Ἰσχὺς καὶ αὐτοσυντήρηση - Point of view

Εν τάχει

Ἰσχὺς καὶ αὐτοσυντήρηση


ΙΣΧΥΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ: είναι συνηθισμένη η απορία γιατί κάποιοι ισχυροί ή οι άνθρωποι γενικά επιδιώκουν όλο και περισσότερη ισχύ αντί να επιζητούν την αυτοσυντήρησή τους μόνο. Εάν, συνεχίζει η θεωρία αυτή, αν οι άνθρωποι άρχιζαν να επιδιώκουν μόνο την αυτοσυντήρησή τους και όχι την αύξηση της ισχύος τους, τότε δε θα υπήρχαν ανταγωνισμοί και πόλεμοι. Είναι όμως έτσι, δηλαδή μπορούν οι άνθρωποι να επιδιώκουν την αυτοσυντήρησή τους δίχως να επιδιώκουν αυτομάτως και την διεύρυνση της ισχύος τους;

            Το λάθος που υπάρχει στην παραπάνω προβληματική είναι ότι θεωρείται η αυτοσυντήρηση ως κάτι το στατικό, μια στατική κατάσταση, η οποία αφού επιτευχθεί μια φορά, είναι για πάντα επιτευγμένη. Η πραγματικότητα είναι πως η επιδίωξη για αυτοσυντήρηση συντελείται μέσα σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη κι επομένως δυνητικά επικίνδυνη κατάσταση. Κάθε στιγμή αντιμετωπίζουμε κινδύνους. Ο άνθρωπος δεν επιδιώκει την εξουδετέρωση των κινδύνων μόνο της επόμενης στιγμής, αλλά και των μελλοντικών. Προφανώς όμως το μέλλον και τους μελλοντικούς κινδύνους είναι δύσκολο να τους γνωρίζει κανείς πλήρως. Πρέπει ωστόσο να προφυλαχτεί από κάτι άγνωστο. Γι’ αυτό πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο εξασφαλισμένος απέναντι στον οιονδήποτε κίνδυνο. Μεγαλύτερη εξασφάλιση τής μελλοντικής αυτοσυντήρησης όμως γίνεται εάν ήδη από τώρα ο άνθρωπος αποκτήσει περισσότερη δύναμη από αυτήν που χρειάζεται για την σημερινή του αυτοσυντήρηση. Η ισχύς είναι απλώς ο τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών και επίτευξης της αυτοσυντήρησης. Έτσι, από τώρα ο άνθρωπος πρέπει να έχει ένα ποσό ισχύος, το οποίο μπορεί μεν να είναι υπεραρκετό για το παρόν, αλλά για το μέλλον είναι απαραίτητο (δεδομένης μάλιστα της άγνοιας για τους μελλοντικούς κινδύνους, δύσκολα μπορεί κανείς να εξασφαλίζεται πλήρως). Ο άνθρωπος που προνοεί και προβλέπει δεν μπορεί να έχει λοιπόν ως αφετηρία της δράσης του την προσωρινή κατάσταση της ικανοποίησης των τωρινών αναγκών του, αλλά γενικά την κατάσταση της ανάγκης και της στέρησης. Η στέρηση/ανάγκη (άρα και η αδυναμία αυτοσυντήρησης) εμφανίζεται ακριβώς επειδή η εναντίον της ισχύς την οποία διαθέτει ο άνθρωπος δεν επαρκεί. Έτσι, αν ο άνθρωπος επιδιώκει την μελλοντική αποφυγή της ανάγκης (ή την αποφυγή της μελλοντικής ανάγκης/στέρησης), τότε απαιτείται περισσότερη ισχύς από αυτήν που διαθέτει τώρα και η οποία φαίνεται να τον εξασφαλίζει προς το παρόν. Φαίνεται λοιπόν πως ήδη από τώρα πρέπει να προετοιμαστεί για το άγνωστο μέλλον, το οποίο μπορεί να απαιτεί περισσότερη ισχύ από την τωρινά απαιτούμενη (εάν βέβαια οι μελλοντικές ανάγκες αποδειχθεί πως ήταν μικρότερες των τωρινών, τότε η τωρινή ισχύς θα επαρκεί, ωστόσο ο άνθρωπος προνοεί για την χειρότερη περίπτωση και όχι για την καλύτερη). Επομένως η αυτοσυντήρηση ως διαδικασία απόκτησης ισχύος (πραγματωμένη θέληση για δύναμη) μακροπρόθεσμα απαιτεί την αυτοεπίτασή της. Επειδή η αυτοσυντήρηση είναι συνάρτηση της διατήρησης της ισχύος, η αυτοεπίταση πρέπει να μεταφρασθεί σε χειροπιαστή επίταση της ισχύος. Εάν μάλιστα σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει απλώς το ανόργανο περιβάλλον (π.