ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Καμμιὰ πλευρὰ
δὲν παραδέχθηκε ὥς τώρα πὼς οἱ στόχοι της
ἦταν λάθος. Οἱ δεξιοὶ ἀρνοῦνται νὰ
παραδεχτοῦν τὴν τρομοκρατία καὶ τὸν φασισμὸ τῆς Δεξιᾶς μεταξὺ τοῦ 1936-1974 καὶ
νοσταλγοῦν τὴν «ὡραία ἐποχή» τοῦ «Ἑλλὰς Ἑλλήνων Χριστιανῶν». Οἱ ἀριστεροὶ ἀκόμα
πιστεύουν πὼς εἶχαν δίκαιο στὸν ἀγώνα τους μεταξὺ 1944-1949 ἁπλὰ καὶ μόνο ἐπειδὴ
διώκονταν ἀπὸ τοὺς φασίστες, ἀρνούμενοι νὰ παραδεχτοῦν πὼς ἂν εἶχαν νικήσει
αὐτοὶ τότε, τώρα θὰ ἤμασταν ὅπως ἡ Ἀλβανία, ἡ Βουλγαρία κτλ. Ἂν διαφωνοῦν μὲ
αὐτὸ, τί τοὺς κάνει νὰ πιστεύουν ὅτι ἐὰν αὐτοὶ νικοῦσαν στὸν Ἐμφύλιο, ἡ χώρα μας
δὲν θὰ εἶχε τὴν ἴδια πορεία μὲ αὐτὴν τῆς Ἀλβανίας ἢ τῆς Ρουμανίας; Οἱ
δεξιοὶ ἀποκαλοῦσαν τοὺς ἀριστεροὺς προδότες, κατηγορῶντας τους πὼς εἶχαν πρόθεση
νὰ δώσουν τμήματα τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας στὴ Γιουγκοσλαβία ἢ τὴ Βουλγαρία,
ἐνῶ οἱ ἀριστεροὶ κατηγοροῦσαν ἐπίσης τοὺς δεξιοὺς ὡς προδότες, κατηγορῶντας τους
ὡς συνεργάτες τῶν Ναζί, ποὺ μετὰ θέλησαν νὰ σώσουν τὸ τομάρι τους, γινόμενοι
συνεργάτες τῶν Ἄγγλων. Οἱ κατηγορίες καὶ τῶν δυὸ
εἶναι ὁλόσωστες.
Όση συμπάθεια κι αν έχει κανείς στο άκουσμα των ιστοριών των
αριστερών για το τί τράβαγαν οι παππούδες τους στις εξορίες και στις αίθουσες
βασανιστηρίων, δεν είναι λογικό να μετατραπεί αυτή η συμπάθεια σε ομοφροσύνη:
γιατί υπάρχει η επίγνωση ότι τα ίδια πράγματα θα έκαναν και οι αριστεροί (οι
κακοί αριστεροί, που εν τέλει θα έπαιρναν την εξουσία) στους δεξιούς, αν αυτοί
κέρδιζαν. Θα έλεγε κανείς ότι, ακριβώς επειδή η Αριστερά
έχει γίνει η κρατούσα ιδεολογία και οι εκπρόσωποί της εξαργύρωσαν κοινωνικά, τις
τρεις τελευταίες δεκαετίες, σε απίστευτα μεγάλο βαθμό την πρότερη
κακομεταχείριση που υπέστησαν, η επιπλέον αναφορά στα αρχαία βάσανά τους είναι
πια περιττή και ενοχλητική αν όχι κι εκ του πονηρού.
