Ποίηση - Point of view

Εν τάχει

Ποίηση



ΠΟΙΗΣΗ 
ποίηση και Νόημα.
 Η άποψη ότι η ποίηση πρέπει να έχει κάποιο νόημα, ειδικά κοινωνικό, αλλιώς είναι ανάξια και δεν επιτελεί κάτι που να δικαιολογεί την ύπαρξή της, είναι εντελώς αναιτιολόγητη.

            Ένα ποίημα γράφεται από έναν άνθρωπο, όχι από την κοινωνία. Ο άνθρωπος αυτός διαλέγει αυτόν τον τρόπο έκφρασης, γιατί αυτός του ταιριάζει και όχι η μουσική ή η φιλοσοφία ή η ζωγραφική ή η γλυπτική. Γιατί γράφει ο άνθρωπος αυτός; Μα, για να εκφράσει αυτό που έχει μέσα του. Αν ήταν να εκφράσει κάτι με το οποίο δεν έχει καμμία σχέση, δε θα ήταν δική του η ποίηση, αλλά εξαναγκασμένη. Για ποιο λόγο θα έπρεπε ο ποιητής να σκεφτεί τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι τις δικές του ανάγκες, αφού μόνο η ανάγκη αυτοέκφρασης είναι η πρώτη του ανάγκη; Πού βρίσκεται το παράλογο, λοιπόν, αν ο ποιητής μιλά για τον εαυτό του, με τον εαυτό του ή για ό,τι τον απασχολεί; Πουθενά. 

            Ασφαλώς ο ποιητής δεν μπορεί να γράψει για κάτι με το οποίο κανείς δεν θα ταυτίζεται έστω κι εν μέρει, γιατί ο ποιητής είναι άνθρωπος και όλο και κάποια εμπειρία θα είναι κοινή με άλλους. Υπάρχει η κοινή ανθρώπινη φύση, η οποία κάνει το ποίημα να γίνεται εν μέρει κατανοητό από ορισμένους άλλους ανθρώπους. Μπορεί αυτοί να είναι λίγοι ή περισσότεροι, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Επομένως η "κοινωνική σημασία" ενός ποιήματος υπάρχει έτσι κι αλλιώς, στον βαθμό που είναι αδύνατον να μην υπάρξουν άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι - λόγω της ανθρώπινης φύσης ποιητή και αναγνωστών - να μην αισθανθούν να τους αγγίζει το ποίημα. 
 
            Αυτή όμως η κοινωνική σημασία ή "διάσταση" ενός ποιήματος είναι δευτερεύουσα. Ο ποιητής δεν γράφει σκεφτόμενος ότι θα υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι θα αισθάνονται περίπου τα ίδια πράγματα με τον ίδιο. Χαίρεται, βέβαια, με τη σκέψη αυτή, αλλά δεν είναι η πρώτη του σκέψη. Η πρώτη του φροντίδα είναι ουσιαστικά η αυτοθεραπεία. Όταν βγάζει ένα κομμάτι, άρρωστο ή υγιές, της ψυχής του, όταν το αποτυπώνει, το ακινητοποιεί στο χαρτί, νοιώθει σα να έχει απαλλαγεί  από κάτι κακό. Μπορεί να παρατηρήσει αυτό που τον ενοχλούσε ή τον συντάραζε, να είναι ακινητοποιημένο, προς εξέταση έτοιμο, πάνω στο χαρτί. Από εκεί που το πρόβλημα ή η δυσφορία του ήταν νεφελώδη, ανείπωτα πράγματα, τώρα μπορεί και τα κοιτά κατάματα. Αυτό είναι λυτρωτικό, γιατί όταν δημιουργεί, είναι σα να θέλει να βγάλει κάτι από μέσα του: αν δεν το κάνει, υποφέρει. Ασυνείδητα λοιπόν, πρώτος λόγος είναι η αυτοθεραπεία και όχι η κριτική της κοινωνίας ή η διάσωση της κοινωνίας ή η καταπολέμηση των ταξικών ή ιδεολογικών εχθρών του λαού ή του έθνους ή της θρησκείας. Μπορεί ενδεχομένως ορισμένες πτυχές της ποίησης να εκφράζουν και τις σκέψεις των πολλών, αλλά αυτό είναι δευτερεύον και όχι υποχρεωτικό (όσο κι αν συμβαίνει πάντα, λόγω της κοινής ανθρώπινης φύσης) προκειμένου να αποδεχτούμε την ποίηση αυτήν. Κι όταν ακόμη κατακρίνει τους "κακούς" της κοινωνίας, είναι ατομική η ευχαρίστηση τη στιγμή της συγγραφής.