χ. να προβλέψει ότι πρέπει να προμηθευτεί ξύλα για την περίπτωση που κάνει κρύο) αλλά και το οργανικό, δηλαδή τους ανθρώπους (που θέλουν, ο καθένας επαρκή αριθμό ξύλων – τα οποία είναι ούτως ή άλλως λιγοστά – για να ζεστάνουν τα σπίτια τους), τότε η ανάγκη διεύρυνσης της ισχύος του είναι αμείλικτη. Πρέπει να ανταγωνιστεί όσους αγωνίζονται για τη δική τους αυτοσυντήρηση και για την δική τους διεύρυνση της ισχύος, ώστε να διασφαλίζει ή να βελτιώνει ανά πάσα στιγμή (κι όχι μία στιγμή) την σχετική θέση ισχύος απέναντι στους ανταγωνιστές του. Μπορεί λοιπόν η τωρινή ισχύς να είναι αποτελεσματική για την καθυπόταξη των τωρινών εχθρών (και λέγοντας «εχθρός» δεν εννοούμε απλώς τον ορκισμένο αντίπαλο, αλλά τα πάντα: την ανόργανη ή την οργανική φύση, τη συλλογική ή ατομική απειλή, τον ξένο, τον γείτονα ή τον αδελφό, ακόμη και όψεις ή στοιχεία του οικείου Εγώ, εάν φαίνονται να συνιστούν μειονεκτήματα στον αγώνα της ζωής), αλλά δεν φαίνεται να είναι αποτελεσματική στο μέλλον, εάν οι μελλοντικοί εχθροί γίνουν ισχυρότεροι από ό,τι είναι τώρα ή εάν εμφανιστούν άγνωστοι (κι άρα ανυπότακτοι) μελλοντικοί εχθροί. Γι’ αυτό, μακροπρόθεσμα, η τωρινή-μελλοντική αυτοσυντήρηση απαιτεί διεύρυνση της ισχύος.
Η επίτευξη της αυτοσυντήρησης (η οποία προϋποθέτει κατοχή ενός ποσού ισχύος) σε μια δεδομένη στιγμή ή περίοδο δεν επαρκεί, λοιπόν. Πρέπει να υπάρχει συνεχής επίτευξη της αυτοσυντήρησης, όλον τον καιρό, κι αυτό προϋποθέτει κατοχή ποσού ισχύος μεγαλύτερου από όσο απαιτείται στην δεδομένη εκείνη στιγμή. Αναπόφευκτα η αυτοσυντήρηση συνεπάγεται την θέληση για δύναμη. Οι απόψεις ότι θα μπορούσε να επιτυγχάνεται η αυτοσυντήρηση δίχως θέληση για (περισσότερη) δύναμη δηλαδή ανταγωνισμό και συγκρούσεις είναι αβάσιμες, γιατί αγνοούν τη δυναμική φύση του αγώνα για αυτοσυντήρηση. Ίσως κανείς πει ότι με τέτοια συμπεράσματα δικαιολογείται ηθικά ο νόμος του ισχυρότερου. Αν αγνοήσουμε για μια στιγμή ότι όλοι, ισχυροί και ανίσχυροι είναι ίσοι ως προς το σημείο αυτό, ότι δηλαδή όλοι επιδιώκουν την αύξηση της ισχύος τους (απλώς οι ανίσχυροι την εμφανίζουν ως «δικαιοσύνη», ώσπου να γίνουν κι αυτοί ισχυροί), θα πρέπει να τονιστεί ότι η περιγραφή ενός γεγονότος δε σημαίνει απαραίτητα επιθυμία να συμβαίνει το γεγονός ούτε εναντίωση στην προσπάθεια να μην συμβαίνει το γεγονός αυτό. Λ.χ. η διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ έχουν τον ισχυρότερο στρατό δε συνεπάγεται απαραίτητα την εναντίωση στην προσπάθεια να αποκτήσει η Ελλάδα ή η Κίνα ισχυρότερο των ΗΠΑ στρατό. Θα ήταν αφελής και αβάσιμη η κατηγορία ότι η διαπίστωση λ.χ. πως ο στρατός των ΗΠΑ είναι ισχυρότερος συνιστά προτροπή για υποταγή της Ελλάδας στις αποφάσεις των ΗΠΑ (ή να αποκτήσει η Ελλάδα ισοδύναμο με των ΗΠΑ στρατό, ώστε να τις απειλεί όπως αυτές αυτήν). Η περιγραφή είναι αξιολογικά ελεύθερη· τι θα κάνουν οι ενδιαφερόμενοι μετά την πληροφόρηση της περιγραφής είναι δικό τους θέμα.
Θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς σε περιπτώσεις όπου όλοι μπορούν να έχουν τα απαραίτητα αγαθά και την ισχύ για την μελλοντική αυτοσυντήρησή τους. Δεν υπάρχει καμμία αντίρρηση σε αυτό. Εάν συμβαίνει έτσι σε κάποιους τομείς, τότε απλούστατα δεν θα υπάρξουν και συγκρούσεις μεταξύ των επιζητούντων τη διεύρυνση της ισχύος τους. Και πράγματι σε ορισμένες περιπτώσεις ή τομείς αυτό συμβαίνει. Η ουσία είναι ότι (έως την επίτευξη της παραδείσιας κοινωνίας στην οποία θα υπάρχουν αρκετά από όλα τα αγαθά για όλους τους ανθρώπους) στους περισσότερους τομείς υπάρχει σπανή των αγαθών και επομένως αδυναμία αντικειμενικά «δίκαιας» κατανομής, οπότε αναγκαστικά υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν συγκρούσεις για την διεύρυνση της ισχύος η οποία θα επιτρέπει στον κάτοχο της υπέρτερης ισχύος να κατανέμει τα αγαθά σύμφωνα με την προσωπική του αντίληψη για το «αντικειμενικό δίκαιο».
Η αναφορά σε «αυτοσυντήρηση» ατόμων ή ομάδων δεν σημαίνει απλώς στην απουσία κινδύνων (π.χ. κίνδυνος δολοφονίας) ή στην παροχή των στοιχειωδών αγαθών (π.χ. φαΐ, στέγη), τα οποία συνεπάγονται τη βιολογική συντήρηση. Όταν γίνεται λόγος για αυτοσυντήρηση κοινωνικών όντων είναι αδύνατο να εκλάβει κανείς τον όρο απλώς βιολογικά. Εννοείται λοιπόν, με τη λέξη αυτοσυντήρηση, την διατήρηση της θετικής κατάστασης κατοχής υλικού ή άλλου πλούτου (ή καταστάσεων που συνεπάγονται την ευημερία), στην οποία βρίσκεται το άτομο και η ομάδα ατόμων. Εάν μια κοινωνία έχει ένα Χ επίπεδο υλικό-οικονομικό-πνευματικό, τότε «αυτοσυντήρηση» σημαίνει τη διατήρηση του επιπέδου αυτού. (23/8/2006)


 
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη η διατύπωση ορισμένων κανόνων τόσο για την ισχύ όσο και για την αυτοσυντήρηση.
