αγάπη και αποδοχή.
Δύσκολο νὰ δεχτοῦμε ὅτι ἂν ἀγαπᾶμε κάποιον, τὸν
ἀποδεχόμαστε ὅπως εἶναι. Γιατὶ ἂν ἀγαπᾶμε κάτι, ἐπιδιώκουμε νὰ τὸ
καλλιτερεύσουμε, προφανῶς μὲ βάση τὰ δικά μας κριτήρια τοῦ Καλοῦ κι ὄχι μὲ
κριτήρια ποὺ κρίνουμε λιγότερο καλὰ ἢ βλαβερά. Κι ἔτσι ἀναγκαστικὰ δὲν τὸν
ἀποδεχόμαστε ὅπως εἶναι, ἀλλὰ ἁπλῶς εἴμαστε σχετικὰ ἀνεκτικοὶ μαζί του. Κι ἐδῶ
ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τοῦ ἐξουσιασμοῦ σὲ μία σχέση ἀγάπης. Ἂν ἀγαπᾶμε
κάποιον, δὲν τὸν ἀφήνουμε ἐλεύθερο νὰ "αὐτοκαταστρέφεται". Συνήθως ἀρχικὰ μόνο ἡ
ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου εἶναι δυνατή. Σταδιακὰ ὅμως, ὅσο περισσότερο ὁ ἕνας ἀποκτᾶ
δικαιώματα καὶ "ριζώνει" στὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου, ἀρχίζει νὰ ἐπεμβαίνει, νὰ
συμβουλεύει, νὰ τὸν ἐνθαρρύνει στὸ τάδε, νὰ τὸν ἀποθαρρύνει ἀπὸ τὸ δεῖνα πρᾶγμα
κ.λπ., δηλαδὴ νὰ ἐπιδιώκει τὴ συμμόρφωση τοῦ ἄλλου μὲ τὸ "σωστό". Μόνο ἔτσι
γίνεται, ἐκτὸς πιὰ κι ἂν ἔχει βρεῖ τὸν πνευματικὰ δίδυμό του ἄνθρωπο, ὁπότε δὲν
θέλει νὰ ἀλλάξει τίποτε πάνω καὶ μέσα του. Πολλὲς φιλίες καὶ ἀγάπες χάλασαν
ἐπειδὴ τὰ πρέπει καὶ τὰ μὴ ἐκδηλώθηκαν ἀρκετὰ νωρίς, δηλαδὴ ἐπειδὴ δὲν εἶχε
"ριζώσει" ὁ συμβουλάτορας πολὺ στὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου. Τὸ νωρὶς ἀσφαλῶς εἶναι
ὑποκειμενικὸ καὶ σχετικό, ὡστόσο ὑπάρχει ἕνα χρονικὸ ὅριο. (14/6/2007)
αγάπη ως φάρμακο;
Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στην
άποψη ότι το να μη μας αγαπάν οδηγεί στην κατάθλιψη και στην καταστροφή κι άρα
είναι η χειρότερη συμφορά. Αυτή η άποψη ισχύει μόνο για παιδιά, γιατί αυτά
πράγματι έχουν ανάγκη από φροντίδα και ενδιαφέρον, όπως τα φυτά από πότισμα.
Μετά την ενηλικίωση όμως δεν είναι απαραίτητο να σε αγαπάνε κάποιοι, ώστε να μη
δυστυχείς. Γιατί η απουσία νοήματος και η ανία δεν προέρχονται από το γεγονός
ότι δε μας αγαπάει κανείς, αλλά από το ότι δεν υπάρχει κάτι να αγαπήσουμε εμείς.
Από την άλλη πλευρά, μεταξύ του να μας αγαπάνε κάποιοι και του να αγαπάμε εμείς
κάτι ή κάποιους υπάρχει μεγάλη διασύνδεση. Γιατί, αν επιλέξουμε να αγαπήσουμε
κάτι ή κάποιον, τότε θα συμβούν τα ακόλουθα πράγματα: θα μας αγαπήσει
(πιθανότητα) κι ο αγαπητός μας, θα μας αγαπήσουν αυτοί που αγαπάν ό,τι αγαπάμε
κι εμείς ή, θα μισήσουμε όσους μισούν αυτό που αγαπάμε κι επομένως θα μας
αγαπήσουν όσοι επίσης μισούν όσους μισούν ό,τι αγαπάμε. Με άλλα λόγια, από
πλευράς δυστυχίας και αυτοσυντήρησης, είναι δυσχερέστερο το να μην βρίσκουμε
τίποτε αξιαγάπητο στον κόσμο από το να μην μας αγαπάει κανείς. Αντίθετα,
αγαπώντας κάτι αφενός ξεχνιόμαστε αφοσιωμένοι σ' αυτό, αφετέρου γινόμενοι
αγαπητοί σε όσους αγαπάν το ίδιο πράγμα - αν αυτοί μπορούν να το αγαπήσουν δίχως
να μας το πάρουν. (21/6/2007)
αγάπη και
ιδιοτέλεια.
Συνηθισμένη είναι η άποψη πως όταν κάνεις
το καλό λόγω αγάπης, η αγάπη σου αυτή εκπορεύεται από εγωιστικά συναισθήματα:
θες να νοιώσεις καλά και ωραία. Η άποψη αυτή είναι εν μέρει λάθος γιατί δε
λαμβάνει υπόψη πως τὴ στιγμὴ ποὺ βοηθᾶς δὲν σκέφτεσαι τὸν ἑαυτό σου. Σκέφτεσαι
μόνο τὸν βοηθούμενο, τὸ πῶς θὰ τὸν βοηθήσεις, οὔτε τὸ πιθανὸ ὑλικό σου συμφέρον,
οὔτε τὸ πιθανὸ συναισθηματικό σου ὤφελος, τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ βοηθούμενου, ἢ
τὸν ἔπαινο ὅσων σὲ βλέπουν ποὺ βοηθᾶς κάποιον. Γιατί εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ εἶναι
ὁ μὲν βοηθούμενος ἀχάριστος καὶ ὅσοι σὲ βλέπουν ποὺ βοηθᾷς ἀδιάφοροι. Τὸ
ρίσκο
εἶναι εἰς βάρος σου. Τὴ στιγμὴ ποὺ βοηθᾶς δὲ γνωρίζεις ἂν ἡ ἀνιδιοτελὴς
προσφορά σου θὰ «πιάσει τόπο» π.χ. ἂν μπορέσεις νὰ τὸν βοηθήσεις ἀποτελεσματικὰ ἢ
ἂν θὰ σοῦ εἶναι εὐγνώμων. Συνεπῶς, δὲν γνωρίζεις ἂν στὸ τέλος θὰ πεῖς «ὡραία ποὺ
τὸν βοήθησα, χαίρομαι», ἢ «ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποὺ σταπάλησα τὸν καιρό μου βοηθῶντας
τον, λυπᾶμαι.» Ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση ποὺ λές «μπράβο ἑαυτέ μου», δίχως κανένα
ἄλλο ἀντάλλαγμα, δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ κίνητρο ποὺ σὲ ὠθεῖ κάθε φορὰ νὰ χαλᾶς τὴ
ζαχαρένια σου. Οὔτε συνειδητὰ οὔτε ἀσυνείδητα. Δὲν εἶναι ἀρκετὸ κίνητρο. Ἂν ἤδη
ἔχεις τὴν εὐτυχία σου, ἄνετα ἀδιαφορεῖς καὶ δὲ θὲς νὰ μπεῖς σὲ μπελὰ ἁπλὰ καὶ μὸνο
«γιὰ νὰ νοιώσεις ὡραία καὶ καλλίτερα». Μπορεῖς ἄνετα νὰ γυρίσεις ἀλλοῦ τὸ κεφάλι
σου, καὶ ὄντας ἤδη βολεμένος, νὰ περνᾶς καλά. Ἂν πάλι ἔχεις τὴ δυστυχία σου καὶ
τὸν πὸνο σου τότε δὲν θὰ μπεῖς σὲ παραπάνω μπελά γιὰ νὰ κερδίσεις τὸ ὀλιγόλεπτο «νοιώθω
καλλίτερα». Οὔτε ἡ ἰδέα πὼς τὸ κάνεις λόγῳ κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης εἶναι ἀρκετὰ
ἰσχυρὸ κίνητρο: ἀπὸ πρὶν γνωρίζεις πὼς μπορεῖ ἐσὺ νὰ βοηθᾶς, ἀλλὰ εἶναι πιθανὸν
ὅταν ἐσὺ χρειαστεῖς βοήθεια οἱ ἄλλοι νὰ ἀδιαφορήσουν καὶ νὰ δείξουν κακία. Ὅταν
ἐσὺ περνᾶς καλὰ ἢ δὲν ἀντιμετωπίζεις πρόβλημα, τὸ νὰ δώσεις τὸ χέρι σου, νὰ
κατέβεις στὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου, τὸ νὰ τὸν ἀνυψώσεις βοηθῶντας τον, καὶ μάλιστα νὰ
τὰ κάνεις ὅλα αὐτὰ στὸν πρῶτο τυχόντα ποὺ δὲ θὰ ξανασυναντήσεις, ἢ σὲ κάποιον ποὺ
σοῦ φαίνεται ὁ πιὸ βλάκας ἢ πιὸ σιχαμερὸς ἄνθρωπος δὲν γίνεται γιὰ νὰ «νοιώσεις
καλὰ», γιατὶ ἂν εἶσαι «ἐγωιστικὰ καλός», τότε θὰ ἐπέλεγες προσεκτικὰ τὸ ποιὸν θὰ
βοηθᾶς ὥστε νὰ χρησιμοποιεῖς σωστὰ τὴν «καλοσύνη σου» καὶ νὰ μὴν πάει χαμένη ἡ
προσπάθειά σου, βοηθῶντας τὸν πρῶτο τυχαῖο.
