Αἰτιότητα καὶ ἀπροσδιοριστία - Point of view

Εν τάχει

Αἰτιότητα καὶ ἀπροσδιοριστία



            Οι πρόοδοι των φυσικών επιστημών, ειδικά στο χώρο της μικροφυσικής οδήγησαν σε μια αμφισβήτηση των λογικών αρχών: τόσο της αρχής της ταυτότητας (π.χ. εφόσον ανάμεσα στα απειροελάχιστα κλάσματα του δεπτερολέπτου, κατά τα οποία και μόνο μπορεί να παρατηρηθεί ένα σωματίδιο, παρεμβάλλονται μεγάλα διαστήματα εξαφάνισής του, θα μπορούσαμε να διαβεβαιώσουμε ότι αυτό είναι ίσο με τον εαυτό του, όταν και η ίδια η ύπαρξή του δεν είναι κάτι το αυτονόητο;), όσο και της αρχής της του αποκλειόμενου τρίτου μέσου (ανάμεσα στις δύο αντιφατικές προτάσεις α) τα σωματίδια υπάρχουν και β) τα σωματίδια δεν υπάρχουν, ο νους δεν μπορεί να απορρίψει τη μία ως ψευδόμενη και να δεχτεί την άλλη ως αληθινή, οπότε μόνο πιθανολογικά μπορούμε να αποφανθούμε), και της αρχής της αιτιότητας (παρατηρώντας ένα φαινόμενο το επηρεάζουμε). Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα;
Η αδυναμία μας να έχουμε σαφή και αδιαφιλονίκητη γνώση σε ορισμένα θέματα της μικροφυσικής δεν αποδεικνύει τόσο την ανεπάρκεια των λογικών αρχών όσο τις δυσκολίες που συναντά η επιστήμη (π.χ. τα εργαστηριακά μας όργανα) στην προσπάθειά της να κατακτήσει γνωστικά έναν τομέα του επιστητού. Αν τα σωματίδια υπάρχουν πραγματικά, τότε ασφαλώς είναι ίσα με τον εαυτό τους – όποιος κι αν είναι αυτός – ή με το σύνολο των γνωρισμάτων τους – όποιο κι αν είναι αυτό. Επίσης η πιθανολογική αντιμετώπιση της αντίφασης (υπάρχουν – δεν υπάρχουν τα σωματίδια) δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην απόρριψη της αρχής του αποκλειόμενου τρίτου μέσου, αλλά επιβεβαιώνει απλώς την (προσωρινή ή οριστική) αδυναμία της επιστήμης να αποφανθεί με βεβαιότητα υπέρ της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας των σωματιδίων. Η αρχή του αποκλειόμενου τρίτου θα κλονιζόταν – και μαζί της η αρχή της αντίφασης – μόνο στην περίπτωση που η ύπαρξη και η ανυπαρξία των σωματιδίων θα οδηγούνταν από την επιστήμη σε συμβιβασμό και θα θεωρούνταν ότι ισχύουν ταυτόχρονα στην αντικειμενική πραγματικότητα. Αλλά κάτι τέτοιο ούτε έχει διαπιστωθεί ούτε το υποστηρίζει κανείς σοβαρά. Επιπλέον είναι λάθος να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στην αιτιότητα και τον ντετερμινισμό. Ο ντετερμινισμός δέχεται ότι τα ίδια αίτια οδηγούν στα ίδια αποτελέσματα σύμφωνα με σταθερούς νόμους που επιτρέπουν την πρόβλεψη των φαινομένων. Η αιτιότητα, αντίθετα, περιορίζεται να δεχτεί ότι κανένα αποτέλεσμα δεν μπορεί να προέκυψε αναίτια, αλλά έχει οπωσδήποτε την εξήγησή του, άσχετα αν η επιστήμη αδυνατεί να τη συλλάβει και να τη διατυπώσει.
