ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟΥ
Οι
θεωρίες που κηρύσσουν το δίκαιο του ισχυρότερου και εξυμνούν την γυμνή ισχύ,
δηλαδή την επικράτηση της ωμής υλικής βίας, ούτε μπόρεσαν να επικρατήσουν αλλά
ούτε και θα μπορέσουν να επικρατήσουν στο θεωρητικό επίπεδο για δύο λόγους.
Ο πρώτος
είναι ότι καθώς ύψιστη αρχή θεωρείται το συλλογικό καλό (της ομάδας, της
ανθρωπότητας), δηλαδή κάθε τι που αποτρέπει τον αφανισμό της ομάδας, καμμιά
θεωρία που κηρύσσει το δίκαιο του ισχυρότερου δε θα μπορούσε ποτέ να επικρατήσει
μόνιμα ως κοινωνικό ιδεώδες όλων. Θα προκαλούσε την αγανάκτηση όλων η
εξιδανίκευση όχι της επιβίωσης του συνόλου αλλά της επιβίωσης του ισχυρού.
Κανείς δε θα δεχόταν την υποκειμενική αξίωση του καθενός να είναι ο ισχυρός δια
της βίας και να επικρατεί απλώς και μόνο δια της βίας. Ο πολιτισμός ξεκίνησε με
την απόφαση ότι η Ζωή έχει νόημα, και επομένως ατομικές επιδιώξεις που
διακηρύσσουν θεωρητικά τον υποβιβασμό της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους ή της
συγκεκριμένης ομάδας χάριν του καθενός (ο οποίος πιστεύει πως θα κυριαρχήσει
υλικά) θα συνιστούσαν περιφρόνηση του πολιτισμού. Θα έδιναν την εντύπωση οι
επιδιώξεις αυτές ότι με την αυθαιρεσία του ατομικιστικού νιτσεϊσμού τους
καταστρέφουν όλες τις δομές και όλες τις κοινωνικές ιεραρχήσεις (με πρώτη την
αντίληψη ότι η επιβίωση του συνόλου έχει την ανώτερη αξία) και άρα καταστρέφουν
τα θεμέλια της κοινωνικής πειθάρχησης, πράγμα που θα έθετε σε κίνδυνο την
συλλογική αυτοσυντήρηση, η οποία οφείλεται χάρη στην κοινωνική πειθάρχηση.
Αμέσως λοιπόν θα επενέβαιναν οι κοινωνικοί αμυντικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί οι
οποίοι περιορίζουν όσους διακηρύττουν το «δικαίωμα» του καθενός να επιζητεί την
ωμή υλική δύναμη και να επιβάλλεται στους υπόλοιπους με μόνο επιχείρημα την ωμή
υλική δύναμη.
Ο
δεύτερος λόγος είναι ότι οι θεωρίες που εξυμνούν την επικράτηση του υλικά
δυνατότερου δεν κατορθώνουν να εξηγήσουν την κακοτυχία όσων τις επικαλούνται.
Όταν λ.χ. οι Ναζί νικούσαν, τα πρώτα χρόνια του Β’ Π.Π., τούς ήταν εύκολο να
μιλούν για την «δύναμη» των Άρειων, δηλαδή των ίδιων. Ωστόσο η ταπεινωτική ήττα
τους τούς γελοιοποίησε, αφού απέδειξε πως δεν είναι οι «δυνατοί», άρα τους
αξίζει περιφρόνηση (αφού ο αδύναμος πρέπει να τσαλαπατιέται δίχως ενοχές,
σύμφωνα με τις θεωρίες της εξύμνησης της υλικής ισχύος). Δηλαδή η ήττα των
υποστηρικτών τέτοιου είδους θεωριών αποδεικνύει αβάσιμο το περιεχόμενο αυτών των
θεωριών και γι’ αυτό τέτοιες θεωρίες χρησιμεύουν μόνο για τον καιρό των νικών, ο
οποίος όμως – πράγμα σύνηθες – δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Επειδή τέτοιες
θεωρίες είναι μονιστικές, δεν έχουν θεωρητική εξήγηση για ενδεχόμενες
νίκες του Εχθρού επί των εκπροσώπων τους (πώς θα μπορούσαν να εξηγούν άλλωστε
την νίκη του Εχθρού, ο οποίος εξ αρχής χαρακτηρίζεται ως «αδύνατος»;). Καμμιά
ιδεολογία δεν γίνεται αποδεκτή αν δε μπορεί μέσω της ερμηνείας να διασκεδάσει
τις ήττες των υποστηρικτών της και τις νίκες του Εχθρού.
