Ἀνορθολογισμὸς καὶ ὀρθολογισμός - Point of view

Εν τάχει

Ἀνορθολογισμὸς καὶ ὀρθολογισμός




ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ: "Η ασάφεια που περιβάλλει κεντρικές έννοιες, όπως π.χ. τον «ορθολογισμό», αποτελεί ένα ακόμη εμπόδιο για την εμπεριστατωμένη σύλληψη του Διαφωτισμού, εφόσον μάλιστα ο τελευταίος πολλές φορές χαρακτηρίστηκε ως «εποχή του ορθολογισμού». Η ασάφεια αυτή προκύπτει, βέβαια, ακριβώς από την υπερβολικά συχνή χρήση της έννοιας του ορθολογισμού σε διαφορετική κάθε φορά συνάφεια, έτσι ώστε η πολυσημία γίνεται αναπόφευκτη. Ωστόσο θα ήταν αφελής η επιθυμία παραμερισμού της ασάφειας και της πολυσημίας με γενικά αποδεκτές συμφωνίες πάνω στην ορολογία. Γιατί η εκάστοτε χρήση της έννοιας του ορθολογισμού συναρτάται συνήθως τόσο στενά με το περιεχόμενο και τις προθέσεις της αντίστοιχης σκέψης, ώστε κανείς στοχαστής δεν βρίσκεται πρόθυμος να παραιτηθεί από την προσωπική του ορολογία, εγκαταλείποντας έτσι λίγο ή πολύ ουσιαστικά σημεία των θεωριών του. Η σύνδεση του ορθολογισμού με συγκεκριμένο περιεχόμενο και συγκεκριμένες θέσεις αποτελεί, άλλωστε, ένα από τα σημαντικότερα όπλα στη φιλοσοφική πολεμική. Σκοπός της είναι να εξαρτήσει την ικανότητα για λογική σκέψη από την αποδοχή θεωριών με συγκεκριμένο περιεχόμενο και να καταγγείλει όσους δεν αποδέχονται τις τελευταίες ως εχθρούς της λογικής γενικά σκέψης ή ως αναξιόπιστους διανοητές. Η πολυσημία της έννοιας του ορθολογισμού ήταν αποτέλεσμα της πολεμικής της χρήσης, αφού έτσι συνδέθηκε κατά καιρούς με τα πιο διαφορετικά περιεχόμενα˙ δεν προδίδουμε κανένα μυστικό αν μνημονεύσουμε το στοιχειώδες γεγονός – που τόσο δυσάρεστα αναφέρουν οι φιλόσοφοι – ότι η λογικά μεθοδευμένη σκέψη έχει ίσαμε τώρα τεθεί στην υπηρεσία εντελώς διαφορετικών απόψεων και προθέσεων. Οι πρόμαχοι τούτης ή εκείνης της θεωρίας μπορούν, φυσικά, να αμφισβητούν όχι μόνο τις θέσεις του αντιπάλου, αλλά και την ικανότητά του για λογική σκέψη –και μάλιστα στο όνομα του Ενός Λόγου, ο οποίος, κατά περίεργο τρόπο, συμπίπτει πάντοτε με τον προσωπικό τους τρόπο σκέψης. Μια θεώρηση που θέλει να κατανοήσει τα πράγματα δεν μπορεί να πάρει θέση σε μια τέτοια διαπάλη. Πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσει έναν ορισμό του ορθολογισμού ανεξάρτητο από το εκάστοτε περιεχόμενο της σκέψης και αυστηρά τυπικό, ορισμό δηλ. που θα ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί σε κάθε ορθολογισμό, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενό του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποφύγουμε τον παραλογισμό, ότι π.χ. ο Θωμάς Ακυινάτης είναι λιγότερο ορθολογιστής από τον Hobbes ή ο Machiavelli από τον Kant: η προσεκτική εξέταση αυτών των παραδειγμάτων, όπως και άλλων παρόμοιων, αρκεί για να καταδειχθεί πόσο είναι ανόητη –από επιστημονική, όχι από ιδεολογική σκοπιά- η σύνδεση του ορθολογισμού με ορισμένα μόνο περιεχόμενα σκέψης.

