Στα μονοπάτια του υπαρξιστικού ανθρωπισμού - Point of view

Εν τάχει

Στα μονοπάτια του υπαρξιστικού ανθρωπισμού




της Μ. Μεταξά



Ο άνθρωπος, είναι όχι μόνον η αντίληψη που ο ίδιος έχει για τον εαυτό του αλλά κι αυτός που θέλει να είναι, κι όπως συλλαμβάνει τον εαυτό του, μετά την ύπαρξη, κι όπως θέλει τον εαυτό του μετά απ΄ αυτήν την ορμή προς την ύπαρξη. Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που ο ίδιος φτιάχνεται. Αυτή είναι η πρώτη αρχή του υπαρξισμού[1].



Η ύπαρξη του κάθε ανθρώπου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κατατάσσεται σ΄ έναν de facto ορισμό, για το λόγο ότι αυτή η ύπαρξη αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, κάτι που εξελίσσεται διαρκώς και αενάως.
Για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί από πριν, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την ύπαρξη άλλων ανθρώπων, καθώς οι παράγοντες που επιδρούν επάνω του είναι διαφορετικοί.
Ο σωστός τρόπος προσέγγισης του εαυτού μας δεν είναι να δούμε την ύπαρξή μας στον ορίζοντα της ουσίας του ανθρώπου αλλά ακριβώς να στραφούμε πάνω σε αυτήν[2].
Εισηγητής της υπαρξικής φιλοσοφίας ο Δανός Σέρεν Κίρκεγκωρν (1813-1855), απογοητευμένος από το φιλοσοφικό σύστημα που είχε εισαγάγει ο Χέγκελ, -απογοήτευση που οφείλονταν στο γεγονός ότι ο άνθρωπος καταρχήν αντιμετωπίζονταν ως απρόσωπη οντότητα και όχι ως «υπάρχον πρόσωπο»- στρέφεται στην πιο συγκεκριμένη και προσωπικά προσδιορισμένη ύπαρξη του ανθρώπου. «Το αισθητικό, το ηθικό και το θρησκευτικό» τα τρία στάδια ύπαρξης αποτελούν αρχικά το βασικό κέντρο της διδασκαλίας του πατέρα του υπαρξισμού. Και είναι βασικό γιατί, τα στάδια αυτά, μας βοηθούν να διεισδύσουμε βαθύτερα στην έννοια της ύπαρξης[3].

Στην αντίθετη όχθη του υπαρξιστικού ανθρωπισμού ο έτερος των υπαρξιστών Γερμανός  Χαίντεγκερ (1889-1976), επιχείρησε να εξετάσει την ανθρώπινη ύπαρξη σε συνδυασμό με την έννοια του «όντος». Το ερώτημα για το ον είναι η μέγιστη απορία, καθώς απαντώντας κανείς σε αυτήν, θα μπορέσει να καταλάβει ποια είναι η μοίρα του πάνω στη γη. Είναι το ερώτημα, το οποίο ο άνθρωπος μολονότι οφείλει να θέσει, δεν το υποβάλλει και επειδή φέρει ευθύνη για την παράλειψή του αυτή, είναι ένοχος.
Ο Χαίντεγκερ αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να βοηθήσει τον άνθρωπο ώστε να συνειδητοποιήσει την ενοχή του, προκειμένου να οδηγηθεί στην απάντηση του κρίσιμου ερωτήματος για το ον[4].

