ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
Ὁ Καστοριάδης γιὰ τὸ
ρατσισμό
Ὁ Καστοριάδης ὁρίζει τὸν
ρατσισμὸ ὡς
«τὴν
καταφανὴ ἀνικανότητα τῆς συγκροτήσεώς μας ὡς ἑαυτῶν χωρὶς ἀποκλεισμὸ τοῦ ἄλλου»
(Ο θρυμματισμένος κόσμος, σ. 33). Ἐπίσης κάνει ἕναν σημαντικὸ διαχωρισμὸ
μεταξὺ τοῦ ρατσισμοῦ καὶ τῆς ὑποτίμησης/μίσους τοῦ ἄλλου:
«ὁ
ἀληθινὸς ρατσισμὸς δὲν ἐπιτρέπει στοὺς ἄλλους νὰ ἐξομώσουν (ἢ τοὺς καταδιώκει, ἢ
τοὺς ὑποψιάζεται, μολονότι ἐξώμωσαν, παράδειγμα οἱ Μαρράνος). ...Ὁ ρατσισμὸς
ὅμως δὲν θέλει τὴ μεταστροφὴ τῶν ἄλλων, θέλει τὸν θάνατό τους...γιὰ τὸν
ρατσισμό, ὁ ἄλλος εἶναι ἀμετάστρεπτος»
(ὄ.π., σ. 37).
«Οἱ
ἄλλοι θεσμίσθηκαν σχεδὸν πάντοτε ὡς κατώτεροι. Δὲν πρόκειται γιὰ κάτι τὸ μοιραῖο,
ἢ γιὰ μιὰ λογικὴ ἀναγκαιότητα, εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀκραία πιθανότητα, ἡ "φυσικὴ κλίση"
τῶν ἀνθρωπίνων θεσμῶν. Ὁ πιὸ ἁπλὸς τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἰσχύουν οἱ θεσμοὶ γιὰ τὰ
ὑποκείμενά τους, εἶναι προφανῶς ἡ βεβαίωση - ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι ρητή -
ὅτι εἶναι οἱ μόνοι "'ἀληθινοί" - καὶ ὅτι συνεπῶς οἱ θεοί, οἱ δοξασίες, τὰ ἔθιμα
κλπ. τῶν ἄλλων εἶναι ψευδῆ. Μ' αὐτὴ τὴν ἔννοια, ἡ κατωτερότητα τῶν ἄλλων εἶναι
ἁπλῶς ἡ ἄλλη ὄψη τῆς κατάφασης τῆς ἴδιας ἀλήθειας τῶν θεσμῶν τῆς κοινωνίας-Ἐγώ.
(...) Δεν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ θεμελίωση τῆς θέσμισης (θεμελίωση "ὀρθολογικὴ"
ἢ "ἀντικειμενικῶς πραγματική"). Ἔχοντας ὡς μόνο θεμέλιο τὴν πίστη της πρὸς
ἑαυτήν, καὶ εἰδικότερα τὸ γεγονὸς ὅτι ἰσχυρίζεται πὼς καθιστᾶ τὸν κόσμο καὶ τὴ
ζωὴ συνεκτικούς (λογικούς), βρίσκεται σὲ θανάσιμο κίνδυνο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ
προσφέρεται ἡ ἀπόδειξη πὼς κι ἄλλοι τρόποι ὑπάρχουν ποὺ καθιστοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὸν
κόσμο συνεκτικοὺς καὶ λογικοὺς»
(ὄ.π., σ. 34).
Ὁ Καστοριάδης ἀναγνωρίζει στὴν ἀπόρριψη τοῦ Ἄλλου τὸν ἑξῆς ἐσφαλμένο συλλογισμό:
«Ἐὰν καταφάσκω
τὴν ἀξία τοῦ Α, πρέπει ἐπίσης νὰ καταφάσκω τὴν μὴ-ἀξία τοῦ μὴ-Α. Ἡ σφαλερότητα
συνίσταται σὲ τοῦτο, ὅτι ἡ ἀξία τοῦ Α παρουσιάζεται ὡς ἀποκλείουσα κάθε ἄλλη.
Δηλαδή: Τὸ Α (αὐτὸ ποὺ εἶμαι) ἀξίζει/ἰσχύει - καὶ αὐτὸ ποὺ ἀξίζει/ἰσχύει εἶναι Α»
(ὄ.π., σ. 38). Ὁ συλλογισμὸς αὐτὸς τοῦ Κ.Κ. τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἑξῆς μισο-λανθασμένο
συμπέρασμα:
«Ἡ
ὕπαρξη τῶν ξυλουργῶν δὲν θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴν ἀξία τῶν ὑδραυλικῶν, καὶ ἡ
ὕπαρξη τῶν Ἰαπώνων δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴν ἀξία τῶν Κινέζων»
(ὄ.π., σ. 40). Τὸ λάθος τοῦ Κ.Κ. ἔγκειται στὸ ἀδιαφοροποίητο τῆς χρήσης τοῦ Α.
Πράγματι, εἶναι σωστὸ ὅτι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Α ἀξίζει δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα ὅτι
μόνο τὸ Α ἀξίζει (δηλαδή: αὐτὸ ποὺ ἀξίζει εἶναι πάντα Α). Ὅμως ὁ ξυλουργὸς δὲν
σχετίζεται, θετικὰ ἢ ἀρνητικά, μὲ τὸν ὑδραυλικό, δὲν ἔχουν κοινὸ πεδίο
συνάντησης ὅπου θὰ συναντηθοῦν εἴτε ὡς σύμμαχοι π.χ. ἐναντίον τοῦ ζαχαροπλάστη
εἴτε ὡς ἀντίπαλοι. Ἀντιθέτως, ὁ ξυλουργὸς θὰ ἀντιπαρατεθεῖ/ἀνταγωνιστεῖ τὸν
ξυλουργό, ὁ ὑδραυλικὸς θὰ ἀντιπαρατεθεῖ/ἀνταγωνιστεῖ τὸν ὑδραυλικό, κ.ο.κ. Γιὰ
τὴν περίπτωση αὐτὴν ὁ Καστοριάδης δὲν λέει τίποτα, ὅμως
ἐκεῖ βρίσκεται ἡ οὐσία τῆς ἀντιπαράθεσης, ὅταν ὑπάρχει ἕνα κοινὸ πεδίο
ἀνταγωνισμοῦ, κι ὄχι ἁπλῶς ἡ διαφορετικότητα. Παρομοίως, ἡ Ἰαπωνικότητα
καὶ ἡ Κινεζικότητα ἀσφαλῶς δὲν εἶναι
a priori
ἀντιπαρατιθέμενες ὡς διαφορετικές, ἀντιπαρατίθενται ὅμως ἀναπόφευκτα ὅταν
βρίσκονται στὸ ἴδιο πεδίο συνάντησης, ὁλόκληρες ἢ τμήματά τους.