            Με αυτή την έννοια, ισχύει μόνο και για πάντα, στους αιώνες των αιώνων το ρητό: "Η Τέχνη για την Τέχνη". Αν ίσχυε διαφορετικά, αν το ρητό αυτό δεν ίσχυε, τότε η Τέχνη θα ήταν νεκρή και δε θα υπηρετούσε τον καλλιτέχνη αλλά τους υπόλοιπους. Δεν μπορούμε ωστόσο να αποκαλέσουμε Καλλιτέχνη τον οικοδόμο, επειδή χτίζει κάτι που αρέσει στον αρχιτέκτονα ή στο πλήθος. Παρομοίως δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε ποιητή κάποιον που γράφοντας έχει υπόψη του την Κοινωνία, το λαό, το έθνος, την Κοινότητα ή ξέρω γω ποια άλλη αφηρημένη και συλλογική οντότητα, η οποία σε τελική ανάλυση υπάρχει και δίχως αυτόν, ερήμην αυτού, πριν και μετά από αυτόν. Μπορεί βέβαια κάποιος θρησκευτικός ή κοινωνικός ποιητής να γράφει στρατευμένα θρησκευτικά ή κοινωνικά ποιήματα αντίστοιχα: αυτή η περίπτωση δεν εναντιώνεται στην θεωρία μας, διότι ο ποιητής αυτός εκ των προτέρων πιστεύει ο ίδιος στην αλήθεια της θρησκείας και της κοινωνικής ιδεολογίας που υπηρετεί. Δεν ψεύδεται. Στις υπόλοιπες τέχνες (λ.χ. μουσική) είναι εύκολο για κάποιον να μπερδέψει το κοινό. Στην ποίηση όμως δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Ένας ποιητής που θα έγραφε επί παραγγελία, θα υπέφερε, και ίσως αυτός ο πόνος θα τον οδηγούσε στο να γράψει ένα αυθεντικό ποίημα, ολόδικό του. Πάντως, αυτός που όντας θρησκευόμενος γράφει ένα θρησκευτικό ποίημα, δεν αντιστρατεύεται στο ρητό "Η Τέχνη για την Τέχνη", γιατί "κολυμπά" ήδη ο ίδιος μέσα στον επιζητούμενο σκοπό (τη δοξολογία του Θεού και της θρησκείας), προτού τού ζητηθεί καν να γράψει ένα θρησκευτικό ποίημα. Προτού το αφιερώσει στους πιστούς ή στο Θεό, το ποίημα αυτό, το έχει γράψει για την χαρά της ψυχής του, αγαλλιάζει καθώς το γράφει. Και, όσο κι αν το μέγεθος της διάθεσης για επικοινωνία ποικίλλει (ο κοινωνικός ή θρησκευτικός ποιητής ενδιαφέρεται για επικοινωνία με μεγαλύτερο αριθμό ατόμων απ' ό,τι ο ποιητής που απλώς χαίρεται με τη σκέψη ότι ίσως μερικοί συμφωνήσουν μαζί του, αλλά οπωσδήποτε δεν σκοτίζεται και πολύ με το ζήτημα αυτό), πάλι θα είχαμε μη-ποίηση αν κάποιος έγραφε ένα θρησκευτικό ή κοινωνικό ποίημα το οποίο δε θα μίλαγε πρώτιστα στην δική του καρδιά. Πάλι για τον εαυτό του το γράφει πρώτιστα κάθε θρησκευτικός ή κοινωνικός ποιητής. Φυσικά, κάθε ποιητής θέλει να δείξει τα ποιήματά του σε κάποιους, αλλά αυτό πάλι δε σημαίνει την προτεραιότητα της επικοινωνίας ή ότι η Τέχνη αξίζει μόνο επειδή είναι επικοινωνία με τους άλλους. Αν λ.χ. δεν έγραφε κάποιος ένα ποίημα (και, υπενθυμίζουμε, το έγραψε για δική του απόλαυση/ευχαρίστηση), δε θα μπορούσε να επιζητήσει να το δείξει στους άλλους. Ή η Τέχνη είναι για την Τέχνη, λοιπόν, ή η Τέχνη είναι νεκρή.  
 
