοί από αυτούς, πρόθυμοι να τον υπερασπιστούν.
Για την αθώωση του όμως δεν πρόκειται να παρακαλέσει. Ούτε έφερε εδώ τη γυναίκα και τα παιδιά του να το κάνουν, όχι από περιφρόνηση, αλλά από αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια και επίγνωση της αθωότητας του και των υπηρεσιών του στην πόλη και από το ότι βαδίζει με θάρρος προς τον θάνατο. Δεν επιτρέπει συνεπώς στον εαυτό του να διασυρθεί με «ελεεινά δράματα». Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι η φήμη η δική του, των δικαστών και της πόλης. Δεν του ταιριάζει να εκλιπαρήσει, γιατί έχει κάποια ηλικία και όνομα και όλοι πιστεύουν ότι σε κάτι διαφέρει αυτός από τους πολλούς ανθρώπους. Αλλά δεν είναι και δίκαιο να θέλει να επηρεάσει τους δικαστές με παρακλήσεις να καταπατήσουν τον όρκο τους, γιατί τότε θα ήταν σαν να έδειχνε ότι δεν πιστεύει στους θεούς. Θέλει απλώς να τους διδάξει και να τους πείσει να διακρίνουν το δίκαιο από το άδικο. Και τελειώνει το κύριο μέρος της απολογίας του με μια θερμή ομολογία πίστης στους θεούς, αφήνοντας την κρίση στον θεό και τη συνείδηση των δικαστών.
Στο κύριο αυτό μέρος της απολογίας του ο Σωκράτης απέδειξε με διαλεκτικά επιχειρήματα και συνεχή υπόμνηση ότι είναι εντεταλμένος από τον θεό να φιλοσοφεί και ότι η κατηγορία ήταν αβάσιμη. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι θεωρεί την άσκηση της φιλοσοφίας θεόδοτη ήταν αρκετό για την υποστήριξη της πίστης του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πλέον σωκρατικός στωικός φιλόσοφος Επίκτητος συνάγει ένα ηθικό επιχείρημα για την ύπαρξη του θεού από την ύπαρξη του αληθινού φιλοσόφου. Στη Διατριβή III, ίσως λόγω του τρόπου με τον οποίο έβλεπε ο Σωκράτης αλλά και αυτός ο ίδιος την αποστολή του, υποστηρίζει ότι ο θεός χρησιμοποιεί τον αληθινό φιλόσοφο προς τους «απαίδευτους» ως «διάκονον και μάρτυρα… ότι και εστί και καλώς διοικεί τα όλα και ουκ αμελεί των ανθρωπίνων πραγμάτων». Γιατί και αυτός, όπως και ο Σωκράτης, έβλεπε την άσκηση της φιλοσοφίας ως αποστολή του φιλοσόφου από τον θεό· Όταν λοιπόν κάποιος αισθάνεται ως απόστολος του θεού, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητεί την ύπαρξη του. Όπως εξάλλου υποστηρίζεται στον διάλογο Ευθύφρων, μέλημα του Σωκράτη ήταν η ηθικοποίηση της θρησκείας. Σαφώς λοιπόν η κατηγορία ήταν άδικη και σαφώς ο Σωκράτης απέδειξε την αθωότητα του. O τρόπος ωστόσο με τον οποίο το έκανε ήταν ίσως πολύ αλαζονικός και αρκετά προκλητικός για τους κοινούς ανθρώπους, με αποτέλεσμα την καταδίκη του.
Πράγματι, οι δικαστές καταδίκασαν τον Σωκράτη σε θάνατο με μικρή σχετικά πλειοψηφία, με μόνο 28ο αρνητικές ψήφους προς 221 αθωωτικές. Όταν όμως του ζήτησαν να ορίσει την ποινή ή το πρόστιμο που μπορούσε να πληρώσει, εκείνος θεωρήθηκε ακόμη πιο προκλητικός. Όπως διαβάζουμε στη δευτερολογία του, δέχτηκε αρχικά με κατανόηση την απόφαση των δικαστών σαν να την περίμενε και εξεπλάγη για τη μικρή διαφορά των καταδικαστικών ψήφων από τις αθωωτικές, μολονότι βοήθησαν τον Μέλητο με τις αγορεύσεις τους ο Άνυτος και ο Λύκωνας. Απαριθμεί και πάλι το τι έχει κάνει για την πόλη του σε βάρος των προσωπικών συμφερόντων του και του εαυτού του και, αν είναι να αμειφθεί ανάλογα με τις υπηρεσίες του, δηλαδή «κατά την αξίαν», προτείνει να του διατεθεί ως σε ευεργέτη «δωρεάν σίτηση στο πρυτανείο» μαζί με τους Ολυμπιονίκες.
