ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ
:
Είναι στις μέρες μας κυρίαρχη η άποψη
ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει την πολιτική και θα κάνει περιττούς τους
πολέμους. Άρα, λεν οι υποστηριχτές της άποψης αυτής, οι πόλεμοι γίνονται
εξαιτίας παρωχημένων και πρωτόγονων, περίπου, αντιλήψεων. Είναι όμως έτσι;
Αν είναι
έτσι, τότε θα περιμέναμε από δυτικά, ανεπτυγμένα έθνη, τα ανάμεσα στα οποία
αυξάνονται οι εμπορικές συναλλαγές, να μην κάνουν πόλεμο, τουλάχιστον για το
διάστημα κατά το οποίο υπάρχει αύξηση των εμπορικών συναλλαγών αναμεταξύ τους.
Ανάμεσα στο 1900 και στο 1914, στη χρυσή εποχή του φιλελευθερισμού, το
γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137% και το ρωσσογερμανικό κατά 121%. Το
εμπόριο μεταξύ Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας διπλασιάσθηκε από 60 εκ. λίρες
σε 120 εκ. λίρες και αποτελούσε το 9% του συνολικού βρετανικού εμπορίου·
περισσότερα από τα μισά τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής ήταν κοινή
γερμανοβρεταννική ιδιοκτησία. Πράγματι υπήρξε τεράστια αύξηση του εμπορίου
μεταξύ των μετέπειτα εμπόλεμων του Α’ Π.Π. πριν από τον πόλεμο, ωστόσο αυτό δεν
εμπόδισε την έκρηξή του. Δηλαδή η θεωρία της υποκατάστασης του πολέμου από το
εμπόριο είναι ένα ιδεολόγημα.
Μπορεί
αντί των παλιών βάρβαρων εποχών να αναφερθεί, ως απόδειξη της θεωρίας που
εξετάζουμε, η σημερινή πολιτισμένη εποχή. Πράγματι δε βλέπουμε κανέναν μεγάλο
πανευρωπαϊκό πόλεμο στην Ευρώπη και κανέναν Παγκόσμιο πόλεμο στον κόσμο, ενώ
ταυτόχρονα βλέπουμε μια καινούργια τεράστια αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας
και των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των λαών. Άρα, λεν οι υποστηρικτές της
θεωρίας, υπάρχει μια διασύνδεση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ της νέας ανάπτυξης
του διεθνούς εμπορίου και της έλλειψης μεγάλων πολέμων αντίστοιχα. Δεν είναι
απαραίτητο να είναι έτσι όμως. Ο λόγος που δεν γίνονται, μετά το 1989, μεγάλοι
πόλεμοι μεταξύ ισχυρών ανεπτυγμένων Δυνάμεων παγκοσμίως είναι ότι ένα μεγάλο
έθνος, το αμερικανικό, διαθέτει (ακόμη) τέτοια μεγάλη οικονομική και στρατιωτική
υπεροχή απέναντι σε όλα τα άλλα έθνη, ώστε ενάντια στη θέλησή του ούτε
ετοιμοπόλεμες συμμαχίες εθνών μπορούν να συμπτυχθούν εναντίον του ή η μια
εναντίον της άλλης ούτε άλλο μεγάλο έθνος μπορεί να αψηφήσει απερίφραστα και
μέχρι τέλους την θέλησή του. Ιστορικά αλλά και λογικά, ειρήνη υπάρχει σε δύο
περιπτώσεις: είτε όταν υπάρχει μια ισορροπία δυνάμεων που δεν επιτρέπει
διατάραξη του συστήματος είτε όταν ένα κράτος επικρατεί και «προστατεύει» το
σύστημα, ως νταβατζής του. Στην εποχή μας, άγνωστο μέχρι πότε, η δεύτερη
περίπτωση ισχύει. Όσον αφορά την Ευρώπη, οι δύο Π.Π. την αποδυνάμωσαν τόσο, ώστε
να στηρίζεται στρατιωτικά και οικονομικά στις ΗΠΑ και οι ενδοευρωπαϊκοί πόλεμοι
να μην έχουν καμμία αξία για τις τύχες του πλανήτη, σε αντίθεση με τους δύο
Π.Π.: ενώ παλιά μια τελειωτική νίκη της Γερμανίας επί των Αγγλογάλλων σε
ευρωπαϊκό έδαφος θα έδινε τις αποικίες των δεύτερων, άρα και την
οικονομικοπολιτική ισχύ τους στους Γερμανούς, σήμερα δε θα προσέφερε τίποτα πέρα
από λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα και ανυπολόγιστες καταστροφές της υποδομής των
εμπολέμων. Ούτε και στη σημερινή εποχή βλέπουμε να υπάρχουν ενδείξεις που να
επιβεβαιώνουν τη θέση ότι το εμπόριο έχει υποκαταστήσει τον πόλεμο. Τώρα θα
δείξουμε γιατί αυτό είναι αδύνατο.