Γι’
αυτούς τους λόγους, όσο κι αν ενίοτε επανέρχεται ως μοτίβο ο ατομικιστικός
νιτσεϊσμός της θέλησης για δύναμη, πάντα οι
υποστηριχτές του θα αναγκάζονται να βάζουν νερό στο κρασί της θεωρίας τους και
να μην τραβούν ώς το τέλος τις απόψεις τους παρά, παραδόξως και κωμικώς, στο
τέλος κάνουν και μια ομολογία πίστεως στον Λόγο και στην Ανθρωπότητα – εάν δεν
θέλουν να είναι εις αεί οι απόβλητοι της πνευματικής κοινωνίας.
Πρακτικά
σχεδόν κανείς δεν εξεγείρεται εναντίον όσων (δείχνουν εμπραγμάτως ότι) θέλουν
υλική δύναμη αλλά διακηρύσσουν πως δε θέλουν υλική δύναμη.
Ωστόσο, εάν
αυτοί οι ισχυροί επιπλέον διακήρυτταν πως αυτός είναι ο στόχος τους και πως το
δίκαιο του ισχυρότερου έχει σημασία μόνο, τότε θα ήταν αντικείμενο κατακραυγής.
Υπάρχει
βέβαια άλλος τρόπος να επικρατεί κάποιος στον τομέα του πνεύματος κι έτσι να
διοχετεύει εκεί την θέλησή του για δύναμη. Αντί να διακηρύσσει πως ύψιστη αξία
(πρέπει να) είναι η θέληση για υλική δύναμη (εννοώντας πως αυτός επιδιώκει δίχως
ηθικούς φραγμούς το «χυδαίο» συμφέρον του), μπορεί να αποδεχτεί ότι ύψιστη αξία
είναι το συλλογικό καλό, η επιβίωση της ομάδας (ή της ανθρωπότητας), αλλά να
διαφυλάξει για τον εαυτό του το προνόμιο να αποφασίσει αυτός πώς θα εξασφαλιστεί
η επιβίωση της ομάδας/ανθρωπότητας. Εξ ανάγκης δηλαδή ο αγώνας για ισχύ, ενώ
υλικώς εξακολουθεί να είναι χυδαίος και αμείλικτος (τσαλαπάτημα του αδύνατου)
ωστόσο θεωρητικώς παύει να είναι χυδαία εξύμνηση της υλικής δύναμης και
μετατρέπεται σε αγώνα για την επικράτηση της ορθότερης ερμηνείας ή λύσης για την
σωτηρία της ομάδας/ανθρωπότητας. Ασφαλώς αυτό μοιάζει και είναι εν μέρει αληθές:
στην κοινωνία του πνεύματος αναγνωρίζεται ως ιδεώδες η σωτηρία του συνόλου και
όχι η υλική δύναμη. Ωστόσο όσοι έχουν προηγουμένως εξασφαλίσει την κατοχή υλικής
δύναμης (μέσω της χυδαίας – στα μουλωχτά – διαδικασίας του ποδοπατήματος των πιο
αδύνατων) προσπαθούν να επηρεάσουν το χώρο του πνεύματος και των ιδεών
επιβάλλοντας (π.χ. μέσω των ΜΜΕ που ελέγχουν) την δική τους αντίληψη περί ορθής
λύσης για την επιβίωση του συνόλου (και πάλι δεν τολμούν να διακηρύξουν το
«μυστικό της επιτυχίας» τους). Βέβαια υπάρχουν και οι διανοούμενοι, οι οποίοι
νομίζουν ότι οι δικές τους λύσεις επικρατούν στην κοινωνία του πνεύματος ως το
Δέον για την επιβίωση των ανθρώπων. Χωρίς να αμφιβάλλει κανείς για την επιρροή
των απόψεών τους, είναι βέβαιο ότι όχι σπάνια επικρατούν οι πνευματικές απόψεις
των υλικά ισχυρών. Διότι ασφαλώς όλοι έχουν άποψη, φτωχοί και πλούσιοι, ισχυροί
και αδύνατοι, ωστόσο μόνο όποιος έχει την δυνατότητα να διαδίδει σε μεγάλες
ανθρώπινες μάζες τις απόψεις του, να τους κάνει πλύση εγκεφάλου, αυτός έχει
μεγαλύτερη πιθανότητα να πείσει, όχι ασφαλώς επειδή είναι πιο μορφωμένος ή πιο
καλή η πρότασή του, αλλά γιατί μπορεί να αποκλείει τις απόψεις των άλλων
προωθώντας τη δική του. Άρα ακόμη και από τον πλάγιο (ως προς τον τρόπο
επίτευξης της κυριαρχίας του ισχυρότερου) δρόμο της ερμηνείας/άποψης για την
επιβίωση των Ανθρώπων, επικρατεί εν μέρει το δίκαιο του υλικά ισχυρότερου, αρκεί
η διαδικασία αυτή να γίνεται ασυναίσθητα και ασυνείδητα και να μην κατανοεί
κανείς ότι ακόμη και η θεωρητική παραίτηση από την θέληση για δύναμη δεν έχει
τόση σημασία αφού έχει συνέπεια τον αγώνα για επικράτηση της προσωπικής
κοσμοθεωρίας. Ασφαλώς δεν υπονοείται εδώ ότι οι υλικά κυρίαρχοι είναι «ύπουλοι»:
οι υλικά κυρίαρχοι πιστεύουν (όπως και ο καθένας) ότι οι απόψεις τους (δηλαδή τα
συμφέροντά τους) είναι αντικειμενικά ορθές· δεν πιστεύουν ότι εξαπατούν τον
κόσμο.