            Τώρα πάμε στο νόημα και τη σαφήνεια της ποίησης. Η ποίηση δε χρειάζεται να είναι σαφέστατη ούτε να έχει ένα συγκεκριμένο νόημα, γιατί τότε θα ήταν φιλοσοφική διατριβή. Το ωραίο με την ποίηση είναι ότι μπορεί ακόμη και μέσω της ασάφειας και της έλλειψης προφανούς νοήματος να εμπνέει ένα ευρύτερο νόημα ή να απελευθερώνει τον νου. Αν σε κάθε ποίημα υπήρχε πάντα ένα μόνο σαφές νόημα, τότε ακριβώς αυτή η επικοινωνία ποιητή-αναγνώστη θα γινόταν δυσκολότερη, αφού ο αναγνώστης δε θα μπορούσε να ταυτιστεί με (όλο ή τμήμα του) το ποίημα. Η ασάφεια αυτή είναι ευεργετική λοιπόν για την "κοινωνική διάσταση" του ποιήματος, αφού αφήνεται ένα πεδίο κοινό, στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει ή να ταυτιστεί με ό,τι λέει ο ποιητής. Ακόμη καλύτερα για την φαντασία του αναγνώστη, ο αναγνώστης μπορεί με βάση το ποίημα να βρει νέα νοήματα ή, αντίθετα από την κατανόηση/ταύτιση με τις απόψεις του ποιητή, να ερμηνεύσει τα γραφόμενα στη βάση των δικών του παρόμοιων ή παραπλήσιων προβληματισμών, να προσαρμόσει τους στίχους στα δικά του βιώματα. Αυτό είναι το καλύτερο.

            Ή πάλι η έλλειψη νοήματος μπορεί να είναι ακριβώς μια απελευθέρωση ενός ακαθόριστου πράγματος ή μιας διάθεσης. Η ύπαρξη ασύνδετων εικόνων σε ένα ποίημα μπορεί να μη βγάζει κάποιο νόημα, όμως οι εικόνες αυτές εμπεριέχουν κάποια ηρεμία ή γαλήνη, πράγμα που σχετίζεται με την αυτοθεραπεία (ακόμη κι όταν αυτές εμπεριέχουν εικόνες φρίκης, είναι "Εγχείρηση αφαίρεσης της φρίκης" από την σκέψη), και αν δεν βγαίνει νόημα, βγαίνει πάντως ένα συναίσθημα το οποίο όντας συναίσθημα διόλου κατώτερο ενός Νοήματος δεν είναι.

