ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Συχνά ο
διάλογος σημαίνει απλώς ότι υπάρχει κάτι κοινό, του οποίου το μονοπώλιο οι
ιδεολογικοί αντίπαλοι επιθυμούν ο καθένας για λογαριασμό του να κατακτήσουν. Το
ότι όλοι συμφωνούν ως προς τη σπουδαιότητα λ.χ. της έννοιας Θεός (την σέβονται)
ή της έννοιας Ανθρώπινα Δικαιώματα (τα αποδέχονται), δεν σημαίνει ότι πρόκειται
να γίνουν φίλοι και να συμφωνήσουν· το σίγουρο είναι ότι ο καθένας θεωρεί την
ερμηνεία του άλλου λανθασμένη και μέσω του διαλόγου επιχειρεί να κατισχύσει επί
του συνομιλητή αποδεικνύοντας ότι η δική του μόνο ερμηνεία είναι ορθή. Η
κοινότητα της έννοιας δεν συνεπάγεται την αδελφότητα. Άλλοτε πάλι ο διάλογος
γίνεται ώστε να διαπιστώσει ο κάθε αντίπαλος την αγωνιστική ετοιμότητα της άλλης
πλευράς ή για να πείσουν την κοινή γνώμη ότι είναι καλόπιστοι και ενδιαφέρονται
για το «κοινό καλό».
Δεν
υπάρχει λοιπόν δυνατότητα συμφωνίας; Υπάρχει, αλλά μόνο εν μέρει. Οι προοπτικές
των συζητητών «δεν συμπίπτουν, παρά τέμνονται εν μέρει· τον χώρο της τομής τους
τον βλέπουν τα υποκείμενα των αποφάσεων από κοινού, όχι όμως κατά τον ίδιο
τρόπο, αφού διαφέρει και η οπτική γωνία και το ευρύτερο πλαίσιο ένταξης. Η
συνεννόηση παραμένει βέβαια δυνατή, αλλά μόνο σε μια ορισμένη τομή των
προοπτικών, η αιχμή της οποίας στρέφεται εναντίον ενός εχθρού· η οικουμενική
συνεννόηση είναι δυνατή μονάχα στην αρνητική της αναφορά σ’ έναν οικουμενικό
εχθρό. (…) Η πίστη στο διάλογο ως διαδικασία προς λύση όχι μόνο τρεχόντων
ζητημάτων, όπου ήδη προϋποτίθεται ορισμένος συσχετισμός δυνάμεων, αλλά και
έσχατων υπαρξιακών αντιθέσεων εκφράζει τις αξιώσεις ισχύος εκείνων, οι οποίοι
θεωρούν ότι η ισχυρή τους πλευρά έγκειται στη διατύπωση επιχειρημάτων, εκφράζει
δηλαδή σε εξιδανικευμένη μορφή την ελπίδα των μικροαστών του πνεύματος ότι θα
μπορούσαν να ξεφύγουν από σκληρότερες μορφές πάλης, στις οποίες δεν αντέχουν και
μέσα στις οποίες η φωνή και η ύπαρξή τους δεν θα είχε καμμιάν απολύτως σημασία.
Τούτη η πίστη (…) επίσης συνυφαίνεται με την επίσης παλαιότατη αντίληψη
ότι ο άνθρωπος είναι έλλογος όχι μόνο με την τεχνική-εργαλειακή, αλλά και με την
ηθική-κανονιστική έννοια του όρου. Οι συναφείς ανθρωπολογικές κατασκευές
προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο διάλογος κι η επικοινωνία ριζώνουν στην από
καταβολής σχέση του Εγώ προς τους άλλους· επιδιώκουν έτσι να αντλήσουν λαθραία
από ένα πραγματικό δεδομένο, δηλαδή από την πράγματι θεμελιώδη αυτή σχέση, μια
δεοντολογία, δηλαδή μια εντελώς ορισμένη, κανονιστικά αντιληπτή και δεσμευτική
μορφή της σχέσης αυτής. Όμως ο Άλλος δεν αποτελεί για το Εγώ απλώς και μόνο έναν
"εταίρο στο πλαίσιο της επικοινωνίας", παρά συνιστά κατά βάση μια βαθμίδα
δικαιοδοσίας, στην οποία το Εγώ προσφεύγει για να βρει αναγνώριση και η οποία
είτε συμμερίζεται την ιδέα που έχει το ίδιο το Εγώ για τον εαυτό του είτε την
απορρίπτει».
