ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ
ΑΥΘΟΡΜΗΤΙΣΜΟΣ
Το
ιδανικό «γνώθι σ’ αυτόν» φαίνεται πολύ αντιφατικό. Όταν μάθεις αυτό που είσαι,
τότε παύεις πια να είναι αυτό το οποίο έμαθες ότι είσαι. Εάν «Α» ήταν ο εαυτός
σου, οι συνήθειές σου, οι γνώσεις σου, τα πάντα για σένα, και εάν «α» είναι η
γνώση που μπορεί κανείς να έχει για τον εαυτό του, τις συνήθειές του, τις
γνώσεις του (να γνωρίζει τι ξέρει και ότι το ξέρει), τότε ο καινούργιος εαυτός –
μετά την αυτογνωσία – δεν είναι πάλι ο Α, αλλά ο Α+α. Ορισμένα πράγματα, βέβαια,
είναι σίγουρο πως δε θα τα διευκρινίσουμε ποτέ για τον εαυτό μας, αλλά θα
παραμείνουν ασαφή. Επίσης υπάρχουν πράγματα (συνήθειες, γούστα, γνώσεις) τα
οποία ήδη πριν την αυτογνωσία γνωρίζουμε ότι είναι τμήμα του «εαυτού» μας.
Ωστόσο όλο και κάποια τμήματα θα περνούν απαρατήρητα, ως αυθόρμητα, ως έξη, ή
επειδή αδιαφορούσαμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Όταν πετυχαίνεις την
αυτογνωσία, λοιπόν, έχεις προσθέσει ένα ποσό γνώσης «α», το οποίο
συμπεριλαμβάνεται στον εαυτό σου, σ’ αυτό που λέμε «εαυτός», συνείδηση κ.λπ. Δεν
είσαι πια ο Α, αλλά ο Α+α. Κατά παράδοξο τρόπο, δηλαδή, ποτέ δεν μπορούμε να
πετύχουμε την αυτογνωσία του τωρινού εαυτού μας. Πάντα θα αναφέρεται αυτή όχι
στον παρόντα εαυτό μας, αλλά στον παρελθόντα εαυτό μας (είτε αυτό το παρελθόν
είναι δυο μέρες πριν είτε δέκα χρόνια πριν). Στη συνέχεια, για να γνωρίσουμε τον
εαυτό μας «Α+α», θα πρέπει (όχι μόνο να σπαταλήσουμε χρόνο, αλλά και) να
κερδίσουμε την γνώση β, που αναφέρεται στον Α+α. Η συνειδητοποίηση της γνώσης
«α» που προστέθηκε στον εαυτό Α, δεν γίνεται αυτοστιγμεί, αλλά απαιτεί
διεργασίες (άρα σπατάλη χρόνου, κατά τον οποίο αλλάζει ούτως ή άλλως και ο Α+α)
που οδηγούν στην απόκτηση της γνώσης β. Αυτό ίσως φαίνεται περίεργο, αλλά έτσι
είναι. Αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν πράγματα που κάνουμε τόσο μηχανικά και
αυθόρμητα, ώστε όχι απλώς τα αφήνουμε απαρατήρητα αλλά και δυσκολευόμαστε να
περιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο τα κάνουμε, αλλά και την αιτία, για την
οποία τα κάνουμε, τότε παύει να φαίνεται περίεργο το ότι απαιτείται γνώση «β»
για να γνωρίζουμε τον εαυτό μας Α+α. Και βέβαια, η γνώση «β» δεν αφορά μόνο τη
συνειδητοποίηση της απόκτησης της γνώσης «α», αλλά (επειδή η γνώση «α» δεν
προστίθεται απλώς στον Α, αλλά αλληλεπιδρά μαζί του, και συνεπώς το «Α+α» δεν
είναι απλώς το άθροισμά τους) η συνειδητοποίηση του τρόπου ύπαρξης του Α+α.
Εκτός όμως από την αδυναμία ύπαρξης
αυτογνωσίας για τον παρόντα εαυτό, προκύπτει και ένα άλλο πρόβλημα εξαιτίας της
αυτογνωσίας, σχετιζόμενο με το ζήτημα της αυθορμητικότητας. Όταν αντιληφθείς ότι
μέχρι πριν λίγο δρούσες αυθόρμητα σε ένα τομέα (ή πολλούς) της ζωής σου, όταν
αναλύσεις την αυθορμητικότητα αυτή, τον τρόπο με τον οποίο δρούσες και τις
αιτίες της δράσης αυτής, τότε ασυναίσθητα ή μη απομακρύνεσαι από αυτό που ήσουν
και βίωνες, το βλέπεις ως παράξενο. Σκέφτεσαι «μα πώς έπραττα έτσι; Δεν ήταν
παράξενο;». Βέβαια υπάρχουν τρεις πιθανότητες, μετά την απόκτηση της
αυτογνωσίας: είτε να απορρίψεις αυτό που έκανες/ήσουν είτε να το υπερασπιστείς
είτε να προσπαθήσεις να συνθέσεις την αυτογνωσία σου επί του θέματος με τον
μέχρι πρότινος τρόπο δράσης σου.