Σε όλες τις εποχές κι όλους τους εμφυλίους, ειδικά τους
αιματηρούς, ο νικητής αποκτά το δικαίωμα να διακηρύττει και να επιβάλλει δημόσια
την άποψη ότι η νίκη του γλίτωσε την κοινωνία από την διάλυση, να απαιτεί οι
εκπρόσωποί του αποκλειστικά να κυριαρχούν κοινωνικά, πολιτικά ή πνευματικά,
αφήνοντας στους ηττημένους το δικαίωμα να υπάρχουν απλώς. Έτσι έγινε και στην
Ελλάδα μετά το 1949. Η ιστορία γραφόταν αποκλειστικά από τη σκοπιά των νικητών,
οι νίκες τους εξυμνούνταν, η ιδεολογία των ηττημένων Αριστερών χλευαζόταν και περιγραφόταν
ως επικίνδυνη, ενώ οι θέσεις-κλειδιά, και όχι μόνο αυτές, του κράτους στελεχώνονταν από τους
Δεξιούς. Αυτό, τουλάχιστον το πρώτο σκέλος των συνεπειών του Εμφυλίου, δηλαδή τα
παραπάνω πλην της στελέχωσης των κρατικών θέσεων από Δεξιούς, γινόταν ώς το
1974. Μετά το 1974 και ειδικότερα από το 1981 ώς και τώρα πραγματοποιήθηκε η
αντιστροφή της παραπάνω κατάστασης. Δηλαδή μετά το 1974 ή το 1981 η ιδιότητα του
Αριστερού ή προοδευτικού θεωρείται τίτλος τιμής, ενώ η ιδιότητα του Δεξιού ή
εθνικόφρονα θεωρείται απαξία και επικίνδυνη κοινωνικά. Επιπλέον
οι θέσεις του κρατικού μηχανισμού, των Πανεπιστημίων κ.λπ.
στελεχώνονται κυρίως από Αριστερούς, αφού η ιδιότητα του Αριστερού, μαρξιστή ή
αντεξουσιαστή ή έστω προοδευτικού Ευρωπαϊστή, λειτουργεί ως επιπλέον
μοριοδότηση για την κατάληψη κρατικών-δημόσιων θέσεων. Σε παλιότερες εποχές,
δηλαδή αμέσως μετά το 1981 και για τα αμέσως επόμενα χρόνια, η αντιστροφή της
κατάστασης του 1949-1974 αναφορικά με την κάλυψη θέσεων του κρατικού μηχανισμού
ήταν εντονότατη όπως εντονότατη ήταν και η αντιστροφή της ιδεολογικής ιεράρχησης του
1949-1974 για τα πρώτα 10-13 χρόνια μετά το 1974. Μετά αυτά τα δύο φαινόμενα
συνεχίστηκαν αλλά με μικρότερο μένος και με λιγότερο έξαλλη δημόσια προβολή (στα
μουλωχτά) από όσους τα προκαλούσαν. Επίσης, ως αποτέλεσμα της αντιστροφής αυτής
κυρίαρχη είναι η αριστερή (σε όλες τις παραπάνω εκφάνσεις της) ιδεολογία, τόσο
στην εκπαίδευση όσο και στο δημόσιο λόγο, πολιτικό και μη. Η επιστροφή δεξιών
ρητορειών, κυρίως μετά το 1992, δεν πρέπει να θεωρείται και ως επικράτησή τους,
γιατί καταρχήν υιοθετήθηκαν από σχεδόν όλους, ακόμη και Αριστερούς, αλλά κυρίως
γιατί μια ιδεολογία επικρατεί κοινωνικά μόνο όταν εκθρονίζονται οι κοινωνικά
κυρίαρχοι εκπρόσωποι τής προηγούμενης κρατούσας ιδεολογίας. Όταν επομένως τα