Είναι
άλλο πράγμα ο διάλογος ως διαδικασία και άλλο πράγμα ο διάλογος ως προσπάθεια
συμβιβασμού. Εμφανής και κραυγαλέα συνήθως είναι η προσπάθεια των συνομιλητών να
πείσουν τους πάντες ότι εάν τυχόν η άποψή τους δεν είναι σωστή, θα την
εγκαταλείψουν αμέσως στο όνομα της «αλήθειας» μέσω του «συμβιβασμού»· ωστόσο η
άρρητη πλην διαφαινόμενη κρυφή εμμονή στην ιδέα ότι η «αλήθεια» είναι ήδη κτήμα
τους κι ότι αυτό που απομένει είναι να την φανερώσουν κατατροπώνοντας μέσω
διαυγών και κρυστάλλινα λογικών επιχειρημάτων τις αναληθείς απόψεις. Τέτοια
εμμονή δεν βρίσκεται μονάχα στα μυαλά των «κακών δογματικών», αλλά και σε
χαμογελαστούς, κεφάτους και «αδογμάτιστους» μεταμοντέρνους απολογητές (ή και
επαναστάτες κατά) του Συστήματος· απλώς οι τελευταίοι προσέχουν περισσότερο τις
διατυπώσεις τους. Είναι άλλο πράγμα επίσης η δεδομένη επιθυμία για αναγνώριση
από τον συνομιλητή κι άλλο πράγμα η πίστη ότι μια μορφή εκδήλωσης της επιθυμίας
αυτής, ο διάλογος, είναι ανεξάρτητος από αυτήν την επιθυμία. Τέλος, είναι
λανθασμένο να νομίζουμε ότι ο έλλογος διάλογος μπορεί να υπερβεί της
ανυπέρβλητες υπαρξιακές αντιθέσεις και διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Ακριβώς
επειδή οι βαθύτερες θέσεις των ανθρώπων πηγάζουν από το άλογο στοιχείο τους,
είναι πέραν της εμβέλειας του λόγου. (27/12/2006)
Έτσι,
γίνεται φανερό ότι στο διάλογο καθένας θέλει να επιβάλλει την άποψή του,
ανεξαρτήτως του αν φαίνεται ότι είναι διαλλακτικός, ανεξαρτήτως του αν
«αναζητεί», την αλήθεια, γιατί την τελευταία, αν δεν την γνωρίζει ήδη καλά, την
γνωρίζει από τον εαυτό του σε γενικές γραμμές και απλώς μέσω του διαλόγου
εκλεπτύνει τα επιχειρήματά του ή συγκεκριμενοποιεί τις προϋπάρχουσες εντός του
νεφελώδεις ιδέες. Δεν πρέπει να συγχέουμε το διάλογο με τη μάθηση, όταν
αναφερόμαστε στο γεγονός της θέλησης για επιβολή μέσω του διαλόγου της άποψης/κοσμοεικόνας
από τους συνομιλητές. Κι αυτό διότι στη μάθηση έχουμε προσυμφωνημένη
υποταγή του μαθητή στην κοσμοεικόνα/άποψη του δασκάλου, μέσω της διαδικασίας του
προτύπου. Στη μάθηση δεν υπάρχει περίπτωση διαμάχης (εκτός κι αν ο μαθητής δεν
θέλει πλέον να είναι μαθητής, δηλαδή αν έχει παύσει η διαδικασία της μάθησης)·
υπάρχει μόνο συμμόρφωση και προσαρμογή του μαθητή στην κοσμοεικόνα του δασκάλου.
Τα όσα λέγονται για «μάθηση μέσω συνεχούς διαλόγου» είναι συγκεχυμένα και
αφορούν την μέθοδο της μάθησης (π.χ. ερωταποκρίσεις) και δεν σημαίνουν ότι ο
δάσκαλος διαλέγεται με το μαθητή ώστε π.χ. να αποδεχτεί τις γνώσεις του
τελευταίου για τη φυσική. Άλλο διάλογος, άλλο μάθηση λοιπόν.