Η
οικονομία (το εμπόριο) και η πολιτική (ο πόλεμος) αφορούν τις συγκεκριμένες
σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων κι έτσι κάθε οικονομική αλλαγή στις σχέσεις
μεταξύ των συγκεκριμένων ανθρώπων ή ομάδων ανθρώπων προκαλεί και μια μετατόπιση
του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος ορισμένων ομάδων και εις βάρος άλλων
ομάδων. Αν οι «αριστερο»φιλελεύθεροι απορούν (ή διαφωνούν) με το ότι σε
διακρατικό επίπεδο η οικονομία και το εμπόριο συνεπάγονται πολιτική ισχύ, τότε
θα έπρεπε να αναρωτηθούν γιατί, σε ενδοκρατικό επίπεδο, οι μεγιστάνες των ΜΜΕ
και οι μεγαλοβιομήχανοι έχουν (εμμέσως πλην σαφώς) πολιτική ισχύ, αν όχι λόγω
της οικονομικής τους δύναμης. Αν η οικονομία είναι το χαρακτηριστικό των καιρών
μας, τότε κάθε αγώνας για αλλαγή του συσχετισμού πολιτικής ισχύος θα περνά μέσω
της οικονομίας: αυτό είναι το εύλογο συμπέρασμα και όχι ότι η πολιτική θα
απορροφηθεί από την οικονομία και το εμπόριο θα εμποδίζει τους πολέμους.
Πράγματι,
υπάρχουν δύο τρόποι να αποκτήσει κανείς αγαθά: είτε να τα παράγει ο ίδιος και να
τα εμπορευθεί είτε να τα πάρει δια της βίας από αυτόν που τα παράγει, άμεσα (με
πόλεμο) ή έμμεσα (με προς όφελός του επανακαθορισμό των κανόνων των εμπορικών
συναλλαγών). Όταν ο ένας τρόπος είναι αδύνατος, τότε αναγκαστικά επιστρατεύεται
ο δεύτερος, δίχως να αποκλείεται ο συνδυασμός των δύο τρόπων. Μπορεί λ.χ. οι ΗΠΑ
να διακηρύσσουν τη θέση τους υπέρ του «ελεύθερου» εμπορίου, αλλά ταυτόχρονα
δίχως ενδοιασμούς καταφεύγουν σε πόλεμο (π.χ. στο Ιράκ) ή σε απειλές για
εμπορικές κυρώσεις (ενάντια στα μικρότερα έθνη) προκειμένου να εξασφαλίσουν
πλουτοπαραγωγικές πηγές (πετρέλαιο) ή να καθορίσουν όπως αυτές θέλουν τους
κανόνες του Διεθνούς Εμπορίου αντίστοιχα. Αναγκαστικά, όταν κάποιο κράτος
στερείται τα οικονομικά αγαθά που πιστεύει ότι του ανήκουν είτε αποδέχεται τη
μοίρα του είτε πολιτικοποιεί μια οικονομική διαμάχη. Είναι λοιπόν ολοφάνερο ότι
οι διακρατικές οικονομικές διαμάχες (οι οποίες είναι μια μορφή οικονομικών
σχέσεων μεταξύ κρατών) μπορούν να οδηγήσουν σε πολεμικές-πολιτικές συγκρούσεις·
και όχι ότι οι οικονομικές σχέσεις (δηλαδή ακόμη και οι οικονομικές
συγκρούσεις!) μεταξύ των κρατών οδηγούν απαραίτητα στην ειρήνη και στην εξάλειψη
του πολέμου.