Για μας, λοιπόν, ορθολογισμός είναι η σκόπιμη και άψογη (από την άποψη της τυπικής λογικής) χρήση των επιχειρηματολογικών μέσων της σκέψης, για να κατοχυρωθεί θεωρητικά μια δεδομένη θεμελιώδης στάση απέναντι στον κόσμο. Ο ορισμός μας υποδηλώνει ότι αυτή η θεμελιώδης στάση ή απόφαση βρίσκεται η ίδια πέρα από κάθε λογική αιτιολόγηση, ακόμη κι όταν οι ορθολογιστές τη θεωρούν αποδείξιμη ή και αποδεδειγμένη (αυτό, άλλωστε, επειδιώκουν συνδέοντας τον ορθολογισμό σαν τέτοιον με κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο). Μονάχα η εκλογίκευση της θεμελιώδους στάσης ή απόφασης μπορεί να πραγματοποιηθεί με λογική συνέπεια και μονάχα αυτή μπορεί, επίσης, να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης –όχι η ίδια θεμελιώδης στάση: γιατί στα έσχατα ερωτήματα η απάντηση δίνεται με αξιωματικές αποφάνσεις. Μπορούν, λοιπόν, να υπάρξουν τόσες μορφές λογικής συνέπειας όσες και θεμελιώδεις στάσεις˙ μολονότι τα τυπικά λογικά μέσα παραμένουν τα ίδια, ωστόσο υπηρετούν κάθε φορά την εκλογίκευση θεμελιωδών αποφάσεων με διαφορετικό περιεχόμενο. Αφού, τώρα, οι τελευταίες βρίσκονται ultra rationem, πρέπει από τη φύση τους να θεωρηθούν μυστικές, πράγμα που με τη σειρά του συνεπάγεται ότι το μυστικό στοιχείο δεν είναι το αντίθετο, αλλά η απαρχή και η πηγή της ορθολογικής σκέψης. Σε σχέση με την απάντηση που δίνεται σε έσχατα ερωτήματα, η διάκριση ανάμεσα σε ορθολογικό και ανορθολογικό στοιχείο χάνει ολότελα τη σημασία της˙ επομένως πρέπει να αναφέρεται μονάχα στο επίπεδο της εκλογικευτικής εργασίας, όπου επιστρατεύονται επιχειρήματα για να στηρίξουν την εκάστοτε θεμελιώδη στάση ή απόφαση. Μονάχα στο επίπεδο τούτο μπορεί να υπάρξει άμεση αντίθεση ανάμεσα σε ορθολογικό και ανορθολογικό στοιχείο. Το μυστικό στοιχείο που βρίσκεται στην απαρχή της σκέψης, αποτελώντας τη συγκινησιακή της πηγή, είναι, βέβαια, και αυτό ανορθολογικό, ωστόσο πρέπει να διακρίνουμε αυστηρά το ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική από το ανορθολογικό στοιχείο με τη λογική έννοια του όρου. Εφόσον ως κριτήριο ορθολογικότητας θεωρήσαμε την τυπική-λογική ορθότητα και συνέπεια της σκέψης κατά τη διαδικασία εκλογίκευσης μιας θεμελιώδους στάσης, πρέπει να δεχτούμε ότι το ορθολογικό στοιχείο δεν αντιτίθεται στο ανορθολογικό με τη μυστική, αλλά μόνο στο ανορθολογικό με τη λογική έννοια του όρου. Το ανορθολογικό στοιχείο (με τη μυστική έννοια του όρου) βρίσκεται, με άλλα λόγια, βαθύτερα και από το ορθολογικό γενικά στοιχείο και από το ανορθολογικό με τη λογική έννοια του όρου: τα δύο τελευταία βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και γι’ αυτό μπορούν και να συγκρουστούν. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της διαφοράς των επιπέδων δεν επιτρέπεται να συγχέουμε τη μυστική-ανορθολογική πηγή της σκέψης με τη μεθοδική της ανάπτυξη, συνάγοντας από την ορθολογικότητα της δεύτερης την ορθολογικότητα της πρώτης – και αντίστροφα: η ανορθολογικότητα (με τη λογική έννοια του όρου) δεν πρέπει να θεωρείται συνέπεια του ανορθολογικού στοιχείου (με τη μυστική έννοια του όρου). Από τη σκοπιά μας, λοιπόν, το αντίθετο του ορθολογισμού είναι όχι τούτο το τελευταίο, αλλά μονάχα το ανορθολογικό στοιχείο με τη λογική έννοια του όρου. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο τα θρησκευτικά συστήματα σκέψης δεν μπορούν να θεωρηθούν αντίπαλα του ορθολογισμού γενικά, παρά μόνον ορισμένων ειδών ορθολογισμού με συγκεκριμένο, δηλ. αντιθρησκευτικό περιεχόμενο. Με βάση τα ίδια κριτήρια μπορούμε να εξηγήσουμε και το φαινομενικά παράδοξο φαινόμενο, ότι οι μη θρησκευτικοί ορθολογισμοί δεν είναι λιγότερο εχθρικοί ο ένας απέναντι στον άλλον απ’ όσο είναι και οι θρησκευτικοί ορθολογισμοί απέναντι στους αντιθρησκευτικούς.