Ὁ σχετικισμὸς τοῦ Κ.Κ. γιὰ τὸ ἀθεμελίωτο κάθε ἄποψης ἄρα καὶ γιὰ τὸ ἀθεμελίωτο
τῆς βεβαιότητας γιὰ τὴν ἀνωτερότητα κάθε ἄποψης εἶναι δυνατὸς μόνο στὸ θεωρητικὸ
ἐπίπεδο. Στὸ πρακτικὸ ἐπίπεδο καθένας εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐπιλέξει (ἂν θέλει
νὰ ζήσει), μὲ κριτήρια ὑποκειμενικά. Ἐπιλέγοντας, ὅμως, ὁρίζει τὸ ἄξιο καὶ τὸ
ἀνάξιο, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ ἔπειτα νὰ ἀπορρίψει, παρὰ μόνο γιὰ νὰ βάλει κάτι
ἄλλο στὴ θέση του. Ἂν προσπαθήσει νὰ φέρει τὸ σχετικισμὸ στὸ πρακτικό ἐπίπεδο,
πάλι δὲν ἀποφεύγει τὴν ἐπιλογὴ μιᾶς ἀπὸ τὶς ἰσότιμες-ἰσάξιες ἀπόψεις, ἐκτὸς κι
ἂν ἐπιλέξει στὴν τύχη, ἡ ὁποία προϋποθέτει ἕναν ἄνθρωπο
tabula rasa.
(18/8/2010)
Ὁ ξένος καὶ ἡ
ἀνομοιότητα
Ἐδῶ θὰ ἐξεταστεῖ κατὰ πόσο ἡ ξενικότητα ἢ ἀνομοιότητα ἢ διαφορὰ συντελεῖ στὴν
ἐμφάνιση/ἀνάπτυξη τοῦ ρατσισμοῦ. Ὅπως προσπάθησα νὰ δείξω καὶ στὸ "Ἐχθρὸς-φίλος-μισαλλοδοξία-ἀποθεολογικοποίηση"
εἶναι λανθασμένη ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἀνομοιότητα ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὸ ρατσισμὸ καὶ
στὴ σύγκρουση. Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι κυρίαρχη χάρη στοὺς ἀκροδεξιοὺς ἀλλὰ καὶ
ἐμμέσως χάρη στοὺς ἐπαγγελματίες ἀντιρατσιστὲς-ὁπαδοὺς μιᾶς ὁρισμένου εἴδους
πολιτικῆς ὀρθότητας ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ τὴν ἀγάπη ἢ τὴν ἀνοχὴ πρὸς τὸν διαφορετικό,
ὡς ἀντιστάθμισμα τῶν ἀκροδεξιῶν ρατσιστικῶν ἀπόψεων, ἔτσι ποὺ ἐν τέλει κανεὶς
μένει μὲ τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ρατσισμὸς λόγω ἀνομοιότητας εἶναι κάτι φυσικό ("καλὸ"
ἢ κακὸ/ζωῶδες) κι ἀναπόφευκτο, τὸ ὁποῖο, ἁπλῶς, γιὰ ὁρισμένους πρέπει νὰ
ξεπεραστεῖ ἐνῶ γιὰ ἄλλους πρέπει νὰ θεσμοθετηθεῖ
πολιτικὰ-ἠθικὰ ἀκόμη περισσότερο.
Αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἐσφαλμένο μὲ δύο τρόπους. Ὁ ἕνας εἶναι νὰ δειχτεῖ ὅτι ἡ
ὁμοιότητα, τὸ ἀντίθετο τῆς ἀνομοιότητας, δὲν προκαλεῖ ἀπαραιτήτως
αἰσθήματα φιλίας, ἐγκαρδιότητας καὶ ἀδελφωσύνης-ἀλληλοσεβασμοῦ, δηλαδὴ τὰ
ἀντίθετα τοῦ ρατσισμοῦ. Πράγματι, στὴν ἱστορία, τόσο ἐντὸς ἐθνῶν ὅσο καὶ ἐντὸς
οἰκογενειῶν καὶ φαρῶν, ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ πόλεμοι καὶ οἱ διενέξεις ἦταν τόσο
σκληροὶ καὶ ἀπάνθρωποι ὅσο καὶ οἱ πόλεμοι μεταξὺ διαφορετικῶν ἐθνῶν καὶ οἱ
συγκρούσεις-διενέξεις μεταξὺ διαφορετικῶν οἰκογενειῶν καὶ φαρῶν. Ἡ ὁμοιότητα δὲν
κατάφερε στὶς περιπτῶσεις αὐτὲς νὰ ἐμποδίσει τὴν ἔχθρα. Ἔπειτα ἡ ἐπὶ μέρους
ὁμοιότητα δὲν ἀποτρέπει τὴν σύγκρουση-ἀντιπάθεια ὅταν ὑφίσταται ἐπὶ μέρους
ἀνομοιότητα, δηλαδὴ ἡ ὁμοιότητα πρέπει νὰ ἔχει καὶ μιὰ ποιοτικὴ ἢ ποσοτικὴ
διάσταση ὥστε νὰ ἐπιβάλλει τὴν ὁμόνοια. Τέλος, ἡ ὁμοιότητα στόχων μὲ τίποτε δὲν
ἐγγυᾶται τὴν ἀπουσία ἔχθρας, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται ὅταν τὸ κοινὰ στοχευμένο
ἀντικείμενο/ὑποκείμενο δὲν μοιράζεται καθόλου (εἶναι μοναδικὸ) ἢ δὲν μοιράζεται
ἱκανοποιητικά (γιὰ τὸν ἕνα ἢ καὶ τοὺς δύο στοχεύσαντες).
Ὁ δεύτερος εἶναι νὰ δειχθεῖ ὅτι ἡ ἀνομοιότητα εἶναι πηγὴ ὄχι μόνο ρατσισμοῦ ἀλλὰ
καὶ φιλικῆς προσέγγισης. Τὸ ξένο μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπικίνδυνο, μπορεῖ ὅμως, ὑπὸ
ἄλλες προϋποθέσεις, νὰ εἶναι λ.χ. γοητευτικὸ-μυστήριο (ἀκόμα καὶ λόγω τῆς
ἐπικινδυνότητάς του), καὶ ἡ γοητεία αὐτὴ νὰ ὁδηγεῖ σὲ θέληση γιὰ προσέγγιση μαζί
του ἢ ἀκόμη καὶ σὲ αὐτοπαράδοση-"χάσιμο" στὰ γοητευτικὰ σκοτάδια τοῦ μυστηρίου.
Χώρια ποὺ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀνθρώπινο ἐντελῶς ξένο ἀλλὰ κάθε ξενικότητα
ἐμπεριέχει ἕνα πυρήνα γνωστῶν στοιχείων χάρη στὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ γίνεται
ἀντιληπτὴ ἡ παρουσία του ἔστω καὶ ὡς ξενικότητας.