            Η κριτική λοιπόν των λογικών αρχών αποδεικνύει όχι ότι αυτές είναι λανθασμένες, αλλά ότι αυτές είναι απλώς ανεφάρμοστες εκεί όπου δεν υπάρχει η δυνατότητα εμπειρικής (στη μικροφυσική) ή αποδεικτικής (στα μαθηματικά) επαλήθευσής τους. Είναι σόφισμα το να παρουσιάζουμε την απροσδιοριστία σαν λογική κατηγορία, ενώ πρόκειται για την ψυχολογική στάση ενός υποκειμένου που δεν μπορεί να πάρει απόφαση, γιατί δεν του προσκόμισαν τα απαραίτητα δεδομένα ή γιατί το πρόβλημα έχει τεθεί λανθασμένα. Επομένως οι λογικές αρχές δεν παύουν να ισχύουν, αλλά εκλεπτύνεται η διατύπωσή τους. Λ.χ. η αρχή της ταυτότητας και η αρχή της αντίφασης επαναδιατυπώνονται ως εξής: ταυτόχρονα και ως προς το ίδιο σημείο αναφοράς δεν είναι δυνατόν κάτι να ισχύει και να μην ισχύει, επαναδιατύπωση που.. είχε διατυπωθεί είκοσι πέντε αιώνες πριν, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, από τον Πλάτωνα, πριν οι μεταμοντέρνοι αρχίσουν τις χαοτικές σοφιστείες. (4/1/2007)
Αναφορικά με την τυχαιότητα, η οποία δήθεν αντικρούει την αρχή της αιτιότητας, πρέπει να σκεφτούμε τι είναι το τυχαίο και μήπως συγχέουμε ορισμένες έννοιες. Είναι άλλο πράγμα το ανεξήγητο κι άλλο πράγμα το μη προβλέψιμο. Με αυτή την έννοια, η τυχαιότητα είναι η συνάντηση ή συνδυασμός γεγονότων που ανήκουν σε αιτιώδεις σειρές ανεξάρτητες μεταξύ τους. Το τυχαίο, ή μάλλον αυτό που μας φαίνεται τυχαίο και δίχως αιτία, δεν συνεπάγεται κάποια απροσδιοριστία και έλλειψη λογικής εξήγησης. Το μόνο που δηλώνει είναι ότι δεν γνωρίζουμε όλους τους νόμους ούτε όλες τις αιτιώδεις σειρές. Η πολλαπλότητα των παραγόντων και η πολυπλοκότητα των νόμων που οδηγούν βάσει της αρχής της αιτιότητας σε ένα «τυχαίο» γεγονός, συνεπάγεται την άγνοιά μας για ορισμένους από αυτούς. Έτσι, λανθασμένα θεωρούμε ακατανόητο και τυχαίο και δίχως αιτία όποιο γεγονός στην πραγματικότητα υπακούει μεν στην αιτιότητα αλλά λόγω της πολυπλοκότητας των παραγόντων που το καθορίζουν και του πεπερασμένου της ανθρώπινης γνώσης μάς φαίνεται δίχως αιτία.
            Αναφερθήκαμε πριν στον ντετερμινισμό. Η απόλυτη απόδειξη (ή κατάρριψη) του ντετερμινισμού θα ήταν δυνατή μόνον εάν, έχοντας γνωρίσει όλους τους νόμους κι όλες τις αιτίες όλων, επαναλαμβάνονταν τα ίδια ακριβώς πράγματα σε όλο το σύμπαν, ακριβώς όπως θα το προβλέπαμε. Αυτό όμως δεν γίνεται, δεν είναι δηλαδή δυνατή η ανασύσταση των συνθηκών του «πειράματος», διότι απλούστατα ποτέ δεν επαναλαμβάνονται ακριβώς τα ίδια πράγματα, με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο χρόνο στο σύμπαν. Επομένως (στην προσπάθεια να γίνει κριτική στην αιτιότητα) η μομφή κατά του ντετερμινισμού είναι μομφή κατά ενός αχυράνθρωπου. (6/1/2007)
Porta Aurea

Pages