Ακόμη και η θεωρία που εξυμνεί την επιτυχία και
δακτυλοδείχνει τους «επιτυχημένους» ως άξιους διόλου δεν τονίζει (στη θεωρία)
ότι αυτοί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ποδοπάτησαν τους συνανθρώπους τους, αλλά
ότι αυτοί «έπαιξαν» τίμια, σύμφωνα «με τους κανόνες», «τους οποίους δεν έθεσαν
αυτοί» (υπονοώντας «άρα οι κανόνες ήταν αμερόληπτοι»)· επομένως καμμία διακήρυξη
της θεωρίας του ισχυρότερου δεν δέχεται ότι κάνει η θεωρία των επιτυχημένων.
Υπάρχουν
δύο απόψεις για την προέλευση αυτού που θεωρείται «δίκαιο» και για την προέλευση
της «αντίληψης περί δικαίου». Η μία θεωρεί πως το «δίκαιο» (και συνεπαγομένως η
«ηθική») είναι δημιούργημα των δυνατών. Αυτοί, προκειμένου να εξουσιάζουν τους
αδύνατους επινόησαν το δίκαιο και του έδωσαν μάλιστα μεταφυσική χροιά, ώστε μέσω
του δικαίου να εξουσιάζουν τους περισσότερους. Η άλλη άποψη θεωρεί πως το
«δίκαιο» είναι δημιούργημα των πολλών, ώστε να εξαναγκάσουν τους δυνατούς να
φέρονται «πολιτισμένα» και όχι βάσει της ισχύος τους. Ως προς την πρώτη άποψη
πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι συνωμοσιολογική αλλά κι ότι δεν θα συνέφερε τους
δυνατούς να βάλουν ένα κανόνα βάσει του οποίου θα κατακρίνονταν συνεχώς ως
άδικοι και ανήθικοι. Υπάρχει όμως και μια παραλλαγή της θεωρίας αυτή. Ως προς
την δεύτερη θεωρία φαντάζει αρκετά απίθανο να κατόρθωσαν οι αδύνατοι να
επιβάλουν ως κατεστημένη κοινωνική θεωρία αυτήν την θεωρία περί δικαίου, δίχως
οι δυνατοί να αντιδράσουν στην θεωρητική αποδοχή της.
Παραλλαγή της πρώτης θεωρίας είναι η άποψη που παραθέσαμε: Ότι οι δυνατοί δεν
μπόρεσαν να επιβάλουν ως αυτονόητο το ωμό δίκαιο του ισχυρότερου και γι’ αυτό
επέλεξαν να ισχυρίζονται ότι δεν το επιδιώκουν και ότι επιδιώκουν το καλό της
ανθρωπότητας. Ωστόσο το ισχυρίζονται ειλικρινά, συνήθως. Ή ακόμη κι αν αρχικά
δεν το ισχυρίζονται ειλικρινά, από την πολλή προπαγάνδα που κάνουν στους άλλους,
στο τέλος πιστεύουν κι αυτοί πως ωφελούν την ανθρωπότητα ή τουλάχιστον πως δεν
τη βλάπτουν ή πως έχουν το ηθικό δίκαιο με το μέρος τους.