(...) Η αυστηρή αντιπαράθεση ορθολογισμού και ανορθολογισμού γίνεται αντικειμενικά αβάσιμη, αν διαστείλουμε το ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική από το ανορθολογικό με τη λογική έννοια του όρου. Όπως το πρώτο βρίσκεται πέρα από κάθε λογική θεμελίωση, έτσι και το δεύτερο στην πραγματικότητα είναι φαινόμενο πολύ σπανιότερο απ’ όσο ισχυρίζονται ορθολογιστές, οι οποίοι θεωρούν τον δικό τους ορθολογισμό ως τον μόνο δυνατό. Το ανορθολογικό στοιχείο (με την λογική έννοια του όρου) δεν ταυτίζεται με την παραβίαση των κανόνων της τυπικής λογικής (αφού και ορθολογιστές τη διαπράττουν), αλλά προπαντός σημαίνει την προγραμματική άρνηση μετατροπής του ανορθολογικού στοιχείου (με τη μυστική έννοια του όρου) σε ορθολογικό σύστημα, δηλ. την άρνηση εκλογίκευσης της εκάστοτε θεμελιώδους κοσμοθεωρητικής στάσης ή απόφασης. Η άρνηση τούτη πηγάζει πάνω απ’ όλα από πολεμικά κίνητρα, δηλ. αποσκοπεί στην υπεράσπιση συγκεκριμένων θέσεων, που καθαυτή η διαδικασία της εκλογίκευσης φαίνεται να τις απειλεί.

(...) Ο ανορθολογισμός μπορεί, να είναι μονάχα ένας λίγο ή πολύ εκλογικευμένος ανορθολογισμός, δηλ. ένας ορθολογισμός παρά βούληση –τουλάχιστον στο βαθμό που επιθυμεί να έχει πρακτική σημασία (...) Ώστε ο ορθολογισμός παρουσιάζετα σχεδόν παντοδύναμος, κι ωστόσο η θέση μας, από τον τρόπο που θεμελιώνεται, δε σημαίνει κανένα όφελος για τον ανθρωπισμό ή τον ηθικισμό, που στηρίζει τις ελπίδες του στη δύναμη του Λόγου. Οι αγώνες ανάμεσα στους ορθολογιστές τους ίδιους, που διόλου δεν υστερούν, ως προς το μένος και τη σφοδρότητά τους, από τους αγώνες ανάμεσα σε ανορθολογιστές, αποτελούν καθαυτοί, για όποιον επιθυμεί να δει τα πράγματα απροκατάληπτα, υπεραρκετή απόδειξη του ότι ο ορθολογισμός από μόνος του δεν μπορεί να προσφέρει τη βάση μιας γενικής συνενόησης – ακριβώς επειδή ο ίδιος ριζώνει κάθε φορά σε μια μυστική-ανορθολογική θεμελιώδη στάση. Οι ορθολογιστές προσπαθούν να υπερνικήσουν την απελπισία, που εμπνέει η διαπίστωση αυτή, συνδέοντας τον ορθολογισμό τους με την αποδοχή ορισμένων συγκεκριμένων θέσεων. Όμως η διατύπωση ενός δεσμευτικού, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις του, ορθολογισμού απλώς δυναμώνει την αντίδραση ορθολογιστών με διαφορετική τοποθέτηση, διαιωνίζοντας έτσι την κατάσταση που επιθυμούσε να καταργήσει." (Από το «Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός» του Π. Κονδύλη, εκδ. Θεμέλιο)

Στο "Ισχύς και Απόφαση" (εκδ. Στιγμή), ο ίδιος φιλόσοφος εξηγεί ακόμη καλύτερα τον τρόπο σκέψης ορθολογιστών και ανορθολογιστών:

«Όποιος υποστηρίζει το πρωτείο της νόησης και του Λόγου δεν γίνεται eo ipso πιο "έλλογος" ούτε και υπακούει στη βούληση (διάβαζε: στην αξίωση ισχύος) λιγότερο από τον θεωρητικό υποστηρικτή του πρωτείου της βούλησης – ο οποίος πάλι από την πλευρά του είναι αναγκασμένος να επιστρατεύσει τη νόηση ήδη για να αποδείξει το πρωτείο της βούλησης με λογικά μέσα ενάντια στα επιχειρήματα των αντιφρονούντων (...)

