Μυστικισμός (ο)· η συστηματική τήρηση
μυστικότητας ή αποφυγή ανακοινώσεων: «τηρείται μεγάλος μυστικισμός ως προς
την υπόθεση αυτή»· || ψυχική ροπή προς σύλληψη του υπερφυσικού και ταύτιση
μετ’ αυτού.
[Σημείωση α.α.: Προσοχή πρέπει να δοθεί εις τις αναφορές
προς τον Χριστιανικό μυστικισμό, οι οποίες δεν είναι πάντοτε αναφορές εις
την Ορθοδοξία αλλά και εις αιρέσεις προς αποφυγή συγχύσεων]
Μυστικισμός είναι έννοια περί του περιεχομένου της
όποιας επικράτησε και επικρατεί εισέτι μεγάλη σύγχυση, ως φαίνεται λ χ. εκ
της μη συνεπούς χρήσεως του όρου με ορισμένη σημασία. Και αυτοί ακόμη οι
μεταχειριζόμενοι αυτόν σε στενότερη και δη ορισμένη σημασία χρησιμοποιούν
μετ’ ολίγον αυτόν σε ευρύτερα, άλλοι δε ουδέ αφήνουν να υπονοηθεί κάτι
που διά του όρου τούτου θέλουν να εκφράσουν. Δεν είναι υπερβολή αν κάποιος
ισχυρισθεί ότι ο όρος αυτός είναι εκ των μάλλον ασαφών και εκ των μάλλον
ρευστών στη θεολογική Ορολογία. Η σημασιολογική εξέταση του όρου και των
συγγενών προς αυτόν λέξεων οδηγεί εις το συμπέρασμα ότι, μυστικισμός είναι η
μέθοδος, δια της οποίας με την βοήθεια τελετουργικών πράξεων, σε ορισμένους
μόνον ανθρώπους νοητών, και ψυχικών βιωμάτων, μη προσιτών σε πάντες, έρχεται
τις εις επαφή προς το θείον, δέχεται την επίδραση αυτού και λαμβάνει γνώσιν
των μυστηρίων του. Η πρωταρχική σημασία της λέξεως μυστικισμός είναι «ένωση
μετά του θείου», η οποία εκπηγάζει εκ βαθιού βιώματος, λαμβάνοντος διαφόρους
εκφράσεις και μορφές στη Ιστορία. Ο άνθρωπος τ. έ. αίρει την μεταξύ
υποκειμένου και αντικειμένου αντίθεσιν, βιώνει εαυτόν στα αντικείμενα και τα
αντικείμενα εν εαυτώ, ανακαλύπτει ταυτότητα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού
κόσμου. Στον μυστικισμό λοιπόν λαμβάνει συνείδηση ενότητας Εγώ και Μη Εγώ. Η
μεταξύ Εγώ και Συ αντίθεση αίρεται. Ο Ινδικός
μυστικισμός εκφράζει τούτο δια της περίφημου κατάστασης φράσεως «τάτ
τβάμ ασί» (Συ είσαι, εγώ είμαι Συ). Χαρακτηριστικοί είναι οι λόγοι του
Έκκαρτ: «Ο οφθαλμός, δι’ ου βλέπω τον θεό, είναι ο αυτός οφθαλμός, δι’ ου ο
θεός με βλέπει, ο ιδικός μου και του θεού ο οφθαλμός είναι εις οφθαλμός, και
ένα πρόσωπο, και μία γνώση, και μία αγάπη».
Ούτως αίρεται ου μόνον η μεταξύ υποκειμένου και κόσμου
αντίθεση, άλλα και η μεταξύ θεού και κόσμου. Ο θεός είναι σε όλα και τα
πάντα είναι στο θεό. Επειδή δε αίρονται σε αυτό όλες οι αντιθέσεις, είναι δε
συγχρόνως η γενικότατη και υψίστη έννοια, αποβαίνει κενή κάθε περιεχομένου
και μόνον δια της οδού των αρνήσεων δύναται τις να υψωθεί μέχρις αυτού. «Ο
θεός, λέγει ο Έκκαρτ, είναι υπερούσιον Μηδέν». Ο δε Άγγελος Σιλέσιος: «Είμαι
τόσον μέγας όσον ο θεός και εκείνος τόσον μικρός όσον εγώ». Μυστικισμός
υπάρχει πανταχού όπου ο άνθρωπος αισθάνεται ότι δεν σκέπτεται αυτός, αλλ’
άλλος τις σκέπτεται μέσα σε αυτόν, ότι δεν ζει αυτός, αλλ’ άλλος τις δι’
αυτού. Εντεύθεν γίνονται νοητά ρητά ως το του Σέφφλερ : «γνωρίζω ότι άνευ
εμού ο θεός αδυνατεί να ζήσει μία στιγμή», ή το του Έκκαρτ : «Εάν δεν υπήρχα
εγώ, δεν θα υπήρχε και ο θεός». Στην έννοια ταύτη, την της ενώσεως, ή μάλλον
την τής πλήρους ταυτίσεως του ανθρώπου μετά του θεού, έχρησε τον όρο ο
δημιουργός της χριστιανικής μυστικής θεολογίας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και
οι εξ αυτού εξαρτώμενοι συγγραφείς. Διακρίνεται λοιπόν κατ’ αρχήν ο
μυστικισμός από των άλλων εκδηλώσεων της θρησκευτικότητας, ως είναι λ. χ. η
εξάρτηση εκ του θεού, η προσδοκία βοηθείας εξ αυτού, η τελετουργική ή η
ηθική σχέση προς αυτόν. Αλλ’ επειδή μεταξύ των μορφών τούτων της
θρησκευτικότητας και του μυστικισμού υφίσταται στενή επαφή, ήταν φυσικό να
χρησιμοποιηθεί ο όρος και σε ευρύτερα σημασία και να δημιουργηθεί η σύγχυση
περί της οποίας μιλήσαμε. Αφορμή προς τούτο παρέχει πρώτα η περί θεού έννοια
του μυστικισμού, και δηλαδή, τόσον το λογικό σε αυτή στοιχείο όσον και το μη
δεκτικό λόγου. Στον Θεό ανάγει τα πάντα ο μυστικισμός και νοεί αυτόν ως το
εν, εκ του οποίου απορρέει η πολλότης και ποικιλία.
Παραπλήσια όμως εκδέχονται τον θεό και τα πρωτοπόρα
πνεύματα στις μονοθεϊστικές θρησκείες, διδάσκοντα ότι τα πάντα
δημιουργήθηκαν από τον Θεό και διέπονται υπ’ αυτού. Κατά τον Παύλο λ. χ.
εν τω θεώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν. Φραγκίσκος δε ο εξ Ασίζης βλέπει
και την έμψυχο και την άψυχο φύσει αδελφούς. Εν τούτοις ταύτα δεν είναι
ακόμη μυστικισμός στη κυρία της λέξεως σημασία, με άλλες λέξεις η τοιαύτη
περί θεού έννοια δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα του μυστικισμού· δύναται
όμως να οδηγήσει σε αυτόν ή να παραγάγει στην ευρύτερη χρησιμοποίηση του
όρου. Το αυτό ισχύει και ως προς το μη δεκτικό λόγου στοιχείο, τον φόβο,
το συναίσθημα της καθολικής και ακαταμάχητης κυριαρχίας, τον πόθο της ένωσης
μετά της κυρίαρχης του κόσμου και ημών δυνάμεως. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία
του μυστικισμού, αλλά συγχρόνως απαντούν και εκτός αυτού. Σε αυτά δέον να
προστεθεί το συναίσθημα της πλήρους ενώσεως, της ταυτίσεως μετά του θεού,
για να γεννηθεί μυστικισμός με την αυστηρή σημασία της λέξεως. Άλλα δεν είναι
βεβαίως δυνατόν να διακρίνει κανείς αυστηρά και πάντοτε μεταξύ μυστικισμού
σε ευρύτερη και μυστικισμού σε στενότερη έννοια, και μάλιστα τοσούτω μάλλον,
όσο και σε ευρύτερη έννοια μυστικοί μεταχειρίζονται παρομοιώσεις και
εικόνες ιδιάζουσες στην στενότερη έννοια μυστικισμού και υποδηλούσας ένωση
του ανθρώπου μετά του θεού ή αφανισμό της συνειδήσεως αυτού εντός
του θείου πνεύματος. Πάντως όμως δεν είναι επιτετραμμένο να συγχέει κανείς
κάθε θρησκευτικό βίωμα ή την θρησκευτικότητα καθόλου προς τον μυστικισμό, ο
όποιος δέον να διακρίνεται των άλλων μορφών της θρησκευτικής εκφράσεως ως
ιδίως και αυτοτελής έκφρασης, κεκτημένη δια τούτο και το ίδιο αυτής όνομα.
Εμφανίζεται δε στην ιστορία μυστικισμός υπό δύο μορφές· η ένωση
τουτέστιν εκείνη μετά του θεού τελείται
(α). ή διά πλήρους αφανισμού του
ανθρωπίνου εγώ στο θείο πνεύμα
(β). ή δια της παντελούς πληρώσεως της ψυχής του
ανθρώπου υπ’ αυτού.