Καθεαυτὴ ἡ ξενικότητα στὶς κοινωνίες δὲν συνιστοῦσε λόγο ἐχθρότητας, δίχως ὅμως
-ἐνάντια στὶς ἀντιρατσιστικὲς ἀντιλήψεις- νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν
πιθανότητα νὰ προκαλέσει ἐχθρότητα. Ὁ ξένος λ.χ. στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν ἱερὸ
πρόσωπο, ταυτόχρονα ὅμως ἡ παρουσία του στὶς πολιτικὲς καὶ θρησκευτικὲς τελετὲς
τῆς πόλης συνιστοῦσε μίασμα. Καμμιὰ φορὰ ὁ ξένος μπορεῖ νὰ χρησιμεύσει ὡς
πρότυπο ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ὅπως ἦταν γιὰ τοὺς Διαφωτιστὲς ὁ "εὐγενὴς
ἄγριος" ἢ "ὁ σοφὸς Κινέζος". Ἐπίσης, ἡ κοινότητα συμφερόντων εἶναι ἱκανὴ νὰ
ξεπεράσει τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὸ ἀνόμοιο, ἔστω καὶ προσωρινά. Οἱ "Ἄριοι" Ναζὶ
συμμάχησαν μὲ τοὺς "ἐκφυλισμένους" λατίνους Ἰταλοὺς ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς
"Ἀσιάτες" Ἰάπωνες, ἐνῶ οἱ καπιταλιστὲς προτεστάντες Ἀγγλοσάξωνες μὲ τοὺς ὀρθόδοξους
σλαβοκομμουνιστὲς Σοβιετικούς.
Ἡ πάντα ἐνύπαρκτη στὴν θέα τοῦ ξένου δυσπιστία ἢ ἔνταση καταλήγει σὲ ἐχθρότητα
καὶ σὲ ρατσισμὸ μόνο ὅταν (ἐννοεῖται: θεωρηθεῖ ὅτι) κινδυνεύουν ζωτικὰ
συμφέροντα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ταυτότητα. Τότε -πράγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὰ
παραπάνω- ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν ξενικότητα/τὸν ξένο τὸ στοιχεῖο τοῦ μυστηρίου καὶ
τῆς γοητείας. Ἡ ἐχθρότητα ἐμφανίζεται μόνον ὅταν ἡ
σχετικοποίηση τῶν ἡμέτερων ἀξιῶν λόγω τῆς παρουσίας τοῦ ξένου θεωρηθεῖ ὡς τὸ
πρῶτο βῆμα ἐπίθεσης ἐναντίον μας, ὅταν θεωρηθεῖ ἔνδειξη ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα τὴν
σχετικοποίηση τῶν ἀξιῶν θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀνοιχτὴ (ἐκ μέρους τοῦ ξένου) ἐπίθεση
ἐναντίον τῶν ἡμέτερων ἀξιῶν καὶ τῆς ἡμέτερης ταυτότητας.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἀπειλῆς αὐτῆς συνήθως ἐνισχύεται ἢ γεννᾶται εὐκολότερα ὅταν ἡ
ποσοτικὴ παρουσία τοῦ ξένου αὐξάνεται, δηλαδὴ ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴν
"ποσότητα", χωρὶς ὅμως ἡ "ποιότητα" νὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ κατορθώσει τὸ ἴδιο (π.χ.
μὲ τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἦταν λίγοι/διάσπαρτοι ἀλλὰ ἀντιμετώπιζαν ρατσισμό). Εἶναι
ἄλλη ἡ αἴσθηση τοῦ κινδύνου τῆς ἀφομοίωσης/ἀμφισβήτησης τῆς ἡμέτερης
κοσμοεικόνας ὅταν αὐξάνεται ἡ ποσότητα ἢ/καὶ ἡ ποιότητα τῆς ξενικῆς ἐπιρροῆς
στὴν καθημερινότητά μας. Πράγματι,
ἀντίθετα ἀπὸ τὶς ἀντιρατσιστικὲς προκαταλήψεις, μπορεῖ νὰ φανεῖ ἢ φαίνεται (ὄχι
ἀπαραίτητα μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόδειξης) ὅτι οἱ νεοφερμένοι φορεῖς τοῦ Ἰσλὰμ στὴν
Εὐρώπη ὄχι ἁπλῶς σχετικοποιοῦν τὶς ἀξίες της ἀλλὰ διέπονται καὶ ἀπὸ τὴν ἐνδόμυχη
τάση ἀνατροπῆς τους στὸ ξένο εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος καὶ ἐπικράτησης τῶν ἰσλαμικῶν. Ἡ
σχετικοποίηση τῶν ἀξιῶν ποὺ προκαλεῖ ἡ παρουσία τοῦ ξένου καὶ τῶν ἀξιῶν του ὄχι
σπάνια ὁδηγεῖ σὲ ἐχθρότητα ἐπειδὴ συνιστᾶ ἔμπρακτη ἀμφισβήτηση τῆς
καθολικότητας-κανονικότητας, δηλαδὴ "ἀντικειμενικότητας" καὶ ἀλήθειας, ἄρα καὶ
χρησιμότητας γιὰ τοὺς κινδύνους τῆς ζωῆς, τῶν ἡμέτερων ἀξιῶν, ἀλλὰ δὲν εἶναι
ἀπαραίτητα ἡ μόνη δυνατὴ (ἱστορικῶς, ἐννοεῖται) ἢ λογικὴ (ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς "ἠθικῆς/καλῆς")
ἐπιλογὴ. Ἄλλη ἐπιλογὴ εἶναι καὶ ἡ σχετικοποίηση τῆς παρουσίας τοῦ ξένου καὶ τῶν
ἀξιῶν του ὡς κάπως ἐνοχλητικῶν μὰ ἀνάξιων ἐνασχόλησης μαζί τους, ὁπότε τὸ "νὰ
κοιτᾶ κανεὶς τὴ δουλειά του" μισοαδιαφορώντας-μισοπεριφρονώντας τὸ ἀλλότριο/ξένο
εἶναι τὸ πρακτικὸ συμπέρασμα. Τέτοιο συμπέρασμα ἀποτελοῦσε ἡ καθημερινὴ πρακτικὴ γιὰ
χιλιετίες στὶς προνεωτερικὲς κοινωνίες τῶν "κοινοτήτων", λ.χ. Ἰουδαίων,
Χριστιανῶν καὶ Μουσουλμάνων κ.ἄ., ποὺ κοίταζαν τὴ δουλειά τους ζώντας ἥσυχα
δίπλα-δίπλα καθεμιὰ σὲ προνεωτερικὰ γκέτο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ προτιμοῦσαν νὰ
ἔκοβαν τὰ κεφάλια τῶν ἀλλόθρησκων. Εἶναι, ὅμως, ἐξίσου ἐφαρμόσιμη καὶ στὴν
νεωτερικὴ χαωτικὴ κοινωνία, εἰδικὰ στὴν μεταμοντέρνα.