πανεπιστήμια και οι δημόσιες υπηρεσίες είναι γεμάτες από κεντροαριστερούς ή από
πρώην κομμουνιστές και αντιεξουσιαστές οι οποίοι έριξαν λίγο νερό στο κρασί
τους ώστε να βολευτούν, είναι αφελές να γίνεται λόγος για επιστροφή του
συντηρητισμού. Έτσι: ό,τι γινόταν μεταξύ 1946-1974, εκτός από τα βασανιστήρια
και τις εξορίες, γίνεται, σε μια αρκετά ηπιότερη αλλά αντίστοιχη μορφή από το 1974 και
κυρίως από το 1981 έως τώρα. Αυτό ασφαλώς μπορεί ο καθένας να το δει ως κακό ή
ως δίκαιο. Δεν ενδιαφέρει εδώ αυτή η πτυχή. Το ζήτημα είναι η αιτία της
αντιστροφής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αυτή ήταν η υπερβολή των εκπροσώπων της
δεξιάς ιδεολογίας, όσο πλησιάζουμε προς το 1974. Πράγματι ενώ τα πρώτα χρόνια
μετά το 1949 η επίδειξη δύναμης ήταν κάτι το αυτονόητο και αναμενόμενο, η
επίδειξη δύναμης και η σκλήρυνση σε μεταγενέστερα χρόνια δεν σήμαιναν καμμία
δύναμη στην πραγματικότητα. Πηγαίνοντας ώς τα άκρα την επίδειξη δύναμής τους εν τέλει
έχασαν την αυτοπεποίθησή τους και προετοίμασαν το έδαφος για την κυριαρχία της
αριστερής ιδεολογίας. Όταν τον Ιούλιο του 1974 η πιο σκληρή έκφραση της δεξιάς
ιδεολογίας τα έχει χαμένα και παραδίδει την εξουσία στους (έστω Δεξιούς)
πολιτικούς, είναι σα να παραδέχεται την πτώχευση των τοτινών αξιών της Δεξιάς
ολόκληρης. Γι' αυτό και τα ηνία της Δεξιάς μετά το 1974 τα αναλαμβάνει η
φιλελεύθερη πτέρυγά της, η οποία όμως έχει μικρή έως ελάχιστη απήχηση συγκριτικά
με την εθνικοφροσύνη.
Τελικά
βλέπουμε ότι η κυριαρχία των αριστερών ιδεολογημάτων (2007-1974=33 έτη)
συνεχίζεται και διαρκεί περισσότερο από αυτήν των δεξιών (1974-1946= 28). Δεν
καταρρέει η πρώτη. Ο λόγος είναι ότι μετασχηματίστηκε έξυπνα μεταξύ 1991 και
1993, δηλαδή τον καιρό της κρίσης της Αριστεράς, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, σε
κάτι ακόμη πιο φιγουρατζίδικο, στην "ευρωπαϊκή ιδέα", στην προοδευτική Ευρώπη
κ.λπ. κι έτσι (λ.χ. το αριστερό πανεπιστημιακό κατεστημένο αλλά και οι πρώην
τριτοκοσμικοί πολιτικοί) επιβίωσε και διατηρήθηκε ως κυρίαρχη. Αντίθετα τέτοιες
διεργασίες στην Δεξιά ήταν, λόγω μετεμφυλιακού άγχους, δειλίας αλλά και
εξωτερικής επιτήρησης, λιγοστές και ασήμαντες κι έτσι, όταν ήρθε το "κακό",
δηλ. το 1974, η
Δεξιά κήρυξε ιδεολογική πτώχευση. Η παράταση της δεξιάς πολιτικής κυριαρχίας (1974-1980)
ήταν στάχτη στα μάτια, τη στιγμή που κάθε τι δεξιό ήδη θεωρείτο τρισκατάρατο
κοινωνικά, πνευματικά, ηθικά.