«Ισχύς είναι η δυνατότητα να επηρεάζεις τη συμπεριφορά όχι μόνο των άλλων αλλά και του εαυτού σου». Αναφορικά με την ισχύ πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ως πρώτο κανόνα, ότι στα πλαίσια της κοινωνίας είναι άλλο πράγμα η ισχύς και άλλο η βία. Η ισχύς συγχέεται συνήθως με την άσκηση βίας ή εξουσίας· το σωστό είναι να λέμε ότι η (επιτυχής ή μη) άσκηση βίας ή εξουσίας προϋποθέτει την ισχύ δίχως η ύπαρξη της τελευταίας να συνεπάγεται απαραίτητα την άσκηση υλικής βίας ή εξουσίας. Η ισχύς δηλαδή μπορεί να αποκτηθεί και να ασκηθεί με μέσα ιδεατά εκ μέρους των φυσικά ασθενέστερων. Άλλο υλική βία και άλλο κοινωνική ισχύς (η ισχύς ατόμων ή ομάδων μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας) λοιπόν. Ένας δεύτερος κανόνας είναι ότι η ισχύς μπορεί να έχει πολλές εκφάνσεις κι ότι η αξίωση ισχύος μπορεί να εκδιπλωθεί μέσω διαφορετικών τρόπων και οδών. Έτσι, η ισχύς μπορεί να είναι λ.χ. στρατιωτική, οικονομική, πολιτισμική κ.ο.κ. Η κατοχή ισχύος στον ένα τομέα δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε κατοχή ισχύος στους άλλους. Γι’ αυτό και η έμπρακτη εκδίπλωση της αξίωσης ισχύος (της απαίτησης για περισσότερη ισχύ) δεν γίνεται στους ίδιους τομείς, αλλά αναγκαστικά σε αυτούς στους οποίους το συλλογικό ή ατομικό υποκείμενο έχει την δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Λ.χ. ένα υπόδουλο έθνος, στο διάστημα κατά το οποίο δεν θα επαναστατεί, θα εκδιπλώσει την ισχύ του (με σκοπό την καλλιτέρευση της θέσης του) κυρίως μέσω του οικονομικού παράγοντα. Ποια έκφανση είναι η καθοριστικότερη, εξαρτάται από την εποχή. Ένας τρίτος κανόνας είναι ότι οι αξιώσεις ισχύος είναι αφενός άπειρες, αφετέρου δεν εκδιπλώνονται ακαριαία. Δηλαδή όσο κι αν στο τέλος τα ανθρώπινα υποκείμενα επιδιώκουν την πλήρη εναρμόνιση του κόσμου σύμφωνα με τις ηθικές επιθυμίες τους, η εκδίπλωση αυτή της κυριαρχίας δεν γίνεται ακαριαία, αλλά μέσω σταδίων. Ευρισκόμενο στο Α’ επίπεδο ισχύος το υποκείμενο επιδιώκει το Β’ ή το Γ’ επίπεδο κι όχι το Υ’ ή το Ψ’ επίπεδο ισχύος, γιατί γνωρίζει ότι είναι πρακτικά αδύνατη και προβληματική η επιδίωξη των τελευταίων. Λ.χ. μια αδύναμη, μικρή χώρα δεν επιδιώκει την διεύρυνση της ισχύος της ώς του σημείου να καταστεί παγκόσμια υπερδύναμη, όχι γιατί δεν θα το ήθελε εν τέλει, αλλά γιατί η άμεση διεύρυνση της ισχύος της συνεπάγεται αγώνα για την επιβίωση και την μετατροπή της σε τοπικά ισχυρή χώρα. Ένας τέταρτος κανόνας είναι ότι, λόγω της αρχής της κοινωνικής πειθάρχησης, το άτομο δεν επιτρέπεται να προωθεί την ατομική εν κοινωνία ισχύ του ανοικτά και δίχως μεταμφίεση (ή αν την προωθήσει έτσι, θα αποτύχει), αλλά να την προωθεί στο όνομα της κοινωνικής ευημερίας και ευτυχίας. Δηλαδή: επιδιώκοντας και κατορθώνοντας να πείσει την κοινωνία ότι οι δικές του απόψεις ή οι δικές του ερμηνείες των γενικών κοινωνικών αρχών είναι οι μόνες ωφέλιμες, αποκτά το δικαίωμα της ερμηνείας, δηλαδή και το δικαίωμα να καθορίζει τι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι (βλ. ΔΕΟΝ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣΜΟΣ). Ασφαλώς η μεταμφίεση δεν γίνεται πάντοτε συνειδητά. Τέλος, ένας πέμπτος – ίσως όμως ο πρωταρχικός – κανόνας για την ισχύ είναι ότι αυτή δεν αφορά διόλου μόνον τις πολιτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες κρατών, πολιτικών ή εταιρειών. Η θέληση για αναγνώριση από τους άλλους και για επιβολή της άποψής μας μπορεί εξίσου συνηθέστατα να εμφανίζεται στην ιδιωτική σφαίρα, λ.χ. ως απόκτηση και άσκηση ισχύος πάνω στην ψυχή του εκάστοτε ενδιαφέροντος Άλλου, ακόμη και με τα πιο διαφορετικά μέσα: τον εκφοβισμό και τον δελεασμό, την κολακεία και τον εντυπωσιασμό, το έλεος και τον αυτοοικτιρμό.