Ἡ ἐμμονὴ τῶν παραπάνω διατυπώσεων στὸ φαίνεσθαι καὶ στὴν ὑποκειμενικὴ θεώρηση (τοῦ
ξένου ὡς μυστήριου-καλοῦ ἢ ὡς ἐπικίνδυνου γιὰ τὴν ἡμέτερη ταυτότητα) δὲν δίνει
ἀπαραίτητα τὸ προβάδισμα σὲ "ἐπικοινωνιακὰ" κόλπα "διαχείρισης τῆς
διαφορετικότητας" (τὰ ὁποῖα λ.χ. κάνουν διάφορες ἐπιδοτούμενες ἀπὸ τὶς
κυβερνήσεις μὴ κυβερνητικὲς ὀργανώσεις). Κι αὐτὸ γιατὶ ἐντέλει στὴν
ὑποκειμενικότητα (καὶ στὶς ὑποκειμενικὲς θεωρήσεις) ὑπάρχει ἕνα ὑπαρξιακὸ καὶ
πέραν τοῦ διαλόγου στρῶμα ἢ πυρήνας. Τὰ ἔλλογα ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τῆς μίας ἢ τῆς
ἄλλης ἄποψης καθίστανται ἀκόμη πιὸ ἀνίσχυρα σὲ μαζικὸ-καθημερινὸ ἐπίπεδο. Ἂν
αὐτὸ δὲν πτοεῖ τὶς κυβερνητικὰ ἐπιβιώνουσες ΜΚΟ, αὐτὸ ὀφείλεται καὶ στὸ "ζεστὸ
χρῆμα" τὸ ὁποῖο καρπώνονται ἀπὸ τοὺς φορολογούμενους. Πάντως, ἔγκειται
ἀναγκαστικὰ κι ἐν τέλει στὸν ἄμεσα ἐνδιαφερόμενο νὰ κρίνει, συχνὰ μὲ "μὴ
ὀρθολογικὰ" κριτήρια (ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπουσίας τοῦ κριτηρίου "κόστος-ὠφέλεια",
ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑπαρξιακῆς, πέραν τοῦ διαλόγου κρίσης) ἂν ὁ ξένος εἶναι
καὶ ἐχθρός, ἂν ἡ ἀνομοιότητα συνιστᾶ ἀπειλὴ κατὰ τοῦ δικοῦ του τρόπου ὕπαρξης.
Στὸ παραπάνω παράδειγμα τοῦ Ἰσλάμ διαφαίνεται ἡ σημασία ποὺ οἱ ἱστορικὲς μνῆμες
ἔχουν, καθὼς προκαλοῦν ἀντίστοιχα αἰσθήματα, προδιαθέτουν ἀνάλογα καὶ ὁδηγοῦν σὲ
μελλοντικοὺς σχεδιασμούς. Δηλαδὴ διαφαίνεται ἡ σημασία ποὺ ἡ στιγμιαία ἢ
συσσωρευμένη προδιάθεση ἔχουν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ξένου. Ἡ "προκατάληψη"
δὲν εἶναι ἕνας τύπος συμπεριφορᾶς ἀποκλειστικὰ ἐφαρμοζόμενος στὸν ἀνόμοιο ἀλλὰ
γενικά, καὶ εἶναι
ἕνα εἴδος "οἰκονομίας τῆς σκέψης", ποὺ δὲν συνιστᾶ ἀπαραιτήτως διανοητικὴ τεμπελιά. Θὰ ἦταν, πρακτικά,
ἀδύνατο ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ διαγράφεται ὅλος ὁ κοινωνικὰ συσσωρευμένος κώδικας
ἀντιμετώπισης ἐκτάκτων καταστάσεων, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ
ἡ συνάντηση (δὲν
ἐννοεῖται ἐδῶ ἡ συνάντηση στὸ δρόμο ἁπλῶς) μὲ τὸ(ν) ἀνόμοιο. Ὑπάρχει ἕνα
τεράστιο εὖρος δυνατῶν ἀντιδράσεων αὐτῆς τῆς (θετικῆς ἢ ἀρνητικῆς) προκατάληψης
μὲ τὴν κοινωνικὴ σχέση μὲ τὸ(ν) ἀνόμοιο. Ἡ ἀρνητικὴ προκατάληψη ἐνδεχομένως μέσω
τῆς κοινωνικῆς σχέσης νὰ ἀμβλυνθεῖ/ἐξαφανιστεῖ ἢ, ἀντίθετα, ἐνδεχομένως ἡ
κοινωνικὴ σχέση νὰ "προχωρήσει" υἱοθετώντας τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἀρνητικῆς
προκατάληψης, ὅταν οἱ φορεῖς της ἐμμένουν σὲ αὐτήν, ἐπιβεβαιώνοντάς την ἢ καὶ
ἰσχυροποιώντας/ὀξύνοντάς την κοινωνικά. Ἀντίστοιχα ἀντιδροῦν καὶ οἱ φορεῖς τῆς ξενικότητας:
προσπαθοῦν ἀρχικὰ νὰ καταστοῦν ἀόρατοι/διακριτικοὶ μέσα στὸ ὁμογενὲς ξένο πλῆθος
ἐμμένοντας στὴν ἀνομοιότητά τους
ἢ (μερικὲς φορὲς ταυτόχρονα μὲ τὸ προηγούμενο) προσπαθοῦν νὰ ἀφομοιωθοῦν/προσαρμοστοῦν
γιὰ να ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς ὁμοιότητας.
Ἀπὸ τὴν συνισταμένη τῆς ἔκβασης τοῦ
διπόλου "προκατάληψη-κοινωνικὴ σχέση" καὶ τῆς ἔκβασης τοῦ διπόλου
"διακριτικότητα/ἐμμονὴ στὴν ξενικότητα-διάθεση γιὰ ἀφομοίωση" κρίνεται συχνὰ καὶ
τὸ ἂν ἡ ξενικότητα λαμβάνεται ὡς ἀπειλή.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Π. Κονδύλης (Τὸ πολιτικὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος, τ. 1β, σ. 438):
"Περίπου ὅπως στοὺς "πρωτόγονους λαοὺς" ἔχουν τὰ πράγματα σὲ γενικὲς γραμμὲς καὶ
στὴ σημερινὴ "Δύση", κάτι που ἐπιβεβαιώνει τὴν κοινωνικοοντολογικὴ σταθερότητα
αὐτῶν τῶν στάσεων. Μερικοὶ θὰ προτιμοῦσαν νὰ ποδοπατήσουν ἐπιτόπου τὸν
νεοεισερχόμενο ξένο, ἂν δὲν προβλεπόταν γι' αὐτὸ καμμιὰ τιμωρία, ἄλλοι θέλουν νὰ
τὸν προσκυνήσουν σὰν θεὸ καὶ ἔτσι κατὰ τὴν ἀρχικὴ φάση τοῦ ἀποδίδουν τὰ
χαρακτηριστικὰ ἑνὸς πάσχοντος θεοῦ. Ἡ ἐξιδανίκευση καὶ ἡ δαιμονοποίηση ἀποτελοῦν
καὶ ἐδῶ τοῦς δύο πόλους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους κινοῦνται οἱ ἀνάμεικτες τάσεις ἢ
καλλιεργοῦνται δεσμευτικὲς καὶ μὴ δεσμευτικὲς "ἐπαφές"". (18/6/2010)
αντιρατσιστικός.
Αν στο λεξικό
γράψουμε «Βούλγαρος = συνώνυμο του Βόρειου Έλληνα», τότε υπερασπιζόμαστε την
ελευθερία της έκφρασης, αντιτιθέμενοι σε όποιον αντιδρά στον ορισμό αυτόν.
