ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ:
Η «αμφιβολία» δεν
αποσκοπεί να κλονίσει κάθε βεβαιότητα, αλλά μόνο τις βεβαιότητες του αντιπάλου·
ήδη εντός της περιέχει μια έμμεση ομολογία πίστης στις βεβαιότητες του δήθεν
σκεπτικιστή. Γι’ αυτό και ο μεταμοντέρνος «σχετικισμός» είναι μια φανφάρα, μια
δραματική και συμβατική χειρονομία πάνω στην φιλοσοφική σκηνή, ο οποίος όμως δεν
επιτρέπεται να ξεπεράσει ορισμένα όρια: τα όρια που θέτουν οι καλά κρυπτόμενες
αρχές.
Κάθε τι που λέει ο καθένας είναι απόλυτο και αυστηρά καθορισμένο.
Δεν υπάρχει «ηπιότητα». Π.χ. όταν κάποιος πει «μάλλον έτσι είναι το πράγμα»,
εκφράζει την απόλυτη βεβαιότητα ότι μάλλον έτσι είναι αρκούμενος τις υπόλοιπες
βεβαιότητες «έτσι είναι» ή «μάλλον δεν είναι έτσι» ή «δεν είναι έτσι» ή «δεν
ξέρω» ή «δεν μπορώ να είμαι σίγουρος». Κάθε μια πρόταση είναι ρητή, απόλυτη,
ακόμη και μέσα στην άγνοιά της για το τι πραγματικά συμβαίνει. Όταν κάποιος λέει
«δεν ξέρω», εκφράζει δύο πράγματα ρητά: λέει ότι δεν ξέρει και λέει ότι ξέρει
πως δεν ξέρει, είναι απόλυτος στη γνώση του για το τι πιστεύει ο ίδιος, αλλά και
για το τι συμβαίνει. Ακόμα κι όταν πει «μάλλον έτσι είναι», δεν δείχνεται
διαλλακτικός, τάχα αρνούμενος να πάρει θέση σε ένα ζήτημα ή μια κρίση και
προστατεύοντας την αξιοπιστία της κριτικής του ικανότητας επιφυλασσόμενος να πει
«έτσι είναι» ή «δεν είναι έτσι», αλλά είναι απόλυτος αρνούμενος τόσο το «έτσι
είναι» (και εμμέσως επιτιθέμενος σε όσους το λένε, εμμέσως αποκαλώντας τους μη
γνώστες της αλήθειας ή ακόμη και ψεύτες) όσο και το «δεν είναι έτσι», ξέροντας
ότι «μάλλον» έτσι είναι. Φυσικά, θα ήταν αστείο αν έλεγε κανείς «μάλλον μάλλον
έτσι είναι» και δεν το λέει κανείς, γιατί η αμφιβολία επί της αμφιβολίας
ισοδυναμεί με άγνοια ή μάλλον με γνώση της άγνοιας, οπότε λέει «δεν ξέρω» ή
«μάλλον δεν ξέρω». Κάθε απόφανση, λοιπόν, είναι απόλυτη και εκφράζει κάτι
συγκεκριμένο (υπάρχει λεπτή βέβαια διαφορά μεταξύ του «δεν ξέρω» και του «μάλλον
δεν ξέρω», κι όποιος λέει το ένα αρνείται ότι λέει το άλλο). Ώστε η ευγένεια δεν
έχει καμμιά σχέση με τη «διαλλακτικότητα». Μπορεί κανείς να είναι ευγενικός, μη
υβριστής, «μη απόλυτος», αλλά να ποδοπατεί τις αντίπαλες απόψεις, ως «παιδικές»
ή ως «ανορθολογικές». Ακόμη κι αυτός που λέει τα «μάλλον» και τα «δεν είμαι
σίγουρος» και τα «ίσως» και τα «να το δούμε», εκφέρει συγκεκριμένες θέσεις,
πιθανότατα αναιρετικές και εχθρικές προς άλλες θέσεις τού τύπου «έτσι (δεν)
είναι».