            Όσο για τη χρησιμότητα της ποίησης αναφορικά με την κοινωνία: εδώ μπορούμε να καγχάσουμε με τον όχλο των αποτυχημένων κοινωνικών ιδεολόγων που σέρνονται από  ιδεολογία σε ιδεολογία προσπαθώντας να βρουν "την Αλήθεια", οι οποίοι, αντί να κοιτάξουν τα χάλια τους και τις αποτυχίες τους, ζητάνε και ρέστα από την Ποίηση και ανακατεύονται σε ξένα χωράφια, τα οποία δε θα έπρεπε καν να μολύνει το βλέμμα τους. Μας λένε λοιπόν αυτοί: "η ποίηση δεν αλλάζει τον κόσμο (έστω και μέσω της αναφοράς σε ένα νόημα/όραμα), άρα είναι περιττή". Εάν εννοούνε ότι νόημα έχει μόνο το φαί και το σεξ και ο ύπνος, μάλλον ακόμη και οι ίδιοι θα διαφωνούσαν με αυτό. Εάν εννοούν πως μόνο ό,τι αλλάζει τον κόσμο έχει νόημα, τότε και οι σε άπειρες εκδοχές δικές τους ιδεολογίες είναι παρομοίως περιττές, αφού δεν άλλαξαν τον κόσμο. Άλλωστε η ποίηση τουλάχιστον βοήθησε αυτούς που την έγραψαν, ενώ οι ιδεολογίες, συνολικά κρινόμενες, δεν βοήθησαν καθόλου, αφού ούτε πραγματοποιήθηκαν ούτε θα πραγματοποιηθούν. Θα μπορούσαμε να πούμε, ειρωνικά ίσως, πως οι ιδεολόγοι έχουν αλλάξει τόσες πολλές φορές την κοινωνία, που οι ποιητές αδυνατούν να παρακολουθήσουν το ρυθμό αυτής της αλλαγής. Αντί να συμμετέχουμε στη διαδικασία αυτήν επιβραδύνοντάς την, επιλέγουμε να παρατηρούμε τα καλύτερα στιγμιότυπα. Όταν θα αποκτήσουμε το αντικειμενικό Υπερμάτι (το οποίο τα πάντα βλέπει) που έχουν οι "επαναστάτες" και οι νεοφώτιστοι αγωνιστές με εκείνο το κωμικό καταγγελτικό ύφος Διαφωτιστή που τα ξέρει καλά όλα κι έχει έτοιμο το σχέδιο δράσης (ή, ακόμη χειρότερα, λέει πως δεν υπάρχει σχέδιο), τότε στιγμή δε θα κλείσουμε βλέφαρο. Ώς τότε είναι άδικο οι πρεσβύωπες ιδεολόγοι να κατηγορούν ως τυφλούς τους ποιητές.

            Το πρόβλημα της κριτικής για την χρησιμότητα της Ποίησης έγκειται στην ανυπαρξία αντικειμενικού μέτρου με το οποίο θα μετράμε τι είναι χρήσιμο και τι άχρηστο. Όπως η καθημερινή εμπειρία δείχνει, ό,τι είναι χρήσιμο για τον ένα συχνά είναι άχρηστο για τον άλλον. Έτσι, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι το μέτρο χρησιμότητας το οποίο έχουν οι αριστεριστές και οι αναρχικοί-καταστασιακοί για την Ποίηση είναι αντικειμενικό κι επομένως έγκυρο. Το αντίθετο, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι είναι υποκειμενικό, ότι βασίζεται σε μία απλώς από τις άπειρες δυνατές κοσμοαντιλήψεις και μάλιστα σε μία κοσμοαντίληψη που ούτε λογικά ούτε και ποσοτικά έχει αποδείξει την υπεροχή της.