Εδώ οι
«Αριστερο»φιλελεύθεροι θα κάνουν λόγο για κοινούς στόχους, για οικονομική
συνεργασία μεταξύ των κρατών. Όταν τα κράτη έχουν κοινούς στόχους, λένε, δεν θα
κάθονται να πολεμούν μεταξύ τους. Η κοινότητα των σκοπών γεννά φιλία μεταξύ δύο
πλευρών, όταν ο σκοπός πρόκειται να επιτευχθεί εναντίον ενός τρίτου ή όταν ο
σκοπός δεν βλάπτει καμμιά από τις δυο πλευρές· όταν όμως η επίτευξη του κοινού
σκοπού (λ.χ. της οικονομικής προόδου) εκ μέρους μιας πλευράς είτε κάνει αδύνατη
είτε καθιστά άνευ αξίας την επίτευξη του ίδιου σκοπού εκ μέρους της άλλης
πλευράς, τότε υπάρχει μίσος, το οποίο εκφράζεται σε πολιτική σύγκρουση. Για
παράδειγμα οι Γερμανοί αντιμάχονταν την Αντάντ στον Α’ Π.Π. επειδή απλούστατα
έριζαν για την κατοχή των αποικιών και των οικονομικών ωφέλων που αυτές θα
έδιναν. Και οι δυο είχαν «κοινό σκοπό». Η φιλία λοιπόν δεν προκύπτει από τον
κοινό σκοπό καθ’ εαυτόν, αλλά από τη συμφωνία δύο πλευρών για το ποια σειρά θα
κατέχει η κάθε μια τους κατά την επιδίωξη του κοινού σκοπού και ποια οφέλη θα
αντλήσει από την επίτευξή του. Αν στο κρίσιμο αυτό σημείο δεν επιτευχθεί
συμφωνία, τότε η σύγκρουση θα οξυνθεί ακριβώς επειδή ο σκοπός είναι κοινός.
Κοινότητα συμφερόντων υπάρχει κυρίως μεταξύ άνισης ισχύος κρατών. Όταν μια
οικονομική Δύναμη διεισδύει στην περιοχή μιας άλλης Δύναμης, ισοδύναμης με
αυτήν, τότε δεν προκαλείται «χαρά» και απόφαση για εξάλειψη των πολιτικών
ανταγωνισμών χάρη στην εμπορική αυτήν διείσδυση, αλλά φόβος και επιδείνωση των
πολιτικών ανταγωνισμών.
Δεν
λοιπόν πρέπει να αυταπατώμαστε για την δύναμη του εμπορίου και των οικονομικών
σκοπών να υποκαθιστούν τον πόλεμο και την πολιτική της ισχύος. Σήμερα βλέπουμε
να διακηρύσσεται η ελεύθερη αγορά από τις Δυτικές Δυνάμεις, επειδή έτσι τις
συμφέρει· ταυτόχρονα ο παρεμβατισμός και ο προστατευτισμός θεωρούνται ως
παρωχημένες αντιλήψεις που συνάδουν με τον «ολοκληρωτισμό». Θα γελάσουν πολύ
όσοι μη «αριστερο»φιλελεύθεροι δούν την ημέρα κατά την οποία η Κίνα (και η
Ινδία) θα γίνει η πρώτη οικονομική δύναμη, η πρώτη χώρα σε εξαγωγές και η
μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη. Γιατί τότε, όταν θα έχουμε φτάσει στο απροχώρητο,
η Δύση θα ξαναγυρίσει στον προστατευτισμό, ώστε να περισώσει ό,τι μπορεί και να
αμυνθεί κατά της Κίνας, αφού δυστυχώς η Δύση δεν μπορεί κι ούτε θα μπορέσει ποτέ
να βομβαρδίσει την κακιά Κίνα «για παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων» –
όπως βομβαρδίζει το πτωχοπροδρομικό Ισλάμ, το οποίο κράζουν σεληνιασμένοι οι «αριστερο»φιλελεύθεροι
εν Ελλάδι. Βέβαια και να ξαναγυρίσει, θα είναι πλέον αργά για την ηγεμονία της.