Η παροιμιώδης έκφραση «να το συζητήσουμε αυτό» ή «αυτό [που λες]
είναι συζητήσιμο!» είναι ένα παράδειγμα τού πόσο απόλυτος, αδιάλλακτος και
αυστηρά προσκολλημένος στις απόψεις του μπορεί να είναι κάποιος, παριστάνοντας
(για να κερδίσει τις εντυπώσεις του «κοινού») τον ήπιο και τον έτοιμο να
συζητήσει τα πάντα. Και βέβαια την ικανότητα να αλλάζεις θέσεις και απόψεις την
έχουν όλοι, ακόμη και οι «δογματικοί», στον ίδιο βαθμό μάλιστα με τους
«διαλλακτικούς», απλώς ο καθένας μπορεί να έχει διάφορα επίπεδα και βαθμίδες
υποχώρησης και να αμύνεται περισσότερο σε κάθε «ανάχωμα». Με δυο λόγια, η
ανεκτικότητα και η διαλλακτικότητα είναι ένας τρόπος να πλασάρουν ευκολότερα και
πιο πειστικά κάποιοι τις ιδέες τους. Αυτοί οι «διαλλακτικοί» δεν είναι «υπέρ της
συνύπαρξης όλων των ιδεών», ώστε αυτές όλες να συνεχίσουν να συνυπάρχουν στον
Αιώνα, αλλά για να μειώσουν τις νοητικές αντιστάσεις των υποκειμένων-φορέων των
αντίπαλων ιδεολογιών/απόψεων (και του «κοινού» που παρακολουθεί τη συζήτηση) και
έτσι να επιβάλουν τη δική τους ιδεολογία/άποψη· μέσω της «ηπιότητας» είναι σα να
λένε σε όλους μας: «κοιτάξτε! Είμαστε ακίνδυνοι και δεν απειλούμε την ύπαρξη των
ιδεών σας», και έτσι η επαγρύπνηση των αντιπάλων μειώνεται και αυτοί σταδιακά
καταλήγουν να ενδιαφέρονται για την ιδεολογία του «διαλλακτικού», ώσπου μια μέρα
τα μυαλά τους θα έχουν «εμποτιστεί» τόσο πολύ με αυτήν, και θα την θεωρούν τόσο
δεδομένη, ώστε θα αμφισβητήσουν τα θεμέλια των δικών τους ιδεολογιών, τα δικά
τους «αυτονόητα», αναρωτώμενοι «μήπως δεν είναι έτσι;», όχι βέβαια από..
ορθολογισμό, αλλά από εθισμό στην αντίπαλη σκέψη. Βέβαια τότε πια δε θα
καταλαβαίνουν τι τους γίνεται και θα ισχυρίζονται ότι δρουν ορθολογικά, ότι
«πρέπει να είναι κανείς ανοικτός σε όλες τις απόψεις» (= βασικά – και
αποκλειστικά – στις απόψεις του «διαλλακτικού» που πλάσαρε σωστά τις απόψεις
του) κ.λπ.
Συνοψίζοντας, η διαλλακτικότητα και ο
αντιδογματισμός, όταν υψώνονται ως λάβαρα, ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟΤΕ είναι απλώς ένα έξυπνο
και ύπουλο μέσο των (στην πραγματικότητα εξίσου αμείλικτα φανατικών)
«διαλλακτικών» να υπερισχύσουν· είναι αλήθεια, οι
«ήπιοι» και οι «διαλλακτικοί» είναι πάντα πιο ικανοί στο πλασάρισμα των ιδεών
τους, ωστόσο μόνο όσοι κοιτούν το περιτύλιγμα (της ευγένειας) και όχι την ουσία
της άποψης/ιδέας, δηλαδή μόνο οι ανόητοι και/ή οι "ευγενικές ψυχές" που δε
θέλουν, όντας καλοπροαίρετες, να δουν την αλήθεια, θα τρων το παραμύθι και θα
διάκεινται εξ αρχής ευνοϊκά στις απόψεις του «διαλλακτικού». Ο «δογματικός», ο
οποίος λέει «είναι έτσι, όπως τα λέω εγώ», δεν είναι διόλου λιγότερο ικανός να
συνδιαλλαγεί ή να αναθεωρήσει τις απόψεις του συγκριτικά με τον τάχα
«διαλλακτικό», ο οποίος λέει «αυτό [που λες εσύ, δογματικέ] είναι συζητήσιμο!»
(= «σιγά μην είναι έτσι, επιμένω!!»)