Στον αντίποδα αυτών των απόψεων, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ (1905-1980),  έρχεται να αντιτάξει την υπαρξική του φιλοσοφία, η οποία είναι διαφορετική από εκείνη του Κίρκεγκωρντ ακριβώς γιατί είναι άθεη.
«Τι σημαίνει ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» -αναρωτιέται ο Σαρτρ. Και ο ίδιος δίνει την απάντηση: «Σημαίνει πως ο άνθρωπος πρώτα υπάρχει, απαντιέται με τον εαυτό του, ξεπετάγεται μέσα στον κόσμο, και ύστερα προσδιορίζεται. Ο άνθρωπος, όπως τον συλλαμβάνει ο υπαρξιστής φιλόσοφος, αν δεν είναι προσδιορίσιμος, αυτό σημαίνει πως στην αρχή, απ΄ τα πριν, δεν είναι τίποτα. Θα γίνει μετά και θα γίνει αυτό που θα φτιάξει ο ίδιος για τον εαυτό του. Έτσι, δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση, αφού δεν υπάρχει Θεός για να την συλλάβει»[5].
Για τον ισχυρισμό του αυτό ο Σαρτρ, επιχειρηματολογεί αναφέροντας ότι ο Θεός εξ΄ ορισμού είναι μια οντότητα που θα πρέπει να περικλείει τα πάντα μέσα της. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι καθ΄ εαυτόν και δι΄ εαυτόν. Και λέγοντας καθ΄ εαυτόν στη διάκριση του κόσμου σε 2 κατηγορίες όντων, εννοεί τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, ενώ δι΄ εαυτά αποκαλεί ανθρώπινες υπάρξεις τα ανθρώπινα πλάσματα.
Ο Θεός όπως ως καθ΄ εαυτόν, είναι κατά το Σαρτρ μια πλήρης οντότητα που οπωσδήποτε έχει εξαντλήσει τα περιθώρια εξέλιξής της. Ως δι΄ εαυτόν, έχει όμως τη δυνατότητα αυτή. Ο Θεός έχει τη δυνατότητα να κάνει και να μην κάνει επιλογές, να είναι και να μην είναι ελεύθερος. Η αντίφαση στη φυσιογνωμία του Θεού είναι προφανής, και προφανώς οτιδήποτε είναι αντιφατικό, είναι λογικώς αδύνατον και ότι είναι λογικώς αδύνατον είναι και ανύπαρκτο. Κατά συνέπεια ο Θεός δεν υπάρχει. Και εφόσον δεν υπάρχει δεν δικαιολογείται να τον επικαλείται κανείς όταν παίρνει τις αποφάσεις του.  «Οδηγήθηκα στην αθεΐα όχι από τη σύγκρουση των δογμάτων, αλλά από την αδιαφορία του παππού μου και της γιαγιάς μου» ομολογεί ο Σαρτρ στο αυτοβιογραφικό έργο του «Οι Λέξεις» το οποίο έγραψε σε ηλικία 58 ετών, προκειμένου να περιγράψει τα παιδικά του χρόνια. Στο συγκεκριμένο πόνημα περιγράφει ακόμα ότι η οικογένειά του επηρεάσθηκε από το ρεύμα της βαθμιαίας αποχριστιανοποίησης που γεννήθηκε στη «βολταιρική μεγαλοκοινωνία όπου η καλή κοινωνία πίστευε στο Θεό για να μιλάει γι΄ αυτόν»[6].
Δεδομένα στη συμπεριφορά μας για το Σαρτρ δεν υπάρχουν. Η συνήθεια, μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν, γι΄ αυτό και αντιδρούμε σαν να έχει η συμπεριφορά μας ρυθμιστεί από πριν. Κάτι που όμως μας βολεύει, καθώς μας δημιουργεί άλλοθι προκειμένου να μεταθέσουμε την ευθύνη των αποφάσεών μας για τις επιλογές που κάνουμε έξω από εμάς. Όταν όμως κατορθώσουμε να τραβήξουμε τον εαυτό μας έξω από το ρεύμα της συνήθειας, θα δούμε καθαρά ότι είμαστε εμείς μόνοι μας, που πρέπει να αποφασίσουμε στην εκάστοτε στιγμή. Μάλιστα για να αποσαφηνίσει αυτή την επισήμανση ο Σαρτρ, παραθέτει το παράδειγμα με το μαθητή του που τον πλησίασε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ώστε να του ζητήσει τη συμβουλή του σχετικά το ηθικό δίλημμα που αντιμετώπιζε. Για την ακρίβεια μετά την εκτέλεση του πατέρα του από Γερμανούς, ο νεαρός ζούσε με τη μητέρα του και τη συντηρούσε, μέχρι που του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να ενταχθεί στις δυνάμεις αντίστασης κατά των Γερμανών και έτσι υπερασπιζόμενος την πατρίδα του, να εκδικηθεί για την άδικη εκτέλεση του πατρός του. Εντασσόμενος όμως στις δυνάμεις αντίστασης, αναγκαστικά θα εγκατέλειπε τη μητέρα του που δεν είχε κανέναν άλλο να την συντηρήσει, ενώ αν δεν παρουσιαζόταν δεν θα έπαιρνε ποτέ εκδίκηση για το χαμό του πατέρα του.