Συνήθως, ως
δικαιολογία για την έναρξη του Εμφυλίου από την πλευρά των Αριστερών δίνεται η
άποψη ότι η τοτινή κατάσταση ήταν τόσο εξαθλιωτική, ώστε δεν απέμενε άλλος
δρόμος από το βουνό και την επανάσταση και πως το τι περιεχόμενο θα είχε η
εναντίωση στην τοτινή άθλια κατάσταση ήταν δευτερεύον στα μάτια των λαϊκών
μαζών. Η δικαιολόγηση αυτή αληθεύει ώς ένα σημείο, αλλά από ένα σημείο και
έπειτα συνεπάγεται πράγματα εντελώς διαφορετικά από αυτά που οι Αριστεροί
νομίζουν. Πράγματι, όταν τα πράγματα δεν φαίνονται να αλλάζουν, ο απελπισμένος
θα κρεμαστεί από τη μόνη διέξοδο σωτηρίας και δεν θα κάτσει να νοιαστεί για το
βαθύτερο ιδεολογικό περιεχόμενο της διεξόδου αυτής. Δεν ήταν η πλειοψηφία των
επαναστατών του Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσσία συνειδητοί μαρξιστές ούτε η
πλειοψηφία των εαμικών Ελλήνων του 1944 συνειδητοί κομμουνιστές. Απλώς στα μάτια
τους η συνταύτισή τους με τα επαναστατικά κόμματα ήταν η μόνη λογική λύση εξόδου
από την εξαθλίωσή τους, και προτιμούσαν κάποια λύση και διέξοδο παρά καμμία
λύση και αδιέξοδο. Μόνη λύση το 1944 που πρόβαλε με αξιώσεις
αντικειμενικότητας ήταν το ΕΑΜ κ.λπ. κι όχι άλλη, επαναστατική ή μη. Από την
άλλη όμως, το καλλίτερα κάποια λύση παρά καμμία λύση, που φέρνουν ως
δικαιολογία οι πνευματικοί απόγονοι των τοτινών εαμικών συνεπάγεται ότι δεν έχει
πρακτική σημασία για τις λαϊκές μάζες το περιεχόμενο του Οράματος αλλά η ύπαρξη
Οράματος. Βάσει αυτής της λογικής όμως θα μπορούσε κάποιος άλλος να πει ότι είναι
καλλίτερη π.χ. μια φασιστική λύση από καμμία λύση - κι αυτό ειπώθηκε από όχι
λίγους κατά τον Μεσοπόλεμο στην Ευρώπη. Η εξιδανίκευση του Οράματος, του
ιδεαλισμού, όποιας μορφής κι αν είναι αυτοί, αρκεί να είναι Όραμα διεξόδου,
δηλαδή, συνιστά την μεγαλύτερη χοντροκοπιά, αφού δε δίνει καμμία εγγύηση για το
περιεχόμενο του Οράματος αυτού. Αυτή η εξύμνηση του Οράματος γενικά,
προκειμένου να υπάρξει "αντίσταση" στην εκάστοτε "βάρβαρη πραγματικότητα"
συνιστά πρώτου μεγέθους αφέλεια των υπερασπιστών του Οράματος και των κάθε λογής
"αντιστασιακών". Γιατί Όραμα καλείται και είναι και το χιτλερικό Όραμα, και το φασιστικό
Όραμα,
και το χουντικό Όραμα, εξίσου νόμιμα με το μαρξιστικό ή το
αντιεξουσιαστικό Όραμα.
Αλλά, για
να ξαναγυρίσουμε στο αρχικό επιχείρημα, οι εαμικοί-εαμογενείς σημερινοί
απολογητές του εμφυλίου δεν μπορούν να πείσουν ότι εάν κυριαρχούσαν, η Ελλάδα δεν
θα γινόταν όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία ή η Βοσνία. Δεν μπορούν επίσης να
παραδεχτούν ότι ήταν τα κορόιδα του Στάλιν, αφού ποτέ δε θα τους βοηθούσε σε
βαθμό που θα έπρεπε να συγκρουστεί ανοικτά με τους Συμμάχους του. Προς τι λοιπόν
η ατελείωτη θρηνωδία για την προαποφασισμένη ήττα;
Από την
άλλη οι τοτινές αλλά και σημερινές αιτιάσεις των Δεξιών και αντιεαμικών του
Εμφυλίου ότι υπερασπίζονταν τη νομιμότητα κι ότι νικώντας τουλάχιστον νίκησαν