            Τι μπορεί κανείς να πει για τη νεύρωση του χρησιμοθήρα που ζυγίζει τα πάντα στην δήθεν αντικειμενική ζυγαριά η οποία μετρά την κοινωνική προσφορά και μάλιστα βάζει την ατομική απελευθέρωση κάτω από την νεφελώδη "κοινωνία" του (την υπαρκτή γκρούπα του ή κύκλο του); Καλό παράδειγμα είναι ο σουρεαλισμός. Η σουρεαλιστική ποίηση δεν έχει κανένα (κοινωνικό) νόημα, αφού είναι μια ασυνάρτητη τοποθέτηση λέξεων, η μία δίπλα στην άλλη. Κατουσίαν είναι μια απελευθέρωση του νου και της σκέψης από τη λογική αναγκαιότητα της δομής του λόγου, για χάρη της ξεκούρασης του νου (= πάλι αυτοθεραπεία). Κι όμως, έχουμε δει τους κοινωνικούς ιδεολόγους (αναρχικούς, κομμουνιστές κ.ά. παρόμοιους) σε κάποιες εποχές (ειδικά στις απαρχές του σουρεαλισμού) να ενθουσιάζονται με το είδος αυτό ποίησης - και αντίστροφα, τους σουρεαλιστές να ενθουσιάζονται με παρόμοιες πολιτικές ιδεολογίες (όσο κι αν αυτό το φλερτ κόπασε με τον καιρό). Πράγμα εντελώς παράλογο, αφού υποτίθεται ότι μόνο ποίηση με νόημα (και μάλιστα κοινωνικό) θα έπρεπε οι ιδεολόγοι αυτοί να αποδέχονται. Ίσως είναι ο λόγος της "πρωτοπορίας", της "έλλειψης συμβατικότητας" και του "ριζοσπαστισμού" που έκανε ορισμένους εξ αυτών να χοροπηδάνε από χαρά με μια τόσο α-νόητη (διόλου όμως περιττή ή γελοία) ποιητική έκφραση. Ότι δηλαδή "απελευθερώνει από τον μικροαστισμό" και άλλα τέτοια ευτράπελα. Φυσικά εδώ φαίνεται ότι, ακόμη κι αν ίσχυε ένας τέτοιος λόγος, οι κοινωνικοί ιδεολόγοι πίστεψαν ότι μέσα από το α-νόημα του σουρεαλισμού υπάρχει κρυφό νόημα (: το νόημα της απελευθέρωσης από τη συμβατικότητα του μικροαστισμού). Ακριβώς δηλαδή ό,τι προαναφέραμε υποστηρίζοντας ότι ακόμη κι αν ένα ποίημα φαίνεται ανόητο, στην πραγματικότητα έχει νόημα, διότι το έγραψε κάποιος θέλοντας να εκφράσει ένα συναίσθημα ή νόημα των πραγμάτων χρησιμοποιώντας την ασάφεια. Απλώς δεν πέτυχαν (ή δεν τους ταίριαζε) οι κοινωνικοί ιδεολόγοι στην επιλογή τους, δηλαδή όντως ο σουρεαλισμός είναι απελευθερωτικός, όχι όμως από από που θέλουν οι χρησιμοθήρες ιδεολόγοι. Πάντως, και μόνη η προσπάθεια ταύτισης ενός τέτοιου καλλιτεχνικού ρεύματος με μια τέτοια πολιτική ιδεολογία (και ο χιτλερισμός χρησιμοποίησε τον νιτσεϊσμό ή τον Βάγκνερ) δείχνει πως αν κάτι είναι νεκρό, αυτό δεν είναι η δήθεν περιττή Τέχνη, αλλά η σοβαρότητα όσων θέλουν να φορέσουν στους πάντες την παραλλαγή του ιδεολογήματός τους. Για παράδειγμα, πόσο σοβαρούς θα θεωρούσαμε όσους λένε ότι η τέχνη θα έπρεπε να υπηρετεί την ηθική καλλιτέρευση των ατόμων ή την σωτηρία της "ψυχής" τους; Θα έπρεπε να διαβάζουμε μόνο θρησκευτικά ποιήματα της "Ζωής" και του "Σωτήρα". Άλλο τόσο πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά τους αναρχικούς και μαρξιστές που λένε ότι η τέχνη πρέπει να εξυπηρετεί άμεσα ή έμμεσα την Επανάσταση. Η οικειοποίηση/κλοπή του σουρεαλισμού από τους αναρχικούς και άλλους δείχνει την υποκρισία ή τον διχασμό τους. Από τη μια αυτοί είναι υπέρ της κοινωνίας, της ανθρωπιάς πάνω από τα κέρδη, της καλοσύνης-συντροφικότητας, του ανθρώπου, του «ηθικισμού» εν τέλει (ουμανιστικής ή χριστιανικής ή υλιστικής, αγωνιστικής μορφής)· και από την άλλη καπηλεύονται ένα κίνημα τέχνης κατεξοχήν αντι-δεοντολογικό, μια μορφή Ποίησης κατεξοχήν απελευθερωτική από κάθε πρόταγμα, από κάθε απαίτηση για κάθε είδους (άρα και αναρχικού-κοινωνιστικού είδους) κανονιστική στράτευση. Η φαινομενική ομοιότητα ή συγγένεια του αναρχισμού προς το «απελευθερωτικό» τμήμα του σουρεαλισμό ξεγελά πολλούς και κάνει να παραγνωρίζεται η σουρεαλιστική εναντίωση σε κάθε ηθικισμό (ηθικισμός, Δέον και «πρόταγμα» δεν είναι μόνο οι οδηγίες του χριστιανικού κατηχητικού, αλλά και κάθε είδους «πρέπει»· π.χ. η άποψη «πρέπει να πολεμήσουμε για την κοινωνική ισότητα και την κοινοκτημοσύνη και την αναρχία» είναι ένα ηθικιστικό Δέον, όσο κι αν δεν μπορούν να το χωνέψουν οι «αντιηθικιστές» που κακώς ταυτίζουν τον ηθικισμό μόνο με τις παλαιότερες μορφές εκδήλωσής του).  
 