Πάντως ακόμη δεν έχει φτάσει η εποχή όπου το κυρίαρχο κράτος δεν μπορεί πλέον να
επιφυλάσσεται για την επαναφορά τέτοιου είδους μέτρων ενίσχυσης της οικονομίας
του.
Γιατί
όμως είναι τόσο βαθειά ριζωμένη μια τέτοια αντίληψη, ότι το εμπόριο θα
υποκαταστήσει την πολιτική και τον πόλεμο; Διότι απλούστατα μια τέτοια αντίληψη
δεν ξεκίνησε από κάποιον καθηγητή ή κάποιον αγνό ιδεολόγο, αλλά ήταν ένας τρόπος
να αυτοδικαιωθεί μια κοινωνική τάξη, η αστική, τον καιρό κατά τον οποίο αυτή
είχε μεν την οικονομική κυριαρχία αλλά όχι την πολιτική κυριαρχία. Έτσι οι
έμποροι αφενός δικαίωναν τη δραστηριότητά τους και αφετέρου ασκούσαν πίεση, μέσω
της άποψης ότι το εμπόριο είναι ανώτερο της πολιτικής, ώστε να αντλούν πολιτικά
οφέλη ακριβώς εξαιτίας της άποψης ότι η πολιτική (λίγο-πολύ) δεν έχει σημασία.
Γι’ αυτό επέμεναν τόσο πολύ στο διαχωρισμό πολιτικής και οικονομίας παράλληλα με
την υποτίμηση της πρώτης. Αν όμως υποτιμάται η πολιτική (στην οποία τότε
κυριαρχούσαν οι αντίπαλοί των αστών, οι βασιλιάδες και οι φεουδάρχες) και
ζητείται ο χωρισμός μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, ώστε να μην «επεμβαίνουν»
οι βασιλιάδες/φεουδάρχες στα κέρδη των αστών, τότε το επόμενο θεωρητικό βήμα,
δηλαδή η πίστη ότι το «ανώτερο» (και αμόλυντο από την πολιτική) εμπόριο μπορεί
να σώσει την ανθρωπότητα από την κακοδιοίκηση, τους πολέμους και την πείνα, δεν
απέχει πολύ. Η θέση ότι η οικονομία είναι αυτοτελής απέναντι στην πολιτική
συνεχίστηκε να διακηρύσσεται και μετά το 1789, όταν η αστική τάξη ανέλαβε τον
πολιτικό έλεγχο, μόνο που αυτό πλέον γινόταν ώστε να αποκρύβεται στα μάτια του
κόσμου, μέσω της άποψης ότι το κράτος στέκει ουδέτερο στις οικονομικές διαμάχες
και δεν επεμβαίνει στην οικονομία, ότι το αστικό κράτος πλέον βοηθούσε τους
αστούς να εκπληρώνουν τις επιδιώξεις τους. Παραδόξως όμως αυτήν την άποψη, ότι
επειδή άλλο η οικονομία και άλλο το κράτος, γι’ αυτό και η οικονομία θα πετύχει
ό,τι δεν πέτυχε η πολιτική, δεν την ασπάστηκαν μόνο οι αστοί αλλά και οι αναρχικοί.