Η πραγματικότητα είναι
αμείλικτη: όλοι μπορούν να παριστάνουν το «διαλλακτικό» και τον «πολιτισμένο»,
όταν περιγράφουν αλλότριες διενέξεις και ιδεολογικές συγκρούσεις. Όταν όμως το
επίμαχο θέμα είναι οι δικές τους ιδεολογικές συγκρούσεις, τότε βγαίνουν από τα
ρούχα τους, παρατούν το «ανώτερο», βαθυστόχαστο αυτό στυλ και αρχίζουν τις
καταγγελείες, τα παράπονα, τη μιζέρια, τη δηκτική επίθεση και την ειρωνεία προς
τους εχθρούς τους.
Αλλά ο «διαλλακτικός» ή «ήπιος» κατορθώνει και κάτι άλλο εναντίον όσων
παρασύρονται και δέχονται να γίνουν κι αυτοί «διαλλακτικοί»: «Στις πνευματικές
όπως και στις πολιτικές αναμετρήσεις συμβαίνει συχνά να χρησιμοποιεί κάποιος τη
γλώσσα του αντιπάλου του για να προκαταλάβει τα επιχειρήματά του, χωρίς να
παρατηρεί πόσο πολύ αλλάζουν, έτσι, συνήθειες σκέψεις δεμένες σε ορισμένη
γλωσσική μορφή· και αυτό, με τη σειρά του, δυσχεραίνει την υπεράσπιση
παραδοσιακών περιεχομένων σκέψης, που εξαρχής είχαν ορισμένη λεκτική επένδυση.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ετερογονία των σκοπών δείχνεται σε όλη της την
ανοικτιρμοσύνη, αποκοιμίζοντας με αρχικές επιτυχίες όσους θέλουν να
παρουσιαστούν πιο «ανοιχτοί» και πιο «σύγχρονοι». Και αντίστροφα: όποιος
επιβάλλει τη γλώσσα του, βρίσκεται eo ipso
πολύ κοντά στο σημείο να κάνει και το περιεχόμενο της σκέψης του τουλάχιστον
αναπόδραστο σημείο αναφοράς κάθε σκέψης ενδιαφερόμενης για την κοινωνική της
επήρεια – και αποκτά, έτσι, τη δυνατότητα να υπαγορεύει τους όρους του
διαλόγου».
(15/7/2006).
* * *
ΔΥΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΙΣΜΟΣ
Είναι δύσκολο να υποτεθεί πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια
απολύτως μονιστική αντίληψη για τον κόσμο. Η επιστημονική κοσμοεικόνα, η οποία
εξετάζει σχέσεις και όχι ουσίες, βασίζεται στη διαίρεση του κόσμου σε φαινόμενα
και σε επιστημονικές παρατηρήσεις ή θεωρήσεις.
* * *
ΔΥΝΑΜΗΣ ΘΕΩΡΙΑ: ἄν
πιστεύεις στὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυρότερου, θὰ συντρίψεις πολλοὺς ἢ λίγους, ἀλλὰ μὲ
τίποτα δὲ θὰ ἀποφύγεις νὰ σὲ συντρίψει ὁ δυνατότερός σου, κάποτε. Πότε;
Ὁποιαδήποτε στιγμή. Ζῆσε μὲ τὸ φόβο ὅτι ἔφτασε ἡ στιγμή. Μόνο ἄν εἶσαι
πανίσχυρος, ὁ πιὸ ἰσχυρός, ἢ πολὺ τυχερός, δὲ θὰ φοβᾶσαι. Μὰ δὲν εἶσαι.
Αυτό φυσικά δε
σημαίνει τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από ό,τι διαβάζει κανείς. Ο εκάστοτε δυνατός αντικαθιστά τον πρώην δυνατό και
αντικαθίσταται κι αυτός από τον μελλοντικό δυνατό. Ο νόμος της δύναμης είναι
αμείλικτος με όλους, ακόμη και με τους εκλεκτούς της. Ωστόσο, επειδή όλοι
σκέφτονται βραχυπρόθεσμα, δηλαδή για 5 ή 30 χρόνια, κανείς δε δίνει σημασία στο
τελικό αποτέλεσμα, το οποίο είναι η "εκθρόνιση" του δυνατού. Καί, ίσως, αν
δεχτούμε ότι τελικός κανόνας είναι αυτό που συμβαίνει, έχουν κάποιο δίκαιο. Μόνο
που στα τελευταία τους, λίγο πριν την εκθρόνισή τους δεν πρέπει να κλαίγονται.