1.Το τάμα
Ε, λοιπόν το πήρε απόφαση. Θα νηστέψει.
Αυτή τη σαρακοστή, θα κάμει ότι δεν αξιώθηκε να κάμει ποτέ
του.
Ψωμάκι, ελίτσες, κρομμύδι, ταραμά, λίγο ταχίνι, καμιά φάβα.
Και τη Μεγάλη εβδομάδα, το κρασί, κομμένο…
Κι ούτε θα πλακωθεί στα καλαμαράκια, στα χταπόδια και στις
αστακοουρές.
Άλλωστε, λεφτά για τέτοια, δεν υπάρχουν.
Άσε δηλαδή που είναι αμαρτία.
Γιατί, τι παναπεί «νηστεύω;»
Νηστεύω θα πει:
«πεινάω». Το λέγει και ο Μπαμπινιώτης.
Είναι ρε παιδί μου, μια θυσία που προσφέρει ο άνθρωπος, στον
Θεό, ο οποίος σταυρώθηκε προς χάριν του. Δεν κολλάει, από τη μια να το παίζεις
συντριμένος μπροστά στην οδύνη του θείου δράματος κι από την άλλη να
πλακώνεσαι στ’ αγριομπούκια.
Στο κάτω-κάτω, η θυσία έγκειται στο ότι θα σε κόβει η λόρδα.
Όχι στο ότι θα αντικαταστήσεις τα χοιρομέρια με γαρίδες.
Γι αυτό, τέλος.
Φέτος θα τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε, στον Εσταυρωμένο.
Τον οποίο μια μέρα πριν να μπει η Ζωούλα του στο
χειρουργείο, είχε πέσει γονατιστός στην τουαλέτα του Ευαγγελισμού και τον
παρακαλούσε: «Δώσε να μην είναι κάτι κακό κι εγώ θα λυσσάξω στην πείνα!»
Θα μου πεις, σοβαρό αντάλλαγμα είχε να προσφέρει στον Θεό,
για να του σώσει ότι αγαπούσε περισσότερο σ’ αυτό τον κόσμιο.
Τη Ζωή. Τη ζωή του. Την μονάκριβη κόρη του.
Αλλά τι σκατά άλλο είχε για να Του προσφέρει;
Αποτυχημένος παντού, άνεργος στα πενήντα του,
εγκαταλειμμένος από γυναίκα και φίλους, χαμένος σε όλα και από όλα.
Ίσα και μετά βίας, έβγανε ένα πιάτο φαϊ, πουλώντας εδώ κι εκεί, κινέζικες κάλτσες.
5 ευρώ τα τρία ζευγάρια.
Και πάλι καλά, να λες…
Όχι, δεν του έμενε πια τίποτα άξιο λόγου για να έχει να
χαρίσει σε έναν Θεό.
Το μόνο που του έμενε ήταν η Ζωή του.
Κι όσα έβγαζε εκεί πήγαιναν.
Να, το φαγάκι της, να το ρουχαλάκι της, να το παιχνιδάκι
της, να τα αγγλικά της, να το μπαλέτο της, να και η ΔΕΗ του κομμένη.
Αλλά δεν βαριέσαι. Αυτός και χωρίς ηλεκτρικό να έμενε εφ’
όρου ζωής, λίγο τον ένοιαζε. Αρκεί να τα κατάφερνε να μεγαλώσει τη Ζωή του.
Το μόνο ρε γαμώτο, που τον τσάκιζε, ήταν που τον τελευταίο
μήνα δεν είχε λίγο φως το βράδυ, να διαβάσει τα βιβλία του.
Είκοσι χρόνια βιβλιοπώλης, του το’ κλεισαν το μαγαζί το ΤΕΒΕ κι η εφορία. Και ξέμεινε και
χρεωμένος.
Αλλά τα βιβλία τα έσωσε, από τα νύχια των λυκόρνιων. Και τα
κουβάλησε όλα σ’ αυτήν εδώ την τρύπα, που του είχανε παραχωρήσει, για να μην
κοιμάται στους δρόμους. Κι αυτή ήταν η μόνη απόλαυση που του είχε μείνει. Να τα
διαβάζει τα βράδυα.
Ο ιδιοκτήτης του έκαμε λέει ψυχικό. Δεν του έπαιρνε νοίκι,
αρκεί να πλήρωνε τα χαράτσια και τα κοινόχρηστα. Αλλά κι αυτήν, την ποντικότρυπα,
κινδύνευε να την χάσει. Καθότι χρώσταγε στη ΔΕΗ πέντε λογαριασμούς. Κι εξόν του ότι ξέμεινε στα σκοτάδια, ο
ιδιοκτήτης τον απειλούσε ότι θα τον διώξει.