Αναφορικά με την εν κοινωνία αυτοσυντήρηση των ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων, ένας κανόνας είναι ότι αυτή κοινωνικοβιολογική διαδικασία. Συνίσταται δηλαδή στην βιολογική αυτοσυντήρηση αφενός και στην κοινωνική αυτοσυντήρηση-συντήρηση της κοινωνικής ταυτότητας του υποκειμένου. Η κοινωνική (η εν κοινωνία) ταυτότητα των υποκειμένων είναι ασφαλώς, όπως και η ίδια η κοινωνία, δημιούργημα του αγώνα για βιολογική αυτοσυντήρηση των υποκειμένων· ωστόσο η συμμετοχή, για λόγους αρχικώς βιολογικά αυτοσυντηρητικούς, στην κοινωνία διευρύνει την έννοια της αυτοσυντήρησης, ώστε σ’ αυτήν να συμπεριληφθούν και ιδεατά αγαθά τα οποία απαιτούνται μέσα στην κοινωνία η οποία λειτουργεί βάσει ορισμένων κανονιστικών αρχών. Όταν γίνεται λόγος δηλαδή για αυτοσυντήρηση πρέπει να έχουμε υπόψη μας, εάν δεν θέλουμε να κάνουμε τεχνητές αφαιρέσεις (που χρησιμεύουν μόνο ως εργαλεία) μεταξύ «ζωής» και «πνεύματος» ή «κοινωνίας» και «ατόμου», ότι αυτή είναι και κοινωνική διαδικασία. Έτσι η κοινωνική αυτοσυντήρηση σημαίνει την προάσπιση μιας κοινωνικής ταυτότητας η οποία πορίζει ορισμένα κοινωνικά αγαθά (π.χ. ως απόρροια της κοινωνικής θέσης του υποκειμένου) στο υποκείμενο. Δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την προάσπιση της εν κοινωνία ταυτότητας ως ανιδιοτελή πράξη, διότι «ταυτότητα» σημαίνει ταύτιση με το α ή το β πράγμα ή άνθρωπο ή κατάσταση και, συνεπώς, όταν το Εγώ νοιώθει ταυτισμένο με το α ή το β, πιστεύει πως «α ή β = εγώ», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι «δεν μπορώ να ζήσω δίχως το α ή το β, διότι αυτό είμαι εγώ». Ασφαλώς δεν μπορούμε να ορίσουμε την ανιδιοτέλεια στη βάση της προάσπισης ενός πράγματος με το οποίο είμαστε ταυτισμένοι και (ή επειδή) το έχουμε ανάγκη. Όπου υπάρχει ανάγκη (η οποία φυσικά ορίζεται υποκειμενικώς, δίχως δυνατότητα να ορίσουμε αντικειμενικά τι είναι για τον καθένα αναγκαίο), δεν μπορεί να υπάρχει ανιδιοτέλεια. Άρα η προάσπιση της ταυτότητας είναι ιδιοτελής πράξη, τμήμα του αγώνα για αυτοσυντήρηση, όπως ακριβώς και η βιολογική αυτοσυντήρηση. Ο δεύτερος κανόνας αφορά την περίπτωση όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της βιολογικής και της κοινωνικής αυτοσυντήρησης, μεταξύ της βιολογικής αυτοσυντήρησης και της προάσπισης της κοινωνικής ταυτότητας δηλαδή. Συνήθως η προάσπιση της μίας συνιστώσας της αυτοσυντήρησης συνεπάγεται ή προϋποθέτει την προάσπιση της άλλης συνιστώσας. Ωστόσο υπάρχει περίπτωση κατά την οποία υπάρχει σύγκρουση. Τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες, ωστόσο πρόκειται για κομβικά σημεία της ιστορικής πορείας του υποκειμένου. Ο κανόνας που διέπει τη σύγκρουση αυτή είναι ότι ακριβώς επειδή η εκάστοτε ταυτότητα είναι πάντοτε προϊόν της βιολογικής αυτοσυντήρησης (καθότι η ταυτότητα ξεκινά με την πρώτη επαφή με τη μητέρα, με την επιδίωξη της αποφυγής του πόνου