Τα μέσα πάλι, δια των οποίων επέρχεται η κατάσταση αυτή, δυνάμεθα να διακρίνουμε
σε δύο κατηγορίας :
(α). σε τελετουργικές
πράξεις και άλλες παραπλήσιες αυτές και
(β). σε καθαρά ψυχικές.
Με άλλες λέξεις ο άνθρωπος
(α). ή προσπαθεί να κατεβάσει το θείον μέχρι εαυτού,
(β). ή να υψωθεί ο ίδιος μέχρις αυτού.
Τοιουτοτρόπως
αφ’ ενός μεν έχουμε βρώση και
πόση του θεού, Ιερούς γάμους, μουσική, χορό, άσκηση κττ.,
αφ’ ετέρου δε έκσταση διά τούτων επιφερομένη συγκέντρωση και θεωρία, ήτις εξικνείται
μέχρι της μυστικοπαθούς φιλοσοφικής διανοήσεως (βλ. λ.
μυστηριακές θρησκείες).
Δια της τελευταίας ταύτης υψώνεται ο μυστικισμός σε κοσμοθεωρία· ως τοιαύτη
δε φέρει χαρακτήρα μονιστικό ή πανθεϊστικό. Ο κόσμος εμφανίζεται
ως
τέλειος και απαρτισμένος οργανισμός, στον οποίο η θεία ζωή αναπτύσσεται εκ
του Ενός στο Παν, για να επιστρέψει πάλι στο ένα. Της μυστικίζουσας
ταύτης κοσμοθεωρίας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος είναι πλην πολλών άλλων ο Σέλλιγγ, εκφράζεται δε
αυτή και κατά κοινό τρόπον υπό των εκπροσωπούντων αυτήν φιλοσόφων δια του ύφους της γλώσσης και της συντάξεως καθόλου των
λέξεων. Συνδέουν δηλαδή αυτοί, ως παρατήρησε ο Λάϊζεγκαγκ, αντιθέσεις σε
μία αλυσίδα εννοιών, η οποία επιστρέφει στην αρχή αυτής, στην πρώτη
έννοια. Λ. χ. «Ἓν εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὸ πᾶν εἶναι Ἓν». Όπισθεν της μορφής ταύτης υποκρύπτεται
ιδία λογική και ιδία μορφή νοήσεως, τους νόμους της
οποίας διατύπωσε προ τριών ετών ο αυτός Λάϊζεγκαγκ.
Εκ της μυστικής ταύτης
κοσμοθεωρίας απορρέει και ιδία ηθική, ιδία μυστική πράξη. Η ενόραση της
φύσεως του κόσμου και των εν αυτώ τελούμενων απαιτεί παρά του μυστικού,
όπως
μη παρακωλύει την πορεία αυτών, αλλ’ όπως υποτάσσεται σε αυτήν,
καταλείπει
εαυτό, σε αυτήν και συνεργάζεται κατά τον τρόπον τούτον στην ιδία αυτού
τελείωση.
Ο μυστικός επιστρέφει στον θεό, αφού τα πάντα θα
επιστρέψουν σε αυτόν κατ’ ανάγκη, και συντελεί τοιουτοτρόπως σε εαυτό
μόριο τι της κινήσεως εκείνης του κόσμου. Κατά τον βαθμό της συμμετοχής
της ίδιας αυτού ενεργείας στην επιστροφή ταύτη δυνάμεθα να διακρίνουμε
(α). ενεργητικό,
(β). θεωρητικό και
(γ). ησυχαστικό μυστικισμό.
Ο μυστικισμός δηλαδή
δύναται να είναι ενδοκοσμικός, τουτέστι να μην αρνείται απολύτως την ζωή,
άλλα να ανευρίσκει στις θετικές αξίες αυτής τον θεό, συσχετίζοντας αυτόν
ως ύψιστη αξία προς αυτές· ή υπερβατικός μυστικισμός, δια τον οποίο κάθε
όργανο προς σύλληψη του υψίστου νοήματος είναι ανεπαρκές και όποιος φθάνει
διά τούτου στην σύλληψη αυτού διά της πλήρους αρνήσεως της ζωής και των
θετικών αυτής άξιων. Νόηση, επιστήμη, τέχνη, τα πάντα είναι δια τον
μυστικιστή του τύπου τούτου μάταια, ανεπαρκή, επιβλαβή ίσως δι’ αυτόν
υπάρχει μόνον το μυστικό πνευματικό όργανο, δια του οποίου υψούται μέχρι
του Απολύτου, αφανίζεται σε αυτό ή συγχωνεύεται μετ’ αυτού. Έτσι αποκτά το
συναίσθημα, ότι ο θεός κατοικεί σε αυτόν και έστιν ότε ότι αυτός ο ίδιος
είναι θεός. Ο κοινός θνητός και ο μυστικιστής του πρώτου τύπου (παράδειγμα:
Ι. Βρούνος, Γκαίτε) κέκτηνται συνείδηση της διαφοράς αυτών από του θεού,
της μεταξύ πεπερασμένου και απείρου, παροδικού και αιωνίου αντιθέσεως, ως
και της μεταξύ αμαρτωλότητας και αγιότητας διαφοράς. Τουναντίον ο
μυστικιστής του δευτέρου τύπου, ο εν την κυρία της λέξεως σημασία
μυστικιστής, εξαλείφει τα όρια ταύτα και μεταβάλλει τον θεό σε κάποιο
ακαθόριστο Όν, ίσον σχεδόν προς το Μηδέν. Διά τούτο ο θεός αυτός αυτού στερείται
κατά το μάλλον ή ήττον προσωπικότητας η οποία αποτελεί περιορισμό και η
οποία προϋποθέτει το Εγώ και το Συ. Κι όπως ο μυστικισμός διακρίνεται σε
διάφορα είδη, τοιουοτρόπως ποικίλλουν και οι προσωπικότητες των μυστικών.
Μεταξύ αυτών βρίσκουμε απόλυτη ηρεμία αφ’ ενός και αγρία παραφροσύνη αφ’
ετέρου. Μάγους και γόητες, μοναχούς, ποιητές
και φιλοσόφους, ήσυχους Αστούς και
υστερικές γυναίκες.
Αλλά όλοι έχουν ένα κοινό προς αλλήλους : όλοι προσπαθούν να φθάσουν
στην κατάσταση, στην οποία λαμβάνουν αίσθηση του Απολύτου. Τείνουν να υπερπηδήσουν τα όρια του
κόσμου τούτου, να απαλλαγούν των αισθήσεων, να ελευθερωθούν εαυτών και δια της
εκστάσεως να μετάσχουν του υπερβατικού
κόσμου του Υψίστου και του Αιωνίου.
Στο εξής θα παράσχουμε ιστορική εικόνα του μυστικισμού παρά τους διάφορους λαούς,
από των λεγόμενων πρωτογενών
μέχρι των χρόνων ημών, στην οποίαν θα συμπεριλάβουμε και τις νεαρότερες εκδηλώσεις του μυστικισμού
στην σύγχρονη τέχνη καθόλου.
Οίκοθεν νοείται ότι ο παρά τους διάφορους λαούς απαντώμενος μυστικισμός το μεν είναι αυτοφυής, αναβλύζων αμέσως
εκ τής ψυχής, το δε οφείλεται και στην αμοιβαία αλληλεπίδρασαν των λαών τούτων. Το τελευταίο τούτο ισχύει προ
πάντων περί της σχέσεως μεταξύ ελληνικού και χριστιανικού μυστικισμού, όπου
διά του Φίλωνος κατ’ αρχάς, έπειτα δε προ πάντων
δια Κλήμεντος του Αλεξανδρέα, του
Αυγουστίνου, τελούντος υπό την επίδραση του
Πλωτίνου,
και του συγγραφέως των υπό το όνομα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου φερομένων
συγγραμμάτων, αντλούντων κυρίως εκ του Πρόκλου, εισήλθε
ο ελληνικός
μυστικισμός στην Χριστιανική Ανατολή και Δύση και γονιμοποίησε τα εν την Αγία Γραφή
ενυπάρχοντα μυστικά σπέρματα.
