Ἀλλοτρίωση - Point of view

Εν τάχει

Ἀλλοτρίωση


ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ
Συχνά γίνεται λόγος για «μαζοποίηση», για «ισοπέδωση και ομοιομορφία των ανθρώπων» και για «τέλος του ανθρωπισμού». «Όσα λέγονται για "μαζοποίηση" και "εκπεσμό του πολιτισμού" δεν αντέχουν σε κριτική, αν κανείς θελήσει να τα κατανοήσει κυριολεκτικά και συγκριτικά. Δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι όσοι άνθρωποι ζούσαν λ.χ. σε παραδοσιακές κοινωνίες ανέπτυσσαν περισσότερη πρωτοτυπία και πρωτοβουλία από τους σημερινούς ή ότι ο παπάς του χωριού και το καπηλειό συνέβαλλαν περισσότερο στον εμπλουτισμό της προσωπικότητας απ’ ό,τι σήμερα το σχολείο και η τηλεόραση. Από την άλλη πλευρά, η πνευματική παραγωγή των τελευταίων εκατό χρόνων μπορεί από κάθε άποψη να αναμετρηθεί μ’ εκείνη κάθε άλλου αιώνα – ακόμα και τα πολιτισμικά απορρίμματα που προορίζονται για τη μαζική κατανάλωση ίσως αναλογικά να μην είναι περισσότερα σήμερα, αν αναλογιστούμε ότι η συγκαιρινή μας μαζική κουλτούρα αντικατέστησε μορφές παραδοσιακής και παραδοσιοκρατικής μαζικής κουλτούρας».
Ίσως λόγω της μεγάλης διαφοράς στην τάξη μεγέθους, τα σκουπίδια να είναι περισσότερο ανυπόφορα, ωστόσο η επίδραση των τοτινών με τα τωρινά σκουπίδια είναι ακριβώς η ίδια, εκτός κι αν λ.χ. η σημερινή αύξηση των διαζυγίων θεωρηθεί μεγαλύτερο κακό από το πάντρεμα με το ζόρι. Ο πολιτισμός της τηλεόρασης είναι πράγματι πιο «πλαστικός» από τον πολιτισμό της παράδοσης, ωστόσο είναι δύσκολο να αποφανθούμε σε ποια από τις δυο περιπτώσεις το άτομο είναι «ανελεύθερο» να διαλέξει και αλλοτριωμένο. Μάλλον θα ήταν σωστό να δεχτούμε ότι όπως τότε έτσι και τώρα οι μάζες άγονται και φέρονται.
Η καταγγελία της σημερινής ομοιομορφίας είναι σωστή μεν, αλλά εάν ασυνείδητα ή συνειδητά προωθεί τη νοσταλγία για κάποιον προκαπιταλιστικό πολιτισμό, στον οποίο «οι άνθρωποι δεν ήταν όμοιοι και δεν έκαναν όλοι τα ίδια πράγματα», τότε σφάλλει. Και στα χωριά και στις αρχαίες πόλεις η ομοιομορφία επιβαλλόταν ώς και στις πλέον προσωπικές εκφάνσεις του βίου (π.χ. για την κόμμωση ανδρών-γυναικών, την πόση κρασιού, την ενδυμασία, την υποχρεωτική συμμετοχή σε γιορτές) κι όχι απλώς στην (αν)ελευθερία επιλογής επαγγέλματος ή συζύγου. Είναι επικίνδυνο επίσης να νομίζουμε ότι ο τοτινός άνθρωπος, που δεν «ήταν τυποποιημένος», ήταν πιο δημιουργικός ή πιο «διαφορετικός» ή με περισσότερη συνείδηση από τον σημερινό που μορφώνεται με την τηλεόραση και το hit parade. Οι μηχανισμοί της κλειστής αγροτικής κοινωνίας επέβαλαν έναν έλεγχο στο άτομο, αν όχι μεγαλύτερο, πάντως παρόμοιο με τον συνειδησιακό έλεγχο των ΜΜΕ στον σημερινό άνθρωπο. Το άτομο έπρεπε να συμμορφωθεί με τις απόψεις της «παράδοσης», όπως σήμερα «πρέπει» να συμμορφώνεται με τη μόδα. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι το ποσοστό δημιουργικών ανθρώπων έχει μεταβληθεί προς το χειρότερο σε σχέση με παλιά.