και την επιδίωξη της ηδονής και σταδιακά αποκρυσταλλώνεται γύρω από όσα στοιχεία θεωρούνται ενδιαφέροντα, δηλαδή χρήσιμα) κι επειδή η ορμή της αυτοσυντήρησης ριζώνει βαθύτερα στην ύπαρξη από ό,τι η ταυτότητα, γι’ αυτό και σε περιπτώσεις κρίσης ή σύγκρουσης παρατηρούμε, όχι σπάνια, να αλλάζει η ταυτότητα του υποκειμένου χάριν ολόκληρης της ύπαρξης και της βιολογικής αυτοσυντήρησης, εκτός κι αν η ύπαρξη έχει συνδεθεί τελεσίδικα με την τωρινή της ταυτότητα για ιδιαίτερους λόγους, π.χ. επειδή με την συγκεκριμένη ταυτότητα έχει βιώσει τόση ένταση και τόση επίρρωση, ώστε δεν μπορεί πια να ελπίζει ότι θα βρει κάτι αντίστοιχο (σε περίπτωση που απαρνηθεί την τωρινή ταυτότητά του). Έτσι μονάχα μπορούμε να κατανοήσουμε τις αιτίες που σπρώχνουν τους ανθρώπους να θυσιαστούν βιολογικά για την κοινωνική ταυτότητά τους, είτε αυτή αφορά την ταυτότητα λ.χ. του γονιού είτε του μέλους ενός έθνους. Διότι γνωρίζουν ή πιστεύουν πως εάν επέλεγαν την βιολογική αυτοσυντήρηση και απέρριπταν την κοινωνική αυτοσυντήρηση-κοινωνική ταυτότητα, θα ζούσαν βιολογικά αλλά δε θα μπορούσαν να ζήσουν δίχως την τελευταία· το «ελευθερία ή θάνατος» δείχνει ότι δίχως μερικά πράγματα (τα οποία καθορίζονται υποκειμενικά) το υποκείμενο απαξιώνει την ζωή, όσο κι αν – κι εδώ είναι το παράδοξο – αυτά δημιουργήθηκαν χάριν της βιολογικής ζωής. Ασυνείδητα δείχνουν ότι αγωνιζόμενοι υπέρ του πράγματος με το οποίο είναι ταυτισμένοι αγωνίζονται για την διατήρηση της ισχύος τους, δίχως την οποία η ζωή τους είναι αδύνατη. Στο κάτω-κάτω η ταυτότητα (και η κοσμοεικόνα η οποία προϋποτίθεται αυτής) έρχεται να προσφέρει μια στοιχειώδη σιγουριά και ισχύ, ότι τα εμφανιζόμενα προβλήματα είναι επιλύσιμα. Όπως και να ‘χει: δεν είμαστε σε θέση να καθορίσουμε τελειωτικά τι είναι «ανώτερο» ή «καλλίτερο», όταν συγκρούονται οι δυο συνιστώσες της αυτοσυντήρησης· αυτό είναι καθαρά ζήτημα υποκειμενικό. (27/12/2006).
Αυτόν τον συνδυασμό, επιδίωξης για αυτοσυντήρηση και, εξαιτίας αυτού, της επιδίωξης για διεύρυνσης για ισχύ, μπορούμε να τον θεωρήσουμε ως την έσχατη πραγματικότητα, γιατί όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως του τι πιστεύουν, βασίζονται σε αυτήν την έσχατη πραγματικότητα. Είναι λανθασμένες πέντε συνήθεις αντιρρήσεις ως προς τις προϋποθέσεις ή τις συνέπειες της παραδοχής αυτής της έσχατης πραγματικότητας. Η πρώτη αντίρρηση είναι ότι η ανάλυση που βασίζεται στην επιδίωξη της ισχύος και της αυτοσυντήρησης δεν αφορά αποκλειστικά τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα κι επομένως δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ανθρωπολογική αξία. Η αντίρρηση είναι λανθασμένη, διότι τα ζώα δεν επιδιώκουν διεύρυνση της ισχύος τους, καθότι η επιδίωξη αυτή γίνεται μόνο εάν υπάρχει κάποιος εγκέφαλος "πίσω" από αυτήν, ο οποίος προνοεί και επιδιώκει όχι μόνο την εξασφάλιση του παρόντος αλλά και του μέλλοντος. Λ.