Την μετά της θεότητας ένωση, κατά την οποίαν καταλαμβάνει αυτή εντελώς τον
άνθρωπο, απαντούμε ήδη παρά τους πρωτόγονους, παρά τους οποίους θεωρούνται
ως υπό του θείου κατειλημμένοι προ πάντων οι μάγοι, οι γόητες, είτε πνεύματα
τεθνεώτων πιστεύεται ότι ενοικούν σε αυτούς, είτε τα λεγόμενα καθαρά
πνεύματα. Στην κατάσταση αυτή της κατοχής τελούντες,
αποβάλλουν την
συνείδηση και καθίστανται αναίσθητοι προς τους εξωτερικούς ερεθισμούς, και
προς αυτόν τον πόνο. Οι κατεχόμενοι αυτοί φέρονται κατά τον τρόπον που πιστεύεται
ότι φέρονται τα κατέχοντα αυτούς πνεύματα, ομιλούν με σιγανή τη φωνή ή
βρυχώνται και εκβάλλουν γοερές κραυγές, επιπίπτουν κατά των
παρευρισκομένων, δάκνουσιν αυτούς κ. τ. τ. Αλλ’ για να μεταστούν στην
κατάσταση αυτή της ενώσεως προς το πνεύμα, είναι ανάγκη να υποβληθούν σε
διάφορες στερήσεις ή δι’ άλλων τεχνητών μέσων να ερεθίσουν το νευρικό
αυτών σύστημα. Ούτω λ.χ. νηστεύουν, επειδή η νηστεία οδηγεί εις δράματα
και παντείες ψευδαισθήσεις· γεύονται
μεθυστικών ποτών, δια των οποίων επισκοτίζεται η συνείδηση αυτών· καπνίζουν καθ’
υπερβολή ή και μασούν και καταπίνουν
τον καπνό· χορεύουν μέχρι μανίας υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής
και
μεθίστανται ούτως εις έκσταση, ίνα έτσι πλήρωση το πνεύμα την ψυχή τους ή
ίνα αφανισθούν στην θεότητα. Εκτός δε των τελετουργικών τούτων εθίμων
απαντούμε παρ’ αυτούς και συστηματικές θεωρίες περί του μεταξύ ανθρώπου και
κόσμου και θεών συνδέσμου, οι οποίες είναι τόσον μάλλον ευχερείς όσον ο
πρωτογενής δεν γνωρίζει την μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διάκριση
καθ’ όν τρόπο οι πολιτισμένοι λαοί.
Του πρωτογόνου τούτου μυστικισμού ίχνη βρίσκουμε σε
όλους τους λαούς· αλλ’ εκτός βεβαίως αυτών και στοιχεία ανώτερου πνευματικού τρόπον τινά
μυστικισμού, ή καθ’ εαυτά ή συνδεδεμένα μετ’ εκείνων. Στην Κίνα εμφανίζονται
κατά τις εορτές και τις λιτανείες άνδρες και γυναίκες σε τέτοια κατάσταση
εκστάσεως, ώστε να είναι αναίσθητοι προς πάντα πόνο,
οι δε ανόητοι αυτών
πράξεις ερμηνεύονται ως προερχόμενες εκ των ενοικούντων σε αυτές πνευμάτων.
Παρά τον πρωτογενή όμως τούτων μυστικισμό υπάρχει και ανώτερη μορφή αυτού,
γνωστή υπό το όνομα του Ταοϊσμού. Ταό είναι ως ειπείν το νόημα του
κόσμου, η αιώνια δύναμη, ο αμετάβλητος νόμος, υπό τον όποιον τελούν τα πάντα, ορατά
και αόρατα. Ο Λαοτσέ λέγει περί αυτού: «Υπάρχει τι, όπερ είναι ακατανόητο
και τέλειο και όπερ υπήρχε προ πάντων των αιώνων, προ της γης και προ του
ουρανού. Είναι σιγή και στερείται πάσης μορφής· είναι το Μοναδικό, το Εν,
άνευ μεταβολής και άνευ αλλοιώσεως, πάντα πληρούν. Δύναται να ονομασθεί πηγή
όλων των όντων. Αγνοώ το όνομά του, άλλα καλώ αυτό Ταό». Ο μυστικός
αγωνίζεται δι’ όλου του βίου να καθαρίσει την ψυχή του από παντός κακού και
εγωιστικού, ίνα έτσι δημιουργήσει τόπο σε αυτή προς εγκατοίκηση του Ταό,
της σιωπηλής δυνάμεως, η οποία πληροί τότε τον όλο άνθρωπο και καθιστά
αυτόν αυτό τούτο Ταό. Οι σκέψεις του ανθρώπου σβήνονται και μεταβάλλονται
εις τέφρα, μετ’ αυτών δε αφανίζεται νεκρού νεκρούμενο και το ίδιον εγώ (Τσουάγγ
Τασί).
Κλασσική χώρα του μυστικισμού είναι οι Ινδίες. Ιδίως η
φιλοσοφία της Βιντάντα παρέχει σε εμάς καταρτισμένο και συστηματοποιημένο
μυστικισμό. Οι Βραχμάνες ανάγουν το πλήθος των θεών σε μια ενιαία και
μοναδική αρχή, την οποία καλούν Βραχμάν ή Ατμάν. Το Βραχμάν τούτο ως κάτι
πνευματικό και άμα απρόσωπο, «βλέπει χωρίς οφθαλμούς, ακούει άνευ ώτων, δεν
ομιλεί δια λέξεων, δεν νοεί δι’ ιδεών». Είναι η ζωή, η πνοή του σύμπαντος,
εξ ης τα πάντα απορρέουν και εις την οποία επιστρέφουν τα πάντα, η μόνη
άφθαρτος ουσία, η οποία παραμένει αναλλοίωτος στην διηνεκεί ροή. Του
Βραχμάν απορροή είναι και ο άνθρωπος- κατ’ ακολουθία η πνοή αυτή του
σύμπαντος ζει και εντός αυτού είναι σπινθήρ εκπηδήσας εκ της θείας πυράς, σταγόνα
εκ του ωκεανού της θεότητας. Καθήκον μοναδικό έχει να επιστρέψει πίσω στην θεία πηγή, να
αφανίσει εαυτό εντός του απείρου φωτός. Η ένωση αυτή μετά του Βραχμάν ή ο αφανισμός
αυτός της ιδίας προσωπικότητας σε αυτώ είναι η μόνη οδός προς την απολύτρωση
από του πόνου της υπάρξεως. Η κατάσταση αυτή της αποσβέσεως, το
Νιρβάνα, κατορθώνεται δια της Γιόγκα, της
ασκήσεως, η οποία αποτελείται εκ σειράς συστηματικώς διαρθρωμένων ασκήσεων,
των οποίων αποτέλεσμα η συγκέντρωση. Έτσι το Εγώ του ασκητή ευρίσκει την ανάπαυσή του
εν τω απείρω Εγώ (Ατμάν). Εάν και στον βουδισμό εύρηται ή διά
τής εκστάσεως συνταύτιση αυτή μεταξύ ανθρώπου και θείου, είναι
αμφίβολο,
προ πάντων επειδή ο Βούδας αρνείται εκείνο το Εν και
Παν
ως πραγματικά υπάρχον. Άλλως έχει το πράγμα σε μερικές αιρέσεις του ιαπωνικού βουδισμού,
όπου ο λόγος περί ενώσεως ή ταυτίσεως προς τον Βούδα,
αν και αυτή θεωρείται
μάλλον αποτέλεσμα νοητικής ενεργείας ή πραγματικό βίωμα του μυστικού.
Επίδραση του πρωτογόνου μυστικισμού παρατηρούμε και
στην θρησκεία των
Θρακών. Οι λάτρες του Διονύσου, καταλαμβανόμενοι
από της επί της ζωής χαράς και δια μεθυστικών ποτών
και μανιακών χορών ενισχυμένοι, πίστευαν ότι
είναι ένθεοι, πλήρεις του θεού και ενδύονται ενδύματα παρεμφερή προς τα των
ακολούθων αυτού ή οικειούνται το ίδιον αυτού όνομα. Την μετ’ αυτού κοινωνία πίστευαν
επίσης ότι κατορθώνουν καταβροχθίζοντας ωμά κρέατα ζώων,
τα όποια συμβόλιζαν τον κατ’ αρχάς θηριόμορφο θεό.
Το φαινόμενο τούτο επανευρίσκουμε παρά τους Έλληνες, μεταξύ των όποιων διαδόθηκε
η θρησκεία του Διονύσου δια της καθόδου των Δωριέων.
Η διάδοση εν τούτοις αυτής δεν υπήρξε ευρεία. Η δευτέρα εισβολή των θρακικών μυστηρίων
οδήγησε στην ίδρυση θρησκευτικών θιάσων, των ορφικών. Κατά
την διδασκαλία της αιρέσεως
ταύτης, η πολλότητα των όντων αιτία έχει την αμαρτία· σκοπός δε της
Ιστορικής εξελίξεως είναι η επιστροφή στην μία θεία ουσία. Την επιστροφή όμως ταύτη βιώνει
από τώρα ο μύστης δια της εκστάσεως. Υπό την επίδραση της θρησκείας του
Διονύσου και των ορφικών μυστηρίων
αναπτύσσεται στην Ελλάδα φιλοσοφικός μυστικισμός. Τούτον επεξεργάζονται εν
πρώτα οι προ του Σωκράτη φιλοσοφήσαντες στην περί ενός και παντός
διδασκαλία· Ο Πλάτων συνδυάζει αυτόν προς την θεωρία των Ιδεών, οι
Στωικοί
προς την περί λόγου πανθεΐζουσα θεολογία, στον δε
νεοπλατωνισμό και στην θεολογία των
μυστηριακών θρησκειών προσλαμβάνει ποικίλας νέας μορφές.