Ο Σαρτρ στο δίλημμα αυτό, απάντησε ότι κανένας άλλος, υποδεικνύοντας του κάποιον κανόνα συμπεριφοράς δεν θα μπορούσε να αποφασίσει για τον ίδιο.
Δύο κυρίαρχες ηθικές αρχές θα μπορούσε να επικαλεστεί ο μαθητής για να δώσει απάντηση στο δίλημμά του. Τη χριστιανική αρχή «αγάπα τον πλησίον σου» και την αρχή, κατά την οποία οφείλεις να μεταχειρίζεται τους άλλους σαν σκοπό και όχι σαν μέσο. Ο νεαρός αν ακολουθούσε τη χριστιανική επιταγή, θα άφηνε άλυτο το δίλημμά του γιατί στην προκειμένη περίπτωση ο πλησίον του που θα έπρεπε να αγαπά και να υποστηρίζει ποιος στα αλήθεια ήταν;
Η μητέρα του, η κοινωνία, η πατρίδα του; Από την άλλη πλευρά, αν επέλεγε να μείνει στη μητέρα του θα την μεταχειριζόταν σαν σκοπό, ενώ παράλληλα θα είχε χρησιμοποιήσει σαν μέσο την πατρίδα του και αντιστρόφως, αν εντασσόταν στις δυνάμεις της αντίστασης θα είχε μεταχειριστεί σαν σκοπό την πατρίδα του αλλά έχοντας εγκαταλείψει τη μητέρα του θα την είχε χρησιμοποιήσει σαν μέσο.
Για τους λόγους αυτούς ήταν επιβεβλημένη ανάγκη, ώστε ο μαθητής, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αρχή να αναλάβει το μέγεθος της ευθύνης της όποιας επιλογής του. Για το λόγο αυτό η προτροπή του Σαρτρ ήταν να «εμπιστευθεί το συναίσθημά του». Αυτό βέβαια ήταν πολύ βαρύ στην περίπτωση που για παράδειγμα ο μαθητής αποφάσιζε να ενταχθεί στις δυνάμεις της αντίστασης και η μητέρα του πέθανε εξαιτίας της εκ μέρους εγκατάλειψης του.
«Το συναίσθημα οικοδομείται –αναφέρει ο Σαρτρ- από τις πράξεις που κάνουμε, γι΄ αυτό δεν μπορώ να το συμβουλευθώ και να το χρησιμοποιήσω σαν οδηγό. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ ούτε να αναζητήσω μέσα μου την αυθεντική διάθεση που θα με σπρώξει να δράσω, ούτε και να ζητήσω από μιαν έτοιμη ηθική, έννοιες που θα μου επιτρέψουν να δράσω»[7].
Ο καθένας ισχυρίζεται ο Σαρτρ, είναι απόλυτα υπεύθυνος για τις πράξεις του, αλλά και για τους άλλους. Η ευθύνη που απορρέει από την αυθεντική, την αδέσμευτη από οποιαδήποτε αρχή αλλά και από το Θεό ελευθερία μας είναι τεράστια, τόση μάλιστα, ώστε καταλαμβανόμαστε από τρόμο. Αυτό ακριβώς το αίσθημα του τρόμου, μας τρέπει στην κατάσταση της «κακής πίστης» που δεν είναι άλλη από την υπαγωγή των αποφάσεων, που ελεύθερα πρέπει να λάβουμε στις δεδομένες αρχές της κοινωνίας μας ή στη βούληση του Θεού. Η κακή πίστη έχει απλωθεί τόσο πολύ μεταξύ των ανθρώπων, ώστε και οι ίδιοι δεν συνειδητοποιούν την αλλοτρίωση που υφίσταται η ύπαρξή τους. «Η κακή πίστη είναι ολοφάνερα ένα ψέμα, γιατί αποκρύπτει την απόλυτη ελευθερία της δέσμευσης. Κακής πίστης θα πω είναι όποιος δηλώνει πως ορισμένες αξίες υπάρχουν πριν απ΄ αυτόν. Μ΄ άλλα λόγια, βρίσκομαι σε αντίθεση με τον εαυτό μου αν ταυτόχρονα τις θέλω και δηλώνω πως τάχα μου επιβάλλονται»[8].