Το αίτημα αυτό φαίνεται τους τάραξε και τους εξόργισε και ο Σωκράτης αισθάνθηκε την ανάγκη να τους εξηγήσει γιατί αντιδρά έτσι: Δεν αδίκησε κανένα, αλλά μέσα σε μια μέρα δεν μπόρεσε φαίνεται να αποσείσει όλες τις εναντίον του συκοφαντίες. Δεν μπορεί όμως και να αδικήσει και να καταδικάσει τον εαυτό του. Για τούτο και δεν δέχεται να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο δεσμωτήριο, δούλος των εκάστοτε αρχόντων. Χρήματα δεν έχει και δεν στέργει να εξοριστεί, γιατί, αφού οι συμπατριώτες του δεν ανέχτηκαν την παρουσία του, πουθενά αλλού δεν θα είχε θέση. Εφόσον μάλιστα θα συνεχίσει να προσελκύει τους νέους στο φιλοσοφείν, θα εξοριστεί ξανά και θα περιφέρεται από πόλη σε πόλη. Από την άλλη μεριά, το να ζήσει ήσυχα, χωρίς να φιλοσοφεί, συνεπάγεται ανυπακοή στον θεό και μια ζωή εντελώς ανούσια που δεν αξίζει να βιωθεί. Av είχε χρήματα, λέει, θα δεχόταν το πρόστιμο που θα μπορούσε να καλύψει, αλλά αυτό που μπορεί να πληρώσει είναι μόνο το μηδαμινό ποσόν της μιας ασημένιας μνας. Οι φίλοι του όμως τον παρακαλούν να τους αφήσει να εγγυηθούν για τριάντα μνες. Δέχεται την προσφορά τους και προτείνει ως ποινή αυτό το ποσόν.
Ήταν και πάλι η αγέρωχη συμπεριφορά του Σωκράτη, η υπερηφάνεια του, η συνείδηση της θεϊκής αποστολής του και η επίκληση των υπηρεσιών που πρόσφερε στην πόλη, που με την προσθήκη άλλων 8ο καταδικαστικών ψήφων οδήγησαν στη θανατική καταδίκη του. H τελευταία αγόρευση του είναι συγκλονιστική. Απευθυνόμενος σ’ όσους τον καταδίκασαν τους προσφωνεί «άνδρες Αθηναίοι», γιατί θεωρεί ως δικαστές μόνο εκείνους που του έδωσαν αθωωτική ψήφο. Λέει χαρακτηριστικά στους πρώτους ότι, αν περίμεναν λίγο ακόμη, αναλογιζόμενοι την ηλικία του, δεν θα κινδύνευαν να κακολογηθούν ότι θανάτωσαν ένα σοφό άνθρωπο. Γιατί τώρα είναι αναμφισβήτητο ότι όλοι θα τον δουν έτσι.
Δεν του έλειψαν, ισχυρίζεται, τα επιχειρήματα, αλλά η ταπείνωση να ικετέψει και να εξευτελίσει τον εαυτό του. Ποτέ του όμως δεν έπραξε κάτι το «ανελευθερον» και συνεπώς δεν θα αξίωνε τον εαυτό του με μια απολογία σαν των άλλων απλώς για να γλιτώσει τον θάνατο. Αυτό που ήθελε πάντα ήταν να γλιτώσει την αδικία «που τρέχει πιο γρήγορα από τον θάνατο». Εγώ τώρα φεύγω, λέει, για τον θάνατο, αλλά εσείς καταδικάζεστε για αδικία και μοχθηρία. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Ως μελλοθάνατος χρησμοδοτεί ακόμη σε όσους τον καταψήφισαν ότι αμέσως θα τιμωρηθούν σκληρά για την πράξη τους. Κάνουν λάθος αν πιστεύουν ότι θανατώνοντας ανθρώπους θα απαλλαγούν από τη μομφή ότι δεν ζουν ορθά, τώρα μάλιστα που φεύγει αυτός που συγκρατούσε τον κόσμο. Αντί να κλείνουν τα στόματα των κατήγορων τους έπρεπε να φροντίσουν να βελτιωθούν ηθικά.