Για παράδειγμα η (δημοτική) «παράδοση», έθιμα κ.λπ. Ο λαός μας, όταν χόρευε,
ακολουθούσε πανάρχαια ή χριστιανικά έθιμα, όταν μάντευε τον καιρό που θα κάνει
τον επόμενο χρόνο, όταν ακολουθούσε μια ορισμένη κοινωνική ηθική, δεν πίστευε
ότι ακολουθεί κάποια «παράδοση» ως φολκόρ που πρέπει να διατηρηθεί εν ζωή. Η
«παράδοση» αυτή ήταν ολοζώντανη, (όχι μόνο διότι οι κοινωνικές συνθήκες την
κρατούσαν ζωντανή, αλλά και) διότι κανείς απ’ τους προγόνους μας, του 1700, του
1850, όταν τραγούδαγε στο χωράφι ή ακολουθούσε τα έθιμα, δεν έμπαινε στον κόπο
(όχι, φυσικά, ότι έπρεπε να μπει) να αναρωτηθεί για τις απαρχές των εθίμων ούτε
να το σκεφτεί ως αναβίωση εθίμων μπροστά στην τηλεόραση ούτε να το δει ως
«ταυτότητα» την οποία πρέπει να διαφυλάξει. Του ήταν όλη η «παράδοση» τόσο
αυτονόητη, που (δεν ήταν καν παράδοση τότε) δεν σκεφτόταν να τη διαφυλάξει ή να
τη μελετήσει ή να αποστασιοποιηθεί (επειδή δεν του άρεσε) από αυτήν. Όταν αυτά
που θεωρούσαμε αυτονόητα και τα πράτταμε λίγο-πολύ αυθόρμητα, πάψουν να είναι
αυτονόητα και σκεφτούμε «τι νόημα έχουν όλα αυτά;», έχουμε αποστασιοποιηθεί από
τον προηγούμενο εαυτό μας, ο οποίος τα έπρατε πολύ φυσικά και δίχως σκέψη.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι λόγοι για τους οποίους η αυτογνωσία τής τωρινής μας
κοσμοεικόνας και της απόφασης η οποία οδήγησε σε αυτήν είναι δύσκολη ή αδύνατη.
«Με αφετηρία τη δομικά λίγο-πολύ πλήρη και λειτουργικά λίγο-πολύ τελεσφόρα
κοσμοεικόνα είναι αδύνατον να γραφτεί αναδρομικά μια γενετική της ιστορία, η
οποία να μην αποτελεί εξύμνηση και δικαίωσή της. (...) Η επιστημονική
ανασυγκρότηση του δρόμου προς την απόφαση δεν πάσχει όμως μόνο επειδή οι απαρχές
του δύσκολα ή ελάχιστα συλλαμβάνονται εμπειρικά. Ακριβώς επειδή συμβαίνει αυτό,
είμαστε υποχρεωμένοι να ανασυγκροτήσουμε τούτον τον δρόμο αρχίζοντας από το
τέλος του, δηλαδή προσανατολίζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα την έρευνά μας στο
ερώτημα, πώς προέκυψε το αποτέλεσμα που βλέπουμε
μπροστά μας. Έτσι παραβλέπονται, παραγνωρίζονται ή υποτιμούνται κάποια στοιχεία,
τα οποία, προτού ακόμα διαγραφεί το αποτέλεσμα, δηλαδή όσο η έκβαση της εξέλιξης
ήταν ακόμη ανοιχτή, ίσως έπαιξαν σημαντικό ρόλο, όμως στη συνέχεια ατόνησαν ή
μετασχηματίστηκαν και προσαρμόστηκαν, σύμφωνα πάντα με τη νέα υφή της
συνείδησης. (...) Βέβαια, το υποκείμενο της (ειλημμένης) απόφασης –το οποίο
διαθέτει τώρα πάγια ταυτότητα και δεν μπορεί να συλλάβει και να περιγράψει τη
δική του υφή και κατάσταση αλλιώς παρά μονάχα με βάση όσα κριτήρια του παρέχει η
κοσμοεικόνα του, μετατρέποντας έτσι την ανασυγκρότηση της προϊστορίας του σε
αυτοδικαίωση– κατανοεί τον εαυτό του με τέτοιον τρόπο, ώστε κατά κανόνα αδυνατεί
ή αρνείται να δει πόσο σκόλιος, ανεξιχνίαστος, αβέβαιος και ανεγξέλεκτος ή και
τυχαίος στάθηκε ο δρόμος του προς την κοσμοθεωρητική του απόφαση. (...) Έτσι
προτιμά να παρουσιάσει την κοσμοθεωρητική του απόφαση ως έκβαση ενός συνειδητού
και σκληρού αγώνα, ως αναπόδραστη ή τουλάχιστον υπαρξιακά πλήρως φορτισμένη
επιλογή μεταξύ (ακραίων) εναλλακτικών λύσεων. Όταν τα λέει αυτά, ξεχνάει,
βέβαια, ότι οι εναλλακτικές λύσεις, ακριβώς όπως επίσης το καλό και το κακό,
αποτελούν αντιθετικά στοιχεία της ίδιας κοσμοεικόνας, δηλαδή ως εναλλακτικές
λύσεις θεωρούνται μονάχα μέσα σε ορισμένη κοσμοθεωρητική προοπτική».
(27/12/2006)
Όλα αυτά δε
σημαίνουν βέβαια ότι η αυτογνωσία είναι κακή και καλή η αυθορμητικότητα (δεν εξετάζεται από αυτή τη σκοπιά το ζήτημα),
αλλά εξετάζονται κάποιες πτυχές της «γνώσης», που μπορεί να είναι
απελευθερωτικές αλλά κι εξίσου διχαστικές και τραυματικές. (11/10/2005)