Κάνουμε κακό σ' αυτούς που μάς
αγαπούν, ακριβώς επειδή μας αγαπούν αυτοί. Τους βλέπουμε να σπαράζουν, να
λειώνουν από την αδικία που ένας λατρεμένος τους τούς κάνει. Κρυφά κλαίμε και
κατηγορούμε τους εαυτούς μας, πολύ αργότερα όμως, όταν το κακό έχει γίνει κι
έχει τσακίσει τους λατρευτούς μας. Εκείνη τη στιγμή χαιρόμαστε που βρήκαμε πιο
αδύναμους από εμάς -κατά θέληση, όχι κατά τη φύση τους- να ξεσπάσουμε πάνω
τους.
Παραδεχόμενοι την κακία μας,
γινόμαστε χειρότεροι κι όχι καλλίτεροι. Νοιώθουμε ότι επιζητάμε την ηδονή της
απόλυτης κακίας κι όχι τη μεταβολή της ασυγκίνητης φύσης μας.
Κατά βάθος ξέρουμε ότι είμαστε όλοι
καλοί, αλλά βαριόμαστε να σκάψουμε τόσο βαθειά, φοβούμενοι μήπως, σκάβοντας,
ανοίξουμε καμμιά τρύπα στον Άνθρωπο και βγούμε από την πλάτη στον αφαλό.
Κατά βάθος είμαστε πάντα κάτι
περισσότερο απ' ό,τι νομίζουμε ότι είμαστε. Κι αυτό είναι που μας τρομάζει.