Σύμφωνα
με τον Βολταίρο το εμπόριο θα αντικαταστήσει τον πόλεμο ως μορφή επικοινωνίας
ανάμεσα στα έθνη (Lettres
Philos.,
X
=
Oeuvres completes,
XXII,
110). Αυτό λέει κι ο Κροπότκιν (στο άρθρο του Κοινότητα, ελλ. εκδ. «Η
αναρχική οργάνωση της κοινωνίας», εκδ. Κατσάνος, σ. 63-75): οι εμπορικές σχέσεις
θα αποσοβήσουν τον πόλεμο ανάμεσα στις κοινότητες (κι εδώ φαίνεται πολύ καλά –
παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις της αναρχικής μυθολογίας – ότι ο αναρχισμός δεν
ήταν κάτι ξέχωρο από το «Σύστημα»,, άρνηση και καπιταλισμού και
μαρξισμού, αλλά γνήσιο τέκνο του δυτικού φιλελευθερισμού, μια χαρά εξ αρχής
ενταγμένο στο φιλοσοφικό σύστημα του Διαφωτισμού).
Όσο για τον
Μαρξ, αυτός είχε, όπως και ο φιλελευθερισμός, ένα ιδεώδες ανθρωπισμού και
οικονομισμού και θεώρησε, αντίστοιχα με τους αστούς, ότι η οικονομία είναι η
βάση και τα υπόλοιπα είναι εποικοδόμημα και αρκεί η αταξική κοινωνία, ώστε να
πάψει να υπάρχει όχι απλώς σύγκρουση αλλά και κράτος. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον
αναρχοφιλελεύθερο εσμό, ήταν ενάντιος στην άποψη ότι χάρη στο εμπόριο θα πάψει
να υφίσταται ως τρόπος επίλυσης των διεθνικών διαφορών ο πόλεμος.
Βέβαια
τέτοια διχόνοια μεταξύ πολιτικής και οικονομίας δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί
απλούστατα οι ίδιοι άνθρωποι είναι και πολιτικά και οικονομικά υποκείμενα και
επομένως ό,τι συμβαίνει στον πολιτικό τομέα επηρεάζει τον οικονομικό τομέα. Οι
υποτιμούντες την πολιτική, επιχειρηματίες και έμποροι, συχνά ζήταγαν τη βοήθεια
των πολιτικών για να μπορούν να επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους. Και όταν ένας
εμπορικός ή βιομηχανικός κλάδος δεν τα πάει καλά, τότε οι εκπρόσωποί του τρέχουν
να κλαφτούν στους πολιτικούς. Ασφαλώς οι πολιτικοί από την άλλη είναι
υποχρεωμένοι να ασχολούνται με την οικονομία όλο και περισσότερο, αλλά αυτό δε
συνεπάγεται τον αφανισμό της πολιτικής, αλλά τη διαπλοκή της με την οικονομία.
Και σίγουρα, η ιδιωτική οικονομία είναι τόσο εύθραυστη, ώστε κανείς δεν τολμά να
της εμπιστευτεί, μόνης της, την ευημερία και τη στοιχειώδη διαβίωση εκατοντάδων
εκατομμυρίων. Μόνο ως εργαλείο μπορούμε να εισάγουμε το διαχωρισμό πολιτικής και
οικονομίας. (27/8/2006)
Στα καθ’
ημάς, διατυμπανίζεται όλο και πιο θορυβωδώς η ανάγκη της συνεργασίας και του
πολιτικού συμβιβασμού, «έστω και με κάποιες θυσίες», της Ελλάδας με την Τουρκία.