Ομοίως, όταν επεξηγούμε τα λήμματα «Πόντιος = βλάκας», ή «Τουρκόσπορος =
μικρασιάτης». Αν κατά τον ίδιο τρόπο στο λεξικό γράφαμε «Αλβανός = συνώνυμο του
κλέφτη, του φονιά, του φτωχομπινέ βρωμιάρη», τότε θα υπερασπιζόμασταν τον
φασισμό και το ρατσισμό. Μάλιστα! Ύστερα από αυτά απορούν οι «αντιρατσιστές»
γιατί δεν έχει απήχηση η ιδεολογία τους στον κόσμο. Δεν έχουν
ενιαία στάση έναντι του φυλετισμού και των διακρίσεων. Η ίδια η απουσία ενιαίας
στάσης έναντι του φυλετισμού είναι η αιτία που ελάχιστοι έχουν το ηθικό
«δικαίωμα» να κατακρίνουν ρατσιστικές συμπεριφορές.
σκέτος.
Ο ξένος, όταν φέρνει μετάλλια,
είναι Ελληνας, απευθείας απόγονος του Σωκράτη, ενώ όταν πρόκειται για τον χτίστη
Ρώσο της οικοδομής, τότε είναι βρωμιάρης και επικίνδυνος. Και καλά αυτό, αλλά ο
Τσενάι, γιατί να θεωρείται ξένος και επικίνδυνος, τη στιγμή που μπορεί να
ελληνοποιηθεί και να γίνει δικός μας αντί δικός τους; Δηλαδή οι αρσιβαρίστες
Ρώσοι έχουν περισσότερη αξία από τους αριστούχους Αλβανούς; Τιμούμε τη σωματική
δύναμη περισσότερο από την γνώση;
Ο φόβος της εκληματικότητας
δεν είναι η πραγματική αιτία. Ποιος φοβάται τον εργάτη που δουλεύει σαν το
σκυλί; Τον εγκληματία ξένο όλοι τον φοβούνται, αλλά μήπως τον φοβούνται
περισσότερο από τον Έλληνα εγκληματία; "Δεν θέλουμε να έρθουν κι άλλοι
εγκληματίες, να προστεθούν στους υπάρχοντες Έλληνες εγκληματίες". Πολύ σωστό,
αλλά γι'΄αυτό ακριβώς το πράγμα δεν υπάρχει η αστυνομία; "Εδώ δεν πιάνει τους
Έλληνες, θα πιάσει τους ξένους;" Γιατί, πιο έξυπνοι είναι οι ξένοι εγκληματίες;
Απλώς η αστυνομία μας, αντί να κάθεται και να προστατεύει τους πλούσιους ιδιώτες
και πολιτικούς, αντί να μαζεύεται στα γήπεδα για να εμποδίσει τα αλητάκια να τα
σπάνε, θα έπρεπε να αφοσιωθεί στην περιφρούρηση της ησυχίας. Τόσους χιλιάδες
αστυνόμους έχουμε, τζάμπα πληρώνονται; Απλώς δεν υπάρχει πολιτική βούληση και η
ησυχία των φιλάθλων και των πολιτικών θεωρείται σημαντικότερος σκοπός από την
ησυχία των πολιτών. Είναι πάρα μα πάρα πολύ εύκολο να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ
καλών και εγκληματιών ξένων. Κανείς δεν αρνείται να φυλάγονται τα σύνορα. Ας
δώσουν και κίνητρα και όπλα στους κατοίκους των ακριτικών περιοχών, να τα φυλάν
και μόνοι τους.
Το πρόβλημα είναι ότι όσοι
είναι ρατσιστές εξαιτίας των κακών ξένων θέλουν και την πίτα ολάκερη και το
σκύλο χορτάτο. Θέλουν και τους ξένους να δουλεύουν με μισθούς κατώτερους και
όντας ανασφάλιστοι, αλλά θέλουν και μια "Ελλάδα καθαρή" από ξένους. Φυσικά
υπάρχουν οι λίγοι ιδεολόγοι ρατσιστές, που δεν θέλουν να δίνουν δουλειά στους
ξένους. Τουλάχιστον είναι τίμιοι, αλλά οι υπόλοιποι, ο απλός κόσμος, ας σκεφτούν
πιο κορόιδο θα δούλευε στα ολυμπιακά έργα σα το σκυλί και ποιοι θα δούλευαν στα
χωράφια για ένα ξεροκόμματο και ποιοι στις οικοδομές.
αντιεβραϊκός και αριστερός.
Έχει παρέλθει πλέον, ωστόσο είναι
σχεδόν της ίδιας μορφής με τον σημερινό ρατσισμό των ακροδεξιών. Ο Προυντόν,
στις σημειώσεις του, ζητούσε την απέλαση ή και την εξολόθρευση των Ιουδαίων από
την Ευρώπη. Ο Μαρξ περιφρονητικά αναφερόταν στους "νέγρους που έφυγαν μαζί με
τον Μωυσή από την Αίγυπτο", αν και ήταν κι ο ίδιος Εβραίος. Ο Μπακούνιν
αποκαλούσε τους Ιουδαίους παράσιτα και ράτσα εκμεταλλευτών. Ασφαλώς οι επιθέσεις
αυτές γίνονταν από αντικαπιταλιστική σκοπιά. Ωστόσο δεν παύουν να είναι
ρατσιστικές. Παρόμοιες αντιεβραϊκές ρατσιστικές θέσεις έχουν και οι ακροδεξιοί
σήμερα, οι οποίοι, συνδυάζουν τον αντιιουδαϊσμό με την (δήθεν) αντικαπιταλιστική
και αντιεκμεταλλευτική ρητορεία τους, έτσι που να φαίνονται ότι επιτίθενται
στους Εβραίους μόνο για λόγους σχετιζόμενους με την εκμετάλλευση που ειδικά οι
Εβραίοι παγκοσμίως επιβάλλουν. Ακριβώς το ίδιο έκαναν και οι Αριστεροί τον 19ο
αιώνα, και είναι κωμικό, από την άποψη της ιστορίας των ιδέων, ότι σήμερα οι
Αριστεροί, οι πνευματικοί απόγονοι των Μαρξ, Μπακούνιν, Προυντόν κ.ά.,
εξοργίζονται στο άκουσμα τέτοιων (ακροδεξιών) απόψεων και συνδυασμών θεωριών οι
οποίες και οι οποίοι είναι καθαρά δική τους εφεύρεση (29/7/2007)
Για τα αίτια του αντισημιτισμού οι μεν ακροδεξιοί ισχυρίζονται ότι φταίει η εχθρική συμπεριφορά των Εβραίων προς τις χώρες που τους φιλοξενούσαν, ενώ οι λοιποί ότι φταίει ο φθόνος των λοιπών λαών για τον πλούτο, τα επιτεύγματα κλπ που πετύχαιναν στις χώρες τους οι φιλοξενούμενοι Εβραίοι. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο και μάλιστα αλληλομπλέκονται. Η αίσθηση μοναδικότητας μπορεί άνετα να μετατραπεί σε περιφρόνηση (αυτό για το οποίο κατηγορούνται οι Έλληνες από τους Έλληνες αντιεθνικιστές, επίσης ισχύει και για τους Εβραίους). Και η επιτυχία των Εβραίων ως τραπεζιών, διανοούμενων, κλπ, οφείλεται όχι λίγο στο ότι αυτός ήταν ο μόνος τομέας (όχι η πολιτική, η γεωργία, η θρησκεία, ο στρατός) στον οποίον μπορούσαν να αναπτύξουν τα ταλέντα τους, διότι μόνο σε αυτά τους επέτρεπαν οι λαοί που αργότερα φθονούσαν τις εβραϊκές επιτυχίες. Από τέτοιο φθόνο, σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα, ξεκινά και η συνωμοσιολογία. Κάθε λαός έχει τα δικά του λόμπυ κ.λπ. Απλώς οι Εβραίοι, ως διάσπαρτοι, είχαν μεγαλύτερα λόμπυ. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι κυβερνούν τον κόσμο.