Ως δι΄ εαυτό, κάθε ανθρώπινο πλάσμα είναι πάντοτε μια οντότητα που μεταβάλλεται ατέρμονα στον ορίζοντα ενός μη δεδομένου απροσδιόριστου μέλλοντος. Η ανθρώπινη ύπαρξη αντιδιαστέλλεται προς τα άλλα πράγματα του κόσμου, που ως καθ΄ εαυτά που είναι, είναι και συμπληρωμένες, ολοκληρωμένες οντότητες. Είναι αυτά που είναι. Είναι όντα. Αντιθέτως, η ανθρώπινη ύπαρξη που βρίσκεται σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση, σ΄ ένα συνεχές γίγνεσθαι, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι είναι ον. Είναι μη ον. Είναι μηδέν. Μόνο με το θάνατό της η ανθρώπινη ύπαρξη καθίσταται ον. Παύει να είναι μηδέν. Καθώς η ανθρώπινη ύπαρξη παρασύρεται από τη συνήθεια υποβάλλει τον εαυτό της στην κακή πίστη και έτσι, εγκλωβίζεται σε  καταστημένες αρχές, παύει να είναι μηδέν, χάνει την ελευθερία της, αλλοτριώνεται, πεθαίνει.
Την ελευθερία μας άλλωστε –επισημαίνει ο Γάλλος υπαρξιστής- δεν κινδυνεύουμε να τη χάσουμε μόνο από την κακή πίστη στην οποία εξωθούμαστε, αλλά η ελευθερία μας κινδυνεύει σημαντικά και από τους άλλους. Προσδίδει δε μεγάλη σημασία στην ελευθερία αναφέροντας ότι «θέλουμε την ελευθερία για την ελευθερία και σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση». Και θέλοντας την ελευθερία ανακαλύπτουμε πως αυτή, εξαρτάται απόλυτα από την ελευθερία των άλλων και πως η ελευθερία των άλλων εξαρτάται από την ελευθερία τη δική μας[9].
Υιοθετώντας τη θεωρία της αναφορικότητας της συνείδησης, ο Σαρτρ υποστήριξε, ότι κάθε ψυχικό ενέργημα έχει κάποιο σημείο αναφοράς, αναφέρεται σε κάποιο αντικείμενο εν ονόματι του οποίου αποκτά περιεχόμενο. Η συνείδηση είναι πάντοτε συνείδηση τινός. Η λειτουργία της συνείδησης μπορεί να εκδηλωθεί προς δυο κατευθύνσεις: προς τον εαυτό της δηλαδή και να είναι συνείδηση του εαυτού της, ή προς τα έξω από αυτήν όντα στα οποία περιλαμβάνονται τα αντικείμενα και οι άλλοι άνθρωποι.
Η συνείδηση όταν αναφέρεται στα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, αποκτά σχέση ανώδυνη. Ανώδυνη είναι, όταν η σχέση της συνείδησης προς τον ίδιο τον εαυτό της ως αντικείμενο, ελέγχεται από τον εαυτό της. Όταν όμως, μια συνείδηση γίνεται αντικείμενο αναφοράς κάποιας άλλης συνείδησης, τότε τα πράγματα γίνονται περίπλοκα. Γιατί η συνείδηση ως υποκείμενο, κυριαρχείται κατά κανόνα από κάποιο αίσθημα ανεξαρτησίας και υπεροχής έναντι της άλλης συνείδησης, η οποία αισθανόμενη να γίνεται αντικείμενο και υποχείριο μιας άλλης συνείδησης, αισθάνεται θιγμένη και καταλαμβάνεται από αίσθημα υποτίμησης. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος κοιτάζει ένα ζευγάρι, από την κλειδαρότρυπα ενός δωματίου ξενοδοχείου. Καθώς έχει καταστήσει τους άλλους αντικείμενό του, ο ίδιος αισθάνεται ασφαλής. Όταν όμως στο διάδρομο εμφανίζεται απρόοπτα κάποιος να τον παρακολουθεί, ο ίδιος χάνει την ασφάλεια που ένιωθε και αισθάνεται ντροπή. Έτσι από τη θέση του υποκειμένου που ένιωθε πριν, μετέπεσε στη θέση του αντικειμένου. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις, ανάγονται σε μια ατέλειωτη εναλλαγή των συνειδήσεων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο των άλλων, παύοντας να είναι αναφορικά αντικείμενά τους και να γίνουν πλέον αυτές υποκείμενα, δηλ. συνειδήσεις που θα ελέγχουν τους άλλους οι οποίοι με τη σειρά τους επιχειρούν να καταστούν υποκείμενα και ούτε καθεξής.