Κι η ΔΕΗ, η καριόλα δεν έλεγε να κάμει λιγάκι τα στραβά
μάτια. Είχε πάει να τους παρακαλέσει, να του φτιάξουν έναν διακανονισμό αλλά
ζητάγανε μπροστά τουλάχιστον το ένα τρίτο.
Κι απάνω που είπε δόξα σοι ο Θεός, ότι το είχε μαζέψει, να’
σου εκείνο το μυστήριο εξόγκωμα, στον λεμφαδένα της Ζωής του.
Κόντεψε να τρελαθεί, ο άνθρωπος.
Κι οι γιατροί ήσαν όλο αοριστίες.
Ναι, μπορεί και έτσι αλλά μπορεί κι αλλιώς… να δούμε τις
εξετάσεις…
Έπρεπε λέει να γίνει χειρουργείο, να το βγάλουνε και μετά να
αποφανθούνε.
Και πώς να γίνει το χειρουργείο, αφού δεν υπήρχε πλέον
ασφάλεια.
Άνεργος αυτός, ανασφάλιστη η πρώην σύζυγος, το ΤΕΒΕ να τον
κυνηγάει, που να σταθεί και ποιον να παρακαλέσει.
Τελικά, τους έδωσε όσα είχε μαζέψει για τη ΔΕΗ, του δάνεισε
και κάτι ψιλά αυτός ο απατεώνας, που εισήγαγε τις κινέζικες κάλτσες, τα’ δωκε
στο νοσοκομείο και όρισαν ημέρα για την εγχείρηση.
Οχτώ ή ώρα ήταν το χειρουργείο, αυτός από βραδύς είχε πιάσει
στασίδι απόξω από τη θύρα.
Και να ρωτάει τους γιατρούς και να ρωτάει τις νοσοκόμες και
να γυρίζει κάθε τόσο ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση σε κείνον τον μαύρο τον ουρανό.
Σάμπως δηλαδή ο πρώτος ήτανε, για ο τελευταίος, που θα
έστρεφε το βλέμμα εκεί ψηλά.
Για να πει τι;
Για να παρακαλέσει γιατί
; Να λυτρωθεί από τα βάσανα και τους καημούς του Ανθρώπου;
; Να λυτρωθεί από τα βάσανα και τους καημούς του Ανθρώπου;
Μα, αμέτρητοι άνθρωποι σε όλη τη γη, κάθε ημέρα
σταυρώνονται, σαν ετούτον. Σειρά, οι γολγοθάδες σ’ όλα τα πλάτη και σ’ όλα τα
μήκη του κόσμου.
Κι όπως το’ λεγε και ο κυρ Αλέξανδρος…
«Σάμπως έχουνε
τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του
κόσμου;»
Να σηκώσει λοιπόν το βλέμμα στον ουρανό και να παρακαλέσει
για την πάρτη του, όταν αμέτρητα παιδιά, σφάζονται, κατακρεουργούνται,
υποσιτίζονται, πεθαίνουν κάθε ημέρα, ίσως να ήτανε και αμαρτία. Γιατί θα
έμοιαζε σαν να παρακαλάει τον δημιουργό του ανθρώπου, να τον απαλλάξει από τη
μοίρα του ανθρώπου.
Δηλαδή, σαν να Του πετάει στα μούτρα: «πώς τα φτιαξες έτσι,
ρε γαμώτο;»
Γι’ αυτό και το βλέμμα του στον ουρανό ήταν βουβό.
Κι ούτε ζήτησε τίποτα.
Μοναχά στεκότανε έξω από τη θύρα του χειρουργείου,
σφίγγοντας στην απαλάμη του τα λεφτά που τους είχε μαζέψει και περίμενε πότε θα
έρθουνε οι γιατροί.
Και δεν το κούναγε ρούπι.
Κι ας τον είχε πιάσει ένα κατούρημα, ανελέητο.
Κόντευε να σπάσει η φούσκα του, που λένε
Αλλά αυτός εκεί.
Αμετακίνητος, σαν τον ανθρώπινο πόνο.
Αλλά όταν ήρθαν οι γιατροί και μπάσανε μέσα τη Ζωούλα του
για το χειρουργείο, δεν άντεξε.
Γραμμή για την τουαλέτα.