(9/1/2007)
Αρκετά διαφωτιστική για τα όρια του διαλόγου
καθώς και για το ότι ο διάλογος όταν φθάσει σε θέματα αρέσκειας (γούστου) και
απαρέσκειας, οι οποίες είναι η βάση για κάθε ηθικιστική κοσμοεικόνα, είναι
αδύνατος, είναι η άρνηση των Αριστερών να συνδιαλεχθούν με τους φασίστες και
τους ακροδεξιούς. Οι πρώτοι κατανοούν πλήρως, ακόμη κι αν το αρνούνται, το ότι
σε έσχατα μεταφυσικά ζητήματα δεν υπάρχει καμμία απόδειξη για το δίκαιο της μίας
ή της άλλης πλευράς (και οι φασίστες, όταν το αντιλαμβάνονται, δεν επιθυμούν να
το υποστηρίξουν, διότι μακροπρόθεσμα θα αποσαθρώσει και τη δική τους ρητορική
υπέρ του εθνικισμού, της φυλής κ.λπ). Επειδή όμως είναι η κυρίαρχη ιδεολογία ή
τουλάχιστον πολύ πιο αποδεκτή από ό,τι η φασιστική, αντιδημοκρατική, χουντική
ιδεολογία, ένας διάλογος ο οποίος δείχνει πως σε θέματα γούστου (και τα έσχατα
μεταφυσικά ζητήματα είναι τέτοια) δεν υπάρχει παρά ισότητα όλων των αντίθετων
απόψεων δεν επιβοηθά αλλά κλονίζει την κυριαρχία τους. Αντίθετα οι φασίστες δεν
έχουν να χάσουν τίποτε παρά την κοινωνική απόρριψή τους και γνωρίζουν ότι μέσω
του διαλόγου αφενός θα γίνουν ισότιμοι συνομιλητές (από εκεί που ήταν
περιθωριακοί και αξιοπεριφρόνητοι) κι έτσι θα κερδίσουν όλο και ένα επιπλέον
μέρος από το ακροατήριο του διαλόγου. Γενικότερα μιλώντας η περιθωριοποιημένη
πλευρά πάντοτε προσδοκεί οφέλη από το διάλογο, γιατί επιδιώκει μέσω της
πολεμικής χρήσης του σχετικισμού και του σκεπτικισμού ( = σκεπτικισμός μόνο για
τις απόψεις του εχθρού, του κυρίαρχου) να κλονίσει ή να αποσαθρώσει την
κυριαρχία του εχθρού ή τουλάχιστον να εξισωθεί με αυτόν, ειδικά σκεπτόμενη τη
φθορά η οποία έχει προκληθεί στον εχθρό λόγω της μακροχρόνιας δημόσιας
κυριαρχίας του και την σχετική αφθαρσία λόγω της δικής της μακροχρόνιας
περιθωριοποίησης και λουφάγματος.
Ἡ διαφορὰ βέβαια μεταξὺ ἀριστερῆς καὶ ἀκροδεξιᾶς παρεμπόδισης τοῦ διαλόγου
ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ φασίστες, ὅταν αὐτοὶ εἶναι οἱ κυρίαρχοι, ἐπίσης φοβοῦνται τὸ
διάλογο μὲ τοὺς περιθωριοποιημένους ἐχθρούς τους, ἀλλὰ ἐφαρμόζουν ριζικότερα
μέτρα,
ὥστε νὰ ἐμποδισθεῖ ὁ διάλογος αὐτός, ἀπὸ τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα οἱ Ἀριστεροὶ
λαμβάνουν σὲ μιὰ ἀστικὴ ἔμμεση δημοκρατία: Οἱ φασίστες ἐξοντώνουν. Καὶ οἱ
Ἀριστεροὶ ἐξοντώνουν βέβαια, ἀλλὰ μόνο σὲ καθεστὼς πολιτικῆς κυριαρχίας (ΕΣΣΔ,
Ἰσπανία). Σὲ μιὰ ἀστικὴ δημοκρατία δὲν ἔχουν τέτοια δυνατότητα (ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ
μπουκάρουν σὲ δημόσιες συζητήσεις σὲ πανεπιστημιακοὺς χώρους ἢ νὰ πετοῦν
μολότοφ), ἐνῶ οἱ φασίστες, ὡς περιθωριακοί, μποροῦν νὰ ἐξοντώνουν (ξυλοδαρμοὶ
ἀριστερῶν φοιτητῶν, μαχαιρώματα λαθρο-μεταναστῶν κ.λπ.) ἔχοντας λιγότερες τύψεις.