Αν υπάρχει τέτοια επιρροή των Εβραίων στη
Δύση, αυτό οφείλεται 1. στο
παλαιότατο δίκτυο της διασποράς. 2. στο ότι πάρα πολλοί
μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. 3. στο ότι η Δύση
νοιώθει ένοχη για το Ολοκαύτωμα και τον χριστιανικό
αντισημιτισμό (αν και στις ΗΠΑ οι φανατικοί χριστιανοί
δεν ειναι αντισημίτες, αλλά φιλοϊσραηλινοί) και θέλει να αναπληρώσει το κακό.
Τα όρια αντισιωνισμού-αντισημιτισμού είναι και θα είναι δυσδιάκριτα, κι αυτό οφείλεται τόσο στους θύτες αντιεβραίους όσο και στα θύματα τους Εβραίους. Αν οι τελευταίοι υποστηρίζουν την πάσει θυσία διατήρηση και εδραίωση του Ισραήλ, τότε αναγκαστικά ο αντισιωνισμός είναι και αντισημιτισμός. Από την άλλη οι αντισιωνιστές πολύ εύκολα περνάνε στον αντισημιτισμό, γιατί προφανώς θεωρούν a priori συνυπεύθυνους τους απανταχού Εβραίους, τη θρησκεία τους κλπ, για ό,τι γίνεται στο Ισραήλ. Όμως η συνυπευθυνότητα αυτή ισχύει μόνον 1. στο βαθμό που οι Εβραίοι είναι και Σιωνιστές. 2. εφόσον οι Εβραίοι είναι Σιωνιστές σε βαθμό που δείχνει όχι απλώς θέληση για δικο τους κράτος, αλλά θέληση για μελλοντική εξαφάνιση των Αράβων ως έθνους και κράτους από την Παλαιστίνη. (8/11/2008)
Τα όρια αντισιωνισμού-αντισημιτισμού είναι και θα είναι δυσδιάκριτα, κι αυτό οφείλεται τόσο στους θύτες αντιεβραίους όσο και στα θύματα τους Εβραίους. Αν οι τελευταίοι υποστηρίζουν την πάσει θυσία διατήρηση και εδραίωση του Ισραήλ, τότε αναγκαστικά ο αντισιωνισμός είναι και αντισημιτισμός. Από την άλλη οι αντισιωνιστές πολύ εύκολα περνάνε στον αντισημιτισμό, γιατί προφανώς θεωρούν a priori συνυπεύθυνους τους απανταχού Εβραίους, τη θρησκεία τους κλπ, για ό,τι γίνεται στο Ισραήλ. Όμως η συνυπευθυνότητα αυτή ισχύει μόνον 1. στο βαθμό που οι Εβραίοι είναι και Σιωνιστές. 2. εφόσον οι Εβραίοι είναι Σιωνιστές σε βαθμό που δείχνει όχι απλώς θέληση για δικο τους κράτος, αλλά θέληση για μελλοντική εξαφάνιση των Αράβων ως έθνους και κράτους από την Παλαιστίνη. (8/11/2008)
το μέλλον, το παρελθόν του
ρατσισμού.
Ο φυλετικός ρατσισμός ήταν μια παρένθεση στις
χιλιετίες ρατσισμού. Η περιφρόνηση και ο ρατσισμός των Αρχαίων (το ομόαιμο) δεν
είχε σχέση με τα γονίδια, τα κρανία και τις φυλετικές εξετάσεις των Ναζί. Ο
φυλετικός ρατσισμός, του 19ου και του α' μισού του 20ού αι. ήταν κάτι σαν
αντεστραμμένη πίστη των ομοφυλόφιλων ότι υπάρχει γονίδιο της ομοφυλοφιλίας: οι
μαύροι και οι Εβραίοι ήταν κατώτεροι γονιδιακά. Σήμερα, παρά τις προσπάθειες των
βιολόγων να αναγάγουν τα πάντα σε γονίδια, ο φυλετικός ρατσισμός ή έστω ή
κατηγοριοποίηση των ατόμων ανάλογα με τα γονίδια, δεν μπορεί να λάβει τις
διαστάσεις που είχε τον 19ο-20ό αι. Πάντα θα προσκρούει στα "ανθρώπινα
δικαιώματα" και την απαίτηση των υποστηρικτών τους για την οικουμενικότητα των
δικαιωμάτων αυτών. Απλώς ο βιολογικός ρατσισμός θα χρησιμοποιείται "θετικά" και
όχι υποτιμητικά, όπως π.χ. στην περίπτωση των ομοφυλόφιλων, οι οποίοι λεν κατ'
ουσίαν: "τι να κάνουμε, το έχουμε στη φύση μας, μη μας κατηγορείτε".
Παλαιότερα, πριν το 19ο αι., ο ρατσισμός ήταν θρησκευτικός και κοινοτικός. Σε
περιφρονούσαν όχι επειδή ήσουν κοντός ή μαύρος, αλλά επειδή ανήκες σε άλλη
εθνική ή θρησκευτική ομάδα. Τώρα επίσης ο ρατσισμός είναι πολιτισμικός ή
θρησκευτικός. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο σημερινός ρατσισμός είναι πολιτικά
αμφίσημος. Ρατσιστές είναι και οι ακροδεξιοί, οι οποίοι "δε μισούν τους Άραβες",
αλλά θέλουν οι τελευταίοι να μείνουν μακριά τους, στην Αφρική και την Μ.