Οι Έλληνες δημιούργησαν τον εν εαυτό απαρτισμένο κόσμο, στον οποίο ύλη, ψυχή
και πνεύμα διεισδύουν αλλήλα, και έθεσαν σε αυτό τον άνθρωπο ως κάτοπτρο
του μακρόκοσμου τούτου ως μικρόκοσμο που περικλείει εν εαυτό τα στοιχεία
εκείνα του μακρόκοσμου. Διά τούτο πιστεύουν ότι είναι εις αυτόν δυνατόν δι’
απαλλαγής από του γήινου στοιχείου να υψωθεί μέχρι της ψυχής του κόσμου και
εντεύθεν να εξαρθεί μέχρι του πνεύματος, τ. έ. διά μυστικής τίνος κλίμακας,
όπου η ψυχή ανέρχεται βαθμηδόν μέχρι του πνεύματος, συγκεντρώνεται σε εαυτήν
και αποπνευματούται. Εκτός τούτου δίδαξαν την γέννηση του κόσμου εκ μιας
πρωταρχικής αρχής, δηλαδή αφού αναπτύχθηκε σε κόσμο επανέρχεται πάλι σε εαυτήν,
ιδρύοντας έτσι τον συνεπή σε εαυτόν Μονισμό και Πανθεϊσμό.
Μετά της διδασκαλίας δε ταύτης συνέδεσαν την περί μετεμψυχώσεως θεωρία
οργανικά, ως και την περί αιωνίας επιστροφής και ανακυκλώσεως των όντων.
Και αυτή η περί καθολικής συμπάθειας ιδέα, ιδία δε η περί συγγενείας και
συμπάθειας ψυχής και αστέρων, κατάγεται εκ της ελληνικής φιλοσοφίας,
διαμορφωθείσα προ πάντων από του Ποσειδωνίου.
Προς τούτοις μετά της ιδίας
εκείνης αναπτύξεως και της εις την πρώτη αρχή επιστροφής του κόσμου
συνδύασαν μυστικοπαθή μεταφυσική της Ιστορίας, κατά την οποίαν η ιστορία αποτελεί
κύκλο, όστις άρχεται από των χρυσών χρόνων, ίνα δια της
καταπτώσεως και της παρακμής επαναφέρει τον άνθρωπο στο αρχικό σημείο.
Την επαναφορά δε ταύτη πιστεύουν ως απολυτρωτικό έργο, δια του οποίου
δίδεται στον αγωνιζόμενο άνθρωπο η ορθή προς τα άνω κατεύθυνση. Τέλος
δια της όλης ταύτης φιλοσοφικής επεξεργασίας του μυστικισμού εξευγένισαν τις
περί μυστικής ενώσεως πρωταρχικός παραστάσεις των ελληνικών μυστηρίων,
αντικαταστήσαντες τα τελετουργικά έθιμα δια της εκστάσεως της δια
φιλοσοφικών μέσων κατορθωμένης και ερμηνεύσαντες αυτά ως συμβολίζοντας την
ένωση της ανθρώπινης ψυχής μετά του θείου. Κι ως ορθά παρατήρησαν, όλη η
εικονική γλώσσα του δυτικού μυστικισμού, από του ψυχικού σπινθήρα του Έκαρτ μέχρι
του νυμφίου της ψυχής των ευσεβιστών, είναι, δημιούργημα της μυστικίζουσας ελληνικής
φιλοσοφίας. Η επίδραση αυτή εξικνείται μέχρι των
μυστηρίων της Ίσιδας και του
Μίθρα (βλ. λ.
μυστηριακές θρησκείες).
Ιδίως αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε ο μυστικισμός αυτός στην
νεοπλατωνική φιλοσοφία. Σε αυτή εξαίρεται ήδη
ισχυρά η ιδέα, ότι ο άνθρωπος δεν θεώνεται, δεν
συγχωνεύεται μετά της θεότητας το πρώτον μετά θάνατον, αλλ΄ ήδη κατά
την διάρκεια της επιγείου ζωής. Ο Πλωτίνος έλαβε πείρα της μακαριότητας
αυτής κατά τα εξ έτη, κατά τα οποία αναστρέφονταν μετ’ αυτού ο
Πορφύριος. Αυτός δε
πάλι καυχιέται ότι έτυχε των αυτών, αν και αργά και σε προβεβηκυία ηλικία. Ο
Ιάμβλιχος τέλος ο οποίος εχρήτο και τη
θεουργία, διηγείται σε εμάς περί
μυστικών ενώσεων και περί των εξαιρετικών ικανοτήτων, τις οποίες
προσεκτώντο οι θεοφόροι που διατελούσαν σε αυτή την κατάσταση. Δια της
αλληγορικής ερμηνείας του Φίλωνος ο μυστικισμός
αυτός της ελληνικής
φιλοσοφίας υπεμβάλλεται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
και έτσι εισδύει
στους κύκλους των ελληνιστών Ιουδαίων και δι’ αυτών και στον
Χριστιανισμό. Τα εν τούτω εισφρήσαντα στοιχεία του ελληνικού μυστικισμού
χρησιμοποιούνται υπό της Γνώσεως προς συγκρότηση και δι’ αυτών του
μεγαλοπρεπούς όσον και πολυδαιδάλου οικοδομήματος αυτής. Τέλος δια της
συγκροτήσεως της χριστιανικής θεολογίας τη βοήθεια των μέσων της ελληνικής
φιλοσοφίας, η οποία ήταν εμποτισμένη, ως είδαμε, υπό του μυστικισμού, τα
στοιχεία ταύτα πληθαίνονται, ίνα οδηγήσουν τέλος στην γέννηση του
χριστιανικού μυστικισμού, στον οποίο μεταβαίνουμε, αφού όμως
προηγουμένως πούμε λίγες λέξεις περί του ιουδαϊκού και του ισλαμικού
μυστικισμού.
Ο πρώτος κέκτηται ιδιάζοντα όλως χαρακτήρα ένεκα της ιδιοτυπίας του
Ιουδαϊσμού. Δεν αποσκοπεί ούτε στην απολύτρωση από της βουλήσεως ούτε από
του εγώ και δεν είναι πανθεϊστικός, αλλ’ εξαίρει τουναντίον
αφ’ ενός την
προσωπικότητα του θεού, την δικαιοσύνη και την αγάπη αυτού, αφ’ ετέρου τον
άνθρωπο και την κατ’ ελευθέρα εκλογή απόφασης αυτού. Ο Ιουδαϊκός
μυστικισμός υπό χαρακτήρα εκστατικό και οραματιστικό, παραπλήσιο προς τον των απόκρυφων βιβλίων του
Β΄ και Α΄ π. Χ. αιώνος, άπαντα στο Ταλμούδ,
διά οποίου ξεκινά η πρώτη αυτού περίοδος, διαρκούσα καθ’ όλο τον μεσαίωνα.
Ενταύθα ανήκουν το «Βιβλίον των ουρανίων στοών» και το «Βιβλίον περί της
δημιουργίας», το οποίο τελεί υπό την επίδραση του Πρόκλου και
είχε ισχυρή ροπή δια της περί σφαιρών διδασκαλίας, που περιέχει. Η δευτέρα
περίοδος είναι οι χρόνοι της Καββάλας, τουτέστι της παραδόσεως, κατά τους
οποίους συναρμολογούνται και διαμορφώνονται οι κατά την προηγούμενη περίοδο
εμφανισθείς μυστικές ιδέες. Η εξέλιξη του Ιουδαϊκού μυστικισμού κατά την
περίοδο αυτή συνδέεται προς την προσωπικότητα του Ισαάκ του Τυφλού. Αυτός
συνδυάζει την ιδέα του πληρώματος, δηλαδή της νοητής πρώτης αρχής μετά της
περί μετεμψυχώσεως
διδασκαλίας. Μεγάλως συμβάλλουν
στην διάδοση του μυστικισμού τούτου ο Μωϋσής Μπέν Μαχμάν και ο Αβραάμ
Αβουλαφίας,
ενώ εξ
άλλου χαρίζει στην όλη κίνηση το κανονικό αυτής βιβλίο «Σοχάρ» ο Μωϋσής
Μπέν Σεμπτόβ. Παρά τον μυστικισμό τούτο, τον
οποίο δυνάμεθα να
καλέσουμε μεσημβρινό, αναπτύσσεται και έτερος τύπος, ο βόρειος ή ο
γερμανικός δια Σαμουήλ του Ευσεβούς, του υιού αυτού Ιούδα του Ευσεβούς
και
του Ελεαζάρου Μπέν Ιούδα. Ιδιαίτερο αυτού γνώρισμα είναι η έξαρση των
ψυχικών άξιων εν αντιθέσει προς την νόηση και την θεωρία και η προς την
προσευχή και τον στην θεία αγάπη βυθισμό τροπή. Της τρίτης τέλος
περιόδου, κέντρο και εστία έγινε η Παλαιστίνη, εκ της οποίας εκπηγάζει
ανακαίνιση του Ιουδαϊκού μυστικισμού, συνδεόμενη προς το όνομα του
Μωϋσέα
Κορδοβέρο και προ πάντων το του Ισαάκ Λούρια, του αγίου του κύκλου
τούτου, των
μυστικιστών. Ο Λούρια έδωκε στον μυστικισμό των Ιουδαίων τον «νόμον»,
τουτέστι σύνολο εθίμων, ασκήσεων και προσευχών, ως προπαρασκευή του
χρόνου
της απολυτρώσεως. Δεν αποστέργει λοιπόν τα τελετουργικά και θεουργικά
μέσα,
ως δεν αποστέργει αυτά ουδ’ ο εκ της Καββάλας αναπτυχθείς Σασσιδισμός, του
οποίου ο αρχηγός Βάαλ Σεμπτόβ και προ πάντων ο μαθητής του Μπέαρ χρησιμοποιούν
τεχνητά μέσα, όπως ο χορός και το άσμα, προς επίτευξη της
εκστάσεως.