(9/11/2008)
Ὁ διάλογος τοῦ ἰσχυροῦ καὶ
ὁ διάλογος τοῦ ἀνίσχυρου. Ὁ ἰσχυρὸς ὅταν ἐπιθυμεῖ τὸ διάλογο, ἐπιδιώκει
νὰ δείχνει, στοὺς ὑποτακτικούς του ἢ σὲ ἀνταγωνιστὲς καὶ ἰσοδύναμούς του, ὅτι
δὲν ἐπιθυμεῖ τὴν ἐπικράτησή του μέσω τῆς ὠμῆς βίας καὶ τοῦ δίκαιου τοῦ κοινωνικὰ
ἰσχυρότερου, ἀλλὰ εἶναι πρόθυμος νὰ συνδιαλλαγεῖ καὶ νὰ ἀποδεχτεῖ τὰ πορίσματα
τῆς λογικῆς. Ἔτσι, δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἀπειλεῖ κανέναν, καὶ μάλιστα τὴν
ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι καὶ θέλει νὰ εἶναι ἴσος μὲ τοὺς ἄλλους ἢ τοὺς συνομιλητές
του (οἱ ὁποῖοι ἐκτὸς διαλόγου, στὴν κοινωνία, εἶναι ἀνίσχυροι
μπροστά του
καὶ οὐσιαστικῶς ἄνισοι), ὅτι ἡ
κοινωνικὴ καὶ ὑλικὴ ἰσχύς του ἔχουν ἐλάχιστη σημασία καὶ δὲν μποροῦν νὰ
ἀποτελοῦν κριτήριο τῆς κοινωνικὰ ἀποδεκτῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ νόμου. Προσδοκεῖ ὅτι
ὑπὸ τὴν πίεση τῆς ἰσχύος του (τῆς θέσης του, τοῦ πλούτου κ.ο.κ.) ὁ πιὸ ἀδύναμος
συνομιλητὴς θὰ ὑποκύψει καὶ θὰ δεχτεῖ μέσω τοῦ διαλόγου τὶς ἀπόψεις του, δηλαδὴ
ὁ ἀνίσχυρος θὰ ἐκλογικέψει τὴν ἀντίληψη τοῦ ἰσχυροῦ. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἰσχὺς
ἐξοστρακίζεται ὡς ἐξω-λογικὴ ἀπὸ τὴ διαδικασία τοῦ διαλόγου, στὴν πραγματικότητα
ὑπεισέρχεται ἐμμέσως καὶ ἀποτελεῖ τὸ ἐπιχείρημα ποὺ διαπερνᾶ τὰ ἐπιχειρήματα
εἴτε ἄμεσα (βλ. παρακάτω) εἴτε ἔμμεσα (μέσω τῆς παρουσίασης, ἀπὸ τὸν ἰσχυρό, τοῦ
τωρινοῦ κόσμου/κατάστασης ἰσχύος ὡς φυσιλογικοῦ καὶ ὀρθοῦ). Ὁ ἰσχυρὸς μπορεῖ
ἐνίοτε καὶ νὰ ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ (ἢ καὶ νὰ δείξει) ὅτι εἶναι μὲν καλόβολος, ἀλλὰ
ἡ συνεχὴς ἐπιχειρηματολογικὴ ἀντίσταση κι ἐπιμονὴ στὶς ἰδίες ἀπόψεις ἐκ μέρους
τοῦ ἀνίσχυρου μπορεῖ νὰ τὸν κάνουν νὰ χάσει τὴν ὑπομονή του καὶ ἔτσι νὰ ὑπάρξουν
δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις γιὰ τὸν ἀνίσχυρο ἔξω ἀπὸ τὸ χωροχρονικὸ πλαίσιο τοῦ
διαλόγου (ὅπου εἶναι προστατευμένος καὶ "ὅλοι εἶναι ἴσοι"). Παράδειγμα τῆς
δεύτερης περίπτωσης εἶναι ὁ "διάλογος" ποὺ ἀναπτύσσεται μεταξὺ ἑνὸς
κράτους-μεγάλης δύναμης κι ἑνὸς μικροῦ κράτους ἢ μεταξὺ προϊστάμενου καὶ
ὑφιστάμενου στὸν ἐργασιακὸ χῶρο. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἰσχυρὸς πιστεύει ὅτι μέσω τοῦ
διαλόγου δίνει δικαίωμα σὲ μιὰ δεύτερη φωνὴ νὰ ἀμφισβητεῖ ἐπίμονα τὴν ἐξουσία