Από την άλλη υπάρχει ένας παράδοξος συνδυασμός ιδιοτέλειας και ανιδιοτέλειας:
είμαστε ανιδιοτελείς προς αυτούς που θεωρούμε «δικούς μας» και ιδιοτελείς προς
τους μη δικούς μας. Το ποιοι θεωρούνται κάθε φορά από τον καθένα «δικοί του»
διαφέρει. Έτσι, μπορεί κάποιος να αυτοθυσιάζεται μόνο για τους φίλους του ή μόνο
για τους συμπατριώτες του ή μόνο για τους ομόθρησκούς του, γιατί τους θεωρεί
«δικούς του». Αλλά κι ο άλλος που αυτοθυσιάζεται για τον οποιονδήποτε άνθρωπο,
έστω και τον εχθρό του, μπορεί να τον θεωρεί – τον οποιονδήποτε άνθρωπο – «δικό
του» κι επομένως η ανιδιοτέλεια στην πραγματικότητα, δηλαδή σε μια ευρύτερη
οπτική, δεν είναι ανιδιοτέλεια αλλά ιδιοτέλεια: αγάπη για τους «δικούς μας». Η
ανιδιοτέλεια εντός της κοινωνίας μας (το ότι θυσιαζόμαστε πρόθυμα για τα μέλη
της κοινωνίας μας, ακόμη κι αν δεν τα ξέρουμε) είναι ιδιοτέλεια εκτός αυτής (δεν
θυσιαζόμαστε πρόθυμα για τα εκτός αυτής άτομα)· παρομοίως η ανιδιοτέλεια υπέρ
της ανθρωπότητας είναι ιδιοτέλεια για τα εκτός της ανθρωπότητας όντα, δηλαδή για
χάρη των ανθρώπων προθυμοποιούμαστε να καταστρέψουμε οτιδήποτε άλλο εκτός από
ανθρώπους ή ακόμη και να θυσιαστούμε γι’ αυτούς.
«Αν
δεχτούμε έναν ορθολογισμό της ταυτότητας ίσως ξεφεύγουμε από τον φαύλο κύκλο
εγωισμού-αλτρουϊσμού: μπορώ να συνδέσω την ταυτότητά μου με την διάπραξη
αλτρουϊστικών πράξεων. Η ταυτότητα βρίσκεται καθ’ εαυτή πάνω από το εννοιολογικό
ζεύγος. Ήτοι μπορεί να είναι εγωιστική ή αλτρουϊστική. Αλλά και στη
δεύτερη περίπτωση υπάρχει ένα εγώ προκειμένου να είναι αλτρουϊστικό. Δεν υπάρχει
αλτρουϊσμός που να μην έχει φορέα του ένα εγώ, το οποίο κατά τη διάπραξη μιας
αλτρουϊστικής πράξεως αισθάνεται πλήρωση. Αλτρουϊσμός χωρίς υπαρξιακή
πλήρωση, δηλαδή συνοδευόμενος από αποστροφή, δεν είναι παρά εξαναγκασμός του
εγώ, άρα όχι αλτρουϊσμός».
Θα μπορούσε να οριστεί η ανιδιοτελής
αγάπη ως: να αγαπάω κάποιον δίχως ποτέ μα ποτέ να περιμένω να ανταποκριθεί
στην αγάπη μου και να με αγαπήσει κι αυτός. Τέτοια αγάπη δεν υπάρχει. Πάντοτε,
όταν βλέπουμε ότι αυτός τον οποίο αγαπάμε, υπηρετούμε, φροντίζουμε, κανακεύουμε
κ.λπ., αδιαφορεί για εμάς ή δε μας αγαπά ή μας περιφρονεί ή μας αντιπαθεί, η
αγάπη μας σιγά-σιγά παύει να υπάρχει, μηδενίζεται, ώσπου να γίνει αρχικά
πληγωμένη αδιαφορία και, στο τέλος, απεξάρτηση από αυτόν που αγαπούσαμε. Γιατί
είναι αδύνατο να μην περιμένουμε κάποιας μορφής ανταπόκριση σε ό,τι κάνουμε για
χάρη αυτού που αγαπάμε – ακόμη κι αν δεν το ομολογούμε σε αυτόν. Αυτό δεν είναι
κακό· ούτε κατώτερη μορφή αγάπης είναι (που τάχα δύναται να «μεταμορφωθεί» σε
κάτι ανώτερο), διότι δεν υπάρχει η ανιδιοτελής αγάπη, ώστε να την συγκρίνουμε,
ως ανώτερη, με την ιδιοτελή αγάπη. Η έσχατη απεξάρτηση συνίσταται στο να μην
έχουμε πρόβλημα να μη αγαπάμε το συγκεκριμένο άτομο και να συνεχίζεται η ζωή μας
κανονικά, έχοντας βρει ένα άλλο άτομο. (24/2/2007)
Ἀσφαλῶς ἡ ἀγάπη πρὸς ἀνθρώπους ἐκλείπει εὐκολότερα ἀπὸ ὅ,τι ἡ ἀγάπη γιὰ
πράγματα. Γιατὶ τὰ πράγματα δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ἀπορρίψουν κι ἔτσι δὲν ὑφίσταται
λόγος νὰ πάψουμε, πληγωμένοι ἀπὸ αὐτά, νὰ τὰ ἀγαποῦμε.
Ασφαλώς υπάρχει η αντίρρηση ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί η βαθύτερη, εσωτερική
ιδιοτέλεια ενός αλτρουιστή κι επομένως ο ισχυρισμός ότι όλοι είναι ιδιοτελείς
και δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια είναι αστήριχτη υπόθεση. Μια θεωρία μπορεί να
επιβεβαιωθεί, στο μέτρο του δυνατού, εφόσον εξηγεί τα αντίθετά της φαινόμενα. Η
θεωρία της ύπαρξης μόνο ιδιοτέλειας μπορεί να εξηγήσει τόσο την ύπαρξη
αγάπης όσο και την ύπαρξη έχθρας μεταξύ των (ίδιων μάλιστα) ανθρώπων. Όποιος
αγαπά λ.χ. την πατρίδα του αγαπά και τους συμπατριώτες του αλλά μισεί,
ακριβώς επειδή την αγαπά, όσους μισούν την πατρίδα του. Η θεωρία της
ύπαρξης και ανιδιοτέλειας δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί λ.χ. άνθρωποι οι
οποίοι όλο μιλούν για αγάπη ταυτόχρονα μισούν και εκλογικεύουν το μίσος αυτό,
παρά μόνο μεταθέτοντας το πρόβλημα διαρκώς, δηλαδή υποστηρίζοντας - χωρίς να
μπορεί να προσκομίσει σχετική απόδειξη βεβαίως - ότι αυτή δεν είναι η "αληθινή"
αγάπη. Ούτε μπορεί η θεωρία της ύπαρξης και ανιδιοτέλειας να αρνηθεί ότι
κατά τη διάπραξη αλτρουιστικών πράξεων αισθανόμαστε καλά, δηλαδή ένα είδος
ευχαρίστησης (που πράξαμε το καθήκον μας, που παραμείναμε πιστοί στα ιδανικά
μας, που αντισταθήκαμε κ.λπ.), παρ' όλες τις δυσχέρειες τις οποίες κατά τα άλλα συνεπάγονται
οι αλτρουιστικές πράξεις μας. (6/8/2007)
αγάπη και ελευθερία.