Ο ισλαμικός μυστικισμός εκπηγάζει μεν εκ του πρωτογενούς εκείνου μυστικισμού,
τελεί δε υπό την επίδραση του νεοπλατωνικού προ πάντων,
εν μέρει δε και
του ινδικού. Περιώνυμοι μυστικιστές είναι
εδώ οι Σουφί της Περσίας,
χρησιμοποιούντες κυρίως τον οίνο προς επίτευξη
της εκστάσεως, δια της οποίας επέρχεται η συγχώνευση
εκείνη μετά της θεότητας. Χαρακτηριστική είναι η προσευχή του Βαγεζίδ
Μεσταμί: «Πόσον καιρό ακόμη θα υφίσταται μεταξύ μας το Εγώ και το Εσύ; Άρον
το Εγώ μου εκ του μέσου και αφάνισε την προσωπικότητά μου». Τολμηρότερος
είναι ο Χουσεΐν Αλ Χαλλάδ εν όσα λέει: «Εγώ είμαι αυτός τον οποίο αγαπώ, και
ούτος τον οποίο αγαπώ είναι εγώ. Είμεθα δύο ψυχές ενοικούσες σε ένα σώμα·
όταν βλέπεις εμέ, βλέπεις αυτόν, και όταν βλέπεις αυτόν, βλέπεις εμέ». Και ο
μέγιστος των μυστικών του Ισλαμισμού, ο Τζελάλ Αλ-Ντιν ρουμί: «Θα ήταν
ψεύδος να ομιλώ περί εμού και σου· το Εγώ και το Συ έπαυσε να υπάρχει μεταξύ μας». Και
αυτός ο γνωστός θεολόγος του Ισλαμισμού Τζελαλί γνώρισε το μυστικοπαθές
βίωμα της ενώσεως μετά του θεού, ως ο ίδιος διηγείται. Τέλος ποιος αγνοεί τους Δερβίσιδες,
οι οποίοι μεταπίπτουν σε έκσταση τη βοήθεια κυκλικών περί εαυτούς
χορών; Σκοπός αυτών, ως και των Ριφαϊτών, των Σαδιτών, των Ισαβιτών κ. ά.
είναι η ένωση και η συγχώνευση μετά του Αλλάχ, είτε ως μέσο
χρησιμοποιείται ο χορός, είτε η μουσική, είτε η συχνή επανάληψη της
συντόμου ομολογίας της πίστεως ότι «ουδείς υπάρχει θεός πλην του Αλλάχ» (Λα
Ιλαχά Ιλλά Ιλλαχού).
Η ευσέβεια της Καινής Διαθήκης δεν είναι μυστικισμός,
επειδή η περί σχέσεως μεταξύ θεού και κόσμου διδασκαλία αυτής ουδέ κοινό
έχει προς τον μυστικισμό. Ο κόσμος και η Ιστορία δεν θεωρούνται ως το
κακό και αντίθετο προς τον θεό, ως διδάσκει ο διαρχικός μυστικισμός· ούτε ως σύμβολο
η εμφάνιση του θεού ως του μόνου όντως Όντος, ως θέλει ο
πανθεΐζων μυστικισμός.
Ο θεός θεωρείται ουχί στην υπερβατική αυτού ουσία,
αλλ’ στην εν τον κόσμο και χάρη του κόσμου ενεργεία αυτού. Η ενέργεια δε
αυτή αυτού δεν εκλαμβάνεται ως η αιωνία ανάπτυξη του κόσμου κατά νόμους
σίδηρους και αμετάβλητους, αλλ’ ως συγκεκριμένη ενέργεια του προσωπικού θεού,
εκδηλωμένη ως βούληση και ως λόγος αυτού προς τον άνθρωπο. Ο τελευταίος δε
αυτός πάλι δεν απαιτείται, όπως δι’ ασκήσεως και θεωρίας ή δια
εκστάσεως γένηται κοινωνός της θείας ουσίας, αλλ’ όπως δια της βουλήσεως και
των έργων του τελειοποίηση ηθικώς εαυτό. Τέλος η απολύτρωση αυτού είναι,
κατά την διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, Ιστορική πράξη του θεού, την
οποίαν ο άνθρωπος προσοικειώνεται δια της πίστεως και των έργων. Παρά ταύτα
υφίστανται στοιχεία μυστικισμού στα ιερά βιβλία ή τουλάχιστον
χρησιμοποιείται η γλώσσα του μυστικισμού προς έκφραση θρησκευτικών αληθειών
αναφερομένων στην σχέση κυρίως θεού και ανθρώπου ή ανθρώπου και Λυτρωτή,
ως λ.χ. υπό του Παύλου και του Ιωάννου. Εντεύθεν εξηγείται το γεγονός ότι ο
εν τη χριστιανική εκκλησία αναπτυχθείς μυστικισμός ανάγει την καταγωγή
αυτού στην Καινή Διαθήκη, παρά δε του Παύλου και του Ιωάννου δανείζεται
την γλώσσα, στην οποία μιλάει.
Την σειρά των μυστικιστών ανοίγει ήδη Ιγνάτιος ο Αντιοχείας, τελών
υπό την επίδραση της μυστικοπαθούς γλώσσα του ευαγγελιστή Ιωάννη. Η περαιτέρω
εξέλιξη του μυστικισμού συνδέεται προς τα ονόματα Κλήμεντας του
Αλεξανδρέως και του Ωριγένη οι οποίοι αμφότεροι αντιπροσωπεύουν μυστική Θεολογία,
φέρουσα εμφανή τα ίχνη της επιδράσεως του ελληνικού μυστικισμού. Εκ των
έπειτα ιδίας μνείας άξιος είναι Γρηγόριος ο Νύσσης,
ο οποίος πλούτισε τον
θησαυρό της μυστικής γλώσσας και πρώτος χαρακτήρισε το μυστικόν βίωμα ως απόλαυση θεού, και
Μακάριος ο Μέγας, του οποίου οι ιδέες περί αιχμαλωσίας
της ψυχής και περί αυτής ως θρόνου της θείας μεγαλειότητας, φέρουν εμφανώς
μυστικόν χαρακτήρα. Εκ του Ε΄ αιώνα αναφέρουμε Νείλο τον Σιναΐτη και Ησύχιο των
Ιεροσολύμων, ο οποίος έγινε γνωστός και
επέδρασε επί των έπειτα
δια της αναλύσεως και της περιγραφής του εσωτερικού βίου της ψυχής. Στον
Στ΄ αιώνα ανήκει ο συγγραφεύς των υπό το όνομα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου
φερομένων μυστικών συγγραμμάτων, ο κυρίως πατήρ της χριστιανικής μυστικής
θεολογίας, εξαρτώμενος μεγάλως εκ του νεοπλατωνικού μυστικισμού
και μέγιστη
άσκησε ροπή επί της έπειτα εξελίξεως τόσον της τελετουργικής όσον και της
φιλοσοφικής μυστικοπάθειας. Στον κολοφώνα αυτής καταντά ο μυστικισμός της
Ανατολής δια Ισαάκ του εκ Νινευΐ, ακμάσαντος κατά τον Ζ΄ αιώνα. Εκ των
έπειτα χρόνων άξιοι μνείας είναι Μάξιμος ο Ομολογητής, Φιλόθεος ο Σιναΐτης, Συμεών
ο Νέος Θεολόγος, Νικόλαος Καβάσιλας, μετά τους οποίους ακολουθεί
ολόκληρος σειρά άλλων, των οποίων τα συγγράμματα περιελήφθηκαν στην «Φιλοκαλίαν»,
χρηστομάθεια του μυστικισμού, συναρμολογηθείσα υπό Νικόδημου του Αθωνίτη,
ασκητή και μυστικού. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του παλαιοχριστιανικού και
βυζαντιακού τούτου μυστικισμού είναι η στο Ιστορικόν πρόσωπο του Ιησού
συγκέντρωση αυτού, ο χριστοκεντρικός χαρακτήρας, ο οποίος είναι συγχρόνως
υπερβατικός. Ο χαρακτήρας δε ούτος εκδηλώνεται τόσον στον τελετουργικό μυστικισμό
της ανατολικής
εκκλησίας, όσον και στον καθαρά προσωπικό. Εκείνος περιστρέφεται περί την
θεία δόξα και την λαμπρότητα του ενανθρωπήσαντος Λόγου, ως αυτή
εμφανίζεται σε εμάς στην ενανθρώπηση αυτή, στο πάθος, το θάνατο και τη
ανάσταση του Κυρίου. Αυτός ως κύριο αυτού περιεχόμενο έχει την έξαρση
του εσωτερικού κόσμου μέχρι του Λυτρωτή. Δι’ αυτής, επιστεφόμενης υπό της
θείας χάριτος, ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε καθαρό πνεύμα, ζει ήδη την ζωή
του άλλου κόσμου, το πνεύμα του θείου ζει εν αυτώ. Το αυτό ισχύει και ως
προς τον μυστικισμό της ρωσικής εκκλησίας, όστις το μεν εξηγείται εκ των
προϋποθέσεων της χριστιανικής ανατολής καθόλου, το δε εξαρτάται εκ ξένων
επιδράσεων. Γνωστή είναι ενταύθα η κίνηση των λεγομένων Ανθρώπων του Θεού
και των Λευκών Περιστερών, ονομαστοί δε μυστικοί θεολόγοι έγιναν και άλλοι
πολλοί και οι Σκοβορόδα, Νόβικωφ, Λάψιν, Σοροβγιώβ, όστις εξαρτάται τόσον εκ
του Σκώτου Ερίγενα, όσον και από του νεοπλατωνισμού απ’ ευθείας, ο
φιλόσοφος Σομγιακώβ, ο επεξεργαστής της ανώτερης μνημονεθείσας «Φιλοκαλίας»
Θεοφάνης και ο Τύχων, του οποίου την φυσιογνωμία είχε προ οφθαλμών ο Δοστογιέφσκη κατά την περιγραφή του Ζωσιμά
στο έργο του «Οι αδελφοί Καραμάζωβ».