Η σύγχρονη λατρεία της «μη πλαστικής» παράδοσης (αντιπαρατιθέμενη στον «πλαστικό» σημερινό πολιτισμό) κρύβει έναν εκλεκτικισμό (δηλαδή επιλέγουμε μόνο όσα μέρη της συμβιβάζονται με τη σημερινή εποχή), η συνείδηση του οποίου όταν αγνοείται, οδηγεί στην άγνοια λ.χ. του γεγονότος ότι η καταπίεση/υποτίμηση της γυναίκας και οι πιο έντονες κοινωνικές ιεραρχήσεις είναι πολιτισμικά σκουπίδια του προνεωτερικού παρελθόντος.
 Όσο για τους θρήνους για το τέλος του ουμανισμού ή για την περιφρόνηση του κόσμου προς τον ουμανισμό, η οποία θα συνεπαχθεί το τέλος κάθε νοήματος του ανθρώπινου βίου, με όποια ένταση κι αν γίνονται, αυτοί μοιάζουν με σχολικές εκθέσεις, τις οποίες βάζουν να γράφουν τα παιδιά οι αγανακτισμένοι με τις μηχανές φιλόλογοι. Ο ουμανισμός και ο «ανθρωποκεντρισμός» έχουν διάρκεια ζωής 6 αιώνων περίπου. Πιο πριν (τόσο στο Μεσαίωνα όσο και στην Αρχαιότητα) δεν υπήρχαν και ούτε ήταν «ο Άνθρωπος» το επίκεντρο – ήταν η Φύση και η Πόλη, στην Αρχαιότητα, και ο Θεός στο Μεσαίωνα. Ωστόσο δε συνέβη καμμία εξαφάνιση της Ανθρωπότητας τότε, ίσα-ίσα οι εποχές αυτές θεωρούνται οι βάσεις του σημερινού Δυτικού πολιτισμού. Άρα ούτε η σημερινή υποχώρηση του ουμανισμού μπορεί να θεωρηθεί αλλοτρίωση του Ανθρώπου.
            Τέλος πρέπει να αναφερθούμε στην αντίληψη περί αλλοτρίωσης η οποία βασίζεται στην αλλοτρίωση της εργασίας. Ο άνθρωπος είναι αλλοτριωμένος γιατί με τον καπιταλισμό δεν βλέπει ή δεν καρπώνεται το αποτέλεσμα της εργασίας του. Κι αυτή η άποψη μπορεί να αληθεύει σημαντικά, αρκεί ξανά να μην ξεχνάμε τι γινόταν πριν τον καπιταλισμό. Είχαμε φεουδαρχικές και δουλοκτητικές κοινωνίες, όπου οι λίγοι ελεύθεροι πολίτες της Αρχαιότητας ή οι λίγοι που δεν ήταν δουλοπάροικοι και κολλήγοι απολάμβαναν τον πλούτο τους, ενώ οι δούλοι και οι μεσαιωνικοί δουλοπάροικοι (μιλάμε για μια αναλογία τύπου 200.000-300.000 δούλοι προς 20.000-30.000 ελεύθεροι πολίτες στην Αρχαία Αθήνα) ασφαλώς δεν καρπώνονταν το αποτέλεσμα της εργασίας τους. Προφανώς αυτά για τους νοσταλγούς του ωραιοποιημένου παρελθόντος και για όσους καταγγέλλουν την «αλλοτρίωση του Ανθρώπου» είναι ψιλά γράμματα. Ωστόσο μια κοινωνία (αρχαία ή μεσαιωνική) αναλφάβητων, όπου οι περισσότεροι δούλευαν για τους άλλους ή για ψίχουλα, δεν μπορεί να είναι περισσότερο «αλλοτριωμένη» για οικονομικούς λόγους απ’ ό,τι είναι «αλλοτριωμένη» η σημερινή κοινωνία για οικονομικούς λόγους. Αλλά αν παραδεχτούμε ότι – παρ’ όλες τις διαφορές στους τύπους κοινωνικής καταπίεσης – η ίδια περίπου «αλλοτρίωση» που υπάρχει υπήρχε και τότε, η έννοια και η καταγγελία της «αλλοτρίωσης», του εκπεσμού από κάτι το οποίο χάσαμε στους Νέους Χρόνους, χάνει τη σημασία της. Γιατί αν κάτι συμβαίνει από παλιά ώς και τώρα, δεν μπορούμε να βρούμε μια εποχή στην οποία αυτό δεν συνέβαινε, ώστε βάσει αυτής να κρίνουμε την σημερινή εποχή ή τις πρόσφατες, ως «αλλοτριωμένες». (28/8/2006)