Απ’ όσους τον αθώωσαν, τους πραγματικούς «δικαστές» του, ζητά να μείνουν ακόμη κοντά του ώσπου να κλείσει η διαδικασία, για να συζητήσουν μαζί του τη σημασία όλων όσα έγιναν. Τους αποκαλύπτει ότι την ημέρα εκείνη το δαιμόνιο του δεν τον απέτρεψε από τίποτα απ’ όσα είχε κατά νου να κάνει και έκανε, σαν να μην πήγαινε να συναντήσει κάποιο κακό, γιατί προφανώς ο θάνατος δεν είναι κακό, αλλά καλό. Με τον θάνατο ή έρχεται κανείς στην ανυπαρξία, ή, όπως λένε, γίνεται μετοίκηση της ψυχής. Av νεκρώνονται οι αισθήσεις, ο θάνατος θα είναι ύπνος και μάλιστα χωρίς όνειρα, που είναι ό,τι καλύτερο και κέρδος μέγα για τον καθένα. Αλλά και αν είναι ταξίδι της ψυχής σε άλλο κόσμο, είναι ακόμη μεγαλύτερο καλό, γιατί υπάρχει ελπίδα να συναντήσει κανείς εκεί καλούς ανθρώπους, και μάλιστα να τους υποβάλει σε ερωτήσεις, όπως εδώ, για να ελέγξει τη σοφία τους. Γι’ αυτό και οι «δικαστές» του πρέπει να έχουν καλές ελπίδες για τον θάνατο και να έχουν την πεποίθηση ότι ο καλός άνθρωπος ούτε στην εδώ ούτε στην άλλη ζωή παθαίνει τίποτα κακό. Και να πιστεύουν πως ό,τι συνέβη στον ίδιο ήταν «θέλημα του θεού», γιατί με τον θάνατο θα γλιτώσει από πολλά βάσανα. Γι’ αυτό και δεν τον απέτρεψε από τίποτα «το σημείον». Δηλώνει ακόμη ότι δεν αγανακτεί με όσους τον καταψήφισαν καίτοι πρόθεση τους ήταν να τον βλάψουν, για το οποίο είναι αξιόμεμπτοι. Και απευθυνόμενος σ’ αυτούς ζητά να «τιμωρήσουν» τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, αν δεν νοιάζονται για την αρετή, όπως ακριβώς τους «τιμώρησε» και αυτός. Και να τους ονειδίσουν, αν πιστεύουν πως είναι κάτι ενώ δεν είναι, για να τους κάνουν να επιμεληθούν γι’ αυτά που πρέπει. Τότε θα κάνουν κάτι δίκαιο γι’ αυτόν και τα παιδιά του. Και τελειώνει την απολογία του βλέποντας ότι έφτασε πλέον η ώρα αυτός να φύγει («ώρα απιέναι») για να πεθάνει κι αυτοί για να ζήσουν. Ποιος πορεύεται στο καλύτερο, λέει, το ξέρει μόνο ο θεός.
Αισθάνθηκα την ανάγκη να δώσω τα κύρια σημεία της Απολογίας Σωκράτους του Πλάτωνα, γιατί και μόνο αυτό το κείμενο να μας είχε σωθεί, θα ήταν αρκετό για να δείξει το μεγαλείο της ψυχής και του πνεύματος του Σωκράτη και να δικαιώσει τη φήμη του στους αιώνες. Μπορεί τα επιχειρήματα του να μην θεωρούνται απ’ όλους απρόσβλητα λογικά, μπορεί να βρίσκουν μερικοί τη συνείδηση αποστολής κάπως ξεπερασμένη, όμως το ασίγαστο πάθος για τη δικαιοσύνη, η μεγαλοψυχία, η πνευματική ρώμη και η εγκαρτέρηση αποτελούν μήνυμα εσαεί. Και δεν έχει υπάρξει ποτέ μεγαλύτερη αναγνώριση της φιλοσοφίας ως λόγου ύπαρξης και δικαίωσης της ζωής, ούτε πιο φιλοσοφημένη αντιμετώπιση και αξιολόγηση του θανάτου. Και μόνο με την απολογία του ο Σωκράτης είναι απλά «μεγάλος».
Όπως είναι γνωστό, από τον διάλογο Κρίτων που διδαχτήκαμε στην τρυφερή μας ηλικία, ο Σωκράτης δεν δέχτηκε να φυγαδευτεί από τον Κρίτωνα για να γλιτώσει τον θάνατο, «πειθόμενος τω λόγω» (Κρίτων, όπως έλεγε, και γιατί θεωρούσε τον εαυτό του συννομοθέτη, εφόσον δεν ζήτησε έγκαιρα τη διόρθωση ή μεταβολή των νόμων, σύμφωνα με τη μεταξύ τους «ομολογία» (‘ξυνθήκη’/συμβόλαιο) και γιατί ιεραρχούσε την πατρίδα του ως το ιερότερο πράγμα στον κόσμο και τον ύψιστο σκοπό για να ζήσει ή να πεθάνει κανείς, λέγοντας: «από την μητέρα και τον πατέρα κι απ’ όλους τους άλλους προγόνους η πατρίδα είναι το τιμιότερο, αγιότερο, σπουδαιότερο και σε ανώτερη μοίρα πράγμα σύμφωνα και με τους θεούς και με τους νοήμονες ανθρώπους». Ακόμη και με την επίγνωση ότι οι νόμοι και η πατρίδα τον αδίκησαν, ο Σωκράτης δεν στέργει να ανταποδώσει την αδικία, γιατί αποτελεί πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα πεποίθηση του ότι «δεν πρέπει κανείς να ανταδικεί ούτε να βλάπτει κανένα άνθρωπο οτιδήποτε κι αν υποφέρει από αυτούς (Κρίτων 49C). Ούτε, τέλος, δέχτηκε να δραπετεύσει καινά εγκατασταθεί αλλού, γιατί ανέκαθεν τον ενθουσίαζε η πόλη περισσότερο απ’ ότι κάθε άλλο συμπολίτη του, ώστε η διαφυγή του θα αποτελούσε προδοσία.