χ. ο σκύλος δεν επιδιώκει την κυριαρχία επί όλων των σκύλων, σταδιακά, αλλά ούτε και προνοεί για τα γεράματα αποταμιεύοντας. Ο καρχαρίας ενδιαφέρεται για την καθημερινή τροφή του, όχι για την αυριανή τροφή του. Γι' αυτό είναι λανθασμένη και η δεύτερη αντίρρηση, ότι μέσω της θεωρίας για την ισχύ και την αυτοσυντήρηση ως έσχατη πραγματικότητα εξισώνουμε τα ζώα με τους ανθρώπους και ζωοποιούμε τους δεύτερους υποτιμώντας τους. Αν αφήσουμε κατά μέρους τις γενοκτονίες και την κακία που ο έλλογος άνθρωπος παράγει, η συνειδητοποίηση ότι τα ζώα δεν ενδιαφέρονται (ούτε ως είδος ούτε ως άτομα)  για τη μεγιστοποίηση της ισχύος τους διότι δεν έχουν έλλογη θέληση ώστε να προνοούν για αυτήν και για την αυριανή αυτοσυντήρησή τους ("Επιδίωξη" οποιουδήποτε πράγματος στο μέλλον είναι δυνατή μόνο εφόσον υπάρχει "θέληση", τα ζώα δεν έχουν "θέληση", τουλάχιστον τέτοια που αυτή να είναι έλλογα επεξεργασμένη και προνοητική) μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν εξισώνουμε τους ανθρώπους με τα ζώα. Η τρίτη αντίρρηση αναιρείται εύκολα από τον δεύτερο κανόνα σχετικά με την ισχύ. Η τρίτη αντίρρηση λέει ότι επειδή οι αξιώσεις ισχύος είναι, σταδιακά, άπειρες και ατελείωτες, κάποτε το υποκείμενο που τις αξιώνει θα αναγκαστεί να τις περιστείλει για χάρη της αυτοσυντήρησής του, επιδιώκοντας επομένως την ειρήνευση κα όχι την διεύρυνση της ισχύος του. Ωστόσο ακριβώς επειδή η διεύρυνση αυτή γίνεται μέσω πολλών τρόπων, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Όταν λ.χ. ο α τρόπος καθιστά επικίνδυνη την αυτοσυντήρηση, τότε η αξίωση ισχύος εκδιπλώνεται αλλιώς: άρα δεν περιστέλλεται η αξίωση ισχύος, αλλά αλλάζει ο τρόπος εκδίπλωσής της. Η σχέση αυτοσυντήρησης και αξίωσης για διεύρυνση της ισχύος είναι όπως η σχέση της φλόγας με τον αέρα. Δεν γίνεται η πρώτη δίχως την δεύτερη, γι' αυτό και δεν γίνεται να έρθει σε σύγκρουση η μία με την άλλη. (29/12/2006) Η τέταρτη αντίρρηση ισχυρίζεται ότι, αν ορίσουμε έτσι την έσχατη πραγματικότητα των ανθρώπων, προτρέπουμε εμμέσως στην εχθρότητα και την βία ή τουλάχιστον δεν οχυρωνόμαστε από αυτές. Η αντίρρηση αυτή είναι λάθος διότι οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να διευρύνουν την ισχύ τους συμμαχούν μεταξύ τους εναντίον τρίτων. Δηλαδή όσοι έχουν κοινά συμφέροντα ή κοσμοαντιλήψεις ενώνονται και γίνονται (παροδικά ή μόνιμα, αδιάφορο) φίλοι και σύμμαχοι εναντίον όσων έχουν ενάντια συμφέροντα ή κοσμοαντιλήψεις. Αυτό, η απαίτηση για διεύρυνση της ισχύος να οδηγεί και στην φιλία, είναι παράδοξο μόνο στα μάτια των ηθικιστών. Η πραγματικότητα λέει ότι η φιλία και η έχθρα δημιουργούνται βάσει των κριτηρίων του συμφέροντος και της κοινότητας (ή αντίθεσης) των κοσμοεικόνων. (3/1/2007) Ασφαλώς οι ηθικιστές ενίστανται υποστηρίζοντας ότι έτσι παρουσιάζεται η φιλία ως μη μόνιμη αλλά ως παροδική και συνάρτηση των κοινών συμφερόντων και