Ανακουφίστηκε ο άνθρωπος και μετά άνοιξε το παραθύρι, να
αεριστεί λιγάκι ο χώρος, που βρωμοκοπούσε αντισηπτικό και χυμένο κάτουρο. Κι
όπως είδε έτσι έναν χλωμό ήλιο, να ξεπροβάλλει, του ήρθε ένα κλάμα… μα, ένα κλάμα περίεργο… Σαν να
υγραίνονταν ολόκληρη η ζωή του ίσαμε τότε και να έσταζε δάκρυ-δάκρυ στο βρώμικο
πάτωμα του ουρητηρίου…
Και κει απάνω έπεσε στα γόνατα και Τον παρακάλεσε.
Και κει απάνω έπεσε στα γόνατα και Τον παρακάλεσε.
Έτσι χωρίς σκέψεις, χωρίς λογισμό, ακόμα-ακόμα και χωρίς
λόγια…
Και του έταξε το μόνο που του έμενε πια για να τάξει.
Να ξενηστικωθεί όλη
τη σαρακοστή.
Κι’ εδώ που τα λέμε, δεν ήτανε μικρή θυσία, ειδικά γι αυτόν.
Τους καλούς καιρούς και όσο θυμότανε τον εαυτό του, ήτανε
πάντοτε καλοφαγάς.
Όχι ιδιαίτερα λαίμαργος. Και όχι καθ’ υπερβολήν φαγανός.
Αλλά το ήθελε το καλό φαϊ. Να’ χει, που λέει ο λόγος, τη
σαλτσούλα του, να γαργαλίζει και τον ουρανίσκο, να΄ ναι και καλό κομμάτι το
κρέας, να’ ναι και σωστή η αναλογία στα μπαχάρια – να είναι προσεγμένο τέλος
πάντων.
Εντάξει. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα έπεφτε με τη μούρη στην
κατσαρόλα και θα έγλειφε και τον πάτο.
Ωστόσο, ήθελε και τη σαλατούλα του, ήθελε και το τυράκι του,
ήθελε και το ορεκτικό του, ήθελε και το ωραίο σερβίρισμα, ήθελε και το κολωνάτο
ποτήρι.
Και το κρασάκι του.
Το ήθελε κι αυτό.
Όχι σαν κάτι άλλους, που καταβροχθίζουν οχτώ τυρόπιτες στο
πόδι, για να γιομίσει η μπακατσούλα και νομίζουν ότι κάτι έφαγαν.
Όχι.
Αυτός προτιμούσε να μείνει νηστικός, παρά να πλακωθεί στα
χάμπουργκερ.
Αλλά και τώρα ακόμα, μέσα στη φτώχεια του, στο φαγητό δεν
έκαμε συμβιβασμούς. Προτιμούσε να μην έχει να φορέσει παπούτσι, παρά να φάει
μπιφτέκι από κιμά λάπα.
Και το κρασάκι του, τα βράδια δεν του έλειπε.
Φτηνό μεν, αλλά καλούτσικο.
Γι αυτό και δεν είχε καταφέρει ποτέ του να κρατήσει νηστεία.
Όλο έλεγε, αυτή τη μεγαλοβδομάδα, θα τηνε βγάνω με φακές και όλο παρέβαινε τον
όρκο του.
Τη μια έμπλεκε με παρεούλα και πηγαίνανε για μπακαλιάρο, την
άλλη του μύριζε ο γύρος, την παράλη τον ζάλιζε καμιά μπριζόλα, πάει και η
νηστεία, πάνε όλα.
Κι έτσι είχε υποσχεθεί, να μη ξανατάξει ποτέ στη ζωή του.
Όχι τίποτε άλλο, αλλά να μην έχει να λέει κι ο Θεός, ότι τον έπιανε κορόιδο…
Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα ήσαν διαφορετικά.
Αυτή τη φορά παιζότανε η ίδια η Ζωή του.
Και το’ ταξε.
Στην τουαλέτα μέσα, αλλά το’ ταξε.
Φαϊ, κρασί, απολαύσεις, για σαράντα μέρες, γιοκ. Και τη
Μεγάλη Εβδομάδα, κομμένο και το λάδι. Να είναι καλά η Ζωή του κι αυτός ήτανε
αποφασισμένος να την περάσει σαν vegetarian.
Και κοίτα να δεις ότι, με το που τέλειωσε η εγχείρηση, βγήκε
ευθύς ο γιατρός και τονε χτύπησε στην πλάτη…
-Τέλειωσε… δεν ήταν τίποτα… Μια φλεγμονή, θα πάρει κάτι
χαπάκια και σε λίγες μέρες θα περάσει…
Αυτουνού του είχε κοπεί η λαλιά. Και τα γόνατα του ακόμα
βρωμούσανε κατουρίλα, από τη γονυκλισία στην τουαλέτα.