            Να αναφέρουμε και το ρεμπέτικο (του '30) στο οποίο αρέσκονται πολλοί αναρχικοί και κομμουνιστές. Το αναφέρουμε λόγω των στίχων του, οι οποίοι είναι ποίηση μιας κοινωνικής ομάδας βέβαια (και λόγω της αγωνιώδους προσπάθειας να οικειοποιηθούν κάποιοι κάποιες μορφές τέχνης). Το ρεμπέτικο καθεαυτό δεν έχει καμμία μα καμμία πολιτική ιδεολογία. Είναι εντελώς λούμπεν, όχι μόνο στα μάτια ενός κομμουνιστή (είναι γνωστό ότι το 30-40 το ΚΚΕ κατέκρινε το ρεμπέτικο, όσο κι αν τώρα το προωθεί, φιλτραρισμένο πάντα) αλλά και στα μάτια ενός αναρχικού που ενδιαφέρεται για την Επανάσταση, την καταστροφή του καπιταλισμού και την αναρχία. Ουδεμία σχέση είχαν οι χασικλίδες και οι μεροκαματιάρηδες με τόσο "υψηλόφρονες" στόχους. Η εναντίωση προς τους μπάτσους αφορά το χασίς και τις επεμβάσεις της αστυνομίας στον χώρο του ρεμπέτικου υποκόσμου. Δεν αφορά τις επεμβάσεις της αστυνομίας στο χώρο των "αυτοδιαχειριζόμενων" ρεμπέτικων στεκιών! Το ζήτημα είναι σαφές. Ωστόσο, κατά περίεργο τρόπο, κομμουνιστές και αναρχικοί (αριστεροί εν γένει) αρέσκονται στο ρεμπέτικο, ως τάχα μου επαναστατικό, ανατρεπτικό και αντικομφορμιστικό. (29/4/2006)

            Αν ήταν να μετράμε τα πάντα βάσει της έμπρακτης χρησιμότητάς τους, θα αρχίζαμε να διαπλητιζόμαστε για τις ζυγαριές με τις οποίες θα κρίναμε τη χρησιμότητα των πάντων. Η σημασία των άχρηστων πραγμάτων είναι απερίγραπτη. Εκτός κι αν ό,τι δεν μετριέται δεν μετράει. Με μια έννοια οι ιδεολογίες, η φιλοσοφία, η ιστορία κ.λπ. είναι εντελώς περιττά, αφού δεν βοηθάνε καθόλου. Μόνο το φαΐ θα είχε σημασία. Η χρησιμότητα καθενός πράγματος έχει τα όριά της και αναφέρεται σε ορισμένους κάθε φορά. Ο ισχυρισμός ότι η ποίηση είναι άχρηστη αν δεν είναι φιλοσοφική διατριβή ή διάλεξη για το νόημα της κοινωνίας και της ζωής, είναι περιοριστικός και οφείλεται στην άγνοια ακριβώς των ορίων που αναφέραμε. Δεν είναι τα πάντα για τους πάντες (5/3/2006). 
 