Η έλλειψη ιδιοτέλειας στην αγάπη
μας προς έναν άνθρωπο δεν συνεπάγεται ότι είναι υποχρέωσή μας να τον αφήσουμε
ελεύθερο να αυτοκαταστρέφεται. Αυτό βεβαίως εντός ορισμένων ορίων. Για
παράδειγμα, έστω ένας άνθρωπος που αγαπάμε τέλεια και ανιδιοτελώς, μας λέει ότι
θέλει να αυτοκτονήσει και είναι μπροστά μας και πάει να πηδήξει από το
μπαλκόνι. Τι πρέπει να κάνουμε; Να τον εμποδίσουμε ή να τον αφήσουμε; Υπάρχει η
άποψη ότι αν τον εμποδίζαμε, θα ήταν λόγω καθαρού εγωισμού (έστω κι αν μέχρι
λίγο πριν εκείνη τη στιγμή αγαπάμε ανιδιοτελώς, δηλαδή αδιαφορώντας αν μας
βλάπτει). Ωστόσο δεν είναι έτσι. Γιατί, εφόσον εμείς τον αγαπάμε ανιδιοτελώς και
τον φροντίζουμε, αν εκείνη τη στιγμή σκεφτούμε ότι ίσως δεν είναι καλά στα μυαλά
του, τον σώζουμε. Δεν το κάνουμε λόγω της ανάγκης μας (αφού, εφόσον τον αγαπάμε
ανιδιοτελώς, δεν μας χρειάστηκε ποτέ η ύπαρξή του ή, ακόμη κι όταν μας βοήθησε,
δεν μας ενδιέφερε ή δεν μας ήταν αναγκαία η βοήθειά του), ούτε λόγω του ότι
είναι αναντικατάστατος (εφόσον πρακτικά δεν τον χρειαζόμαστε, μπορούμε να βρούμε
άλλα χίλια άτομα τα οποία να τα αγαπάμε και να τα υπηρετούμε ανιδιοτελώς και
σύντομα να ξεχάσουμε το βλέμμα και τη φωνή του) ούτε – για τον προηγούμενο λόγο
– επειδή ο θάνατός του θα ήταν ανεπανόρθωτος. Αλλά αν πηγαίναμε να τον σώσουμε,
συμβαίνουν δύο πράγματα: είτε νοιώθουμε ένοχοι, ότι δηλαδή κάτι κάναμε ή δεν
κάναμε και γι’ αυτό η αγάπη μας (το άτομο που αγαπάμε ανιδιοτελώς) ενοχλήθηκε
και πάει ν’ αυτοκτονήσει, είτε θεωρούμε ότι η ύπαρξη, η ζωή είναι ανώτερα αγαθά
και ότι θέλουμε να του δώσουμε μια ευκαιρία να το ξανασκεφτεί, για το δικό του
καλό. Τώρα, θα ρωτήσει κανείς, πώς ξέρουμε ποιο είναι το δικό του καλό· η
ερώτηση είναι φανταστική, εφόσον ήδη υποθέσαμε ότι είμαστε φανταστικά
υπεραγαπώντα άτομα, που προσφέρουμε τέλεια ανιδιοτελή αγάπη και μάλιστα με τον
σωστό τρόπο. Από την άλλη, ακόμη κι αν – προσπαθώντας να τον κάνουμε ν’ αλλάξει
γνώμη – δεν αναφερόμασταν στην αγάπη του για εμάς, ώστε να μας λυπηθεί και να
μην πηδήξει, θα μπορούσαμε να του αναφέρουμε τα αγαθά της ζωής και να τον
κάνουμε να το ξανασκεφτεί. Φυσικά, αν το ίδιο άτομο επιχειρήσει να αυτοκτονήσει
ξανά, το κρίμα στο λαιμό του και, όντως, δεν είναι σωστό να το παρεμποδίζουμε να
πάρει ναρκωτικά ή να πηδήξει απ’ το μπαλκόνι. Ωστόσο αυτή η δήθεν
υπερανιδιοτελής αγάπη φαντάζει τόσο αφελής. Για παράδειγμα, αν βλέπαμε το ίδιο
άτομο (το οποίο υπεραγαπάμε ανιδιοτελώς) να ετοιμάζεται να πυροβολήσει στο
κεφάλι ένα άλλο άτομο (δίχως να τους βλέπει κανείς), θα ήταν εξίσου ανόητο να
αναρωτηθούμε αν είναι κακό να παραβιάσουμε την ελευθερία του (επαναλαμβάνουμε
ότι κάτι τέτοιο, η πλήρως ανιδιοτελής αγάπη, δεν υπάρχει, ότι η αγάπη είναι
πάντοτε εν μέρει ιδιοτελής και εν μέρει ανιδιοτελής, επομένως όλο το ερώτημα
είναι δίχως νόημα, και ούτε κάτι κακό δείχνει, αφού η ιδιοτέλεια δεν είναι κακό
πράγμα ούτε στην ακατέργαστη ούτε στην υποτιθέμενη «επεξεργασμένη» μορφή της,
παρά μόνο όταν παραβιάζει συμφωνίες). Άλλωστε, αν υποτεθεί ότι παραβιάζουμε την
ελευθερία του αποτρέποντάς τον (λόγοις ή έργοις) από την αυτοκτονία κι ότι άρα
είναι κακό και δεν πρέπει να τον αποτρέψουμε, τότε πρέπει να σκεφτούμε ότι και
για όσο διάστημα του παρείχαμε την αγάπη μας, τη βοήθειά μας, τα λεφτά μας, τους
δίσκους μας, τα βιβλία μας, ασκούσαμε επιρροή πάνω του (ακόμη κι αν την δεχόταν
ελεύθερα: την δεχόταν ευχαρίστως, αφού επωφελείτο, οπότε δεν ήταν και τόσο
«ελεύθερη» στην πράξη η αποδοχή της βοήθειάς μας), τον εξουσιάζαμε – εννοείται
ότι (επειδή, για τις ανάγκες της υπόθεσης, είμαστε εντελώς ανιδιοτελείς) δεν
επιδιώξαμε ούτε καν χαιρόμασταν με τη σκέψη αυτήν. Ωστόσο όντως του στερούσαμε
την ελευθερία και πιο πριν, όταν τον γλυκαίναμε με τη βοήθειά μας. Άρα η
ελευθερία καταργείται με μια σχέση. Άρα οι κλάψες ότι αν τον αποτρέπαμε από την
αυτοκτονία θα τον υποδουλώναμε, είναι λογικά αβάσιμες, αφού ήδη τον έχουμε
σκλαβώσει με την καλοσύνη μας. (1/5/2006)
είδη αγάπης και η ανιδιοτέλειά τους.
Η αγάπη δεν είναι η ίδια «απλώς με
διαφορετική μορφή» για κάθε περίπτωση π.χ. γονιού προς παιδί, εραστή προς
ερωμένη, φίλου προς φίλο. Η άποψη αυτή συγχέει την ίδια περίπου αυτοθυσία που
δείχνει αυτός που αγαπά για το πρόσωπο που αγαπά με τις αιτίες της αγάπης του.
Έτσι, δεν μπορούμε να μάθουμε για το βαθμό ανιδιοτέλειας ή ιδιοτέλειας της
συγκεκριμένης αγάπης. Πρέπει να εξετάσουμε την κάθε μορφή αγάπης ως διαφορετικό
είδος αγάπης.
Έτσι, ο
λόγος που δημιουργείται αγάπη μεταξύ άντρα και γυναίκας είναι η ωφέλεια που
ελπίζει ο καθένας πως θα προσκομίσει, είτε καταρχήν σεξ με ένα ωραίο κορμί είτε
συναισθηματική-συνειδησιακή ταύτιση απόψεων, ενδιαφερόντων καθώς και
συναισθηματική παράδοση. Φυσικά, αυτός που τα ελπίζει αυτά είναι πρόθυμος να
προσφέρει τα αντίστοιχα ή και περισσότερα, πιστεύοντας ότι αυτά που θα κερδίσει
είναι πολύ καλύτερα και αξίζουν τον κόπο να προσφέρει ό,τι ζητά το άλλο φύλο.
Δεν αποκλείεται βέβαια και η συχνή περίπτωση, να μην είναι κανείς απολύτως
εγωιστής, αλλά να πιστεύει ότι η δημιουργία ερωτικής σχέσης/δεσμού θα είναι
ωφέλιμη και για το άλλο πρόσωπο. Πάντως είναι απαραίτητο να πιστεύει ότι
τουλάχιστον για τον ίδιο θα υπάρχει κέρδος είτε σεξουαλικό είτε συναισθηματικό
είτε και τα δύο. Εδώ δεν βλέπουμε κανέναν ρομαντισμό και καμμία ανιδιοτέλεια ή
λουλουδάκια. Όσο βαθειά κι αν είναι κρυμμένα αυτά τα συναισθήματα, υπάρχουν και
κατευθύνουν την επιδίωξη ή μη για να κερδηθεί το άλλο άτομο ερωτικά. Αυτά
ακούγονται τώρα ως κακία, δηλαδή σαν διαπίστωση ότι αυτός που είναι ερωτευμένος
είτε θέλει να τον ερωτευτεί κάποια είναι κατά βάθος ένας καλά προσποιούμενος
μοχθηρός χαρακτήρας, πανούργος και ιδιοτελής. Δεν σημαίνουν όμως αυτό˙
οπωσδήποτε μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις για το αντικείμενο του πόθου
του. Και σίγουρα εκστασιασμένος κι ίδιος ίσως αρνείται ότι έχει τόσο εγωιστικά
κίνητρα. Ας μη ξεχνάμε ότι εδώ κάνω λόγο για την απαρχή της ερωτικής
σχέσης/δεσμού, όχι για τη συνέχειά της. Ότι τα αρχικά κίνητρα είναι εγωιστικά
(με την έννοια που αναφέραμε, και η οποία δεν αποκλείει και το συμφέρον του
προσώπου που είναι αντικείμενο του πόθου) δεν κάνει λιγότερο αξιέπαινη την
αυτοθυσία ή την συναισθηματική ταύτιση μεταξύ του «εγωιστή» και του προσώπου που
αγαπά. Απλώς τότε είτε ο εραστής δε θέλει να χάσει το αντικείμενο του έρωτά του
(πάλι έχουμε σκέτο εγωισμό) είτε έχει δημιουργηθεί τέτοια ταύτιση που είναι
τμήμα του εαυτού του το άλλο πρόσωπο.
Ένα άλλο
είδος αγάπης είναι αυτή του γονιού προς το παιδί του. Και πάλι, νομίζουμε ότι
πρόκειται για την υπέρτατη μορφή αυτοθυσίας και ενδιαφέροντος, ενώ δεν είναι
έτσι. Ο γονιός αγαπά το παιδί του απλώς επειδή είναι δικό του. Είναι σάρκα από
τη σάρκα του. Αν το ίδιο παιδί ήταν του γείτονα, δε θα τον έκαιγε τόσο. Ίσως
ένοιωθε συμπόνια, αλλά δεν θα του συμπεριφερόταν το ίδιο. Το παιδί είναι η
προέκταση του γονιού. Γεννιέται επειδή οι γονείς βαρέθηκαν
μόνοι και θέλουν κάτι με το οποίο θέλουν να παίζουν, ένα πειραματόζωο, ένα
δημιούργημα στο οποίο θα ξοδεύουν την ενεργητικότητά τους και τα ψυχικά
αποθέματά τους. Φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν γενικά πολύ τα παιδιά και
άνθρωποι που δεν τα αγαπούν τόσο πολύ. Αλλά και οι δεύτεροι αγαπούν τα παιδιά
τους πάρα πολύ, γιατί αυτά συνεχίζουν τον εαυτό τους (οι πρώτοι αγαπούν γενικά
τα παιδιά επειδή τους αρέσει η αθωότητα ή η αγαθότητα ή η μωρουδίστικη
ατσαλοσύνη των μωρών και των μικρών παιδιών και τους θυμίζει την δική τους
παιδική ηλικία). Όπως και στην παραπάνω περίπτωση, είναι άλλο πράγμα τα βαθύτερα
κίνητρα της αγάπης του γονιού προς το παιδί κι άλλο πράγμα η πραγματική, δίχως
εξωτερικό εξαναγκασμό, αυτοθυσία του γονιού. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε λόγο
για ανιδιοτέλεια.