Παρέμεινε λοιπόν οικειοθελώς ο Σωκράτης στο δεσμωτήριο για ένα μήνα και πέρασε την τελευταία του μέρα αποχαιρετώντας νηφάλια την οικογένεια του και συζητώντας εποικοδομητικά με τους φίλους του για τη ζωή, την ψυχή και τον θάνατο, όπως διαβάζουμε στον πλατωνικό Φαίδωνα. Εκεί συνέθεσε κατά την παράδοση παιάνα στον θεό Απόλλωνα και μελοποίησε μύθους του Αισώπου, μέχρις ότου επέστρεψε η ιερή τριήρης από τη Δήλο. Γιατί κατά την απουσία της δεν επιτρέπονταν εκτελέσεις. Ζήτησε μάλιστα από τον Κρίτωνα να θυσιάσει έναν κόκορα στον Ασκληπιό, ίσως για να τον ευχαριστήσει που τον απάλλαξε από το βάρος της ζωής, η οποία γι’ αυτόν ως φιλόσοφο ήταν έτσι κι αλλιώς «μελέτη θανάτου», ήπιε ήρεμα και με απόλυτη αξιοπρέπεια το κώνειο και πέθανε το 399 π.Χ. σε ηλικία 70 ετών.
Μπορεί οι Αθηναίοι να μετάνιωσαν αμέσως για την απόφαση τους, όπως μας βεβαιώνουν οι μαρτυρίες. Μπορεί να έκλεισαν τις παλαίστρες και τα γυμναστήρια, να τιμώρησαν τους κατήγορους του, με εξορία τον Άνυτο και τον Λύκωνα και με θάνατο τον Μέλητο, και να έστησαν στον Σωκράτη χάλκινο ανδριάντα στο Πομπείο, έργο του Λύσιππου. Όμως το στίγμα δεν εξαλείφεται εύκολα για μια Αθήνα, κοιτίδα της δημοκρατίας και σύμβολο της ελευθερίας του πνεύματος. Και όχι μόνο για την Αθήνα. H Claude Mosse τονίζοντας την ιστορική σημασία της δίκης και του θανάτου του Σωκράτη, παρατηρεί: «Ο θάνατος του Σωκράτη είναι ένα γεγονός που σημάδεψε την ιστορία του δυτικού πολιτισμού. H εικόνα του Σωκράτη, που υπήρξε θύμα της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας αλλά και υπόδειγμα θάρρους και γαλήνης μπροστά στον θάνατο, έγινε ένα είδος συμβόλου και είκοσι πέντε αιώνες δεν αφαίρεσαν τίποτα από τον υποδειγματικό του χαρακτήρα». Και ο E. Barker τόνισε ότι το «μέγιστο μάθημα της ζωής του Σωκράτη ήταν ο θάνατος του». Τον Σωκράτη θυμήθηκε ο Αριστοτέλης, όταν τον κατηγόρησαν κι αυτόν οι Αθηναίοι, και κατέφυγε στη Χαλκίδα για να μην έχει την τύχη του.
Αυτά είναι λίγο πολύ τα σχετικά με τη ζωή και το τέλος του Σωκράτη γεγονότα, όπως κυρίως τα περιγράφει αντλώντας από την παράδοση ο Διογένης ο Λαέρτιος και όπως ευκαιριακά επιβεβαιώνονται από την Απολογία, τον Κρίτωνα και τον Φαίδωνα, καθώς και από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα. Για τα γεγονότα της ζωής, της δίκης και του θανάτου του Σωκράτη οι πηγές σε γενικές γραμμές συμφωνούν. Οι λόγοι της θανάτωσης του ωστόσο, καθώς και η στάση του απέναντι στον θάνατο, ερμηνεύτηκαν ποικιλότροπα. Και η απήχηση του θανάτου του υπήρξε έντονη σε μεγάλο μέρος της ιστορίας της μετέπειτα φιλοσοφίας.
Πηγή: “Σωκράτης“ της Μυρτώς Δραγώνα-Μονάχου, από την σειρά Οι Μεγάλοι Έλληνες εκδόσεις SKY