Κι εκεί που του χαμογελούσε ο γιατρός και ολόκληρη η πλάση,
γύρισε έτσι το μάτι στον ουρανό και μουρμούρισε ένα «ευχαριστώ»
Τι να πεις;
Για ότι είναι τελικά
σημαντικό στη ζωή, δεν υπάρχουν εξηγήσεις…
2.Η αμαρτία
Έλα όμως που έπρεπε τώρα να κρατήσει τη υπόσχεση του.
Κι είχε ήδη μπει η Μεγάλη βδομάδα.
Και το στομάχι του έριχνε κάτι σάλτους, σαν ρουμάνος
μπουκαδόρος.
Διότι, εντάξει…
Μεγάλη Δευτέρα, την έβγαλε με φασόλια μαυρομάτικα, ολίγον
κρεμμυδάκι και μαϊντανό για το θεαθήναι.
Χωρίς λάδι.
Μεγάλη Τρίτη, τη βόλεψε με ταραμά, ψωμί ,ελιές, ντοματούλες,
πάλι κρεμμυδάκι, άντε και μια χούφτα φράουλες.
Χωρίς κρασάκι.
Και σήμερα Μεγάλη Τετάρτη, το μενού περιορίζονταν σε φακές
νερόβραστες, μαρουλοσαλάτα και ροδάκινα κομπόστα.
Χωρίς τυράκι.
Μιλάμε δηλαδή για μεγάλη πίκρα.
Είναι όμως να απορεί κανείς, με το πώς τη βγάζουνε οι
χορτοφάγοι.
Τι διάολο; Προβατίνες είναι;
Με όλο τα συμπάθιο, αλλά αυτός έτσι και έπρεπε να βόσκει μια
ζωή χλόη και να μασουλάει όσπρια, θα είχε πάει να κρεμαστεί σαν τον Ιούδα.
Ευτυχώς, τον παρηγορούσε ότι επιτέλους είχε καταφέρει να
μαζέψει τα λεφτά της ΔΕΗ. Και αύριο πουρνό-πουρνό θα πήγαινε να τους τα σκάσει
στα μούτρα. Το πολύ μεσημεράκι θα ερχόντουσαν να ξανασυνδέσουν το ρεύμα και
δόξα τω Θεώ, θα μπορούσε να ξαναδιαβάσει, το βράδυ στο κρεβάτι του.
Φόρτωνε λοιπόν τις κάλτσες στο σακίδιο και ταυτόχρονα
χάιδευε το μάτσο τα λεφτά που του ζέσταιναν την τσέπη του.
Από αύριο, πάλι φως στην κάμαρα του.
Άσε που θα μπορούσε να μαγειρέψει και για την κορούλα του,
το βράδυ της Ανάστασης, που την έπαιρνε
σπίτι του.
Θα της έφτιαχνε μια συκωταριά στο τηγάνι, με τη συνταγή της
μακαρίτισσας της μάνας του, που ήτανε να τρώει ο παπάς και του πιστού να μην
δίνει.
Και θα έβανε και στο ψυγείο ένα μπουκαλάκι λευκό κρασί
μεγαρίτικο, που το χε επιθυμήσει τόσον καιρό να το πιει παγωμένο.
Μεγαλεία.
Τόσο μεγαλεία, που αναρωτιότανε πως αν οι πλούσιοι είχαν
ποτέ την ευκαιρία να νιώσουν όπως αισθάνονταν αυτός τώρα, μήπως θα άλλαζαν
γνώμη για το ότι αυτοί είναι που περνάνε
καλά!
Και να τονε τώρα, γωνία Δεριγνύ και Γ΄Σεπτεμβρίου να ψάχνει
να βρει μουστερήδες για τις κάλτσες.
Ευτυχώς με τον καιρό είχε πιάσει μια καλή πελατεία, κυρίως
μικρομαγαζάτορες που τον λυπόντουσαν γιατί ήξεραν ότι κι αυτοί αύριο μπορεί να
βρεθούν στην ίδια μοίρα και του αγόραζαν.
Κι εκεί που τα συλλογιζότανε αυτά όλος χαρούλες, να’ σου και
πέφτει απάνω στη Χαρά.
Η οποία Χαρά ήτανε παλιά συνάδελφος. Είχε βιβλιοχαρτοπωλείο
στη Νεραντζιώτισσα, στο Μαρούσι.
Τώρα βέβαια τρόμαξε να τη γνωρίσει.
Διότι η Χαρά, όσο τη γνώριζε, ήτανε καλοφαγού σαν και του
λόγου του. Κι είχε κάτι μαγουλάκια, σαν ζουμερά ροδάκινα.
‘Όχι δηλαδή πως ήτανε καμιά χοντρή, η κοπέλα.