Τα ίδια
θα μπορούσαμε να πούμε για την αγάπη μεταξύ φίλων. Φίλος γίνεσαι μόνο με όσους
μοιράζονται κοινές απόψεις, ενδιαφέροντα, προτιμήσεις. Υπερασπιζόμενος τους
φίλους σου υπερασπίζεσαι τους φορείς ίδιων αντιλήψεων με αυτές του εαυτού σου. Η
εικόνα που δίνεται εδώ δεν είναι αυτή του από συνειδητή εγωιστική σκοπιμότητα
ατόμου που αγαπά τους φίλους του, δηλαδή του ψυχρού συμφεροντολόγου. Αν είχε
συνείδηση αυτού του συγκεκριμένου εγωισμού του ο καθένας θα ένοιωθε άβολα.
Ωστόσο μόνο με όσους μοιράζεται κανείς τις ίδιες (κεντρικές) απόψεις,
ενδιαφέροντα, (ζωτικά) συμφέροντα, μπορεί να είναι φίλος, είναι η αλήθεια.
Τελικά
λοιπόν υπάρχει αγάπη ανιδιοτελής; Όχι, δεν γίνεται. Μπορούμε να μιλάμε για
λιγότερο ιδιοτελή αγάπη, όχι για ανιδιοτελή αγάπη. Αυτή η λιγότερο ιδιοτελής αγάπη
λοιπόν μόνο μεταξύ αγνώστων μπορεί να υπάρξει. Τότε δεν υπάρχει τόσο μεγάλη
σκοπιμότητα. Η λεγόμενη κοινωνική σκοπιμότητα, ότι δηλαδή εγώ π.χ. βοηθώ κάποιον
άγνωστο επειδή περιμένω πως όλοι θα κάνουν το ίδιο κι έτσι, όταν χρειαστώ
βοήθεια θα με βοηθήσουν, είναι αφελής προσδοκία που κανείς δε λαμβάνει υπόψη,
διότι γνωρίζει ότι καμμία επίδραση δε θα έχει η βοήθειά μου στον Α’ άγνωστο στο
να με βοηθήσει ή να μη με βοηθήσει ο Β’ άγνωστος. Βέβαια αυτό εξαρτάται από
την ταυτότητα του υποκειμένου. Όταν δηλαδή θεωρεί την κοινωνία τμήμα του εαυτού
του, τότε δεν είναι ζήτημα ανταπόδοσης, αλλά ζήτημα υπεράσπισης του ιδεατού
εαυτού του, όπως είπαμε.
Επίσης
μπορεί να υπάρχει αγάπη προς τον εχθρό. Κι αυτή βέβαια μπορεί να οφείλεται
στο ότι βοηθώντας τον όταν έχει ανάγκη επιδιώκουμε να τον κάνουμε να νοιώσει
τύψεις και να γίνει φίλος μας, ώστε να απαλλαγούμε από έναν εχθρό. Μπορεί όμως
να είναι και η συνειδητοποίηση ότι άλλο πράγμα μια αντίληψη και τρόπος
συμπεριφοράς, τα οποία μισούμε ή είναι εναντίον μας, κι άλλο πράγμα το
άτομο-φορέας τους.
Τέλος, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η
ύπαρξη των δύο τελευταίων ειδών αγάπης καθόλου δεν συνεπάγεται την απαξίωση των
προηγούμενων ειδών. Και η ερωτική αγάπη, και η γονική, και η φιλική, όσο και αν
υστερούν ως προς τα δύο τελευταία είδη αγάπης, είναι τρόποι δημιουργίας φιλικών
δεσμών μεταξύ των ανθρώπων και συνεπώς αξίζουν να υπάρχουν και να
δημιουργούνται, αντίθετα απ’ ό,τι θα έλεγε κάποιος καθαρολόγος που ψάχνει για
«μικρόβια εγωισμού μέσα στο φαΐ της αγάπης». Δηλαδή, ανεξάρτητα από τις
εγωιστικές αιτίες της ερωτικής αγάπης, και μόνο ότι είναι αγάπη, την καθιστά
κάτι καλό, αφού ενώνει δυο άγνωστους ανθρώπους. Το ίδιο και για την αγάπη μεταξύ
φίλων. Και η αγάπη των γονιών αν και δεν είναι ανιδιοτελής, διοχετεύει και
ενισχύει τα αισθήματα φιλίας μεταξύ ανθρώπων (γονιού-παιδιού), οπότε είναι καλή.
Κι έτσι, όσο κι αν κάποια είδη αγάπης είναι διαφορετικά από τα υπόλοιπα, τα
υπόλοιπα δεν είναι καθόλου αξιοπεριφρόνητα, αφού είναι τρόπος σύνδεσης μεταξύ
των ανθρώπων. (17/7/2005). Μάλιστα ο ψόγος της ιδιοτέλειας ως κακού ή της
ανιδιοτέλειας ως καλού βασίζεται σε αυθαίρετες αξιολογικές κρίσεις. Υπό μια άλλη
οπτική η αγάπη του γονιού προς το παιδί του είναι πολύ σωστότερη ηθικά από την
αγάπη προς ένα ξένο παιδί, αφού ο γονιός αποδέχεται αυτό που του έλαχε (το δικό
του παιδί) και δεν το παραμελεί χάριν της ανιδιοτελούς αερολογίας.
αγάπη
ερωτική.
Η γυναίκα δεν "ερωτεύεται" κεραυνοβόλα, όπως ο
άντρας. Αντίθετα, ερωτεύεται αυτόν με τον οποίον είναι "πωρωμένη", έχει
ακατάσχετη μανία να συζητά μαζί του ή να είναι μαζί του, συνεχώς τον σκέφτεται
"τι παράξενος που είναι", νοιώθει έλξη για τον τρόπο που σκέφτεται ή δρα αυτός.
Και μπορεί ν' αρνείται ακόμη κι ότι είναι ερωτευμένη μαζί του, αλλά έτσι είναι
στην πραγματικότητα. Κι αυτό κάνει τον έρωτά της παράδοση στη γοητεία του άντρα
- κι αντιστρόφως νοιώθει βαρεμάρα για όποιον θεωρεί κοινότοπο ή δεδομένο. Με
άλλα λόγια, ο έρωτάς της προς κάποιον είναι αυθόρμητος και άπαξ και εμφανιστεί
(ακόμη κι όταν αρνείται ότι κάτι τέτοιο συνέβη, η γυναίκα) δε χάνεται παρά μόνο
αν ο συγκεκριμένος άντρας κάνει κάτι που χαλάσει την εικόνα. Αντίθετα, ο άντρας
ερωτεύεται κεραυνοβόλα, κυρίως βασιζόμενος στην εξωτερική εμφάνιση (όχι ότι και
η γυναίκα δεν βασίζεται αρκετά σ' αυτήν) και απαιτεί συναισθηματική παράδοση,
κυριαρχία στην ψυχή της γυναίκας (το οποίο μετά συνεπάγεται και κυριαρχία στο
σώμα της), δίχως ανταγωνιστές. Δεν μαγνητίζεται από καμμιά μυστική έλξη: αυτό
συμβαίνει μόνο με τη γυναίκα. Η γυναίκα παραδίνεται σ' αυτόν που την ελκύει. Ο
άντρας θέλει να κατακτήσει αυτήν που ποθεί.
Βέβαια αυτό δε
σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση έλξης εκ μέρους της γυναίκας υπάρχει και
έρωτας. Αλλά ότι για να υπάρχει έρωτας (με την σεξουαλική έννοια και όχι λ.χ.