του δημιουργώντας ἕναν δεύτερο πόλο ἐξουσίας, ἑλκυστικὸ γιὰ τοὺς κάθε εἴδους
δυσαρεστημένους καὶ δυνητικὰ ἐπικίνδυνο, ὅταν ὁ βαθμὸς τῆς ἐξουσίας αὐτῆς εἶναι
τέτοιος ὥστε ἡ νομιμοποίηση εἶναι δεδομένη καὶ δὲν ἀπαιτοῦνται θεατρικὲς
τακτικές αὐτοταπείνωσης, ὅταν φοβᾶται ἢ ἔχει ὑπολογίσει ὅτι ὁ διάλογος προκαλεῖ
μιὰ ἀνεπιθύμητη ρωγμὴ στὸ συμπαγὲς οἰκοδόμημα τῆς ἐξουσίας του καὶ τῆς
κοινωνικῆς ἀποδοχῆς της, τότε εἴτε ἀρνεῖται νὰ συμμετάσχει τὸ διάλογο εἴτε τὸν
καθιστᾶ φυσικῶς ἀδύνατο εἴτε τὸν ἀποδέχεται μὲ πολὺ συγκεκριμένους δικούς του
ὅρους (λ.χ. ἔλλειψη ἰσηγορίας, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν χρόνο προβολῆς τῶν μικρῶν
κομμάτων στὰ ΜΜΕ). Ἀντίστοιχα ὁ ἀνίσχυρος εἶναι ὑπὲρ ἢ κατὰ τοῦ διαλόγου. Ὅταν
ἐλπίζει ἢ ἔχει ὑπολογίσει ὅτι μέσω τοῦ διαλόγου πετυχαίνει δημόσια προβολὴ τῶν
ἀπόψεών του σὲ βαθμὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὴν πετύχαινε ἀκολουθώντας τὸ
δρόμο τῆς ἁπλῆς προπαγάνδας δίχως διάλογο, ἢ ὅταν θεωρήσει ὅτι μπορεῖ νὰ
προκαλέσει ἀμφιβολίες, σύγχυση καὶ νὰ ρίξει στὸν σκεπτικισμὸ τοὺς ὁπαδοὺς τοῦ
ἰσχυροῦ ἢ καὶ τὸν ἴδιο διακηρύσσοντας ὡς ἄ-λογα τὰ ἰδεολογικὰ θεμέλια τῆς
τωρινῆς κυριαρχίας, δέχεται νὰ συμμετάσχει στὸ διάλογο. Ὅταν ὅμως νοιώθει ἢ ἔχει
ὑπολογίσει πὼς οὐσιαστικῶς ἡ παρουσία του χρησιμοποιεῖται ὡς ἄλλοθι ἀπὸ τὸν
ἰσχυρό γιὰ τὴν παρουσίαση ἐκ μέρους τοῦ δεύτερου τῆς κοινωνικῆς κυριαρχίας του
ὡς ἔλλογης, δημοκρατικῆς κ.ο.κ. μὲ ἀποτέλεσμα τὴ νομιμοποίησή της, ἢ ὅταν
ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ χῶρος καὶ οἱ συνθῆκες τοῦ διαλόγου εἶναι ἔτσι
κατασκευασμένες (λ.χ. οἱ "θεατὲς" εἶναι φιλικὰ προσκείμενοι στὸν ἰσχυρὸ κι ὁ
ἴδιος δὲ θὰ βρεῖ συμμάχους) ὥστε νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νομότυπα καὶ δίχως βία μέν,
ἀλλὰ ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ καὶ τὸν ἐξαναγκασμὸ τῆς δύναμης, τότε προτιμᾶ νὰ διακηρύξει
τὴν ἀντίθεσή του στὸ διάλογο καὶ νὰ ἐξηγήσει ὅτι τέτοιος διάλογος δὲν εἶναι
πραγματικὸς διάλογος, ὑπὸ ἴσους ὅρους κ.λπ. Ὁ ἰσχυρὸς, ἀσφαλῶς, προσπαθεῖ νὰ
ἐκμεταλλευτεῖ τὴν "ἀδιαλλαξία" τοῦ ἀνίσχυρου, ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἀνίσχυρος τονίζει
τὴν ἀδιαλλαξία τοῦ ἰσχυροῦ ὅταν αὐτὸς φοβᾶται νὰ καταστήσει συνομιλητή του καὶ
θεωρητικὰ-ἰδεολογικὰ κατ' ἀρχὴν ἰσότιμο τὸν ἀνίσχυρο. (18/5/2009)