ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ- ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Έρχεται
το λεωφορείο στη στάση. Οι υποψήφιοι επιβάτες γρήγορα τρέχουν να πιάσουν μια
καλή θέση, απ’ την οποία εύκολα και πρώτοι θα πηδήξουν στο λεωφορείο, ώστε
πρώτοι να ακυρώσουν το εισιτήριό τους, ώστε πρώτοι να ψάξουν για κενές θέσεις. Ο
οδηγός το ξέρει και κάνει κόλπα: εκεί που φαίνεται πως σταματάει πάει πέντε
μέτρα πιο μπροστά˙ εκεί που φαίνεται να περιμένει να φύγει το επόμενο αστικό,
που είναι μπροστά του, ανοίγει τις πόρτες, ώστε οι τυχεροί γίνονται άτυχοι, και
οι άτυχοι – αυτοί που ήταν μακριά από τα πιθανά σημεία που θα ήταν κοντά στις
πόρτες – γίνονται οι τυχεροί. Σχεδόν βλέπω τον οδηγό να κρυφογελά, ενώ το ράδιο
παίζει τα γνωστά αγαπημένα τραγούδια του «αχ τι μού κανες, κακούργα» και
«βαρέθηκα να βαριέμαι να κλαίω».
Ο κόσμος μπουκάρει και σπρώχνεται να ακυρώσει πρώτος το εισιτήριο,
και να πρωτοχυμήξει στις άδειες θέσεις, αν υπάρχουν τέτοιες. Βρωμόγεροι και
μαμελούκοι φοιτητές κοιτούν άπληστα τις νεοεισελθούσες (ξε)ντυμένες νέες
φοιτήτριες, οι οποίες κουνούν απότομα το κεφάλι και φτιάχνουν με τα χέρια τους
τα μαλλιά τους, ώστε να αρέσουν, αν και δεν καταδέχονται να κάτσουν δίπλα σε
γέρους ή αλλοδαπούς˙ ξεπουπουλιασμένες σαραντάρες και άνω, που νομίζουν ότι
περνά ακόμα η μπογιά τους, κοιτούν με κρυφό καμάρι και πόθο τα παλικάρια, επίσης
φτιάχνοντας τα μαλλιά τους. Τελικά οι νέοι κάθονται – προς μεγάλη θλίψη των
γέρων – δίπλα τους, και οι νέες μαζί με τις ξεπουπουλιασμένες. Συμβαίνει και το
αντίθετο, οι νέοι με εξωτερικά αφανή εκνευρισμό να βλέπουν τις φοιτητριούλες να
κάθονται μαζί με τις γιαγιάδες και τσουπ, τους έρχεται ένας ασθμαίνων
εβδομηντάρης άπλυτος παππούς δίπλα τους. Όλοι οι συνδυασμοί, δηλαδή.
Να μια θέση άδεια. Να και δύο αντίζηλοι. Το ξέρουν κι οι δυο, πως
όποιος προλάβει, θα αράξει και θα βλέπει καλύτερα το θέαμα των όρθιων επιβατών
που, ως ουρακοτάγκοι κρέμονται. Ο πιο γρήγορος κι ο πιο έξυπνος να κάνει την
διάσημη ερώτηση του λεωφορείου:
«-Μήπως
θελετε να καθίσετε», ρωτά ο ένας με ευγενικό χαμόγελο ουμανισμού.
«-Ο..οχι,
ευχαριστώ», απαντά ο έτερος, δυστυχής. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να πει,
εγωιστικά, εγωπαθώς, «ΝΑΙ, ΡΕ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΣΩ, κι εσύ αν λειώνεις όρθιος, δε με
νοιάζει!» ενώ τον ακούνε όλοι οι συνεπιβάτες; Αδύνατο. Όποιος έκανε την ερώτηση,
αυτός κερδίζει και τη θέση, αφού ο άλλος θα γίνει δακτυλοδειχτούμενος, αν πει
«ναι», ενώ ο πρώτος χειροκροτείται μέσα στα μυαλά των συνεπιβατών, ως ο
ουμανιστής. Έπειτα, με ένα χαμόγελο αυτοθυσίας και ανιδιοτέλειας, κάθεται στο
λάφυρό του.
Υπάρχει κι η περίπτωση, βέβαια ο αντίζηλος να είναι γέρος. Τότε τα
λόγια είναι περιττά και η βιασύνη απαραίτητη. Μέχρι να συρθεί ο γέρος, εσύ,
κάνοντας πως δεν είδες κανέναν, κάθεσαι. Φυσικά, δε θα έρθει να σου τη ζητήσει˙
από μέσα του θα ρίξει κανένα διαολόσταλμα, αλλά σκασίλα σου.
