Τηλεγραφικά πια. Δεν γράφω, παρά μόνο για να σωθώ. Αγγίξαμε την τελειότητα της φθοράς και εξοικειωθήκαμε με το μαστίγιο. Τόσο, που μοιάζει βάσανο η καθυστέρηση της πληρωμής. Ντύθηκα σεμνά και γονάτισα μπρος στο εικόνισμα. Στην κορνίζα μπρος στο καντήλι μία παιδική μου ζωγραφιά. Ο πρώτος μου έρωτας. Τον εκμαύλισα επαρκώς. Με αφόρισε κι όλες του οι κατάρες κομποσκοίνια στον καρπό μου.
[απ’ την ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ της Κάκιας Παυλίδου]
Δεν φταις εσύ, λοιπόν. Είχα βεβαρυμμένο ιστορικό αυτοκαταστροφής. Έπρεπε να με ξεντύσεις πριν μ' ερωτευτείς. Κάτω από τα διάφανα γάντια, μαύρα τα νύχια από το χώμα που σκάβω κάθε χάραμα για να βγω από τον περιφραγμένο παράδεισο μιας Μοναχικότητας που δεν αστειεύεται. Κάτω από το επίσημο φόρεμα, ένα κορμί γεμάτο εκδορές και ρυτίδες, από τη σκαπάνη που ο Αιχμάλωτος Εαυτός χρησιμοποιεί για να ξεφύγει από το σώμα μου.
Έπρεπε να με ξεντύσεις από τη βιτρίνα μου πριν μ' ερωτευτείς. Μέσα μου πολυώροφα κάστρα σκοτεινής περιήγησης, με Φόβους - Τρωκτικά για φρουρούς. Γεμάτη άβατα πατώματα Μοναξιάς. Υπόγεια, ισόγεια και ρετιρέ. καμία πολυτέλεια. Άρωμα από εγκατάλειψη. Και στα μπαλκόνια, χωρίς κάγκελα, χωρίς προστασία, ένας γκρεμός.
Στην πίσω αυλή θάβομαι κάθε σούρουπο. Δίπλα στις ρίζες του γενεαΛογικού μου δέντρου. Να θρέφονται οι παραλογίες μου από τεκμηριώσεις. Το χάραμα, με τον νεογέννητο Ήλιο να σκάει μύτη απ' τον ορίζοντα, σκάψω μύτη από το βούρκο.
Περιποιούμαι στον καθρέφτη της Παραπλάνησης. Κάρβουνο στα μαλλιά και λίπασμα στα μάτια. Φυτεύω βλέμματα και δαγκώνω τα χείλη για να κοκκινίσουν. Δεν φοράω κραγιόν. Με ξέρεις. Μ' ένα λιπαντικό γυαλίζω τις επιφάνειες και τα δόντια. Το λευκό των ματιών με οξύ λεμονιού... Κι αντέχω. Δε δακρύζω ποτέ. Ξέρω ποια λάθη πληρώνω και το φχαριστιέμαι στο βασανιστήριο... γελάω. Μαζοχίζομαι μπρος στην απειλή της τιμωρίας και σαν νιώθω στην πλάτη κεφάλια ερπετού, τις υγρές τούφες των μαλλιών, ενισχύω τα αγγεία με αίμα, να μην μείνουν πεινασμένοι οι επιστρατευμένοι στρατοί των Αγγέλων.
Ξέρεις. Είναι καλοί οι Άγγελοι με όποια μορφή κι αν εμφανιστούν. Έρχονται να συνετίσουν με τιμωρία. Θέλουν να με γλιτώσουν από το Τίποτα, από την θηλιά του παραμυθιού μου που φλερτάρει μόνιμα με τον λαιμό μου...
Ο μόνος τρόπος αντίστασης είναι να δείξω πως απολαμβάνω αυτό το Θάνατο.
Η μόνη άμυνά μου είναι, την ώρα που το Θηρίο ανοίγει το στόμα του για να δαγκώσει τον καρπό μου, να πιέσω με όλη μου τη δύναμη το χέρι μου, ώστε να του κοπεί η αναπνοή και να ματαιώσει το Δάγκωμα...
και μετά έρχεται η σειρά μου να δαγκώσω...
Όλους τους Ρόλους μου τους λάτρεψα. Σ' όλες τις σκηνές της Ζωής πέθανα με ειλικρίνεια. Σ' όλα τα χειροκροτήματα υποκλίθηκα με ευγνωμοσύνη. Χάρισα τα Έσοδά μου, νομίσματα Δύναμης κι Αντοχής, στους φτωχούς της Γης...