Η διαμάχη γύρω από τον ορθολογισμό και τον ανορθολογισμό στρέφεται, εξ ίσου όπως και η συναφής αντιμαχία σχετικά με το πρωτείο της νόησης ή της βούλησης, γύρω από το πρόβλημα της υφής και της λειτουργίας του "πνεύματος" παρουσιάζοντας σε νέες παραλλαγές τον τρόπο με τον οποίο τούτο κατανοεί τον εαυτό του. Σ’ ό, τι αφορά τους ορθολογιστές, αυτοί οργανώνουν και διεξάγουν την πολεμική τους συνδέοντας συμβολικά το περιεχόμενο των θέσεων, στις οποίες εκφράζονται και συγκεκριμενοποιούνται οι δικές τους αξιώσεις ισχύος, με κάτι το οποίο ονομάζουν "Λόγο", έτσι ώστε οι θέσεις τους αυτές μπορούν να εμφανισθούν ως άμεση λογική απόρροια "του" Λόγου. Από την εξ ορισμού σύνδεση ορισμένων θέσεων με "τον" Λόγο εξάγεται κατόπιν το συμπέρασμα ότι κάθε αντίπαλος των θέσεων αυτών απορρίπτει "την" έλλογη σκέψη γενικά ή ότι τουλάχιστον δεν μπορεί να την παρακολουθήσει με την αναγκαία λογική συνοχή – πράγμα που τελικά σημαίνει την πνευματική του κατωτερότητα. Οι ορθολογιστές προσπαθούν, με άλλα λόγια, να μονοπωλήσουν τη σκέψη ως τέτοια και in toto, ισχυριζόμενοι ότι και μόνη η χρήση της σκέψης, όταν γίνεται κατά τρόπο λογικά άψογο, επιβεβαιώνει το δίχως άλλο την ορθότητα του περιεχομένου των θέσεών τους. Αυτή η έμμεση ταύτιση μορφής και περιεχομένου της σκέψης δεν είναι βέβαια τίποτε άλλο παρά ένα εσφαλμένο συμπέρασμα χρήσιμο στην πολεμική. Στην πραγματικότητα, η επιχειρηματολογία σύμφωνα με λογικούς κανόνες και η απάντηση σε ερωτήματα αναφερόμενα σε ορισμένο περιεχόμενο δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους, ήτοι η ίδια μορφή λογικής επιχειρηματολογίας μπορεί να οδηγήσει, από την άποψη του περιεχομένου, σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα όταν το περιεχόμενο των προκειμένων διαφέρει. Όταν οι διάφοροι ορθολογιστές συνδέουν "τον" ορθολογισμό, υπό την έννοια της λογικά άψογης χρήσης της σκέψης ως τέτοιας, αποκλειστικά με ορισμένα (αν και κάθε φορά διαφορετικά) περιεχόμενα, τότε δεν βλέπουν ότι ο ορθολογισμός, αν πρόκειται να έχει έννοια σταθερή και ελέγξιμη, μονάχα τυπικός μπορεί να είναι, δηλαδή μπορεί να σημαίνει μονάχα τη λογικά άψογη χρήση επιχειρηματολογικών εργαλείων με σκοπό τη διευκρίνιση ή τη θεμελίωση μιας κοσμοθεωρητικής απόφασης. Όμως η επιχειρηματολογία μπορεί να λάβει χώρα μονάχα εντός ενός οργανωμένου κόσμου και από υποκείμενα που διαθέτουν ταυτότητα – ήτοι πάνω στη δεδομένη βάση μιας ειλημμένης απόφασης, της οποίας ο πυρήνας βρίσκεται πέρα από το βεληνεκές του επιχειρηματολογικού Λόγου, αλλά η οποία θέλει να χρησιμοποιήσει τούτον τον τελευταίο για να εκλογικευθεί, δηλαδή να εξαντικειμενικευθεί και να γίνει έτσι πιο τελεσφόρα. Ως απάντηση σε έσχατα ερωτήματα, η θεμελιώδης απόφαση μπορεί να αρθρωθεί μονάχα ως αξίωση ισχύος, μολονότι η ορθολογιστική σύνδεση "του" Λόγου ως τέτοιου με ένα ορισμένο περιεχόμενο αποσκοπεί ακριβώς να αποδείξει ότι η (εκάστοτε) θεμελιώδης απόφαση