Ανατολή. Αλλά ρατσιστές είναι και οι ευρωκεντρικοί, φιλελεύθεροι δημοκράτες, οι
οποίοι πιστεύουν στην κατωτερότητα των μη δυτικών πολιτισμών. Η τελευταία άποψη
ενδεχομένως ακούγεται ισοπεδωτική, ωστόσο ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Οι
Διαφωτιστές ήταν ρατσιστές. Βέβαια, κάθε
ομάδα και πολιτισμός πιστεύει πως κατέχει την αλήθεια και πως οι άλλοι είναι
κατώτεροι ή μη ανθρώπινοι. (6/9/2008)
αγγλοσαξωνικός και
γερμανοναζιστικός ρατσισμός. Μετά τον
Β' ΠΠ η ωμότητα των εγκλημάτων των Γερμανών Ναζί έκανε πολλούς να συγκρίνουν τον
ιδεαλιστικό φυλετικό ρατσισμό τους με την κοσμοπολίτικη ανοχή των Αγγλοσαξώνων,
οι οποίοι ήταν άλλωστε οι νικητές του πολέμου. Η αλήθεια είναι ότι αφενός
ρατσιστικές αντιλήψεις υπήρχαν, όπως είδαμε, σε όλους τους δυτικοευρωπαϊκούς
λαούς, αφετέρου ότι η ιδιαίτερη ωμότητα των ναζιστικών πράξεων δεν οφείλεται στο
ρατσισμό καθεαυτό εν αντιθέσει προς τον ρατσισμό των Αγγλοσαξώνων. Ο ρατσισμός,
βέβαια, οδηγεί σε καταπίεση και αναπόφευκτα σε βία. Αλλά οι Αγγλοσάξωνες, αντί
να συλλάβουν την ιδέα να καθαρίσουν από τους "κατώτερους" λαούς την Ευρώπη, όπως
οι φανταγμένοι Γερμανοί, προτίμησαν αρχικά να σφάξουν τους Ινδιάνους δίχως
πολλές δικαιολογίες (κάτι σαν Ολοκαύτωμα αλλά δίχως φούρνους) και έπειτα να
εκμεταλλευτούν πρακτικά τους μη λευκούς. Ο ναζιστικός γερμανικός ρατσισμός
μπορεί να ειδωθεί ως ξέσπασμα ενός έθνους το οποίο έχοντας χάσει τον Α' Π.Π.
έχασε - και εξαιτίας των υπέρογκων αποζημιώσεων, της εκδικητικότητας των νικητών
καθώς και του οικονομικού κραχ - τα λογικά του και εφάρμοσε απλώς πράγματα τα
οποία πριν του ήταν αδιανόητα. Αλλά είναι γνωστό λ.χ. ότι ο Τσώρτσιλ ήταν
ρατσιστής και πίστευε στα 1910 περίπου, ως υπουργός αποικιών, ότι η λευκή φυλή
αξίζει να κυβερνά. Τέτοιο ξέσπασμα, όπως το ναζιστικό, μπορεί να θεωρηθεί ως
έκφραση αντίστοιχων τάσεων υπαρχουσών και σε Άγγλους και σε Γάλλους, η οποία
κατέστη δυνατή μόνο υπό ορισμένες συνθήκες. Αν και οι Γάλλοι- Αγγλοσάξωνες δε
χρησιμοποιούσαν φούρνους, αυτό δεν καθιστά ιστορικώς τους Γερμανούς πιο
ρατσιστές από τους Αγγλο-Γάλλους. Ο γερμανικός "ιδεαλισμός" σε αντίθεση με την
"πρακτικότητα" και χρησιμοθηρία των Αγγλοσαξώνων επεξηγεί λιγότερο ικανοποιητικά
τη διαφορά στην ωμότητα του αντίστοιχου ρατσισμού από ό,τι η ανάλυση των
συγκεκριμένων συνθηκών υπό τις οποίες γεννήθηκε ο ναζισμός, διότι ο γερμανικός
αυτός ιδεαλισμός υπήρχε και κατά τον 18ο και τις αρχές του 19ου αι., όταν οι μεν
Γερμανοί ήταν αγαθοί ποιητές, φιλόσοφοι και φιλόλογοι, οι δε Αγγλογάλλοι
σφάζονταν και έσφαζαν παγκοσμίως. (7/9/2008)
ρατσισμός βορειοελλαδικός και
νοτιοελλαδικός.
Αν ρωτήσει κανείς κάποιον "προοδευτικό" πολίτη
για το επίκεντρο του ρατσισμού σήμερα στην Ελλάδα, θα απαντήσει αμέσως ότι αυτό
βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Αποδείξεις πολλές και εύκολα ανιχνεύσιμες: ο σκυλάς
νομάρχης, ο εθνικιστής μητροπολίτης, ο διάχυτος συντηρητισμός των πολιτών της
πόλης αυτής, αλλά και της β. Ελλάδας, η "σκοπιανοφοβία". Μάλιστα το δάκτυλο που
δείχνει την ένοχη βόρεια πόλη/επαρχία συνοδεύεται από ένα αντιεθνικιστικό δάκρυ
οφειλόμενο στη σύγκριση της σημερινής β. Ελλάδας με κάποια παλιά εξιδανικευμένη,
πολυπολιτισμική κ.ο.κ. Θεσσαλονίκη/Μακεδονία της Τουρκοκρατίας. Για την
εξιδανίκευση αυτήν έχουμε κάνει λόγο στο "έθνος, εθνικισμός, αντιεθνικιστές" στο
"τρίτο πρόβλημα". Ωστόσο η ίδια η κατηγορία είναι ισοπεδωτική: Δεν μπορεί να
θεωρηθεί ο βορειοελλαδικός ρατσισμός τέτοιος, ώστε να χαρακτηριστεί σημείο μέγα
και μέτρο του νεοελληνικού ρατσισμού. Γιατί είναι προφανές ότι τα ιδιότυπα
γκέτο ξένων, τα οποία υπάρχουν στο κέντρο της Αθήνας (κάτω απ' την Αθηνάς) -
στην οποία κυριαρχεί ο λεκτικός αντιρατσισμός - δεν υπάρχουν στο κέντρο ή
στα δ. προάστια της Θεσσαλονίκης. Και γιατί είναι προφανές ότι στη Θεσσαλονίκη
δεν κυριαρχούν ούτε κατά διάνοια διαπράττονται μαχαιρώματα μαύρων, άγριοι
ξυλοδαρμοί αριστερών φοιτητών από ανενόχλητους Χρυσαυγίτες. Και είναι, επίσης,
προφανές ότι ενώ η Θεσσαλονίκη/Μακεδονία έχει έναν ιδιότυπο ρατσισμό, η
αντιρατσιστική ισοπέδωση των πάντων δεν βοηθά στην εξακρίβωση της ιστορίας του
ρατσισμού στην Ελλάδα. Γιατί είναι άλλο πράγμα η - δίκαιη - κατάκριση και
υπενθύμιση της αποσιώπησης της εβραϊκής παρουσίας αιώνων και χιλιετιών στην
Θεσσαλονίκη και εντελώς άλλο πράγμα η μετατροπή αυτής της αποσιώπησης σε
ένδειξη για το επίκεντρο του ρατσισμού, καθόσον, αν θέλουμε να είμαστε ιστορικά
δίκαιοι, ξεπάστρεμα και σφαγή Εβραίων (αλλά και Τούρκων) από Έλληνες συνέβη στη
νεώτερη Ελλάδα αποκλειστικά από τους Πελοποννήσιους το 1821, στην Τριπολιτσά και
όχι μόνο σ' αυτήν, ενώ - αντίθετα - καμμία σφαγή Εβραίων ή Τούρκων της
Θεσσαλονίκης/Μακεδονίας αντίστοιχα δεν συνέβη μετά το 1912 (ή μεταξύ 1912-1924).