Δεν απαλλάσσομαι από Αυτό που με περιμένει, παρασύροντας μαζί μου σ' ένα αυτοσχέδιο μνήμα τον Εραστή της Μοναξιάς μου. Εκείνον που ερωτεύτηκε το μαύρο μου πιο πολύ από το κόκκινο. Εκείνον, που εκεί, κάτω από το χώμα, πέρα από τη φαντασία που τριγυρνά αδέσποτη στους δρόμους της πόλης, πέρα από την σύγχρονη απομόνωση των τρελών, ξέρει να αγκαλιάζει τη Ζωή με τρυφερότητα και να παρηγορεί τις Αυτοκαταστροφές μου...
Έπρεπε να με ξεντύσεις από τη βιτρίνα μου πριν μ' ερωτευτείς. Μέσα μου πολυώροφα κάστρα σκοτεινής περιήγησης, με Φόβους - Τρωκτικά για φρουρούς. Γεμάτη άβατα πατώματα Μοναξιάς. Υπόγεια, ισόγεια και ρετιρέ. καμία πολυτέλεια. Άρωμα από εγκατάλειψη. Και στα μπαλκόνια, χωρίς κάγκελα, χωρίς προστασία, ένας γκρεμός.
Στην πίσω αυλή θάβομαι κάθε σούρουπο. Δίπλα στις ρίζες του γενεαΛογικού μου δέντρου. Να θρέφονται οι παραλογίες μου από τεκμηριώσεις. Το χάραμα, με τον νεογέννητο Ήλιο να σκάει μύτη απ' τον ορίζοντα, σκάψω μύτη από το βούρκο.
Περιποιούμαι στον καθρέφτη της Παραπλάνησης. Κάρβουνο στα μαλλιά και λίπασμα στα μάτια. Φυτεύω βλέμματα και δαγκώνω τα χείλη για να κοκκινίσουν. Δεν φοράω κραγιόν. Με ξέρεις. Μ' ένα λιπαντικό γυαλίζω τις επιφάνειες και τα δόντια. Το λευκό των ματιών με οξύ λεμονιού... Κι αντέχω. Δε δακρύζω ποτέ. Ξέρω ποια λάθη πληρώνω και το φχαριστιέμαι στο βασανιστήριο... γελάω. Μαζοχίζομαι μπρος στην απειλή της τιμωρίας και σαν νιώθω στην πλάτη κεφάλια ερπετού, τις υγρές τούφες των μαλλιών, ενισχύω τα αγγεία με αίμα, να μην μείνουν πεινασμένοι οι επιστρατευμένοι στρατοί των Αγγέλων.
Ξέρεις. Είναι καλοί οι Άγγελοι με όποια μορφή κι αν εμφανιστούν. Έρχονται να συνετίσουν με τιμωρία. Θέλουν να με γλιτώσουν από το Τίποτα, από την θηλιά του παραμυθιού μου που φλερτάρει μόνιμα με τον λαιμό μου...
Ο μόνος τρόπος αντίστασης είναι να δείξω πως απολαμβάνω αυτό το Θάνατο.
Η μόνη άμυνά μου είναι, την ώρα που το Θηρίο ανοίγει το στόμα του για να δαγκώσει τον καρπό μου, να πιέσω με όλη μου τη δύναμη το χέρι μου, ώστε να του κοπεί η αναπνοή και να ματαιώσει το Δάγκωμα...
και μετά έρχεται η σειρά μου να δαγκώσω...
Όλους τους Ρόλους μου τους λάτρεψα. Σ' όλες τις σκηνές της Ζωής πέθανα με ειλικρίνεια. Σ' όλα τα χειροκροτήματα υποκλίθηκα με ευγνωμοσύνη. Χάρισα τα Έσοδά μου, νομίσματα Δύναμης κι Αντοχής, στους φτωχούς της Γης...
Δεν απαλλάσσομαι από Αυτό που με περιμένει, παρασύροντας μαζί μου σ' ένα αυτοσχέδιο μνήμα τον Εραστή της Μοναξιάς μου. Εκείνον που ερωτεύτηκε το μαύρο μου πιο πολύ από το κόκκινο. Εκείνον, που εκεί, κάτω από το χώμα, πέρα από τη φαντασία που τριγυρνά αδέσποτη στους δρόμους της πόλης, πέρα από την σύγχρονη απομόνωση των τρελών, ξέρει να αγκαλιάζει τη Ζωή με τρυφερότητα και να παρηγορεί τις Αυτοκαταστροφές μου...
με