την φιλική ή πλατωνική), πρέπει να υπάρχει αυτή η έλξη της γυναίκας. Τα δύο αυτά
πράγματα δεν πρέπει να συγχέονται. Γιατί αν συγχέονται, γρήγορα πάλι
ξεκαθαρίζεται, αν επικρατεί το ένα ή το άλλο στοιχείο. Και όταν το ένα στοιχείο
(από τη φιλία κι τον έρωτα) επικρατήσει, τότε το άλλο μαραίνεται. Όσο και αν
μέσα στον έρωτα υπάρχει και η φιλία (η οποία δεν είναι το πρώτιστο γεγονός που
χαρακτηρίζει τον έρωτα). Υποστηρικτικό της άποψης αυτής είναι ότι οι
γυναίκες ερωτεύονται κατά κύριο λόγο "εγκεφάλους"(=χαρακτήρα, προσωπικότητα) και
ότι δεν ερωτεύονται κυρίως λόγω π.χ. της ομορφιάς του άντρα, ενώ αντίθετα οι
άντρες ερωτεύονται κυρίως λόγω της εξωτερικής ομορφιάς (ή: η εξωτερική ομορφιά
παίζει τον καθοριστικό, τελικό λόγο στην απόφασή τους). Γι' αυτό το λόγο
άλλωστε οι γυναίκες δεν είναι (τόσο) "σεξομανείς",
όπως οι άντρες. Για παράδειγμα, βλέποντας μια ωραία γυναίκα θα γυρίσουν τα
κεφάλια τους πολλοί άντρες, ενώ αντίστοιχα λίγες γυναίκες θα εκδηλώσουν τον
άμεσο θαυμασμό τους για έναν ωραίο άντρα. Εδώ δεν υποστηρίζεται ασφαλώς ότι οι γυναίκες
είναι ασεξουαλικές ή ότι δεν υπάρχουν πολλές που ερωτεύονται λόγω της εξωτερικής
ομορφιάς, γίνεται όμως σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών που
ερωτεύονται κυρίως ή απλώς βάσει της εξωτερικής ομορφιάς και προκύπτει ότι το ποσοστό των
ανδρών είναι πολύ μεγαλύτερο. Επιπλέον είναι σχεδόν αδύνατο να
παρατηρήσουμε περιπτώσεις ύπαρξης ή διατήρησης ερωτικής σχέσης, στην οποία η
γυναίκα δεν θαυμάζει τον άντρα ή ο άντρας θαυμάζει τη γυναίκα (είτε απόλυτα,
είτε συγκριτικά: περισσότερο από ό,τι η γυναίκα τον άντρα). Αν λ.χ. ο άντρας
"κρέμεται από τα χείλη Της" (δηλαδή την θαυμάζει, αντί να τον θαυμάζει αυτή -
για οποιαδήποτε ιδιότητά ή κατόρθωμά του), τότε αργά ή γρήγορα η γυναίκα
βαριέται τον άντρα αυτόν και τον θεωρεί "δεδομένο", "γνωστό", "προβλέψιμο". Γι'
αυτούς τους λόγους συναντάμε πολλές γυναίκες απογοητευμένες από την ερωτική τους
σχέση ή το γάμο τους, ενώ αντίθετα δεν συναντάμε συχνά αντίστοιχους άντρες, που
βαριούνται το γάμο τους ή τη σχέση τους επειδή "δεν θαυμάζουν πλέον τη γυναίκα
τους". Όλα αυτά δεν πρέπει να εκληφθούν υποτιμητικά για το γυναικείο φύλο, αφού
απλώς καθένα φύλο έχει τον δικό του τρόπο να ερωτεύεται. (22/4/2006)
Τι
κρατάει μια αγάπη; Ασφαλώς δεν είναι «η θέληση» και των δυο, του καθενός
ξεχωριστά, «να είναι μαζί». Γιατί η «θέληση» είναι αέρας, είναι μια λέξη δίχως
κανένα έρεισμα (η βουλησιαρχία, η "θελησιολογία", είναι πραγματικά νοσηρές
αντιλήψεις αφού εμφανίζουν την «θέληση» να πέφτει εξ ουρανού και να μην
βασίζεται σε συγκεκριμένα, έστω και αν αυτά είναι συγκεχυμένα, πράγματα), εκτός
κι αν δεχτούμε ότι υπάρχουν αιτίες που προκαλούν την εμφάνιση της «θέλησης να
είμαστε μαζί». Αυτές οι αιτίες δεν είναι παρά ο αλληλοθαυμασμός αναμεταξύ των
εραστών ή τουλάχιστον ο θαυμασμός του ενός για τον άλλον. Αυτός ο θαυμασμός (ή
αλληλοθαυμασμός) οφείλεται επίσης σε απτές αιτίες και όχι σε εξ ουρανού
αερολογίες (δηλαδή σε θαυμασμό για τον θαυμασμό). Οι αιτίες αυτές είναι η κοινή «πώρωση», τα κοινά ενδιαφέροντα
του ζευγαριού ή (αντίστοιχα) ο θαυμασμός και η αγάπη του ενός ατόμου για τα
πράγματα που κάνει το άλλο άτομο (κι εδώ βέβαια προϋποτίθεται ότι το θαυμάζον
άτομο επίσης έχει κοινά ενδιαφέροντα με το θαυμαζόμενο άτομο, απλά δεν έχει
κατορθώσει να ενασχοληθεί επαρκώς με αυτά). Όταν δεν υπάρχουν κοινά
ενδιαφέροντα, κοινές συγκινήσεις, τότε δεν υπάρχει κανένα Δέος του ενός για τον
άλλο. Αντίθετα, ο ένας βλέπει τον άλλο ως αδιάφορο για τα ενδιαφέροντά του
(παρόμοια τον βλέπει, όταν υπάρχει προσποιητό ενδιαφέρον, λόγω ευγένειας), ως
ξένο. Δίχως το Δέος ο άλλος παύει να είναι Εκείνος (ή Εκείνη). Είναι ένα ακόμη
συνηθισμένο άτομο – το οποίο βέβαια μπορεί να συνεχίζουμε να το αγαπάμε, αλλά
μόνο λόγω (φθίνουσας) συνήθειας. Υπάρχει η αντίρρηση ότι πέρα από τα κοινά
ενδιαφέροντα πρέπει να υπάρχει και η ευγένεια, η καλή συμπεριφορά, η αίσθηση ότι
κανείς βρίσκεται στις δύσκολες στιγμές στο πλάι του άλλου. Αυτά είναι
δευτερεύοντα. Ευγενικός μπορείς να είσαι και με τους αγνώστους. Και το «να
στέκεσαι στο πλάι» του άλλου μπορείς να το κάνεις επίσης για τα συγγενικά ή
φιλικά πρόσωπα. Δεν είναι βασικές αιτίες που κρατούν μια ερωτική αγάπη. Κι αυτό
γιατί στην ερωτική αγάπη ενυπάρχει η υψηλότερου δυνατού βαθμού ταύτιση θελήσεων,
απόψεων, χαρακτήρων· υψηλότερα από τους φίλους ή την οικογένεια. Διαφορετικά,
καθένας θα έμενε ευχαριστημένος με τους φίλους και την οικογένεια, και θα υπήρχε
απλώς σεξ κι όχι έρωτας με τα άτομα του αντίθετου φύλου. (18/7/2006)
Σχετικά με την πίστη και την
ερωτική σχέση: η ερωτική σχέση είναι μια δέσμευση, μεταξύ δύο ανθρώπων αντίθετου
φύλου. Απόψεις του τύπου «αυτό που λέμε "ερωτικό στοιχείο" υπάρχει σε κάθε
σχέση, ακόμη και στις φιλίες μεταξύ ανδρών, απλά παίρνει διάφορες μορφές και
εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους ανάλογα με τις περιστάσεις» απλούστατα
προέρχονται πρώτον από μία ασυνείδητη ίσως άρνηση της υπαρκτής διαφορετικότητας
του καθενός φύλου, και δεύτερον από τη σύγχυση μεταξύ έρωτα και αγάπης. Κι
επειδή, πρώτον μας ενδιαφέρουν οι λέξεις με το νόημα που έχουν κι όχι
διαστρεβλωμένες, καθώς και επειδή μιλάμε για πραγματικούς ανθρώπους, και όχι
λ.χ. για αγγέλους, η αγάπη
υπάρχει και μεταξύ ανδρών, όμως δεν είναι έρωτας ή ερωτική αγάπη. Άλλωστε η
έννοια της αγάπης είναι ευρύτερη, όπως φαίνεται και σε όλη την διάρκεια της
χρήσης της λέξης. Αν και η αγάπη και ο έρωτας έχουν την ίδια
πηγή (: τον άνθρωπο) δεν σημαίνει ότι είναι το ίδιο. Διαχωρίζεται η πορεία τους,
σαν δύο ποτάμια που ξεκινάν από την ίδια πηγή και καταλήγουν σε διαφορετικές
θάλασσες.
Δεν υπάρχει κανένας δυισμός όταν
καθορίζονται οι ρόλοι του «(αντίθετου φύλου) φίλου» και του (υποψήφιου)
«ερωτικού συντρόφου». Είναι μία πρακτική αναγκαιότητα, η οποία υπαγορεύεται από
το γεγονός ότι διαφορετικά θα υπήρχαν άπειρες διαμάχες που σχετίζονται με το
κτητικό στοιχείο το έρωτα, το οποίο είναι υπαρκτό και αδύνατον να μην υπάρχει.
Κάθε αντίθετη άποψη παραγνωρίζει αυτήν την αναγκαιότητα και δημιουργεί
περισσότερες αναταραχές. Ακόμη και στην περίπτωση που, στα πλαίσια της
ιεράρχησης στην κλίμακα των ερωτευμένων ατόμων προσπαθούσαμε να βάλουμε δεύτερο
άτομο σε μία ερωτική σχέση δύο ατόμων, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, διότι
ενώ στην κλίμακα των αγαπώμενων προσώπων αυτό είναι όντως δυνατόν (αν και πολύ
σπάνιο: ακόμη και ένα παιδί δεν έχει στην ίδια αγάπη και για τους δύο γονείς ή
για τα δύο αδέρφια του· επιλέγει και οι επιλεχθέντες υπερτερούν στην επιρροή που
του ασκούν), αλλά όχι στην κλίμακα των ερωτευμένων προσώπων, η οποία είναι απλώς
της μορφής «Ένα-Μηδέν». Αυτό άλλωστε προκύπτει και από την διαφορά μεταξύ αγάπης
και ερωτικής αγάπης (έρωτα). Αυτή λοιπόν η ερωτική κλίμα δεν επιδέχεται δεύτερη
ερωτική αγάπη (δεύτερο έρωτα), όσο κι αν αποδέχεται δεύτερη φιλική αγάπη.