δεν αποτελεί αυθαίρετη και αυτόβουλη τοποθέτηση, αλλά φυσική απόρροια "της" έλλογης σκέψης. Η ανεξαρτησία της θεμελιώδους απόφασης από τα λογικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την εκλογίκευσή της καταφαίνεται ωστόσο στο απλό γεγονός ότι με τη βοήθεια των ίδιων λογικών εργαλείων μπορούν να εκλογικευθούν κάμποσες διαφορετικές ή και αντίθετες μεταξύ τους θεμελιώδεις αποφάσεις. Αν κατανοήσουμε έτσι την ανεξαρτησία της από τα εργαλεία της λογικής, η θεμελιώδης απόφαση παραμένει ανορθολογική έστω κι αν περιέχει μια πανηγυρική ομολογία πίστεως στη ratio, στο πλαίσιο της οποίας βέβαια η ratio εμφανίζεται ταυτόχρονα ως κριτής και κρινόμενος. Εκείνο που βρίσκεται πέρα από τη λογική θεμελίωση και επιχειρηματολογία θα το ονομάσουμε εδώ ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική έννοια του όρου για να το διακρίνουμε από το ανορθολογικό στοιχείο με τη λογική έννοια του όρου το οποίο συνίσταται στην προγραμματική άρνηση κάθε απόπειρας να διατυπωθεί το ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική έννοια του όρου σε μορφή έλλογα επεξεργασμένη, δηλαδή να εκλογικευθεί.
            Η διάκριση ανάμεσα σε ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική και σε ανορθολογικό στοιχείο με τη λογική έννοια του όρου μάς προσφέρει το κλειδί για να κατανοήσουμε τον πολεμικό χαρακτήρα της διαμάχης γύρω από τον ορθολογισμό. Αν ορθολογιστές και ανορθολογιστές είναι εξ ίσου αναγκασμένοι να ξεκινήσουν από ανορθολογικές θέσεις με τη μυστική έννοια του όρου, δηλαδή από την πίστη στη ratio ή από την καταδίκη της, τότε η διαμάχη τους στην πραγματικότητα έχει να κάμει με την επιδίωξη της μιας πλευράς να επιβάλει ενάντια στην εκάστοτε άλλη ορισμένα περιεχόμενα σκέψης συνδεόμενα με ορισμένες αξιώσεις ισχύος ενώ ο αγώνας υπέρ ή κατά της ratio παραμένει σκιαμαχία που επικαλύπτει την ουσία του πράγματος. Αυτό δεν το δείχνει μονάχα ο ανορθολογικός (με τη μυστική έννοια του όρου) χαρακτήρας της πίστης των ορθολογιστών στον Λόγο, αλλά και η αδυναμία στην οποία βρίσκονται οι ανορθολογιστές να εξοβελίσουν ολοκληρωτικά τη χρήση του Λόγου. Ο αγώνας των ανορθολογιστών εναντίον της έλλογης συλλογιστικής σκέψης ως ύψιστης βαθμίδας δικαιοδοσίας στρέφεται λοιπόν όχι ενάντια στη σκέψη εν γένει, αλλά ενάντια στη (συμβολική) σύνδεσή της με ορισμένα περιεχόμενα, η οποία σε ορισμένες καταστάσεις φαίνεται τόσο αυτονόητη και πειστική, ώστε ο μόνος τρόπος για να δείξει κανείς την αντίθεσή του προς αυτά τα περιεχόμενα είναι η καταπολέμηση της ratio ως τέτοιας. Ωστόσο η επιθυμία των ανορθολογιστών να παραμείνουν στο πλαίσιο του ανορθολογικού στοιχείου με τη μυστική έννοια του όρου και να αποφύγουν κάθε του εκλογίκευση, δεν είναι δυνατόν να πραγματωθεί, εφ’ όσον οι ίδιοι είναι υποχρεωμένοι να ανακοινώνουν και να υπερασπίζουν την άποψή τους με τη βοήθεια επιχειρημάτων. Αν δεν το έκαναν αυτό, η θέση τους θα ήταν άγνωστη