Εντάξει, είχε τις καμπύλες της, βρε αδερφέ αλλά μόνο χοντρή
δεν θα την έλεγες. Κι ήτανε και νοστιμούλα, ήτανε και πεταχτούλα – χαρά Θεού
[και ανθρώπων]
Αλλά αυτή εδώ η δύστυχη γυναίκα που αντίκριζε μπροστά του,
πιο πολύ έμοιαζε με τη σκιά της Χαράς, παρά με την ίδια τη Χαρά. Τα μάγουλα
βαθουλωμένα, τα χείλη στεγνά, το χαμόγελο νεκρό, τα ρούχα καθαρά αλλά τριμμένα,
τα χέρια τρεμάμενα και το ασπράδι των ματιών γεμάτο τρόμο.
-Βρε Χαρά… Που σ΄αυτόν τον κόσμο, βρε συναδέλφισσα;
Η γυναίκα έκαμε μια προσπάθεια να του χαμογελάσει. Τα μισά
δόντια της έλειπαν και κανα δυο που της είχανε απομείνει ήσαντε σάπια.
-Αστα ρε φιλε… Μην τα ρωτάς…
-Το μαγαζί;
Γύρισε το πρόσωπο της από την άλλη…
Όλοι οι άνθρωποι που τους έλαχε η κακιά η μοίρα να μην
έχουνε διοριστεί στο δημόσιο, με το που συναντάνε πια ο ένας τον άλλον, το
πρώτο πράγμα που ρωτάνε [χωρίς να λένε πια ούτε καλημέρα] είναι αν «έχεις
δουλειά…»
Κι οι παλιοί
μαγαζάτορες, ακόμα χειρότερα.
Τους βλέπεις και σου σφίγγεται η καρδιά. Πέφτει τυχαία ο
ένας απάνω στο άλλον και το πρώτο που θα πούνε είναι: «και το μαγαζί;»
Με την καρδιά να κοντεύει να σπάσει. Μπας και ξανακούσουν γι
άλλη μια φορά εκείνη την τρομακτική φράση, που μόνο όσοι έχουνε χάσει κάτι
αγαπημένο, μπορούν να νιώσουν τη φρίκη της
-Ποιο μαγαζί; Πάει το μαγαζί… Το’ κλεισα…
Γιατί ένα μαγαζί, δεν είναι ρε γαμώτο μου, μια δουλειά σαν
όλες τις άλλες. Το’ χεις σχεδιάσει, το χεις στήσει, το χεις ξενυχτήσει, το χεις
πονέσει, το χεις σαν παιδί σου, ένα πράγμα.
Κάθε μικρομάγαζο, κρύβει μέσα του κομμάτια από την ψυχή ενός
ανθρώπου. Είναι δεμένο με την ίδια του την ιστορία. Πίσω από αυτόν τον πάγκο, ο άλλος έχει
τοποθετήσει τα όνειρα του, το μέλλον των παιδιών του, τη χαρά της ζωής του, τις
προσδοκίες του, ακόμα-ακόμα και τις αναμνήσεις του. Πίσω από αυτά τα ράφια,
υπάρχει ένας άνθρωπος, που ξενύχτησε για να τα διακοσμήσει, που ρίσκαρε ότι
είχε και δεν είχε, για να τα γεμίσει, που ακούμπησε απάνω τους την κούραση του,
την ελπίδα του, το γούστο του, την προσωπικότητα του.
Πίσω από αυτή τη
βιτρίνα, κρύβεται πάντα ένα πρόσωπο.
Κι ίσως ένας έρωτας, μια παιδεία, μία διαδρομή στη ζωή.
Όχι!
Ένα μαγαζί που κλείνει, δεν είναι μοναχά μια «απόλυση» από
κάποια θέση εργασίας.
Ένα μαγαζί που κλείνει, είναι ένας ορίζοντας που χάνεται.
Μια ανθρώπινη μνήμη που εξοστρακίζεται στη λήθη.
Κι είναι να σου πλακώνεται η καρδιά, όταν πια βλέπεις στους
δρόμους και στα παγκάκια, χιλιάδες τέτοιες μνήμες να αργοπεθαίνουν…
Γιατί έτσι το θέλουνε τα αφεντικά μας.
Γιατί τέτοιο είναι το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης.
Να μην έχει πια προσωπικότητα η εργασία, να μην υπάρχει η
ατομική σφραγίδα στη φιλοδοξία, να χαθεί μια για πάντα η ζεστασιά της
προσωπικής επαφής στη γειτονιά, που τελειώνει.
Να γίνωμε όλοι μας αριθμημένα σκλαβάκια σε έναν κόσμο
ανώνυμων παραγωγών και καταναλωτών.