Διαφορετικά γυρίζουμε πίσω στη νοοτροπία των φρικιών, η οποία φυσικά ενώ
υποτίθεται ότι είναι τόσο ενοχλητική κι απωθητική γι’ αυτούς που έχουν απόψεις
ταύτισης «έρωτα» και (γενικά) «αγάπης», στην πραγματικότητα γίνεται πλήρως
αποδεκτή μέσω της εκλογίκευσης ότι είναι δυνατόν να ανεχθεί λ.χ. κάποιος να έχει
σεξουαλικές η «σχέση» του με τρίτον λόγω φιλίας με τον τρίτον. Κι εδώ,
επαναλαμβάνουμε, τίθεται ζήτημα πρακτικό. Η ερωτική σχέση προϋποθέτει ύψιστη
ταύτιση θελήσεων, αναγκών και ενδιαφερόντων μεταξύ δύο ατόμων, ενώ η αγαπητική
σχέση (φιλική μεταξύ ατόμων των δύο ή του ίδιου φύλου) δεν έχει τόσο υψηλή
ταύτιση, εκτός ίσως από τα ενδιαφέροντα. Για παράδειγμα, εφόσον δύο φίλοι του
ίδιου φύλου επιδιώξουν συνεύρεση, για δικό του λογαριασμό ο καθένας, με το ίδιο
άτομο του άλλου φύλου, τότε επέρχεται σύγκρουση αναγκών και θελήσεων, η οποία
καταστρέφει τις ιεραρχήσεις της (φιλικής) αγάπης. Κι αυτό άλλωστε αποδεικνύει
ότι ο έρωτας (η ερωτική αγάπη) είναι ισχυρότερος της φιλικής αγάπης – όπως και
γίνεται στις περισσότερες φορές. Ή πάλι, είναι πρακτικά βέβαιο ότι σε μία
ερωτική σχέση η ύπαρξη παράλληλης ερωτικής σχέσης δημιουργεί προβλήματα
ιεραρχίας, διότι αναγκαστικά (π.χ. σχετικά με τις διαφορετικές απόψεις/θελήσεις
αναφορικά με τη διάρκεια και τη συχνότητα συνεύρεσης ή απλής παρουσίας πότε με
το ένα και πότε με το άλλο άτομο) κάθε φορά το άτομο που αποτελεί τον σύνδεσμο
πρέπει να επιλέγει· και συνήθως η επιλογή δεν διατηρείται για καιρό ισότιμα υπέρ και των
δύο. Διαφορετικά, (αν λ.χ. υποθέσουμε τα άτομα Α, Β, Γ) αυτό που συμβαίνει είναι
ότι όντως το Γ’ άτομο (ή πόλος) παρεμβαίνει και παρεμποδίζει την πραγματοποίηση
του θελήματος του ατόμου Β από το άτομο Α (είτε έμμεσα, δυσχεραίνοντάς την, είτε
άμεσα, επιδιώκοντας πρώτιστα και αμέσως την πραγματοποίηση του δικού του
θελήματος από το άτομο Α). Και όταν οι θελήσεις/επιθυμίες κάθε είδους είναι
επιτακτικές, επέρχεται η σύγκρουση. Να γιατί η ερωτική κλίμακα είναι της μορφής
«Ένα-Μηδέν». Διότι είναι τόσο στενή η σχέση, τόσο απαιτητική, ώστε δεν υπάρχει
χώρος για δεύτερο άτομο, δηλαδή για ιεράρχηση. Μπορούμε να το φανταστούμε αυτό
τόσο αν σκεφτούμε ότι ένας πασάς στο χαρέμι του δεν αγαπάει πραγματικά τις
γυναίκες του, διότι ως πεπερασμένο ον δεν μπορεί να ικανοποιήσει πλήρως όλες τις
γυναίκες συναισθηματικά και σαρκικά, αλλά και όσο ότι δεν μπορεί απέναντι στον
ένα να βρίσκονται οι δέκα. Απέναντι στον ένα πρέπει να βρίσκεται η μία. Επιπλέον
η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί κανείς να αγαπά όλους το ίδιο. Ερωτεύεται
κάποιον, στον οποίο ρίχνει το βάρος της αγάπης του, διότι αυτός ο κάποιος είναι
παρόμοιος με αυτόν.
Είναι τέτοια η ένταση του έρωτα, που κάνει να αποκλείονται από
ορισμένες διεκδικήσεις και δικαιώματα οι κάτοχοι της αγάπης, διεκδικήσεις,
δικαιώματα και ταυτίσεις τις οποίες μόνο ο απολαμβάνων την ερωτική αγάπη κάποιου
έχει (διότι, αν αυτά μοιράζονταν, θα ήταν ανεπαρκή αγαθά και θα υπήρχε διαμάχη).
Και είναι ανεπαρκή αγαθά, γιατί κάθε αγαπώμενο άτομο είναι πεπερασμένο.
Σχετικά με την ιεράρχηση και την ερωτική
αγάπη. Είναι ο έρωτας που γεννάει την ιεράρχηση ή μάλλον την τροποποιεί. Διότι
ενώ πριν την ερωτική σχέση υπήρχε μια δεδομένη ιεραρχία και υπήρχε η δεδομένη
ιεράρχηση τόσο στην ερωτική (π.χ. όσες νέες γνωριμίες κι αν γινόταν, το
υποκείμενο παρέμενε σταθερό στον υπάρχοντα έρωτά του και γι’ αυτό ιεραρχούσε τις
νέες γνωριμίες κάτω από τον έρωτά του, δηλαδή ήταν ο έρωτας που καθόριζε την
ιεράρχηση και την ιεραρχία) όσο στην αγαπητική κλίμακα, μετά τη δημιουργία
(νέας) ερωτικής σχέσης αλλάζει και η αγαπητική κλίμακα (καθότι ο έρωτας ξεπερνά
σε ένταση ή πάθος την αγάπη) και κυρίως η ερωτική κλίμακα. Η ερωτική σχέση
δημιουργεί, με άλλα λόγια, ανάγκη για μια νέα ιεράρχηση τόσο στην αγαπητική
κλίμακα όσο και (πιθανόν, εφόσον υπήρχε προηγούμενη, άλλη ερωτική σχέση) στην
ερωτική κλίμακα, διότι ανακατατάσσει τους προσανατολισμούς του υποκειμένου.
Λέγοντας ιεράρχηση εννοούμε απλώς την διαδικασία που ο καθένας κάνει και να
βάζει τον Α άνθρωπο «υψηλότερα» από τον Β (στην αγαπητική κλίμακα) ή να διαλέγει
τον Α άνθρωπο και να αποκλείει τον Β (στην ερωτική κλίμακα). Τα κριτήρια της
ιεράρχησης δεν τα παρέχει η ιεράρχηση (αυτή είναι απλώς διαδικασία, τα κριτήρια
λαμβάνονται από αλλού), αλλά τα ενδιαφέροντα και οι επιθυμίες του ατόμου τα
οποία δεν είναι πάντα συνειδητά, δηλαδή υπάρχουν πάντοτε εν υπνώσει, ενώ η
ιεράρχηση συμβαίνει μόνο κάποιες φορές. Συχνά οι άνθρωποι ερωτεύονται άλλους
ανθρώπους τους οποίους δεν ξέρουν καλά-καλά, και μάλιστα ερωτεύονται το Άγνωστο
ή το Μυστηριώδες, δηλαδή πράγματα τα οποία δεν υπάρχουν στα προϋπάρχοντα
κριτήριά τους (αφού το Άγνωστο δεν μπορεί να κριθεί ή να ταυτιστεί με κάποιες
ιδιότητες). Ποια είναι τα δήθεν ενσωματωμένα στον μηχανισμό της ιεράρχησης
κριτήρια; Κι επιπλέον τα κριτήρια συχνά μεταβάλλονται, και μάλιστα επηρεάζονται
με την εμφάνιση του υποψήφιου ερωτικού συντρόφου: αυτός φέρνει νέα κριτήρια, τα
οποία επικρατούν ή δεν επικρατούν. Συνεπώς η ιεράρχηση δεν είναι παρά ένας
μηχανισμός, που ούτως ή άλλως υπάρχει, ακόμη κι αν δεν αγαπά κανέναν το άτομο.
Αντίθετα, η δημιουργία της ερωτικής αγάπης είναι ένα γεγονός που ανατρέπει την
παλαιά ιεραρχία, δηλαδή γεννά καινούργια ιεραρχία απαιτώντας νέα ιεράρχηση.
Δηλαδή δεν αρχίζει από κάτω προς τα πάνω η ιεράρχηση του ατόμου, ώστε
αποκλείοντας έναν-έναν τους ανθρώπους, να του απομείνει μόνο κάποιο άτομο, το
οποίο ο ιεραρχών βάζει στην κορυφή και τότε αρχίζει να το ερωτεύεται (αν γινόταν
έτσι, όλοι θα έκαναν δεκαετίες να βρουν τον Έρωτά τους, αποκλείοντας τα
εκατοντάδες ή χιλιάδες άτομα ένα-ένα). Αντίθετα, πρώτα ερωτεύεται ή κάνει φίλους και μετά
φτιάχνει την ιεραρχία από την κορυφή προς τα κάτω. Λέει π.χ. ότι στην κορυφή
είναι η ερωμένη του. Έπειτα ψάχνει για τους αμέσως επόμενους ανθρώπους και
βρίσκει τους γονείς του, τους οποίους βάζει παρακάτω κ.ο.κ. Βάσει του γεγονότος
αυτού, του έρωτα, το άτομο καθορίζει διαφορετικά το πώς θα συμπεριφέρεται π.χ.
στους φίλους του και πώς θα συμπεριφέρεται στο άτομο με το οποίο είναι
ερωτευμένος (λ.χ. παρέχει πλέον λιγότερο χρόνο στους φίλους και περισσότερο στο
άτομο αυτό). Δηλαδή ο έρωτας, με τα κριτήρια του έρωτα (της ταύτισης αναγκών,
απόψεων, θέλησης κ.λπ.) καθορίζει την νέα ιεραρχία και την νέα ιεράρχηση. Από
εκεί και πέρα όμως, μετά την αρχική φάση, φυσικά η δύναμη του έρωτα είναι ικανή
να διατηρεί την ιεράρχία (ή να μην την διατηρεί, αν ο έρωτας είναι ασθενικός και
η σχέση διακοπεί) και αντίστροφα, ως μηχανισμός έσχατης άμυνας, η ιεραρχία
προστατεύει τον έρωτα σε στιγμές δύσκολες γι’ αυτόν (λ.χ. στην περίπτωση που
υπάρχει απόσταση χωρική μεταξύ των δύο ερωτευμένων και ένας από τους δύο δέχεται
σεξουαλική ή ερωτική πρόταση από τρίτο άτομο). Και υπό το φως αυτού του
μηχανισμού είναι φανερό πόσο προβληματικό είναι να μην διαχωρίζει κανείς τους
ανθρώπους του αντίθετου φύλου σε «φίλους» και «εραστές» και να μην διαπλάθει τα
συναισθήματά του αναλόγως. Αλλά πάντως δεν μπορούμε να πούμε ότι ο έρωτας
γεννιέται από την ιεράρχηση, γιατί αυτό δεν εξηγεί την διεργασία που μόλις
παρουσιάσαμε, πώς λ.χ. οι φίλοι παραγκωνίζονται στην ιεραρχία από το πρόσωπο.
Δεν άλλαξαν φυσικά τα κριτήρια ιεράρχησης, αλλά η δυναμική του έρωτα έστειλε σε
κατώτερη θέση τα υπόλοιπα πρόσωπα.