Στην Δυτική Εκκλησία την απαρχή του μεσαιωνικού
μυστικισμού ποιείται ο Σκώτος Ερίγενα, ο οποίος μετά του
Αυγουστίνου είναι ο εισηγητής της
νεοπλατωνικής φιλοσοφίας στην Εκκλησία. Ούγος
ο εξ Αγίου Βίκτορας
διασώζει τις θεμελιώδεις αρχές της φιλοσοφίας αυτής στους έπειτα αιώνες,
αν και τονίζει συγχρόνως το αναγκαίο της εις αυτήν προπαρασκευής δια των
μέσων της Εκκλησίας. Σε αντιθέσει προς αυτόν απαιτεί Βερνάρδος ο εκ Κλαιρβώ
την συγκέντρωση περί το Ιστορικόν
πρόσωπο του Ιησού, του οποίου τα πάθη
διεγείρουν τον πόνο επί τη αμαρτία και προκαλούν το συναίσθημα της
ευγνωμοσύνης και της αγάπης. Χαρακτηριστική δια τον μυστικισμό αυτού
είναι η παρομοίωση του Χριστού προς νυμφίο, προς τον όποιον έρχεται εις
σχέση
η
ψυχή ως νύμφη. Εκ του συνδυασμού των Ιδεών του Βερνάρδου προς τον
μυστικισμό του Ούγου γεννήθηκε ο ιταλικός μυστικισμός, κύριος
εκπρόσωπος του
οποίου είναι, πλην άλλων, ο Βοναβεντούρας. Αντιθέτως ο γερμανικός
μυστικισμός εμφανίζεται ως επεξεργασία και περαιτέρω ανάπτυξη του
παλαιοτέρου μυστικισμού, ως βλέπουμε λ. χ. εκ του Έκκαρτ. Κατά τον
περίφημο
τούτον μυστικόν η από των πραγμάτων απομάκρυνση, η επιστροφή στην ψυχή,
η απαλλαγή αφ’ ημών αυτών, οδηγεί σε ένωση μετά του θεού. Η γέννηση
αυτού
στα μυχαιότατα της ψυχής αποτελεί τον σκοπό της ιστορίας της
σωτηρίας και το νόημα του Χριστιανισμού. Τις ιδέες αυτές απλοποίησε ο
Τάουλερ,
ο συμπαθής κήρυκας προσωπικού Χριστιανισμού. Εκ του Έκκαρτ συγχρόνως
και εκ
του Βερνάρδου εξαρτάται ο μυστικισμός του Σούσωνος, ο οποίος συνδυάζει
σκληρά
άσκηση προς ενθουσιαστική αγάπη προς τον θείον νυμφίο, ασκώντας ισχυρά
ροπή επί των γυναικείων ταγμάτων. Τον ολλανδικό μυστικισμό απασχόλησαν
μάλλον οι όροι και οι προϋποθέσεις της μυστικής εποπτείας της θεότητας,
ως
συμβαίνει λ. χ. περί το πολυθρύλητο έργο του Θωμά του εκ Κέμπης «De
imitatione Christi». Εντελώς νέο είναι εν αυτώ η μέθοδος της
ασκήσεως της
βουλήσεως, η οποία οδηγεί στον ησυχαστικό μυστικισμό. Σαφέστερα
εκφαίνεται
αυτή στη «Γερμανική Θεολογία». Κατά την στο βιβλίο αυτό
περιεχομένη διδασκαλία, ο θεός λαμβάνει συνείδηση εαυτού και της προς
εαυτόν αγάπης αυτού δια της δημιουργίας. Δια τούτο οφείλει
ο άνθρωπος να αφήνει να ενεργεί σε αυτόν ακωλύτως ο θεός και να
καθίσταται όργανο αυτού άνευ
ιδίας βουλήσεως και αυτοτέλειας.
Παρά τον μυστικισμό τούτον, ο οποίος ζει στην εκκλησία
και αναγνωρίζει το
κύρος και την σημασία των υπ’ αυτής διδασκομένων μέσων προς σωτηρία,
ακμάζουν και άλλες μορφές μυστικισμού. Έτσι οι υπό το όνομα «Ελεύθερα
πνεύματα» γνωστοί μυστικιστές απορρίπτουν τον νόμο και την εκκλησιαστική
τάξη, απαλλάσσουν εαυτούς από της υποχρεώσεως των μυστηρίων, θεωρούν
εαυτούς ανώτερους των άλλων Χριστιανών και πιστεύουν ότι είναι κοινωνοί
θείας γνώσεως. Τούτοι είναι οι οπαδοί του Αμαλρίχου, οι του Βεγάρδεν, οι Αλομβράδος
στην Ισπανία. Η ησυχαστική μυστικοπάθεια της Ολλανδίας διαμορφώθηκε
και διαδόθηκε στην Ισπανία δια της Θηρεσίας του Ιησού προ πάντων, η οποία
στα διάφορά της έργα περιγράφει τις τέσσερις βαθμίδες οι οποίες οδηγούν στον
θεό. Η πρώτη συνίσταται εις την προσευχή της συγκεντρώσεως, την δεύτερη
αποτελεί η προσευχή της ησυχίας, στην τρίτη φτάνει κανείς δια της προσευχής
της συνενώσεως, κατά την οποία η βούληση και ο νους είναι ενωμένα μετά του
θεού, η δε τελευταία καλείται προσευχή της εκστάσεως και είναι
η λεγομένη Unio mystica. Στην Θηρεσία
αυτή αποβλέπει ο Φραγκίσκος ντέ Σάλες ως προς το πρότυπο και υπόδειγμα
αυτού, ακριβώς όπως οι μεταγενέστεροι Ισπανοί μυστικιστές. Η βούληση είναι
κατ’ αυτόν ο φυσικός μονάρχης στην ψυχή του ανθρώπου και ο ηγεμών του
ψυχικού βίου. Την χριστιανική τελειότητα ευρίσκει στην τελειοποιήσει της
βουλήσεως αυτής δια της προς τον θεό αγάπης, την οποίαν διακρίνει σε
παθητική και σε ενεργητική. Την νέα αυτή μυστικοπάθεια εισάγει η
μαθήτρια αυτού Σαντάλ στο απ’ εκείνου ονομασθέν και υπ’ αυτής Ιδρυθέν τάγμα.
Ο ησυχαστικός αυτός μυστικισμός περιέκλεισε σε εαυτό κινδύνους, τους
οποίους ενωρίς διείδαν οι Ιησουΐτες και οι οποίοι κατέστησαν μάλλον εμφανείς
δια της διδασκαλίας και της έναντι των εξωτερικών τύπων της
Εκκλησίας διαγωγής του Ισπανού Μολίνου, όστις τα πάντα ανάγει στην θεία
βούληση, ρέπει προς ανεξαρτησία από της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και δεν
αποδίδει πολλή σημασία στην αμαρτία. η καταδίκη αυτού αποτελεί προηγούμενο, δυνάμει του οποίου καταπολεμείται και
η προς το όνομα της
κυρίας de Guyon και του Φενελώνος συνδεόμενη ησυχαστική κίνηση του γαλλικού
μυστικισμού, ο οποίος δίδασκε τον αφανισμό της βουλήσεως του ανθρώπου εντός
της θείας βουλήσεως, την πλήρη εγκατάλειψη της ανθρώπινης βουλήσεως στα χέρια του θεού.