«Το μεγάλο επίτευγμα της σκέψης του Αλμπέρ Καμύ (1913-1960), ήταν ότι διέγνωσε αυτήν ακριβώς την ηθική οπή στην καρδιά του σαρτρικού συστήματος και ότι στηλίτευσε τη σοφιστική περιπτωσιολογία των αριστερών διανοούμενων της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου»[10]. Ο Καμύ επανεισάγει την έννοια της καθαρής ηθικότητας στον υπαρξισμό. «Ο Καμύ υπήρξε –η ίδια η αδιάσειστη διακήρυξη της ηθικής» σημειώνει ο Σαρτρ νεκρολογώντας τον, καθώς ο θάνατος τον βρήκε σχεδόν αναίτια στις 4 Γενάρη του 1960.
«Ποιός είναι και τι είναι ο άνθρωπος»; αναρωτιέται ο Αλγερινός Φιλόσοφος στο βιβλίο του «Η Πτώση». Η εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου είναι απατηλή κατά τη γνώμη του, γιατί «το φροντισμένο παρουσιαστικό και τα μεταξωτά πουκάμισα του έχουν ένα κοινό: Το ότι πολύ συχνά κρύβουν απαίσια σπυριά». Θέλοντας να περιγράψει  το «μοντέρνο άνθρωπο», τον περιγράφει ως την προσωποποίηση του «περίπου». Η πνευματικότητά του είναι «περίπου» πνευματικότητα, η ζωή του «περίπου» ανιαρή, η αγάπη του «περίπου» αγάπη. Στα θέματα της ευθύνης ο άνθρωπος προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ούτε αθώος ούτε ένοχος. Θέλει να είναι αθώος, αλλά δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια να είναι αθώος.
Σε ότι αφορά το θέμα του Θεού, ο Καμύ δεν θεωρεί ότι είναι θέμα ουσίας και ζωής του ανθρώπου. Περισσότερο το βλέπει σαν θέμα μόδας και τίποτε περισσότερο. Αρνείται το Θεό γιατί δεν «ο Θεός δεν είναι πια μόδα» γι΄ αυτόν. Υποστηρίζει ότι οι άθεοι είναι πολύ λιγότεροι από όσους παρουσιάζονται. Και γράφει ότι πολλοί «άθεοι» δεν παραλείπουν να προσεύχονται, αλλά μόνο στην ησυχία των σπιτιών τους. Προσθέτει δε: «Αν επιτρέπεται να έχει κανείς εμπιστοσύνη στους σύγχρονους άθεους, τότε το 80% από αυτούς θα έγραφαν περί του Θεού και θα τον υμνούσαν, αρκεί να μπορούσαν να δημοσιεύσουν τα έργα τους ανωνύμως».  Στο έργο του «Η Πανούκλα» ο Ταρρού ο ήρωας του, προσπαθεί να να γίνει άγιος»…χωρίς το Θεό. Αλλά και ο άθεος ιατρός Ριέ, επεμβαίνει διορθώνοντας τον Ταρρού με τη συμβουλή: «Εγώ δεν θέλω να γίνω ήρωας ή άγιος. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαι άνθρωπος». Και συνεχίζει επιμένοντας ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ηθικός χωρίς το Θεό.
Στο βιβλίο του «Ο Ξένος» γράφει ότι η απόλυτη ηθική ευθύνη και ελευθερία, όπως επίσης και η αξιολόγηση της ζωής και του θανάτου, μπορούν να επιτευχθούν χωρίς το Θεό. Τη ζωή και το θάνατο αντιμετωπίζει ο ίδιος ο άνθρωπος μόνος και αβοήθητος. Ο «χαμένος» Θεός δεν τον ανησυχεί καθόλου.
Στο «Μύθο του Σίσυφου» «δοκίμιο πάνω στο παράλογο» όπως το ονομάζει –ο Καμύ εξαντλεί την προσπάθειά του προκειμένου να μας πείσει ότι χωρίς τον Θεό ο άνθρωπος δεν είναι ένας τραγικός, αλλά ένας ευτυχισμένος Σίσυφος. Ο Σίσυφος άλλωστε αντιπροσωπεύει τον παράλογο ήρωα. «Τα πάθη του τον συνιστούν περισσότερο από το μαρτύριο του»[11]. Όμως ο Σίσυφος, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται τους Θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο. Η προσπάθειά του όμως αυτή καταλήγει στην ομολογία: «Ένα πρόσωπο, που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες, είναι ήδη πέτρα»[12].