Γι αυτό και η Χαρά, κατέβασε το κεφάλι.
-Το έκλεισα το μαγαζί, φίλε… Και μαζί μ’ αυτό έκλεισε και η
ζωή μου…
Δεν ήθελε και τίποτε άλλο να ακούσει. Το ήξερε άλλωστε. Φαίνονταν
στα σάπια δόντια της. Βοούσε στα τρομαγμένα της μάτια…
Και τι να της πει και πώς να την παρηγορήσει…
-Κι εγώ τα ίδια…
-Ναι;
-Ναι…
Δύο ναι, που ισοδυναμούσαν με αμέτρητα όχι…
Κι εκεί που έκαμε να την αποχαιρετήσει, για να συνεχίσει τη
βιοπάλη, τη είδε να μην πολυστέκει καλά. Έτοιμη ήτανε να σωριαστεί και να
πέσει.
Κατάλαβε.
-Πόσες μέρες έχεις να φας, ρε Χαρούλα;
-Αστο… Εντάξει, είμαι…
-Ρε λέγε μου, την αλήθεια…
-Τι να σου λέω, τώρα… Καταλαβαίνεις…
Πήρε βαθιάν ανάσα και ενστικτωδώς ψαχούλεψε την τσέπη του.
Εντάξει, κάτι είχε κονομήσει από το πρωί.
-Πάμε, της κάνει
-Να πάμε, που;
-Να εδώ παρακάτω… Έχει μια καλή ψησταριά. Κερνάω εγώ…
Και τηνε πιάνει από το μπράτσο να τη στηρίζει, γιατί ζήτημα
ήταν αν θα μπορούσε να φτάσει μοναχή της.
Με το που φτάνουνε στην ψησταριά, ευθύς τον χτύπησε στη μύτη
η τσίκνα. Και μιλάμε, έψηνε κάτι κεμπάπια ο άνθρωπος, να κολάζουνε μητροπολίτη.
Αλλά είπαμε. Μεγάλη Τετάρτη…
Ταχίνι, ελίτσες, ζαρζαβατικά, τέτοια πράγματα.
Ταχίνι, ελίτσες, ζαρζαβατικά, τέτοια πράγματα.
Παρήγγειλε για τη Χαρά δυο σουβλάκια περιποιημένα κι αυτός
είχε ανοίξει τα ρουθούνια, να χορτάσει ντονερίλα…
-Πες του σε παρακαλώ να μου τα βάλει πακέτο…
-Τι πακέτο; Να τα φας εδώ, να καρδαμώσεις. Γιατί όπως σε
βλέπω, θα καταρρεύσεις στην άλλη γωνία…
-Όχι… Προτιμώ να τα πάρω μαζί μου… Υπάρχει λόγος…
Την κοίταξε κοφτά.
Κι εκείνη δεν άντεξε. Σωριάστηκε στην καρέκλα του
κεμπαμπτσίδικου και έβανε τα κλάματα. Και τι κλάμα… Βουβό κλάμα. Χωρίς
απαντήσεις και χωρίς ερωτήματα. Αφού μέχρι και ο τυλιχτής, σταμάτησε να τυλίγει
σουβλάκια και χαμήλωσε το κεφάλι…
-Είναι κάποιος άλλος στο σπίτι και θέλεις να του τα πας;
Μίλα Χαρά, δεν είναι ώρες για περηφάνεια…
Η Χαρά σκούπισε τα μάτια της.
-Ναι, θα τα πάω στο γιο μου…
-Κατάλαβα…
Τι να κάμει ο άνθρωπος, έκατσε κι αυτός πλάι της στο
τραπέζι.
-Βάνε πακέτο αυτά τα σουβλάκια, είπε στον μάστορα και φέρε
μας εδώ μια μερίδα κεμπάπ και ένα λουκάνικο. Και καμιά σαλάτα…
Και μετά γύρισε στη Χαρά…
-Από δω θα φύγεις φαγωμένη, θέλεις δεν θέλεις…
Ήρθανε τα κεμπάπια, ήρθανε κι οι σαλάτες, έφτασε και το
λουκάνικο. Κι ήντουσαν τα άτιμα, σκέτη κόλαση. Δηλαδή, μιλάμε, έμπαινε στα
ρουθούνια του η τσίκνα και ένιωθε σαν μεθυσμένη μέλισσα, που χει βουτήξει σε
μια λίμνη ανθέων.
Πες μου τώρα εσύ, πώς να αντισταθείς.
Άσε που του ερχότανε μια περίεργη ζαλάδα, σαν να του είχε
κάτσει ολόκληρος ο γύρος στον σβέρκο, ένα πράγμα.