Ο μυστικισμός της διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας διακρίνεται
σε δύο περιόδους,
εκ των οποίων η μεν πρώτη τροφοδοτείται εκ του παρελθόντος και στην οποία
διακρίνεται ο Βαλεντίνος Βάιγκελ δια της συναρμολογήσεως των παραδεδομένων
εις σαφές και απαρτισμένο σύστημα, η δε δευτέρα άρχεται δια του Ιακώβ Μπαίμε (βλ. λ.) και της δημιουργικής αυτού διανοήσεως.
Ο μυστικισμός αυτού
παρέμεινε ξένος προς την Εκκλησία, επί δε της γερμανικής ευσέβειας επέδρασε,
αφού πρότερα διαδόθηκε στην Ολλανδία και στην Αγγλία και αφού ο
λουθηρανισμός διαποτίσηκε υπό των μυστικοπαθών ιδεών του ευσεβισμού. Την επίδραση
αυτή απαντούμε προ πάντων παρά τον Γ. Αρνόλδ, ως πρότερο παρά
τον Αγγ. Σιλεσία, ο οποίος πάλι επιδρά επί του Τερστέγε, του στην
καλβινική Εκκλησία ανήκοντος ποιητή. Μεταξύ των ευσεβιστών διακρίνονται
ως μυστικιστές η Ελεονώρα Πέτερσεν και ο Τσίντσεντορφ. Είναι εν πάση
περιπτώσει παράδοξο ότι παρά την εξάπλωση του ευσεβισμού η θεολογία
παρέμεινε, γενικώς ειπείν, ξένη προς τον μυστικισμό επί πολύ χρόνο. Μόλις
δια του Σλαϊερμάχερ και του γερμανικού Ιδανισμού αναλαμβάνεται πάλι στην
θεολογία. Έκτοτε αποτελεί ένα των βασικών στοιχείων αυτής, ως αποδεικνύουν
ονόματα όπως τα του Ε. Τράιλτς, Ρ. Όττο, Π. Τίλλιχ και άλλα.
Η κατά του υλισμού και της φυσιοκρατίας αντίδραση κατά τα τελευταία έτη
εκδηλώνεται και δια του πόθου προς εσωτερικότητα και προς ψυχική εμβάθυνση.
Ο πόθος αυτός δημιουργεί τροπή προς τον
ρομαντισμό, τον συμβολισμό και
τον μυστικισμό, στην γενικότατη σημασία της λέξεως, εννοείται. Το εκ της
αντιδράσεως αυτής γεννηθέν ρεύμα ευνοείται ήδη στα δράματα του γέροντος Ίψεν, όπου
υποσημαίνονται όχι μόνον μυστηριώδη βάθη της ψυχής, άλλα και το
μυστήριο της ζωής, όπερ ενυπάρχει στο βάθος των όντων. Παραπλήσιο τι
παρατηρείται και στα έργα του Χάουπτμανν, ο οποίος μεταχειρίζεται
συμβολικά την θρησκευτική παράδοση και ποθεί την τρίτη κατάσταση, το
τρίτον βασίλειο, ως ο Ίψεν. Παρά το Χόφμαννσταλ και τον Μαίτερλιγκ
συντελείται η μετάσταση από του αισθητού στο υπεραισθητό και
επανασυνδέεται συνειδητώς η προς τον παλαιό μυστικισμό σχέση, ως και
παρά τον Στ. Γεώργε και τον Μόμπερτ. Δεύτερον τι μυστικοπαθές ρεύμα πηγάζει
εκ του πανθεϊστικού μονισμού και οδηγεί εις μυστικιστική λατρεία της
φύσεως, ως λ. χ. βλέπουμε παρά τον Βρούνω Βίλλκ και τον Ιουλίω Χάρτ, τον
Thoreau και τον Trine.
Τρίτη τις κίνηση οδηγεί στην αναβίωση του παλαιού μυστικισμού δια της
συλλογής και της επανεκδόσεως των έργων των μυστικιστών των διαφόρων εποχών
από του Πλωτίνου μέχρι των μοναχών του
μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων.
Πραγματικά νέο μυστικισμό δημιουργεί ο Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε. Ο θεός, μετά του
οποίου αισθάνεται ηνωμένη την ψυχή
του, δεν είναι ούτε το υπερούσιο εν των παλαιών ούτε η δια των φυσικών νόμων αποκαλυπτόμενη
ψυχή του σύμπαντος, αλλ’ η βαθειά και σκοτεινή και ανεξιχνίαστη ζωή, ο «Σιωπηλός»,
η εναλλασσόμενη μορφή, η οποία ανακύπτει μονήρης από την περιοχή της
Μοίρας. Ο μυστικισμός του Ρίλκε άσκησε ισχυρή
επίδραση επί του εξπρεσσιονισμού τόσο στην ποίηση όσο και στην γλυπτική και
την ζωγραφική. Αλλά κάποια μορφή μυστικισμού είναι η θεοσοφία της Μπέζαντ
και η ανθρωποσοφία του Στάινε, εις την οποία προσέδωσε τελευταία χαρακτήρα
χριστιανικό ο Ρίττελμαϋερ. Όσο αφορά τέλος την θεολογία, έλαβε αυτή ισχυρή
ώθηση προς τον μυστικισμό δια του Ρ. Όττο, ο οποίος υπό την επίδραση του Σλαϊερμάχερ και
του Φρείς κατέδειξε στο περίφημο καταστατικό έργο του την άρρηκτη σχέση
του μυστικισμού προς την θρησκευτικότητα. Άνδρες της επιστήμης και άνδρες
της πράξεως αντλούν πάλι σήμερον εκ του μυστικισμού τόσον μεταξύ των
καθολικών όσον και μεταξύ των διαμαρτυρομένων θεολόγων. Η σπουδαιότητα και
το πλήθος των σχετικών δημοσιευμάτων μαρτυρούν περί του βάθους και της
εκτάσεως της κινήσεως αυτής.
Ο μυστικισμός είναι καθολικό φαινόμενο στην ιστορία της θρησκείας, το
όποιον αίρει κατ’ ουσία την μεταξύ θεού και ανθρώπου σχέση. Στις ανώτατες βαθμίδες αυτής τουλάχιστον εξαφανίζεται
η μεταξύ υποκειμένου και
αντικειμένου διάκριση. Θεός και άνθρωπος, άνθρωπος και κόσμος συγχωνεύονται
και ενοποιούνται. Το φαινόμενο τούτο είναι, ως είπαμε, καθολικό, απαντών σε όλους τους χρόνους και παρ’
όλους τους λαούς. Καθαρό και εν πλήρη
σαφήνεια βρίσκουμε αυτό παρά τοις Σουφί(τες). Παρ’ αυτούς κυρίως
διαλύεται το ανθρώπινο Εγώ, χεόμενο στον μεγάλο ωκεανό της θεότητας. Η
μακαριότητα αυτή ανέκφραστος· διά τούτο ο άγων περί την έκφραση, το
ψέλλισμα, η παραδοξότητα της φράσεως, άπερ χαρακτηρίζουν τον πραγματικό
μυστικιστή. Οι ψυχολογικές προϋποθέσεις της συγχωνεύσεως αυτής θεού και
ανθρώπου, της άρσεως της μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διαφοράς,
ανέρχονται μέχρι της πρώτης ηλικίας της ανθρωπότητας. Ο πρωτογενής δεν έχει
συνείδηση της διαφοράς εκείνης, άλλα γνωρίζει τα αντικείμενα, μετέχων
ψυχικώς αυτών και γενόμενος αυτός ο ίδιος μέρος αυτών. Γνώση ίσα δύναται δι’ αυτόν προς την
ύπαρξη· γινώσκειν σημαίνει Είναι. Τούτο είναι η βάση και η αφορμή της μυστικής γνωσιολογίας,
η οποία είναι η αυτή παρά τους Ινδούς και παρά τους νεότερους, παρά τον Γκαίτε και τον Πλωτίνο. Είναι
αισθητική συμπάθεια, συνταύτισης προς το αντικείμενο. Ενταύθα ο μυστικισμός
έχει κοινά γνωρίσματα προς μέγα μέρος της επιστήμης, την κυρίως θρησκεία
και την τέχνη. Μόνον ότι εξάγει μετά μείζονος ακολουθίας τα εντεύθεν
συμπεράσματα. Ούτω έναντι του Ενός και Παντός δεν υπάρχει δι’ αυτήν θέση,
ούτε δια την ηθική, ούτε δια την αισθητική, ούτε δια την θρησκευτική
κρίση, επειδή αυτές προϋποθέτουν την διαρχία και την διάκριση, το αντικείμενο παρά το κρίνον ή γινώσκον
υποκείμενο. Στον αφανισμό τούτον του τε Εγώ και των όντων καταντά ο μυστικισμός το μεν δι’ ιδίων μεθοδικών
μέσων, το δε δι’ εκστάσεων, δια δύο τρόπων, οι οποίες συνδέονται στενά προς
αλλήλους και μεταβαίνουν σε αλλήλους. Χορός, οίνος, μουσική, συγκέντρωση, πνευματικές και άλλες
ασκήσεις προπαρασκευάζουν έτσι την
κατάσταση της εκστάσεως.