«Είναι λογικά αυταπόδεικτο, πως οι διαμαρτυρίες ή μεμψιμοιρίες για διαστροφή ή "αλλοτρίωση" της ανθρώπινης ύπαρξης μονάχα τότε έχουν νόημα, αν γίνει δεκτό ότι υπάρχει κάποια σταθερή ουσία σαν υποκείμενο (με την αριστοτελική έννοια) τής "αλλοτρίωσης", δηλαδή ουσία που μπορεί να νοηθεί σε κατάσταση καθαρή, δηλαδή ελεύθερη από τις "αλλοτριώσεις" της. Πίσω από την καθημερινή εμπειρική πραγματικότητα των "αλλοτριώσεων" στέκει λοιπόν μια ουσία πάγια και υπερεμπειρική (τουλάχιστον με την έννοια ότι ακόμα δεν μπόρεσε να εκδιπλωθεί ορατά και απτά στο ρόλο του κύριου διαμορφωτή της κοινωνικής ζωής). Το "αλλοτριωμένο" Εντεύθεν του ανθρώπου φαίνεται αξιολύπητο μόνο στην αντιπαράθεσή του με το αμόλυντο Εκείθεν του, που χρησιμοποιείται σαν απόλυτο μέτρο συγκρίσεων και αναφορών. Η θεωρητική υποταγή τού πρώτου στο δεύτερο συντελείται τώρα με τον εξής συλλογιστικό μηχανισμό: προϋποτίθεται ότι η οντολογική υφή, η φύση τού ανθρώπου πρέπει να οριστεί όχι με βάση το Εντεύθεν των ορατών "αλλοτριώσεών" του, παρά το αόρατο, δηλαδή ιστορικά (ακόμη) ανεκπλήρωτο ιδεώδες Εκείθεν του. Η πραξεολογία και η αξιολογική κλίμακα καταρτίζονται με βάση το Εκείθεν· το "αλλοτριωμένο" Εντεύθεν, ο εμπειρικός άνθρωπος, πρέπει να γιατρευτεί σύμφωνα με διαγνώσεις και συνταγές που συνάγονται απαγωγικά από τον οντολογικό ορισμό τού αμόλυντου Εκείθεν, της "αληθινής" ανθρώπινης φύσης. Τούτη η οντολογική πηγή τής ηθικής δεοντολογίας είναι αυτονόητα η ίδια ηθική και καλή· ον και δέον, πραγματικότητα και ευσεβής πόθος συμπίπτουν σ’ αυτόν τον τρόπο σκέψης, όπως και σε κάθε ιδεολογία, εξ ορισμού και στην αφετηρία τους. (14/7/2006)
όποιος διαμαρτύρεται εναντίον της "αλλοτρίωσης" ισχυρίζεται αυτόματα ότι ξέρει τι είναι καλό και τι κακό για τον άνθρωπο, κι αφού αυτό προφανώς δεν το ξέρουν όλοι (αλλιώς η ανακοίνωση και η διαμαρτυρία θα περίττευαν) διεκδικεί για τον εαυτό του ρόλο παιδαγωγού και οδηγού. Άμεσα και έμμεσα διαιωνίζουν έτσι το παιχνίδι της κυριαρχίας ακριβώς εκείνοι που λένε ότι θέλουν να το καταργήσουν – το διαιωνίζουν στο όνομα της κατάργησής του. Η διάδοση που βρίσκει σήμερα η μυθολογία της "αλλοτρίωσης" στους κύκλους των διανοουμένων οφείλεται από ψυχολογική άποψη στο ότι ανεβάζει την αυτοεκτίμηση των τελευταίων αφού θεμελιώνει θεωρητικά την πεποίθησή τους ότι είναι προασπιστές της ουσίας του Ανθρώπου κι επομένως κοινωνική ομάδα με πρωτοποριακή λειτουργία κ.λπ.».