Μόνο όταν κάθεσαι απ’ την έξω πλευρά, είσαι το θύμα. Όλο και κάποιος
γέρος, όλο και κάποιος ανάπηρος ή με εγκεφαλικό ή σπαστικό παιδί ή βρέφος με τη
μαμά του θα παρελάσουν από μπροστά σου – και ουαί, αν κάθεσαι κοντά στην μεσαία
πόρτα – οπότε θες δε θες, θα σηκωθείς. Αν κοιτάς στο παράθυρο, ίσως τη γλιτώσεις
κολλώντας τα μούτρα σου στο τζάμι, κοιτώντας περίεργα, λες και βλέπεις για πρώτη
φορά, το κτίριο απέναντι.
Αλλιώς
αποχαιρέτα την καρέκλα που χάνεις. Δεν ήτανε για σε γραφτό ξεκούραστος σπίτι να
γυρίσεις. Εκείνη τη στιγμή, αφού σηκωθείς ως ατυχής κατάδικος, ο οδηγός κάνει
ρηλάξ τις πατούσες του και πατάει – στα φανάρια – για μισό δεπτερόλεπτο εναλλάξ
γκάζι και φρένο, ώστε να κάνεις εσύ μπράτσα. Ίσως είναι κρυφό κόλπο, ώστε να
πέφτουν πάνω στους όρθιους οι όρθιες – ίσως, με άλλα λόγια, ο οδηγός έχει
γραφείο συνοικεσίων και θέλει να δημιουργήσει καταστάσεις έλξης.
Οι πρώην
συγκαθούμενοί σου φαίνεται να το διασκεδάζουν. Κοιτούν με αγωνία μην φταρνίστηκε
κανείς, μη σκόνταψε κανείς, τίνος τα ψώνια έπεσαν, ποια είπε «αχ καλέ σιγά».
Έπειτα ξαναβυθίζονται είτε στις σκέψεις τους είτε στο αποκαλυπτικό ένδυμα της
νεανίδος μπροστά τους. Επίσης παρατηρεί κανείς την νιρβάνα και το πνεύμα
μετριοπάθειας στα βλέμματα των καθισμένων, όταν το λεωφορείο γεμίζει και
κυράτσες ή γέροι κάνουν σκηνές τύπου «προχώρα, κυρά μου». Τότε ίσως αρχίσει η
«βουλή του λεωφορείου». Κάποιος, κυρίως γέρος, θα αναλύσει στον διπλανό του
μεσήλικα τα προβλήματα των αστικών συγκοινωνιών, έπειτα τα κόμματα, έπειτα τα
νιάτα του και στο τέλος θα σκυλοβρίσει τους νέους που όλο σπουδάζουν και δε
δουλεύουν. Παραδόξως στο ίδιο συμπέρασμα μπορεί να καταλήξουν και οι συζητήσεις
μεταξύ πλούσια βαμμένων πενηντάρισσων για τους «νέους που κουράζονται οι
καημένοι» και «κάθονται».
Στο
λεωφορείο βλέπεις και τα καλλιτεχνικά γούστα των συνεπιβατών. Ο διπλανός θα έχει
τα ακουστικά του φορητού σιντοπαίχτη του ως μεγάφωνα, ώστε κι εσύ να
σιγοτραγουδάς ή να σιγοχτυπάς τα πόδια σου. Δε θα λείπουν και οι υπέροχες
κουλτουριάρες που θα κρατάνε ένα βιβλίο 500 σελίδων, το οποίο διαβάζουν με
θρησκευτική προσήλωση, είτε σφάζονται οι άλλοι για τις θέσεις δίπλα τους είτε το
λεωφορείο αργεί 70 ώρες.
Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος να σε κατασκοπεύουν οι μυστικοί
πράκτορες. Τα πρόσωπα που βλέπεις ξανά και ξανά στο λεωφορείο, στο γυρισμό. Τα
κοιτάς με φθόνο και φόβο σα να τους λες «αφήστε με ήσυχο»˙ τους ξανακοιτάς
έντονα, ώσπου να σε φοβηθούν και να παίρνουν στο εξής το επόμενο αστικό.
Αλλά έφτασε η ώρα να κατέβεις. Έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσεις το
τσίρκο αυτό. Αν έπαιξες καλά το ρόλο σου, αν ήσουν ουμανιστής όπως θά πρεπε,
ώστε να μην έχεις τύψεις, αν ήσουν ξύπνιος και κάθισες πρώτος, ώστε να μην έχεις
τύψεις βρίζοντας τον εαυτό σου που δεν κάθισες, αυτά θα τα σκεφτείς άνετα πλέον,
σχεδιάζοντας την επόμενη διαδρομή στο μυαλό σου.