και αμελητέα, επίσης θα ήταν αδύνατη η πολεμική εναντίον του ορθολογιστή εχθρού και εξ ίσου αδύνατος θα ήταν κι ο ίδιος ο ανορθολογισμός, στο βαθμό που συνειδητοποιεί τον εαυτό του μέσα στην πολεμική τούτη. Στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ζωής που εδράζεται στον Λόγο, δηλαδή λειτουργεί με τη βοήθεια ιδεών και κανονιστικών αρχών, η παραίτηση από τα επιχειρήματα θα ισοδυναμούσε με παραίτηση από την αυτοσυντήρηση. Όταν λοιπόν οι ανορθολογιστές στρέφονται ενάντια στις "νεκρές αφαιρέσεις" και στις ύποπτες επιχειρηματολογικές τέχνες του Λόγου, τότε δεν εννοούν αυτό που κάνουν οι ίδιοι (άλλωστε μερικές φορές επιχειρηματολογούν ακόμα πιο περίτεχνα από τους ορθολογιστές), παρά μόνο αυτό που κάνει ο εχθρός για να υποστηρίξει το περιεχόμενο των δικών του θέσεων, δηλαδή τις δικές του αξιώσεις ισχύος. Και όταν οι ορθολογιστές καταπολεμούν το ανορθολογικό στοιχείο τόσο με τη μυστική όσο και με τη λογική έννοια του όρου, δεν παίρνουν υπ’ όψη τους ό,τι πράγματι κάνει ο εχθρός τους στο χώρο του "πνεύματος" (άλλωστε αυτό, από μορφική άποψη, ουσιαστικά συμπίπτει με τις δομές της δικής τους σκέψης), παρά μόνον εκείνο, με το οποίο ο εχθρός αυτός συνδέει συμβολικά το περιεχόμενο των θέσεών του, δηλαδή τις δικές του αξιώσεις ισχύος. Αν η διαμάχη δεν αφορούσε στην πρακτικά καίρια πολεμική εναντίον συμβόλων, τότε οι ορθολογιστές και οι ανορθολογιστές θα έπρεπε να θεωρούνται αμοιβαία ως αδελφοί (ως προς τη δομή της σκέψης) εχθροί (ως προς το περιεχόμενο της σκέψης). Επειδή όμως εδώ πρόκειται για πολεμική, η κάθε πλευρά αναγκαστικά έχει εσφαλμένη αντίληψη για την άλλη. Όπως οι ορθολογιστές εσφαλμένα δεν θέλουν να παραδεχθούν ως γνήσια έλλογη επίτευξη τη συχνότατα τελεσφόρα και αυστηρή χρήση επιχειρημάτων από μέρους των εχθρών τους, έτσι και οι ανορθολογιστές σφάλλουν όταν νομίζουν ότι οι ορθολογιστές είναι πράγματι σε θέση να στερέψουν με τις αφαιρέσεις τους την υπαρξιακή πηγή του Λόγου ή όταν, για να το εμποδίσουν αυτό, χωρίζουν (θεωρητικά) τη νόηση από την ύπαρξη παραγνωρίζοντας έτσι ότι από την υπαρξιακή πηγή της νόησης μονάχα νόηση μπορεί να αναβλύσει, αλλιώς η πηγή τούτη θα παρέμενε βουβή και θα χανόταν στη λήθη. Μια ύπαρξη που ζει κοινωνικά όχι μόνο δεν γνωρίζει αισθήματα ή όνειρα εντελώς απαλλαγμένα από κάθε τάση για εκλογίκευση και αυτοδικαίωση αλλά, επί πλέον, το ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική έννοια του όρου, του οποίου τη ζωογόνο παρουσία και την τονωτική επήρεια θέλουν να διασφαλίσουν οι ανορθολογιστές, στην πραγματικότητα δεν πάει ποτέ χαμένο, παρά συνεχώς διοχετεύεται μέσα στο έλλογο στοιχείο για να του δώσει ψυχή, αν μπορούμε να πούμε έτσι. Ήδη γι’ αυτόν τον λόγο οι διαμαρτυρίες των ανορθολογιστών είναι άσκοπες, όπως αβάσιμες είναι και οι αιτιάσεις των ορθολογιστών εναντίον της δήθεν ανικανότητας των ανορθολογιστών να σκεφθούν έλλογα». (22/4/2006)
Porta Aurea

Pages