Αν θεωρήσουμε ότι «ανθρώπινο» είναι συνολικά ό,τι έχουν κάνει και κάνουν όλοι οι άνθρωποι, αν δεχτούμε ότι η φύση και η Ουσία του Ανθρώπου είναι μία, και περιλαμβάνει όλες τις δυνατές ανθρώπινες συμπεριφορές, καλές και κακές, ακραίες και συνηθισμένες (πράγμα λογικό, αφού θα ήταν παράλογο να χαρακτηρίσουμε ως «μη ανθρώπινο» κάτι που έκαναν κάποιοι άνθρωποι – ακόμη και όταν πρόκειται για κάτι βίαιο, το οποίο απλώς δείχνει ότι δεν γνωρίζουμε τα όρια του Ανθρώπου, όχι ότι η βίαια πράξη ήταν εξωανθρώπινη επειδή είναι «ασυνήθιστη»), τότε απλούστατα δεν υπάρχει καμμία «αλλοτρίωση» της Φύσης αυτής, διότι όλες οι αλλαγές στη συμπεριφορά των ανθρώπων συμπεριλαμβάνονται στην ενιαία αυτή Φύση. Η Φύση/Ουσία του Ανθρώπου είναι αναγκαστικά κάτι γενικό, που περιλαμβάνει όλες τις συμπεριφορές και όλες τις επιμέρους φύσεις των επιμέρους ανθρώπων – εκτός, επαναλαμβάνω, αν αρχίσουμε να θεωρούμε μερικούς ανθρώπους «υπάνθρωπους» ή «μη ανθρώπους», επειδή ο δικός μας ορισμός της ανθρώπινης Φύσης δεν περιλαμβάνει τις επιμέρους φύσεις/συμπεριφορές τους, πράγμα παράλογο. Γι’ αυτό, η Φύση είναι ενιαία, δεν υπάρχει δυνατότητα να υπάρξει «έξοδος» από αυτήν μέσω διαφορετικής συμπεριφοράς. Άρα δεν υπάρχει αλλοτρίωση της Φύσης αυτής.
            Αν δεχτούμε ότι όποιος μπορεί και ορίζει δεσμευτικά για τους υπόλοιπους ανθρώπους το νόημα των λέξεων (λ.χ. της έννοιας της «αλλοτρίωσης»), αυτομάτως επιβάλλει μια ερμηνεία/οπτική του Είναι και δείχνει ένα Δέον, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν το ήθελε συνειδητά. Είναι αναπόφευκτο· δηλαδή εξουσιάζει. Αυτού του είδους η κυριαρχία και η τάση να γίνουμε «παιδαγωγοί» της ανθρωπότητας, δείχνοντάς της τον δρόμο, διόλου λιγότερο εξουσιαστική δεν είναι από τον εξουσιασμό των κρατιστών. Όποιος εξουσιάζει τις λέξεις και δίνει την κοινά αποδεκτή ερμηνεία τους (θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι – ειδικά για τις τεχνικές/φιλοσοφικές ορολογίες – η νοηματοδότηση των λέξεων είναι τόσο αθώα, αυθόρμητη ή δημοκρατική διαδικασία), αυτός εξουσιάζει και τον τρόπο που βλέπουμε τον Κόσμο, αυτός εξουσιάζει και τα πράγματα, αυτός κατά συνέπεια δίνει και ένα Δέον, ένα Πρέπει βάσει του οποίου πρέπει να δράσουμε. Αυτόν, τον εξ ανάγκης (αυτόματο), αλλά διόλου ασήμαντο εξουσιασμό, οι αντιεξουσιαστές τον αγνοούν.