            Το μίσος κατά της ποίησης από την πλευρά των πολιτικών ρευμάτων (αναρχικοί, αριστεριστές κ.ά.) είναι τόσο κακοηθές, ώστε να κατηγορούνται, π.χ. μέσω ενός στίχου ενός μουσικού συγκροτήματος, εν γένει οι ποιητές ως εξής: «θάνατος στους ποιητές, θάνατος σ' όλους που του κόσμου τα σκατά τα κάνουν ήλιο και θάλασσα». Είναι ωραίο να παίρνεις τον πόνο και να τον μετουσιώνεις σε έργο τέχνης, επειδή γιατρεύεσαι. Αν τώρα αυτοί δεν γιατρεύονται με την ποίηση, δεν έχουν το δικαίωμα να πουν ότι οι ποιητές δεν γιατρεύονται. Γιατί, στο κάτω κάτω, αν αυτοί ειλικρινά το πίστευαν αυτό που λεν, τότε είτε δε θα έπρεπε να μιλάν για τα «σκατά», δηλαδή για τον πόνο (οιασδήποτε μορφής, ατομικής ή κοινωνικής, σωματικής ή ψυχικής), παρά μόνο να αγωνίζονταν όλη την ώρα εναντίον του πόνου  είτε θα έπρεπε να είχαν την άποψη ότι η τέχνη πρέπει να είναι μόνο κλασσική, δηλαδή να κρύβει τον πόνο και την ασχημιά, δηλαδή να παραμυθιάζονται οι ίδιοι με ναζιστικές ονειρώξεις περί «στρατευμένης τέχνης» (= μόνο η στρατευμένη τέχνη, η οποία θα δείχνει το δρόμο για την Επανάσταση, είναι καλή), είτε είναι υποκριτές, αφού  βρίζουν αυτό το οποίο χρησιμοποιούν, ενώ κανονικά θα έπρεπε να παραμείνουν βουβοί (λ.χ. να μην γράφουν παρά ινστρουμένταλ/οργανική μουσική). Γιατί, όταν βρίζεις αυτό που χρησιμοποιείς και αυτό, δίχως το οποίο δε θα μπορούσες να εκφραστείς, τότε είσαι αντιφατικός και τέτοια επιχειρήματα δεν συζητώνται καν.
Το συμπέρασμα που βγαίνει, όσο κι αν δεν το καταλαβαίνουν οι ίδιοι οι άμουσοι παρακμιακοί «κριτικοί της Ποίησης» που έχουν τις παραπάνω απόψεις, είναι ότι στην πραγματικότητα δεν κατακρίνουν γενικά την Ποίηση (άλλωστε, ως μέτριας νοητικής αντίληψης μεσσιανιστές, προσδοκούν ότι «μετά την Επανάσταση», όταν «όλα θα είναι τέλεια», κι η ίδια η Ποίηση θα είναι καλή), αλλά μόνο όσα είδη ποίησης δεν αρέσουν στον παντογνώστη-κριτή εαυτό τους. Κάνουν ακριβώς όπως οι «ανορθολογιστές», που απορρίπτουν τον «Ορθολογισμό» όχι επειδή οι ίδιοι είναι ανορθολογιστές και δήθεν δεν χρησιμοποιούν επαρκώς τη Λογική, αλλά επειδή ο «Ορθολογισμός» έχει ταυτιστεί, σχεδόν αμετάκλητα, με ορισμένες απόψεις, τις οποίες οι ίδιοι απορρίπτουν απόλυτα. Έτσι και οι ερασιτέχνες «κριτικοί της Ποίησης», που νομίζουν ότι έχουν άποψη για όλα, αρέσκονται μόνο στην (κοινωνική ή «απελευθερωτική» ή όπως αλλιώς την φαντασιώνονται και την αποκαλούν οι ίδιοι) ποίησή τους, και – απλώς επειδή είναι  διαφορετικού γούστου η ποίηση των άλλων – κατακρίνουν ως «άχρηστη» την υπόλοιπη Ποίηση. Όμως, είναι φανερό ότι ανθρώπους οι οποίοι έχουν τέτοιες αντιφάσεις στην επιχειρηματολογία τους, ανθρώπους οι οποίοι εμμέσως