Η εσωτερικότητα και η μοναδικότητα είπε ο υπαρξισμός είναι η ουσία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι κατ΄ ουσία ύπαρξη. Εάν ο άνθρωπος δεν κατέχεται από την περί αυτού μέριμνα. εάν δεν κατανοεί τις μεγάλες δυνατότητες δράσης οι οποίες του παρέχονται, εάν δεν έχει την αποφασιστικότητα και το θάρρος να αναλάβει την πραγματοποίησή τους, τότε δεν είναι άξιος να ονομασθεί «ύπαρξη». Μόνο ως ύπαρξη ο άνθρωπος μπορεί να βρει το νόημα της ζωής του λέει ο υπαρξισμός, ο οποίος θέτει κατά κύριο λόγο το ανθρωπολογικό πρόβλημα[13].
Εκείνο που θα μπορούσε να διαπιστώσει κάποιος είναι ότι οι απολογητές της υπαρξικής φιλοσοφίας είναι ότι στήριξαν τις ιδέες τους όχι τόσο στο επιχείρημα, όσο στη φαντασία και την διαίσθηση, σε μιαν έξαρση ποιητικού πολλές φορές οίστρου[14].


[1] Σαρτρ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, Εκδόσεις Αρσενίδης, σελ. 297.
[2] Πελεγρίνης, Θ. Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, 1997.
[3] Μακράκης, Μ., Κ., Η Φιλοσοφία του Kierkegaard, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1983
[4] Πελεγρίνης, Θ. Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, 1997.
[5] Σαρτρ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, Εκδόσεις Αρσενίδης, σελ. 297.
[6] Βασιλειάδης, Ν.Π., Χριστιανισμός και Ανθρωπισμός, σελ. 247
[7] Σαρτρ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, Εκδόσεις Αρσενίδης, σελ. 312
[8] Σαρτρ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, Εκδόσεις Αρσενίδης, σελ. 334.
[9] Όπ. Παρ. σελ. 334
[10] Βαλλιάνος, Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Γ., Πάτρα 2000.
[11] Καμύ, Α., Ο Μύθος του Σίσυφου, σελ. 142
[12] Καμύ, Α., Ο Μύθος του Σίσυφου, σελ.  138.
[13] Θεοδωρακόπουλος, Ι., Ν., «Ο Υπαρξισμός και η αποξένωση του ανθρώπου της εποχής μας», σελ. 281
[14] Πελεγρίνης, Θ. Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, 1997.
via

Pages