            Πολύ συχνά η προαναφερόμενη διαιώνιση του παιχνιδιού της κυριαρχίας από εκείνους που θέλουν να το καταργήσουν γίνεται ασυνείδητα, δηλαδή ότι μπορεί ο «αντιεξουσιαστής» ή «πολέμιος της αλλοτρίωσης» να έχει αγαθές προθέσεις, με άλλα λόγια να αυτεξαπατάται ότι προωθεί τον αντιεξουσιασμό. Επειδή όμως σημασία έχουν όχι μόνο οι προθέσεις αλλά και τα (συχνά αθέλητα) αποτελέσματα των προθέσεων αυτών (τα οποία οι «πολέμιοι της αλλοτρίωσης» αγνοούν), ισχύει ότι, είτε άθελα είτε ηθελημένα αδιάφορο, και αυτοί οι άνθρωποι όταν μας λένε τι είναι η Ουσία του Ανθρώπου και ότι ο Άνθρωπος σήμερα είναι «αλλοτριωμένος», προβάλλουν αξιώσεις κυριαρχίας στις συνειδήσεις μας, ακριβώς διότι προβάλλουν την δική τους οπτική/ερμηνεία της πραγματικότητας και συνάμα εξαγγέλουν ένα Δέον: την «εξάλειψη της αλλοτρίωσης». Ό,τι όμως για έναν άνθρωπο ή μια ομάδα συνιστά «αλλοτρίωση», για έναν άλλον άνθρωπο ή μια άλλη ομάδα δεν συνιστά κανενός είδους «αλλοτρίωση». Γι’ αυτό άλλωστε έχουμε και τόσους αλληλοσυγκρουόμενους ορισμούς της «αλλοτρίωσης». Κάθε φορέας μιας αντίληψης για την «αλλοτρίωση» αναγκαστικά θεωρεί εσφαλμένες τις αντιλήψεις των υπολοίπων φορέων διαφορετικών αντιλήψεων, και σε τελική ανάλυση θέλει να τις εξοντώσει, είτε βίαια είτε μέσω διαλόγου. Έτσι θέλει να κυριαρχήσει αυτός και η αντίληψή του.
            Αφού όλοι αναγκαστικά, συνειδητά ή ασυνείδητα, ηθελημένα και άθελα, προβάλλουν αξιώσεις κυριαρχίας, όποτε εξαγγέλλουν ένα Πρέπει και μια περιγραφή του Είναι, μήπως κι αυτός που λέει αυτά, προβάλλει αξιώσεις κυριαρχίας; Υπό μια έννοια προβάλλει αξιώσεις κυριαρχίας - έστω κι αν δεν το θέλει, κατά παρόμοιο τρόπο με τους επαγγελματίες αντιεξουσιαστές -, με τρεις αντιρρήσεις. Πρώτον, σε αντίθεση με τους «αντιεξουσιαστές» ή τους «πολέμιους της αλλοτρίωσης», δεν έχει αυταπάτες ότι είναι ανέγγιχτος από τον εξουσιασμό, ενώ αυτοί πιστεύουν ότι αυτό που επιτυγχάνουν είναι η εξάλειψη του εξουσιασμού και όχι εξουσιαστικό/αλλοτριωτικό. Πρέπει λοιπόν να γίνεται διάκριση μεταξύ όσων ξέρουν τι πράγμα αναπόφευκτα συνεπάγονται οι πράξεις/σκέψεις τους (και οι σκέψεις όλων των ανθρώπων) και όσων δεν ξέρουν ή καμώνονται ότι δεν ξέρουν τι πράγμα αναπόφευκτα συνεπάγονται οι πράξεις/σκέψεις τους. Δεύτερον, διόλου δεν πιστεύει ότι μπορούν να εξαλειφθούν αυτά που οι αντιεξουσιαστές αποκαλούν «αλλοτρίωση» και «εξουσιασμό», όσο και αν, σε συμφωνία με αυτούς, αντιλαμβάνεται την ύπαρξή των πραγμάτων αυτών (αν και δεν τα αποκαλεί «αλλοτρίωση», χρωματίζοντάς τα ηθικά). Τρίτον, δεν ισχυρίζεται ότι οι (στην πραγματικότητα εξουσιαστές) «αντιεξουσιαστές» είναι οι κακοί υποκριτές (υπό μια έννοια είναι, αλλά υπό μια άλλη δεν έχει σημασία αν είναι τέτοιοι κι εν πάσει περιπτώσει είναι θέμα γούστου, όταν και όποτε τους αποκαλεί υποκριτές, διότι έχουν διαφορετική αντίληψη περί της «αλλοτρίωσης») ενώ οι «ξετσίπωτα» εξουσιαστές είναι τίμιοι μέσα στην κακία τους. Ούτε και το αντίθετο. (26/6/2006)
Porta Aurea

Pages