κοσμοαντιλήψεων. Αυτή είναι όμως και η πραγματικότητα, και μάλιστα ισχύει και για την έχθρα, δηλαδή - όσο κι αν αποκρύπτουν αυτό το συμπέρασμα οι ηθικιστές - και η έχθρα είναι παροδική, όχι αιώνια, και συνάρτηση των συμφερόντων. Κανείς δεν μπορεί να είναι για πάντα φίλος με κάποιον ο οποίος έχει ιδέες οι οποίες φαίνονται μισανθρωπικές και βλαβερές στα μάτια του πρώτου. Στο κάτω-κάτω είναι άλλο πράγμα η βία και άλλο η επιθετικότητα, η οποία υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Τέλος μια πέμπτη αντίρρηση μπορεί να είναι ότι ανάγονται όλα σε ένα αίτιο, την αυτοσυντήρηση, κι έτσι παραγνωρίζεται η αυτοτέλεια των άλλων παραγόντων. Η απάντηση είναι απλή: η απαίτηση για αυτοσυντήρηση είναι η πρωταρχική αιτία και καθορίζει τα όρια εντός των οποίων θα κινηθεί το εύρος των δευτερευόντων αιτιών της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Αυτό δεν αποκλείει την αυτοτέλεια των δευτερευόντων αιτιών. Απλώς δηλώνει ότι αυτές έχουν πιο περιορισμένο πεδίο και εύρος από ό,τι η πρωτογενής αιτία, η απαίτηση για αυτοσυντήρηση, κι ότι προέρχονται από αυτήν. 

            Ένα ζήτημα είναι κατά πόσον ο Διαφωτισμός «έκλεψε» τον Χριστιανισμό. Εδώ πρέπει να κάνουμε τη διάκριση δομής και περιεχομένου. Προκειμένου να καταπολεμήσει ο Διαφωτισμός τον Χριστιανισμό, έπρεπε να αποκτήσει ίδια δομή, δηλαδή την δομή Εκείθεν-Εντεύθεν. Το θύραθεν Εκείθεν, δλδ ο μελλοντικός, διαφωτισμένος γήινος κόσμος και κοινωνία (ή η Αταξική Κοινωνία ή η Επανάσταση) αντιστοιχούσε στη Βασιλεία του Θεού. Στη θέση του χριστιανικού Κακού/Διαβόλου αντιστοιχούσε ο Σκοταδισμός, στην θέση του χριστιανικού Θεού αντιστοιχούσε η Φύση, αντιγράφηκε η ιδέα της γραμμικής, κλιμακωτής και τελολογικής εξέλιξης κ.ο.κ. Δίχως τέτοιες δομικές αντιστοιχίες κανείς αντίπαλος δεν μπορεί να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική προς την κυρίαρχη Κοσμοεικόνα. Ωστόσο, πάλι για να καταπολεμήσει ο Διαφωτισμός τον Χριστιανισμό, έπρεπε να έχει διαφορετικό και αντιτιθέμενο περιεχόμενο – συγκεκριμένα να έχει αντεστραμμένο περιεχόμενο από το χριστιανικό, όπως είδαμε π.χ. στην έννοια της αδράνειας ή αναφορικά με την ιεράρχηση ως προς το ιδεατό αντικείμενο μελέτης (Φύση αντί Θεού). Πάντως είναι εσφαλμένη κατά τα άλλα η άποψη για κλοπή. Εξίσου λανθασμένη όσο λ.χ. και η μαρξιστική-αναρχική ανάλυση που έβλεπε στους ομηρικούς θεούς μόνον την αντιγραφή βάσει προτύπων της τοτινής κοινωνικής ιεράρχησης. Το χρονικό πρωτείο της θεολογίας (ότι δλδ αυτήν αντέγραψε ο Διαφωτισμός δημιουργώντας τις θύραθεν δομές του, κι όχι το αντίθετο) δεν αποδεικνύει την δομική εννοιολογική προτεραιότητα. Μάλλον η δομική αντιστοιχία θεολογικών και εκκοσμικευμένων ή κοσμικών εννοιών οφείλεται στην κοινή υπαγωγή και των δύο σε υπέρτερες και γενικότερες δομές σκέψης σύμφυτες με ανθρωπολογικές και πολιτισμικές σταθερές.  (25/2/2007)

Porta Aurea

Pages