Μια φορά ήτανε λέει ο κυρ Θάνατος μόνος του. Παρέες δεν είχε και πολλές όσο να πεις, αλλά εκείνο τον καιρό είχε βρεθεί τελείως μόνος σε μια ακρογιαλιά. Κοιτούσε τα κύματα, έπαιξε με τη άμμο, χαρχάλευε το κομπολόι του, βαρέθηκε. Για να περάσει η ώρα του πήρε ένα κομμάτι χοντρό και μεγάλο ξύλο, που χε ξεβράσει η θάλασσα κι άρχισε να φτιάχνει μια βάρκα , να μπει λέει μέσα και να βρει την όποια απέναντι στεριά , μπας και συναντήσει κάνα άνθρωπο να πει μια κουβέντα από κείνες τις γνωστές .
Δε του πήρε πολλή ώρα ή όλη κατασκευή. Θάνατος είναι αυτός . Ξέρει πολλά κι έμαθε περισσότερα από όσους συντρόφεψε. Μα όταν μπήκε μέσα στη βάρκα είδε πως το δρεπάνι του δε χωρούσε μέσα της και φοβότανε να το αφήσει μέσα στο νερό μη και σκουριάσει και τη δουλειά του δε μπορούσε να κάνει .
« Θα μεγαλώσω τη βάρκα» είπε.
Μα όσο κι αν τη μεγάλωνε το δρεπάνι εξακολουθούσε να μη χωρά .
Έτσι πήρε τη μεγάλη πραγματικά απόφαση , να το αφήσει πάνω στην άμμο. Μπήκε στη βάρκα κι άρχισε να κωπηλατεί προς το άγνωστο. Έτσι, δεν είδε την άμμο να καταπίνει το δρεπάνι και να φυτρώνει στη θέση του μια δρεπανιά , ένα δέντρο που άμα κοιμηθείς λέει από κάτω του δεν ξυπνάς ξανά, γεγονός που οι ντόπιοι το ήξεραν και απέφευγαν να κοιμηθούν στον ίσκιο του . Μόνο κάποιοι νεαροί κι αλαφροΐσκιωτοι καθόταν από κάτω του όταν είχε πολύ φεγγαρόφωτο και δε πάθαιναν τίποτα , αλλά κι αυτοί ακόμα το απέφευγαν τη μέρα .
Ο κυρ Θάνατος μεσοπέλαγα συνάντησε εκείνη τη γοργόνα του παραμυθιού, που του έκανε τη γνωστή ερώτηση, μα δε της απάντησε μόνο την έλουσε μ’ ένα χάδι του κι αυτή γίνηκε γυναίκα κανονική, που περπατάει πια στη θάλασσα αναζητώντας τον καλό της , χωρίς να βγάζει μιλιά γιατί δώρο της έκανε ο κυρ θάνατος τη σιωπή στα λόγια της .
Μη σας τα πολυλογώ , μέρες περάσανε , νύχτες απλωθήκανε, κύματα φουσκώσανε , αέρηδες φυσήξανε και βρέθηκε κάποτε ο κυρ Θάνατος , λίγο κουρασμένος , είναι αλήθεια, σε μια στεριά.. Διψούσε. Τότε ήταν που παρακάλεσε ένα γέροντα , που μαστόρευε τη δική του βάρκα λίγο παραπέρα, να του δώσει νερό να ξεδιψάσει.
Ο γέροντας τον κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια, δε μίλησε καθόλου μόνο του ‘δωσε ο παγούρι του να πιει.
Ήπιε όσο ήπιε ο κυρ θάνατος και το υπόλοιπο ο γέροντας το έχυσε πάνω στη βάρκα του. Και τότε είδε χιλιάδες ρίζες να βγαίνουν από την άμμο και να πλέκονται πάνω στη βάρκα του με τέτοιο τρόπο που ο γέροντας δεν μπορούσε να την μετακινήσει . Πάλι δε μίλησε , αν κι είδε με την άκρη του ματιού του τον κυρ Θάνατο να χαμογελά.
« Είναι το δώρο μου …που μου ‘δωσες νερό να πιω, να ξεδιψάσω..» είπε στον γέροντα, με τη γνωστή βροντερή φωνή του.
« Και πως θα κάνω εγώ το ταξίδι που έταξα στη γυναίκα μου…όταν της υποσχέθηκα να πάω να τη βρω ..» μόνο ψιθύρισε σιγανά, μα χωρίς φόβο, ο γέροντας.
« Με γνώρισες και δε φοβήθηκες κι μου ‘δωσες από το παγούρι σου να πιω ..γι αυτό θα στη φέρω εγώ εδώ, μα μη φοβηθείς, γιατί την έχω κάνει κύμα νέο κι άγριο να τυραννιέται μέσα στη θάλασσα κι αναπαμό να μη βρίσκει σ’ ακρογιάλι , επειδή όπως μου είπε ερωτεύτηκε για μια νύχτα έναν άλλο, μεθυσμένη καθώς βρέθηκε..»
Κι έκανε… έτσι ..ο κυρ θάνατος με τα δάχτυλά του κι ήρθε ένα κύμα νέο άγριο και βασανισμένο πολύ κι απλώθηκε στην ακρογιαλιά ..και μέσα του χορεύοντας από χαρά κι από ένα ακράσωτο μεθύσι ξάπλωσε ο γέροντας κι έγινε νέος όμορφος και στιλπνός..
Από τότε λένε οι παλιοί , όταν πιουν ένα κρασί παραπάνω ..κι αν θέλετε τους πιστεύετε…ο τόπος κείνος δεν ησυχάζει και μια φουρτούνα τον αναποδογυρίζει συνέχεια, που δε κάνει το θόρυβο που όλοι ξέρουμε που κουβαλά η φουρτούνα , μα γέλια και χαχανητά και λόγια έρωτα ακούγονται …τέτοια που οι ντόπιοι ντρέπονται να πούνε στη γυναίκα τους …κι όποιος κολυμπήσει μέσα στη φουρτούνα κείνη, πνίγεται από τους πόθους του και τις αμαρτίες του …