υπέρ της (μελλοντικής) δυνατότητας για δημοκρατία είναι τουλάχιστον αφελείς, όσο
κι αν επαναλαμβάνονται (π.χ. για τα Δεκεμβριανά) και σήμερα. Κι αυτό διότι το
τελευταίο πράγμα που είχαν κατά νου οι αντικομμουνιστές του 1944-1949 ήταν η
δημοκρατία και η νομιμότητα και η δυνατότητα ενός πλουραλιστικού πολιτικού
συστήματος. Το μόνο που επιδίωκαν ήταν να κρατηθούν στη θέση τους τα κεφάλια
τους, να μην πληρώσουν καθόλου για τη συνεργασία τους με τους εθνικοσοσιαλιστές
κατακτητές, να συνεχίσουν την από το 1935 κυριαρχία τους. Η "υπεράσπιση της
νομιμότητας" σήμαινε υπεράσπιση του δικαιώματός τους να καταπατούν το δικαίωμα
της πλειοψηφίας να μην θέλει το βασιλιά και να θέλει το ΕΑΜ. Ούτε η τροπή των
γεγονότων του 1991 (διάλυση ΕΣΣΔ) τούς δικαιώνει, γιατί αυτοί δεν πολεμούσαν
κατά τον Εμφύλιο υπέρ της δημοκρατίας, αλλά υπέρ της διατήρησης μιας, φαινομενικά
δημοκρατικής, βασιλευόμενης ολιγαρχίας. Τι σχέση έχει το 1991 με το ημιφασιστικό καθεστώς υπέρ
του οποίου πολεμούσαν, και τι είδους δικαίωση για τους ίδιους λοιπόν
συνιστά η διάλυση της ΕΣΣΔ; (8/6/2007)
Ασφαλώς ήταν οι Αριστεροί, αυτοί οι οποίοι έκαναν αντίσταση –
αλλά οι Αριστεροί ήταν ένα 10-20% του πληθυσμού και είναι
εσφαλμένο να θεωρούν πως μόνο αυτοί πολέμησαν κατά την Εθνική Αντίσταση μόνο και μόνο επειδή οι διώκτες των
Αριστερών ήταν οι (ακρο)δεξιοί ή επειδή ήταν το ΚΚΕ αυτό που οργάνωσε το
μεγαλύτερο μέρος της. Οι (φιλο)ΕΑΜικοί όμως δεν ήταν απαραίτητα αριστεροί ούτε
κομμουνιστές. Επίσης ήταν αυτοί στους οποίους επί
δεκαετίες δεν αναγνωριζόταν ότι αντιστάθηκαν, ενώ αναγνωρίζονταν ως
αντιστασιακοί οι ακροδεξιοί φιλοναζί. Αλλά πρέπει κανείς
να αναρωτηθεί, γιατί και πότε έκαναν αντίσταση οι Αριστεροί. Η απάντηση στο πότε
δίνει και την απάντηση στο γιατί. Είναι γνωστό ότι ο Ζαχαριάδης δε θεωρούσε
αντιφασιστικό τον πόλεμο του 1940, ότι ειρωνευόταν το κλίμα ενθουσιασμού εκ
μέρους του λαού, το οποίο καλλιεργούσαν οι εφημερίδες (η ειρωνεία της ιστορίας
είναι ότι σήμερα οι Αριστεροί θεωρούν αντιφασιστικό τον πόλεμο του 1940 – έτσι
συμπεριφέρονται ακριβώς με εκείνον τον τρόπο για τον οποίον
κατηγορούν την ΧΟ Εκκλησία ότι έπραττε αναφορικά με το 1821, ότι πρώτα το
αποκήρυττε και ύστερα το καπηλεύτηκε).
Η Αριστερά έκανε αντίσταση μόνο αφού η Γερμανία επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ. Ώς τότε
σφύριζε αδιάφορη ή «έκανε παρέα» με τους πασιφιστές μαρξιστές,
ζητώντας λίγο πολύ να γίνουμε Ελβετία, τη στιγμή κατά την οποία ο φασισμός
σήκωνε κεφάλι: Ο Ζαχαριάδης ζητούσε ειρήνη και ουδετερότητα
το Νοέμβριο του 1940,
ενώ οι Ναζί είχαν ξεκινήσει την κατάκτηση της Ευρώπης.
Για ποιο λόγο ένας αντιφασίστας δε θα επεδίωκε την αντίσταση στο φασισμό, εκτός
από το ότι η Γερμανία δεν είχε κηρύξει πόλεμο στην ΕΣΣΔ, πράγμα που το έκανε
μόνο τον Ιούνιο του 1941; (8/10/2008)