Στο τέλος αντί να λιγοθυμήσει η Χαρά, θα λιγοθυμούσε αυτός.
Και δεν άντεξε.
-Μάστορα, πιάσε μια μερίδα κεμπαπ και για μένα. Κι άλλο ένα
λουκάνικο… Α, και που΄σαι… Φέρε και λίγο κρασάκι. Παγωμένο… Και καμιά-δυο πίτες
κομμένες…
Κι αφού ντερλικώσανε και ήπιαν και δυο μισόκιλα, χτύπησαν
και ένα καφεδάκι, να τους φύγει η σπαρίλα.
Κι απάνω στο καφεδάκι, τι του ‘ρχεται και τη ρωτάει…
-Πόσω χρονών είναι ο γιος σου;
-Οκτώ στα εννιά…
-Κι είσαι άφραγκη;
-Και άφραγκη και άνεργη και χωρισμένη… Και μου’ χουνε κόψει
και το ρεύμα…
Ενστικτωδώς, ξαναχάιδεψε τα λεφτά της ΔΕΗ. Όπου ήδη είχε
βάνει χέρι για να πληρώσει τα κεμπάπια…
-Κι εγώ τα ίδια…
-Σκατά…
-Πιο σκατά δεν γίνεται…
Τη βοήθησε να ξανασταθεί στα πόδια της, αν και πλέον έδειχνε
ξανανιωμένη.
-Πόσα σου ζητάνε να στο ξανασυνδέσουν;
-Μια κατοστάρα…
-Πάλι καλά. Εμένα μου ζητάνε διακόσια!
-Έχω μαζέψει τα πενήντα. Αλλά μου λείπουν τα άλλα πενήντα,
ρε πούστη μου…
Ξανάβανε το χέρι στην τσέπη. Έτσι κι αλλιώς, αυτουνού πια
του λείπανε για να πάει αύριο να τα δώσει.
-Έλα, πάρτα…
-Όχι, ρε φίλε… Κι εσένα δεν σου περισσεύουν…
-Ρε πάρτα, που σου λεω… Α, και πάρε κι αυτά εδώ… Έτσι, για
να αγοράσεις στο γιο σου μια λαμπάδα…
Δεν βαριέσαι. Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια. Θα την
τηγάνιζε τη συκωταριά στο γκαζάκι. Και φως, με τη λάμπα πετρελαίου. Τώρα πια,
τα χάλασε που τα χάλασε… Τουλάχιστον να έχει φως κάποιος άλλος…
Και καλά να πάθει. Αφού δεν μπόρεσε να κρατήσει τη λαιμαργία
του. Και παρέβην τον όρκο του…
Δούλεψε ασταμάτητα ίσαμε τις εννιά το βράδυ. Που κλείσανε τα
μαγαζιά. Έβγανε κάτι λίγα αλλά του λείπανε πολλά για να συμπληρώσει τα χαμένα. Κι
οι ΔΕΗτζηδες δεν δουλεύανε Σάββατο. Αυτό δα έλειπε…
Συνεπώς Πάσχα, χωρίς ρεύμα.
Άλλη μια νύχτα στο σκοτάδι…
Αλλά δεν ήταν αυτό που τον πόναγε. Ήταν που δεν τα κατάφερε
να κρατήσει το τάμα.
Μα είναι δυνατόν; Τι σόι κοιλιόδουλος απεδείχθη, ρε γαμώτο;
Και τώρα; Πως δηλαδή θα ξανάστρεφε το βλέμμα εκεί ψηλά, άμα
ξανάρχονταν η δύσκολη ή ώρα;
Ωραίοι είμαστε Κύριε, εμείς οι ανθρώποι. Και τα τ’ ουρανού
δικά μας και τα της γης πάλι δικά μας. Φτου μας να χαθούμε, νεκροταφεία
μπιφτεκιών!
Έτσι με βαριά βήματα, έφτασε ως την εκκλησιά του αγίου
Παντελεήμονα. Όπου κάπου εκεί γύρω, βρίσκονταν και η ποντικότρυπα του.
Αλλά δεν πήγε κατευθείαν να ξεραθεί, να κοιμηθεί, να μην
νιώθει το συνειδησιακό χάλι του.
Τα βήματα του τον έφεραν, θέλοντας και μη, μπροστά στη θύρα της
εκκλησίας.
Όπου μέσα τον περίμενε η αυστηρή μορφή του Χριστού, στα
τέμπλα και στις αγιογραφίες.
Πώς να μπει, πώς να σταθεί εμπρός του, πώς να ζητήσει
συγχώρεση και πώς να σηκώσει το βλέμμα.