Η ερωτική πίστη δεν είναι κάτι το οποίο
αλλάζει κάθε δευτερόλεπτο (εκτός κι αν συμβούν τραγικά πράγματα). Ωστόσο, για το
διάστημα που η δέσμευση υπάρχει, είναι αντικειμενικά κακό να παραβιαστεί,
συναισθηματικά ή σεξουαλικά η πίστη. Δηλαδή η δέσμευση αυτή μπορεί να λυθεί και
έπειτα να αφεθεί ελεύθερος ο καθένας. Το ότι είναι μία δέσμευση οφείλεται, όπως
είπαμε, σε πρακτικούς (που αναφέραμε στην αρχή) όσο και συναισθηματικούς λόγους
(παρακάτω). Φυσικά είναι μια αυτοδέσμευση, η οποία βασίζεται στην ειλικρίνεια, η
οποία με τη σειρά της βασίζεται στην ένταση της ερωτικής σχέσης, όπως την
αντιλαμβάνεται το κάθε μέρος. Ως αυτοδέσμευση συνίσταται στο παράδοξο ότι ενώ
γίνεται ελεύθερα συνεπάγεται περιορισμό της (ερωτικής, αλλά και αγαπητικής)
ελευθερίας του αυτοδεσμευόμενου. Εφόσον λοιπόν είναι αναγκαία η αυτοδέσμευση,
και εφόσον η σύναψη ερωτικής σχέσης δεν είναι κάτι αόριστο δίχως νόημα, αλλά
συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις και, τέλος, εφόσον η ερωτική σχέση είναι
σχέση αποκλειστικότητας (είτε αυτό οφείλεται σε καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς και
των δύο είτε σε μείγμα ιδιοτελών και ανιδιοτελών λόγων), τότε είναι αυτονόητο
ότι ακόμη κι αν το Α άτομο, που είναι ερωτευμένο με το Β’, πάψει να είναι
ερωτευμένο με το Β’, πρώτα πρέπει να δηλώσει τη λήξη της αυτοδέσμευσής του και
ύστερα λ.χ. να συνευρεθεί με το Γ’ άτομο (τα ίδια ισχύουν και για την περίπτωση
του γάμου). Και φυσικά δεν μιλάμε μόνο για την «παροχή» «δικαιώματος συνεύρεσης»
(την αναφέρουμε συνεχώς ως παράδειγμα, διότι είναι ένα πράγμα που διαφοροποιεί
την φιλία από το έρωτα) αλλά και για οτιδήποτε άλλο. Διαφορετικά, μόνο επιπόλαιο
και ασυνεπές θα χαρακτηρίζαμε το άτομο που ενώ έχει αυτοδεσμευτεί, θεωρεί ότι
«σε κάποια φάση δε νοιώθει ερωτευμένο» και δεν θεωρεί κακό να το απατά τον έρωτά
του ή θεωρεί κακό να συνευρίσκεται μαζί με τον έρωτά του.
Επίσης, σχετικά με το ζήτημα της
ελευθερίας στην ερωτική αγάπη, έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι ακόμη και η εντελώς
ανιδιοτελής αγάπη (κάθε μορφής) καταργεί την ελευθερία αφού ο αγαπών σκλαβώνει
τον αγαπώμενο, έστω και δια της καλοσύνης (ποιοτικά διαφέρει αν η υποδούλωση
γινόταν μέσω βίας, αλλά πρακτικά συνεπάγεται το ίδιο). Επομένως οι αντιρρήσεις
ότι είναι ανάξια λόγου η αγάπη αυτής της μορφής προέρχονται από τον γνωστό ψηλομύτικο
ελιτισμό που δεν αντέχει, δεν υποφέρει να βλέπει την υποταγή σε μία ερωτική
σχέση. Το ζήτημα είναι λοιπόν ότι υπάρχει υποδούλωση του ενός στο θέλημα του
άλλου (εννοείται υπάρχει αμοιβαιότητα). Υποταγή, υπακοή, το ίδιο κάνει, εφόσον
μιλάμε για εθελούσια αυτοπαράδοση του ενός στον άλλον. Και μέσω της
υπακοής/υποταγής δεν χάνει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος την στοιχειώδη ελευθερία του
να απορρίψει την ερωτική σχέση, αν αλλάξει γνώμη. Γιατί αν μιλάμε για την
ελευθερία γενικά, αυτή έχει χαθεί από την πρώτη στιγμή της έλξης ή του πόθου.
Πόσο ελεύθερο θα λέγαμε τον σίδηρο που μαγνητίζεται από το μαγνήτη; Εδώ να
τονίσουμε ότι (αναφορικά με το προηγούμενο παράδειγμα) δεν πρέπει να
ασχολούμαστε με τις συνήθεις αερολογίες και προβληματισμούς, αν ο έρωτας είναι
υποταγμένος στη φύση, στη ζωώδη κατάσταση, ενώ η φιλική αγάπη είναι υπέρβασή
της, διότι δεν είναι κακό ούτε η παραμονή/υποταγή στη φύση ούτε η υπέρβαση της
φύσης. Και τα δύο είναι φυσικά, και μάλιστα εδώ θα έπρεπε να κατηγορήσουμε
αυτούς που εισάγουν τώρα την έννοια της «(ανθρώπινης) φύσης» τι εννοούν με αυτήν
την τόσο γενικόλογη έννοια, ώστε να κρίνουν βάσει αυτής τι είναι καλό και τι
είναι κακό. (1/5/2006)
αγάπη
ερωτική, ανισοβαρής.
Είναι
εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει αγάπη ισότιμη ή ισοβαρής, δηλαδή αγάπη στην οποία
και οι δύο ερωτευμένοι αγαπούν στον ίδιο περίπου βαθμό ο ένας τον άλλον. Μπορεί
αρχικά να υπάρχει αυτή, όμως με τον καιρό μεταλλάσσεται σε ανισοβαρή αγάπη: ο
ένας αγαπά περισσότερο τον άλλον και δένεται περισσότερο συναισθηματικά, ενώ ο
άλλος παραμένοντας βέβαια ερωτευμένος με τον πρώτο, δεν νοιώθει τέτοια
προσήλωση. Υπάρχει και η περίπτωση να υπάρχει εξαρχής ανισοβαρής αγάπη, ωστόσο
με το πέρασμα του χρόνου να αντιστραφεί η ανισότητα και ο αγαπών περισσότερο να
αγαπά λιγότερο, ενώ ο αγαπών λιγότερο να αγαπά περισσότερο. Είτε ο περισσότερο αγαπών κουράζεται
βλέποντας ότι δεν παίρνει όσα δίνει (ή όσα θέλει να δώσει ή όσα δίνει δίχως
αντίκρισμα στην ψυχή του άλλου) και ψάχνει αλλού, είτε ο λιγότερο αγαπών δεν
ικανοποιείται πλέον, τόσο, ώστε να ψάχνει κι αυτός αλλού, είτε συμβιβάζονται σε
μια σχέση όπου υπάρχει ο περισσότερο αγαπών και ο λιγότερο αγαπώμενος. Κανείς
δεν είναι ικανοποιημένος, αλλά ίσως λόγω συνήθειας ίσως λόγω φόβου, διατηρείται
το status
quo.
Η πρώτη πάντως από τις τρεις περιπτώσεις είναι η πιο ενδιαφέρουσα: γιατί όταν ο
λιγότερο αγαπών αντιληφθεί ότι ο περισσότερο αγαπών έχει κουραστεί και ψάχνει
αλλού, είναι ενδιαφέρουν να δούμε πώς αντιδρά, αν αδιαφορεί ή αν δεν αδιαφορεί.
(18/7/2006)
αγάπη
ερωτική, κτητική.
Πολλές φορές βλέπουμε δύο ανθρώπους
(άντρες ή γυναίκες) να συγκρούονται για την ερωτική εύνοια ενός τρίτου ανθρώπου
(γυναίκας ή άντρα, αντίστοιχα). Ο ένας κερδίζει, αλλά τότε δεν είναι σπάνια η
διαπίστωση ότι αυτό που ήθελε ήταν απλώς να κατέχει τον τρίτο άνθρωπο μόνο και
μόνο για να κατέχει «κάτι»· υπάρχει επίσης η διαπίστωση ότι το τρίτο άτομο, το
«έπαθλο», «δεν μπορεί να θέλει» ό,τι θέλει ο «νικητής» κι επομένως η επιτυχής
διεκδίκηση ήταν – τουλάχιστον για τον νικητή – μια ανοησία λόγω εκείνου του
φόβου απώλειας ενός «κτήματος», το οποίο βέβαια δεν το έχει σε πρώτη μοίρα –
επειδή έχει δει τις δυνατότητές του – αλλά λόγω του στιγμιαίου ανταγωνισμού τού
έδωσε μεγαλύτερη αξία. Αυτά φυσικά προϋποθέτουν ότι η ερωτική αγάπη δεν είναι
ανιδιοτελής· πράγματι δεν είναι, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει μονόπλευρη
ερωτική αγάπη, δηλαδή αγάπη μόνο του ενός προς τον άλλον. Αν ο αγαπώμενος δεν
αγαπά, τότε ο αγαπών σταδιακά παύει να αγαπά (ερωτικώς) τον αγαπώμενο.
(18/7/2006)
Η ερωτική αγάπη μόνο κτητική
μπορεί να είναι. Γιατί κανείς δεν ερωτεύεται κάποιον απλώς επειδή αυτός ο άλλος είναι
άνθρωπος. Τον ερωτεύεται επειδή του αρέσει κι επειδή θέλει να χρησιμοποιήσει για
τον εαυτό του την ποιότητα αυτή - χωρίς αυτό να αποκλείει την πίστη και σκέψη
ότι κι ο ίδιος θα χρησιμεύσει θετικά στον άνθρωπο τον οποίο ερωτεύτηκε. Όντας -
σε αντίθεση με άλλες μορφές αγάπης - η κορύφωση της απαίτησης για "συνταίριασμα"
χαρακτήρων, θελήσεων, ακόμη και σωμάτων, η ερωτική αγάπη συνίσταται στην
απαίτηση αποκλειστικής αφοσίωσης και αναγνώρισης από τη μεριά του άλλου. Σε μια
τέτοια κατάσταση δεν χωράν για πολύ αποκλίσεις για χάρη τρίτων. Η αγάπη είναι το
πιο εγωιστικό πράγμα στον κόσμο, αφού ο αγαπών επιδιώκει να κυριαρχεί στην
καρδιά και στο νου του/της αγαπημένου/νης του ως το πιο επιθυμητό πρόσωπο.