πλην σαφώς είναι υπέρ της ναζιστικής αντίληψης περί στρατευμένης τέχνης, δεν μπορούμε να τους πάρουμε στα σοβαρά. Απλώς μιλάνε για να μιλάνε. Δεν λένε κάτι λογικό και συνεπές, αλλά ωστόσο νομίζουν ότι έχουν άποψη και νομίζουν ότι παρεμβαίνουν σε μια συζήτηση στην οποία ήταν εξαρχής απόντες. Ίσως, εκτός από την λανθάνουσα συνείδηση και των ίδιων ότι πρέπει να μιλάνε απλώς για να «πετάγονται» και να δείχνουν ότι ξέρουν κάτι, να κρύβεται και η μειονεξία ότι η δική τους μορφή ποίησης (όταν γράφουν· γιατί συχνά βλέπουμε το κωμικό φαινόμενο, απόψεις σαν τις παραπάνω να τις εκφέρουν άνθρωποι που δεν έγραψαν ποτέ κάτι) είναι, σύμφωνα με τις απόψεις των περισσότερων ποιητών, η πλέον ανόητη και άτεχνη. (29/4/2006)
Ποιητὴς καὶ εὐαισθησία
Δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἂν ὁ ποιητὴς εἶναι ὁ μόνος εὐαίσθητος ἢ πιὸ εὐαίσθητος ἀπὸ τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους, διότι ἀπὸ τὴ μιὰ ἔχουμε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς εὐαισθησίας του, τὴν ποίηση, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ εὐαισθησία τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀποτυπώνεται σὲ κάτι, παρὰ χάνεται στὴ στιγμὴ δίχως ὁρατὰ ἵχνη. Ἀλλὰ κι ὅταν ἀποτυπώνεται σὲ κάτι, αὐτὸ εἶναι ἡ καθημερινότητα, ἡ ὁποία ἀναγκαστικὰ εἶναι λιγότερο ἀνεκτικὴ στὴν ἐκδήλωση τῆς εὐαισθησίας· ἔτσι, στὴν καθημερινότητα κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐκδηλώσει ὅλη του τὴν εὐαισθησία, ἂν αὐτὴ ἦταν ἴση μὲ αὐτὴν τοῦ ποιητῆ καὶ ἡ σύγκριση εἶναι ἄδικη ἢ μᾶλλον ἀδύνατη.
Ποιητὴς καὶ μοναξιά
Ὁ ποιητὴς πράγματι εἶναι, βιολογικά, συνήθως ἀπομονωμένος, ἀλλὰ δὲν νοιώθει αὐτὴ τὴ μοναξιὰ ἤ, ἂν τὴν νοιώθει, δὲν ὑποφέρει τόσο ὅσο ὑποφέρουν οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι ὅταν βρίσκονται μοναχοί. Οἱ τελευταῖοι δὲν ἀντέχουν τὴν μοναξιά, ὅπως φαίνεται. Ὁ ποιητὴς τὴν ἀντέχει, ἀκριβῶς γιατὶ τὶς στιγμὲς τῆς μοναξιᾶς ἔχει τὴν ποίηση καὶ ξεχνιέται.
Προς ποιητές.
 Γράφε σήμερα, που σου έρχονται οι σκέψεις, σήμερα που μπορείς να κάτσεις κάπου ήσυχα στην ησυχία σου και να τις καταγράψεις, ώστε αργότερα να γνωρίζεις πώς ένοιωθες τότε, δηλαδή τώρα. Αύριο θα έχεις γίνει εργατικό πρόβατο, θα έρχεσαι κουρασμένος κάθε απόγευμα σπίτι, πολύ κουρασμένος, ώστε να σου έρχονται φυσιολογικά και χωρίς πίεση οι λέξεις κι οι σκέψεις (εκτός κι αν στα 30 σου έχεις γίνει διανοούμενος και «κουλτούρα», δηλαδή εξυπνάκιας σοφιστής). Οι λέξεις θα είναι στριφνές και οι σκέψεις νευρωτικές, αφύσικες, δήθεν, με ψεύτικο, τυφλό μίσος και ψεύτικο αστειασμό. Γράφε σήμερα. Αύριο μόνο παραμυθάκια θα μπορείς να διαβάζεις.
Porta Aurea

Pages