Και είναι άλλο πράγμα η καταγγελία του λεκτικού ρατσισμού, των
μεγαλεξανδρινών ονειρώξεων των αρχόντων της Θεσσαλονίκης από τον λεκτικό
αθηναϊκό αντιρατσισμό ο οποίος ανέχεται γκέτο έξω από την Αθήνα, δεν επιτρέπει
τζαμί (ώς το 2008, έτος κατά το οποίο γράφεται το άρθρο αυτό) στην
"κοσμοπολίτικη" και "μη εσωστρεφή" αυτήν πόλη. Στην πραγματικότητα οι
"προοδευτικοί" μη Βόρειοι έχουν βρει έναν αποδιοπομπαίο τράγο, οι δε Βόρειοι
προοδευτικοί αυτομαστιγώνονται αποδεχόμενοι τοις μετρητοίς όσα λέγονται για το
επίκεντρο και το μέτρο του ελλαδικού ρατσισμού. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ο
νότιος ρατσισμός είναι περισσότερο, έμπρακτα αγριότερος και επικίνδυνος, ενώ ο
βορειοελλαδικός είναι απλώς λεκτικός και λιγότερο έμπρακτος.
Αντί να αποδίδουμε σε κάποια έμφυτη συντηρητικότητα τον σημερινό βορειοελλαδικό
ρατσισμό, μπορούμε να τον αποδώσουμε σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Οι
νότιοι Έλληνες, αφότου έσφαξαν και ξεπάστρεψαν τους αλλόδοξους στο χωριό τους,
και απέμειναν δίχως εχθρούς δίχως απειλή στα σύνορά τους, έπειτα - και για τους
λόγους αυτούς - εξελίχθηκαν σε ανεκτικούς "τζάμπα (αντιρατσιστές) μάγκες". Αλλά
ελλείψει αλλόδοξων δεν νοείται στα σοβαρά "ανεκτικότητα". Αντίθετα, οι βόρειοι
Έλληνες, έχοντας τόσο υπαρκτούς κινδύνους στα βόρεια σύνορά τους όσο κι επειδή -
οι απόγονοι των προσφύγων - είχαν υποφέρει παλιότερα, έγιναν συντηρητικότεροι
και λιγότερο ανεκτικοί. (15/9/2008)
Ρατσισμός διαφορικός
και οι μετανάστες
Η
χρησιμοποίηση για ρατσιστικούς σκοπούς αντιρατσιστικών συνθημάτων ήταν από τους
πιο έξυπνους ελιγμούς των ρατσιστών τις τελευταίες δεκαετίες. Αντί να βρίζουν
τους Μαύρους οι ναζί των ΗΠΑ δηλώνουν ότι αγωνίζονται για την προστασία των
λευκών παιδιών. Αντί να αρνούνται το δικαίωμα στη διαφορά, το απολυτοποιούν ώστε
οι αλλότριοι να είναι φύσει αδύνατο να συνυπάρξουν. Ο ελιγμός αυτός ήταν
αναγκαστικός, επειδή το δικαίωμα στη διαφορά αναγνωρίστηκε από όλους ως ιερό. Η
ιεροποίηση του δικαιώματος (του μαύρου, του ομοφυλόφιλου, του παράξενου γενικά)
στη διαφορά χωρίς να συνεπάγεται τον ρατσιστικό ελιγμό απαραίτητα, του δίνει
έδαφος να σταθεί, μπορεί να έχει, και έχει, ως μία από τις πιθανές συνέπειες τον
διαφορικό ρατσισμό. Ακόμη-ακόμη έχει ως συνέπειες τα γκέτο, όχι τα ρατσιστικά
όμως, όχι δηλαδή αυτά στα οποία κλείνεσαι δια της βίας από την κυβέρνηση, όπου
καθένας ζει με τους ομοίους του γιατί - αφού το δικαίωμα στη διαφορά είναι ιερό
- είναι ανυπόφορο να ζει σε έναν κόσμο διαφορετικών. Τα γκέτο βέβαια δεν
συνυφαίνονται με τον διαφορικό ρατσισμό, ωστόσο έμπρακτα προάγουν ή καλύτερα
μεγαλοποιούν ακόμη περισσότερο την άρρητη αντιπαλότητα μεταξύ των ανόμοιων από
την οποία προέκυψαν.
Το πρόβλημα που θέτει ο διαφορικός ρατσισμός "αγαπώ τους Άραβες, αλλά να παν στα
σπίτια τους, ας μας αφήσουν να ζήσουμε καθαροί στον τόπο μας" δεν επιλύνεται με
τη φιλομεταναστευτική αντίληψη τύπου "ελάτε, είστε όλοι ευπρόσδεκτοι", ως
αντίδραση σε αυτόν. Γιατί το θέμα δεν έγκειται στην υποστήριξη εκ μέρους ημών
των "Δυτικών" στην μετανάστευση ούτε στην ρητορική προτροπή προς τους μετανάστες
και τους δυτικούς φίλους της μετανάστευσης να γυρίσουν - εν ονόματι της διαφοράς
- οι μετανάστες στα σπίτια τους στον τρίτο κόσμο, αλλά στο να καταστεί ο τρίτος
κόσμος κατοικήσιμος με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετανάστευση να μην έχει νόημα.
Διότι δε θα γυρίσουν ποτέ, αν οι συνθήκες ζωής εκεί παραμείνουν άθλιες. Και,
αντίστροφα, ο φιλομεταναστευτισμός θα οδηγεί σε διόγκωση το φαινόμενο της
εγκατάλειψης των χωρών αυτών από το ζωτικότερο δυναμικό τους, δηλαδή σε διόγκωση
τόσο την μετανάστευση όσο και την ερήμωση που προκαλεί η μετανάστευση. Επιπλέον,
σκοπός δεν μπορεί να είναι η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στην Δύση, αλλά η
ανάπτυξη και οι καλύτερες συνθήκες ζωής σε όλον τον κόσμο. Το δίλημμα του
διαφορικού ρατσισμού και του φιλομεταναστευτισμού είναι τεχνητό, είναι πλαστό.
Γιατί η μετανάστευση θα εξαφανιζόταν αμέσως, εάν οι κάτοικοι των χωρών εκείνων
μπορούσαν να ζήσουν άνετα εκεί. Γι' αυτό ο διαφορικός ρατσισμός συνιστά μια
λογική τύπου "και τι με νοιάζει εμένα;", η οποία όμως δεν είναι βιώσιμη
πολιτικά, δηλαδή δεν μπορεί και να υιοθετείται και ταυτόχρονα να μην
εξανθρωπίζεται ο τρίτος κόσμος - ενώ, αντίστροφα, το ίδιο μη βιώσιμη λύση
μακροχρόνια είναι το να εισέρχονται ανεξέλεγκτα οι μετανάστες και να ερημώνονται
οι χώρες προέλευσής τους αφηνόμενες ως τόπος διαμονής των πιο καθυστερημένων και
λιγότερο φιλοπρόοδων κατοίκων τους. (1/6/2009)