Καταστάσεις "χλιαρές" είτε καταλήγουν σε διάλυση της ερωτικής αγάπης είτε δεν
είναι πλέον αγάπη ερωτική, αλλά απλώς φιλική, δηλαδή κατώτερης προσέγγισης.
αγάπη ερωτική, η τυχαιότητα και η ματαιότητά της.
Αυτό που μένει κυρίως από την ταινία
Τρέξε, Λόλα, τρέξε είναι
δύο στιχομυθίες του ζευγαριού, οι οποίες εκφράζουν την απόλυτη αλήθεια σχετικά
με την «αιωνιότητα» και «νομοτέλεια» μιας σχέσης. Στην πρώτη
στιχομυθία η κοπέλα ρωτά το φίλο της εάν την αγάπησε τυχαία, εάν δηλαδή θα έλεγε
τα ίδια και σε μιαν άλλην, την οποία θα είχε συναντήσει και αγαπήσει αντί αυτής.
Ο φίλος της αρνείται την τυχαιότητα και υποστηρίζει με σθένος ότι την αγαπάει
επειδή του το διατάζει η καρδιά του· και γενικά θεωρεί χαζή την ερώτησή της,
ωστόσο η κοπέλα είναι σίγουρη πως ήταν ζήτημα τύχης όλα κι επομένως οι όρκοι
αγάπης και οι εκδηλώσεις λατρείας προς αυτήν την συγκεκριμένη είναι ψεύτικοι
αφού θα έλεγε τους ίδιους σε οποιαδήποτε θα είχε ερωτευτεί αντ’ αυτής. Στην
δεύτερη στιχομυθία ο άντρας ρωτά την κοπέλα του τι θα γινόταν εάν αυτός πέθαινε·
της λέει ότι αυτή θα έκλαιγε για κάποιο διάστημα κι έπειτα θα έβρισκε ένα καλό,
συμπαθητικό παιδί στο οποίο θα ένοιωθε ότι θα μπορούσε να λέει τον πόνο της και
κάποια μέρα θα έπεφτε αυθόρμητα στην αγκαλιά του και θα ξέχναγε οριστικά τον
πεθαμένο φίλο της. Η κοπέλα το αρνείται, του λέει επίσης ότι είναι χαζή ερώτηση·
κι όταν αυτός επιμένει ότι έτσι θα γινόταν, αν ο ίδιος πέθαινε, αυτή του απαντά
– αποφεύγοντας να συμφωνήσει ρητά – «δεν πέθανες όμως ακόμη».
Και οι δυο περιπτώσεις δείχνουν ότι οποιαδήποτε
αγάπη κι ερωτική σχέση, όσο κι αν ταιριάζουν κάποιοι ως χαρακτήρες ή ως γούστα,
είναι εντελώς τυχαία και εντελώς παροδική.
Είναι εντελώς τυχαία, γιατί χρειάζονται πολλοί παράγοντες ώστε να
πέσουν οι δήθεν αδελφές ψυχές η μία στην άλλη. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τις
συμπτώσεις στον τόπο ή στο χρόνο συνάντησης· είναι ευνόητες. Ωστόσο είναι
ψυχολογικά αναγκαίο («ζωτικό ψεύδος» θα λέγαμε, και αυτό δεν το εννοούμε με την
έννοια της ηθικής προσταγής εξ ημών, αλλά με την έννοια του τι γίνεται
στην πράξη) να μην παραδέχεται ούτε ο ένας στον άλλον ούτε στον εαυτό του αυτήν
την τυχαιότητα, διότι αυτόματα υποβαθμίζεται η σχέση: η τυχαιότητα συνεπάγεται
έλλειψη νοήματος (και γενικά αλλά και) στη σχέση από την μεριά αυτού που το παραδέχεται στον εαυτό
του, ενώ αντίστοιχα αυτός ο οποίος νοιώθει ότι τυχαία επιλέχθηκε από τον
σύντροφό του νοιώθει απαξιωμένος ως απρόσωπο «σκεύος ηδονής», ως ρόλος που
παίζεται κι από άλλους/ες αν χρειαστεί, ως μη ιδανικός άρα όχι (σε ύψιστο βαθμό) ποθητός και
μη αναντικατάστατος.
Επίσης η ερωτική σχέση είναι εντελώς παροδική κι αυτό
αποδεικνύεται απ’
το ότι μόλις εκλείψει (είτε λόγω χωρισμού είτε λόγω θανάτου) ο ένας,
τότε ο
άλλος, αφού κοπάσουν οι θρήνοι, σκέφτεται ότι η ζωή συνεχίζεται κι ότι
δεν
μπορεί να θρηνεί για πάντα: έτσι όμως δείχνει – όσο κι αν δεν θέλει να
το
παραδεχτεί – ότι αποφασίζει να τον γράψει κανονικά τον άλλον και να
κοιτάξει την
ιδιοτελή αυτοσυντήρησή του, παρ’ όλες τις ρομαντικές απόψεις περί
ανιδιοτελούς
ερωτικής αγάπης. Φυσικά, κανείς δεν θέλει να το παραδεχτεί αυτό ούτε
στον εαυτό
του ούτε στον σύντροφό του· στον εαυτό του, διότι θα ένοιωθε άσχημα, ως
χυδαίος
(ενώ είναι ιδιοτελής και άρα «χυδαίος», όσο κι αν δεν θέλει να το
ξέρει), και
στον σύντροφό του, γιατί θα τον πίκραινε, με αποτέλεσμα η σχέση να
κινδύνευε, αφού κι εδώ ο σύντροφός του θα ένοιωθε ως απρόσωπος ρόλος που
ξεπερνιέται κι όχι ως μοναδικός κι αναντικατάστατος.
Γεγονός είναι ότι μερικά πράγματα γίνονται και δεν λέγονται· και δεν
πρέπει να λέγονται. Και σ' αυτήν την περίπτωση η αυτοσυνειδησία βλάπτει την
πράξη, κι έτσι αναμένεται να συνεχίσει να είναι και στο μέλλον. Η τυχαιότητα και
η παροδικότητα της ερωτικής αγάπης θα εξορκίζονται και θα αποκρούονται, όσο κι
αν είναι ακριβώς τα πιο πραγματικά της στοιχεία. (4/1/2007)
αγαπολογία σκόρπια.
- Εἶναι ἡ ἀγάπη τὸ ἀνώτερο πρᾶγμα
στὸν κόσμο; Ἡ ἐξύμνησή της μήπως εἶναι λάθος; Νομίζουμε ὅτι ὅποιος ἀγαπᾶ εἶναι
καλός κι ὅτι ἡ ἀγάπη ἐξημερώνει κι ἐκπολιτίζει. Καὶ οἱ ἐγκληματίες ὅμως ἀγαποῦν.
Ὅλοι ἀγαποῦν κάτι. Δὲν εἶναι ὅλοι καλοὶ ὅμως. Στὸ τέλος δὲν ἔχει σημασία
ἑπομένως ἂν ἀγαπᾶμε, ἀλλὰ τί ἀγαπᾶμε.
- ὅ,τι ἀγαπᾶμε μᾶς φαίνεται ὡραῖο ἢ
ὅ,τι μᾶς φαίνεται ὡραῖο τὸ ἀγαπᾶμε; Ἡ ὀμορφιὰ δίνει τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀγάπη, ἂν
καὶ ὄχι πάντα. Ὡστόσο ὅ,τι ἀγαπᾶμε μᾶς φαίνεται, στὸ τέλος, ὡραῖο, ὅσο κι ἂν
στοὺς ἄλλους φαίνεται ἄσχημο.
- μπορεῖ ἡ ἀγάπη νὰ νικήσει τὸ
θάνατο; Στὰ λόγια ναί. Γιατὶ μὲ τὸ θάνατο τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυό (κι ὁ θάνατος
μπορεῖ νὰ ἔχει ἁπλῶς τὴ μορφὴ τοῦ χωρισμοῦ, ὄχι ἀπαραίτητα τοῦ βιολογικοῦ
τέλους) ὁ ἄλλος ἀγαπᾶ τὶς ἀναμνήσεις του, ἕνα φάντασμα τοῦ ὁποίου τὴ μορφὴ
συνεχῶς διαμορφώνει μὲ τὰ χρόνια, μιὰ φανταστικὴ μαριονέτα, ἀπὸ τὴν ὁποία
δύσκολα κανεὶς ξεχωρίζει τί εἶναι πραγματικὸ (τί ἦταν τὸ πρόσωπο ποὺ χάθηκε) καὶ
τί ψεύτικο. Ἡ ἀγάπη ἐν τῇ ἀπουσίᾳ γιὰ ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲ θὰ ξανάρθει εἶναι πάντα
ἡ ἀγάπη γιὰ ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ καί, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, τόσο πιὸ
πολύ, ἠθελημένα ἢ μή, ἀγαπᾶμε κάποιον ποὺ δὲν ὑπῆρξε παρὰ ἐλάχιστα. Στὰ λόγια
μόνο λοιπὸν ἡ ἀγάπη νικᾶ τὸν θάνατο. Δηλαδὴ στὴ θέληση τῶν ἀγαπώμενων νὰ εἶναι
μαζὶ γιὰ πάντα. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ νικήσει ὁ θάνατος. Μόνο ἡ διαφοροποίηση τῆς
θέλησής τους μπορεῖ. Γιατὶ κι ἡ θέληση δὲν εἶναι παρὰ μιὰ λέξη κενή, ποὺ ἀλλάζει
περιεχόμενο κάθε στιγμή. (27/7/2007)