Την άποψη αυτή προωθούν, εκτός από τους ελληνικής υπηκοότητας έμμισθους ή
άμισθους υποστηρικτές της Πρεσβείας, κυρίως οι Έλληνες επιχειρηματίες που
περιμένουν αύξηση των κερδών τους από την ελληνοτουρκική πολιτικοοικονομική
συνεργασία· κατά βάθος ονειρεύονται πως είναι οι δεύτεροι Φαναριώτες και
λίγο-πολύ εξυμνούν (μέσω των ΜΜΕ τους) την «πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία»
ως προτύπωση του ιδεατού ελληνοτουρκικού μέλλοντος. Η αφέλειά τους είναι τέτοιου
μεγέθους, ώστε δε βλέπουν το αυτονόητο (πέραν του ότι είναι πιόνια των ΗΠΑ): ότι
οι σημερινοί Τούρκοι δεν είναι ούτε βάρβαροι στρατοκράτες απλώς ούτε
υπανάπτυκτοι, αλλά η τουρκική αστική τάξη είναι υπέρτερη της ελληνικής, ταχέως
αναπτυσσόμενη, παμφάγα και φυσικά πολύ πιο εθνικιστική από ό,τι η ελληνική. Οι
σημερινοί Τούρκοι δεν είναι οι καθυστερημένοι κατακτητές Οθωμανοί που δεν
ασχολούνταν με το εμπόριο και τις γλώσσες αφήνοντάς τες στους Φαναριώτες και
δίνοντάς τους προνόμια, με αποτέλεσμα να πλουτίζουν οι Έλληνες, αλλά είναι μια
τοπική βιομηχανική Δύναμη (μεταξύ 1990 και 1999 η Τουρκία αύξησε το ΑΕΠ της κατά
32% – το ΑΕΠ της ήταν κατά 43% μεγαλύτερο, σε απόλυτα μεγέθη, του ελληνικού, στα
1999 – ενώ η Ελλάδα μόνο κατά 20%· η Τουρκία μεταξύ 1990 και 1999 αύξησε κατά
82% την κατανάλωση ηλεκτρισμού – κατά 108% μεγαλύτερη, σε απόλυτα μεγέθη, της
ελληνικής, το 1999 –, ενώ η Ελλάδα μόνο κατά 41%· η Τουρκία αύξησε κατά 101% την
παραγωγή ηλεκτρισμού – κατά 174% μεγαλύτερη, σε απόλυτα μεγέθη, της ελληνικής το
1999 –, ενώ η Ελλάδα μόνο κατά 42%· η Τουρκία αύξησε την παροχή πετρελαίου κατά
24,5% – κατά 92% μεγαλύτερη της αντίστοιχης ελληνικής σε απόλυτα μεγέθη, το 1999
–, ενώ η Ελλάδα μόνο κατά 20%. Πηγή:
Energy Statistics
of OECD Countries, για τα έτη μεταξύ 1990-1999). Οι Έλληνες
επιχειρηματίες λοιπόν νομίζουν ότι οι σημερινοί Τούρκοι διοικητές της Τουρκίας
θα τους χρειάζονται όπως οι Οθωμανοί χρειάζονταν το «δεξί φαναριώτικο χέρι» τους
και, γι' αυτό, φωνάζουν υπέρ της ειρήνης μέσω της οικονομικής συνεργασίας, αλλά
είναι γελασμένοι, γιατί για αυτήν την δουλειά (του επιχειρηματία της
Νεοοθωμανικής Τουρκίας) υπάρχουν οι πιστοί στην Τουρκία επιχειρηματίες Τούρκοι
αστοί: η Τουρκία δεν έχει ανάγκη τους πρώην ραγιάδες της κι άρα δεν πρόκειται να
τους χορηγήσει "προνόμια", όπως παλιά. Ωστόσο οι Έλληνες πολιτικοί νομίζουν,
όπως κι οι Έλληνες επιχειρηματίες μαζί με τους προπαγανδιστές-διανοούμενούς
τους, ότι οι Νεοέλληνες θα γίνουν σεβαστοί και αποδεκτοί από την Τουρκία ως κάτι
άλλο εκτός από κατεκτημένοι, οικονομικά και στρατιωτικοπολιτικά.
(27/12/2006)