Για ένα κεμπαπ, ρε;
Μα δεν ήσουνα ικανός να αντέξεις για Μένα, τρεις ημέρες ακόμα; Ενώ Εγώ τόσο
υπέφερα για σένα; Άειτε να χαθείς, σουβλακόδουλε…
Αλλά όφειλε να το
κάμει.
Ναι! Όφειλε τουλάχιστον να πέσει στα γόνατα και να
ταπεινωθεί.
Χριστέ μου, να του πει σταράτα και ντόμπρα – αμάρτησα. Ξέρω
είμαι απαράδεκτος, διότι δεν τα κατάφερα ούτε καν μια σοβαρή αμαρτία να
διαπράξω. Κι ακριβώς επειδή η αμαρτία μου είναι γελοία, τόσο πιο ένοχος νιώθω
ακόμα. Τι να σου πω και τι να σου ζητήσω; Βρώμισα τη δημιουργία σου με
κεμπαπτσίλα!
Ε, λοιπόν… αν είχε ψυχή, αυτό έπρεπε να πράξει. Να
ταπεινωθεί, το ελάχιστον. Κι ας τον τιμωρούσε μετά ο Ύψιστος όπως γούσταρε.
Και βρήκε το θάρρος και εισήλθε εις τον ναόν του Κυρίου. Σύρθηκε
μουλωχτά ως την εικόνα του Ιησού αλλά δεν σήκωσε τα μάτια να Τον κοιτάξει. Μοναχά
σταύρωσε τα χέρια του και μουρμούρισε, σαν αδιάβαστος μαθητής που τονε ψέγει ο
δάσκαλος: «έσφαλλα, Κύριε…»
Τώρα, θες το βάρος της ενοχής, θες η κούραση, θες η
ιδιαιτερότητα της ημέρας, άκουσε έναν απίστευτο ήχο να βγαίνει από την εικόνα
- σαν ένα γέλιο!
Ζεστό γέλιο!
Σαν το γέλιο των
παιδιών, που αντικρίζουν άξαφνα έναν χαρταετό να τους κουνάει τη ουρά του.
Γύρισε να δει πίσω του, αριστερά του δεξιά του, μπας και
ήταν εκεί κανένας χριστιανός που γελούσε, αλλά το μόνο που πήρε το μάτι του
ήσαντε κάτι γριές που σιδερώνανε αμίλητες τα άμφια των ιερέων.
Και μετά τόλμησε να στρέψει το βλέμμα του στην εικόνα.
Ε λοιπόν, εκεί μπροστά του βρίσκονταν ένας χαρούμενος
Χριστός που του χαμογελούσε.
Κι όχι μόνον αυτό αλλά, αν δεν έκαμε λάθος και δεν το χε πια
ολότελα χαμένο, αυτός ο Ιησούς, ο άλλοτε βλοσυρός και αυστηρός κριτής των
πάντων, είχε μεταμορφωθεί σε ένα οκτάχρονο αγόρι, που έσερνε στο μαγεμένο γέλιο
του όλους τους τρόμους και τα πάθη της ανθρωπότητας, σαν ένα πολύχρωμο
γαϊτανάκι που έκοβε βόλτες στον ουρανό!
Βρε, φαντασίωση, που λέει ο λόγος…
Τι σκατά είχε το κρασί που ήπιανε με τη Χαρούλα;
Μέχρις εδώ ήτανε. Μπορεί να μην καταλάβαινε πότε ευχαριστιέται
και πότε δυσαρεστείται ο Ύψιστος, αλλά εν
πάση περιπτώσει ένιωθε ξαλαφρωμένος. Το γέλιο του Ιησού, τον είχε απαλλάξει απ’
όλες τις ενοχές του.
Βγήκε λοιπόν από την εκκλησιά και πήρε τον δρόμο του, για τη
δικιά του μοίρα.
Με μια συναυλία φωτός στην ψυχή, λες και τον είχανε συνδέσει
πλέον στη Μεγάλη ΔΕΗ των ουρανών. Που δεν εισπράττει χαράτσια…
Στο κάτω-κάτω, ποιος
ήταν αυτός που θα καθότανε να κρίνει ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό,
ποια είναι η πίστη και ποια η προδοσία, ποια η ανταμοιβή και ποια η αμαρτία;
Λες και ήταν [ή θα
γίνει] ποτέ ικανός ο άνθρωπος, να καταλάβει τα Μυστικά της Δημιουργίας.
Αυτό δα έλειπε.
Αμ’ άμα ήταν έτσι,
δεν θα χρειάζονταν να έρθει να σταυρωθεί ο Υιός του Ανθρώπου. Θα έκοβε απλώς τα
κεμπάπια και θα μας συγχωρούνταν οι αμαρτίες μας…