Κατ’ αυτήν καταλαμβάνεται ο άνθρωπος
υπό του
συναισθήματος της ψυχικής ευρύνσεως, τα στενά όρια, τα οποία πίεζαν
αυτόν,
καταπίπτουν και η προσωπικότητα εξαφανίζεται. Σε κατάσταση
ημιεγρήγορσης, στην οποίαν περιπίπτει, γεύεται την μακαριότητα της
ενώσεως
μετά του θεού, μετά του Ενός και Παντός. Κατά τις στιγμές αυτές είναι
πράγματι σταγόνες χανόμενες στον ωκεανό ή σπινθήρες επιστρέφοντες στο
αιώνιο φως της θεότητας. Φαντασίες και γλώσσα σιγούν κατά τις στιγμές
αυτές,
εικόνες και παρομοιώσεις γίνονται αισθητές ως προσβολή κατά της θείας
μεγαλειότητας.
Praetermittantur simulacra nostra. Ως καλύτερος τρόπος προς έκφραση της
μυστικής μακαριότητας παραμένει η σιωπή. Αλλ’ η μακάρια αυτή
έκσταση
δεν
διαρκεί επί πολύ. Ομοιάζει προς την πτήση του Ίκαρου, εν τούτο δε
έγκειται η τραγικότητα του μυστικισμού. Διότι πειράται να γευθεί κατά
πρόληψη της μακαριότητας εκείνης,
η οποία δεν είναι παρά μόνον αντικείμενο της απέραντου
νοσταλγίας των ανθρωπίνων γενεών. Η διάλυση της προσωπικότητας στον
Θεό, ο
αφανισμός του υποκειμένου αποτελεί τον σκοπό του μυστικιστή. Τύπος
αυτού
είναι η χρυσαλίδα, η οποία ποθεί το φως και καταστρέφει εαυτήν στο φως,
ίνα μεταχειρισθώ μεν την εικόνα του μυστικού Γκαίτε. Η οδός προς τον
μακάριο
τούτο αφανισμό οδηγεί μέχρις αυτού δια πολλών βαθμίδων. Λέγονται Θεία
επαφή, έκλαμψης, έξαρσης, θεία ένωσης, ησυχία, ύπνος, δ’ άνευ ονείρου
ύπνος.
Η κλίμακα αυτή προσκτάται στον Διονύσιο τον Αεροπαγίτη κοσμική σημασία,
επειδή η προς τον θεό ανάγουσα οδός συμφωνεί κατά πάσας αυτής τις
βαθμίδες
προς την κάθοδο της θεύτητας αυτής επί της γης. Είναι αυτονόητο ότι
προς
τον μυστικισμό αντιτίθενται όλες αυτές οι ροπές, οι οποίες εξαίρουν το
ιδιάζον και το προσωπικό, αποφεύγουν την συγχώνευση και την ταύτιση.
Εντεύθεν εξηγείται το γεγονός, ότι οι γνήσιοι μυστικιστές όλων των
αιώνων
αισθάνονται την ιστορική θρησκεία ως κώλυμα, το οποίο δέον να
υπερνικηθεί.
Έτσι ο Χριστός αποβαίνει στον χριστιανικό μυστικισμό απλό σύμβολο της μεταξύ
υποκειμένου και αντικειμένου άρσεως, της άρσεως του μεταξύ θεού και ανθρώπου
χωρισμού, και ως σημείο της συντελεσθείσας μυστικής ενώσεως. Ο μυστικισμός
-λέει ο van Leeuw- αποτελεί και δια τον θέλοντα να παραμείνει ξένος προς
αυτόν διαρκή υπόμνηση του μη δεκτικού λόγου, όπερ ενυπάρχει στο πρόσωπο του θεού και
όπερ μόνον στα ψελλίσματα της βαθιάς ευλάβειας καθίσταται οπωσδήποτε
προσιτό στην ανθρώπινη ψυχή, όταν η ακτίνα του θείου φωτός εισδύσει στην από
παντός αισθητού ελευθερωθείσα φύση του ανθρώπου.
Βιβλιογραφία
01. Mechlis, Die Mystik in der Fulle ihrer Erscheinungsformen, 1926.
02. Jaspers, Psychologie der Weltamchauungen, β΄ εκδ, 1922.
03. Leisegang, Denkformen, 1928.
04. Lehman, Mystik, 1908.
05. Clemen, Die Mystik
nach Wesen, Entwicklung und Bedeutung, 1923.
06. Heiler, Die Bedeutung der
Mystik fur die Weltreligionen, 1919.
07. Baek, Ursprung und Anfange der
judischen Mystik, 1927.
08. Weber, Christusmystik, 1924.
09. Scweitzer, Die
Mystik des Apostels Paulus, 1930.
10. Bousset, Kyrios Christos, β΄ έκδ., 1921.
11. Arseniew, Die Kirche des Morgenlandes, 1926.
12. Butler, Western
Mysticism.
13. Berrhart, Die philosophische Mystik des Mittelalters, 1922.
14. Schwarr,
Ueber neue Mystik, β΄ έκδ., 1922.
15. Knevels, Brucken zum Ewigen., ζ΄ έκδ., 1929.
16. Bremond, Mysticisme et Poesie, 1927.
Πηγή: Ν. Ι. Λούβαρης, Καθηγητής της Εισαγωγής και Ερμηνείας
της Καινής Διαθήκης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιζ΄, σσ. 899 - 903
Καλείται μυστικισμός πάσα κατάσταση, φαινόμενη
ως εσωτερική
επαφή ή ως ένωση του ατομικού εγώ προς το υπερατομικό εγώ, ήτοι την ψυχή
του κόσμου, τον θεό, το απόλυτο. Η κατάσταση αυτή αποτελεί το υποκειμενικό
είδος της θρησκευτικής επικοινωνίας, κατ’ αντίθεση προς το σύνηθες είδος,
το αντικειμενικό. Προεκαλείτο δε και προκαλείται διά μέσων φαρμακευτικών,
φυσικών ή ψυχολογικών, ως επί το πολύ δε μικτών. Η μεσκολίνη στο Μεξικό,
το σόμα στους Ινοδύς, ο οίνος στους Έλληνες ήσαν τα συνηθέστερα
των
φαρμακευτικών ειδών, επικουρικά δε οι χοροί, η μουσική κ.τ.τ. Οι χοροί και
οι κινήσεις τελούνταν ως επί το πολύ ομαδικά. Στον Μωαμεθανισμό, οι
δερβίσηδες πλείονες όμου ετέλουν ταύτα, ίνα ούτω σχηματίζεται κοινωνία και
ψυχή ομαδική, απορροφούμενης της ατομικής υπό της υπερατομικής τοιαύτης
και διευκολυνομένης έτσι από την έκσταση. Εξ ου και
τα φυσικά μέσα να δρουν
ψυχολογικά. Εις τον Βραχμανισμό προεξείχαν τα καθαυτό ψυχολογικά μέσα.
Βάσις τής προκλήσεως τής εκστάσεως ήταν το λεγόμενο σύστημα
Yoga, συνιστάμενο στην αποχή, την απομόνωση του εγώ και την καθήλωση της σκέψεως
εν
εαυτή. Κατά τον μεσαίωνα η έκσταση ακολουθάει την απογοήτευση ή την
δευτεροπαθή συγκέντρωση (ψευδοναρκισσισμό - υστερία), είτε την πρωτοπαθή
τοιαύτη, ήτοι τον γνήσιο ναρκισσισμό, επικουρικήν δ’ ενέργεια ασκεί ο
ασκητισμός. Η νηστεία έδρα τοξικώς. Η ούτω προκαλούμενη έκσταση και
γενικά μυστική κατάσταση είναι ονειρική, υπονοϊκή, διεπομένη πάντοτε υπό της
κεντρικής ιδέας επικοινωνίας, είτε ενσυνειδήτου είτε υποσυνειδήτου, στην
οποία βρισκόμενο το άτομο ζει ως σε όνειρο μετά ψευδαισθήσεων.
Προς
επιτυχία τούτων αποβαίνει αναγκαία η προς την κατεύθυνση ταύτη
προπαρασκευή του χαρακτήρα του υποκειμένου, απαραίτητα ή υστερικού ή
σχιζοειδούς. Και δηλαδή προϋποτίθεται είτε αυτοερωτισμός ή ναρκισσισμός
(υστερία) εκ ρήξεως επαφής, ή σχιζοφρένια, δηλαδή ρήξη της επαφής εκ
συγκεντρώσεως. Η δε τοξική ουσία και η εκ της νηστείας αυτοφαγία και
αυτοδηλητηρίαση δρα ως δρα επί του σχιζοειδούς χαρακτήρα, όταν προκαλεί
νόσο, ήτοι εξαιρούσα την νοσηρά του χαρακτήρα πλευρά και άγουσα ούτως
εις παροδική σχιζοφρένια ή ψυχικές υστερικές προσβολές και βαθμηδόν εις
μόνιμο εγκατάσταση αμφοτέρων.
Νευρασθένεια και επιληψία δεν έχουν άμεση σχέση προς τον μυστικισμό.
Πηγή: Ζης Α. Τ., Βοηθός της
Νευρολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιζ΄, σελ. 903