Έτσι
λοιπόν δίκαιο του ισχυρότερου ως κοσμοθεωρία απορρίπτεται με αγανάκτηση από
όλους τους ανθρώπους και ειδικά από τους κυρίαρχους ή τους ισχυρούς της στιγμής,
και είναι απολύτως βεβαιωμένο πως δεν πρόκειται να γίνει κοινωνικά αποδεκτή και
κυρίαρχη ιδεολογία (δλδ πάντοτε θα επικρίνεται). Από την άλλη θα επικρατεί πάντα
εμπράκτως. Ίσως κάποιοι αμφισβητήσουν ως απαισιόδοξη την άποψη ότι το δίκαιο του
ισχυρότερου θα επικρατεί εμπράκτως πάντα. Ας δούμε λοιπόν αν γίνεται
διαφορετικά. Λογικώς υπάρχουν δύο τρόποι να πάψει κάποτε να ισχύει το δίκαιο του
ισχυρότερου εμπράκτως. Ο ένας είναι να καταστραφούν οι ισχυροί, να χάσουν την
δύναμή τους και να εξισωθούν με τους άλλους (εδώ βέβαια το σχήμα είναι απλοϊκό:
ισχυροί-αδύνατοι, ενώ υπάρχει διαστρωμάτωση. Με την έννοια ότι θα υπάρξει
πάνω-κάτω εξίσωση όλων ως προς τη δύναμη). Ο δεύτερος είναι να πειστούν όλοι οι
άνθρωποι, δίχως βίαια μέσα, ότι το δίκαιο του ισχυρότερου δεν πρέπει να γίνεται
αποδεκτό ούτε στην πράξη. Η πρώτη περίπτωση είναι αδύνατη, γιατί προκειμένου να
καταστραφούν οι ισχυροί και να χάσουν την δύναμή τους απαιτείται δύναμη
τουλάχιστον ίση με αυτήν που οι ισχυροί έχουν. Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι
όποιοι συγκέντρωσαν τόσο τεράστια δύναμη στα χέρια τους, θα την απεμπολήσουν.
Ιστορικά ποτέ δε συνέβη κάτι τέτοιο. Πάντα οι απελευθερωτές ανακηρύσσονται
σωτήρες και κυβερνήτες ή (ακόμη χειρότερο από πλευράς αντιεξουσιασμού)
πνευματικοί καθοδηγητές. Γκρεμίζοντας τους ισχυρούς δια της βίας δεν γκρεμίζεται
λοιπόν το δίκαιο του ισχυρού αλλά ο συγκεκριμένος ισχυρός. Αναφέραμε παραπάνω
ότι αυτή είναι η μοίρα των ισχυρών: κάποτε ποδοπατούνται από τον επόμενο ισχυρό.
Τα πρόσωπα αλλάζουν, η ισχύς του νόμου αυτού όχι. Η δεύτερη περίπτωση είναι
επίσης αδύνατη, για δύο λόγους. Ο πρώτος ότι οι άνθρωποι κρυφά είναι αρχομανείς
(τα στάδια της θέλησής τους για δύναμη είναι τα εξής: ο αδικημένος θέλει «απλώς
ισότητα», ο δεύτερος σε τάξη ισχυρός θέλει «συνεκμετάλλευση των αδύνατων», ο
ισχυρότερος θέλει αιώνια ισχύ) και μπορεί να αποδέχονταν την πρόταση να
γκρεμίσουν τους ισχυρούς από τους θρόνους τους, αλλά αμέσως μετά θα έβαζαν τον
εαυτό τους, είτε ως τον υλικά ισχυρό ηγέτη είτε (ακόμη χειρότερα) ως τον
πνευματικό καθοδηγητή. Ο δεύτερος είναι ότι οι άνθρωποι ποτέ δε θα συμφωνούσαν,
όλοι μαζί, σε τέτοια θέματα. Οι βολεμένοι ή οι αδιάφοροι ή όσοι πιστεύουν ότι η
εξουσία/ισχύς δεν είναι φύσει κακό ίσως δε θα συμφωνούσαν. Αν όμως δεν
συμφωνούσαν όλοι, δε θα μπορούσε να επιβληθεί η κατάργηση της ισχύος παρά δια
της βίας. Αν επιβαλόταν δια της βίας όμως, τότε θα έπεφτε μόνο ο συγκεκριμένος
ισχυρός, όχι ο νόμος που θέλει το δίκαιο του ισχυρού να επικρατεί, όπως είπαμε.
Ενώ
λοιπόν το δίκαιο του ισχυρότερου ισχύει στην πράξη, δεν μπορεί να ισχύσει στη
θεωρία, να γίνει αποδεκτό κοινωνικά ως θεωρία. Υποκρισία των ισχυρών; Μάλλον
όχι, τόσο διότι και οι ισχυροί πιστεύουν (η «καλή συνείδησή» τους εκλογικεύει –
όπως η συνείδηση του καθενός μας – τα πράγματα ώστε να αυτοεπιβεβαιώνονται, όπως
όλοι μας) ότι έχουν δίκαιο, άρα δε θα τους χαρακτηρίζαμε υποκριτές, όσο και
γιατί μερικά πράγματα γίνονται και δε λέγονται, αλλά και γιατί οι αδύνατοι δεν
είναι ηθικώς καλλίτεροι αλλά απλώς φθονεροί που επιζητούν να γίνουν αυτοί
ισχυροί στη θέση των ισχυρών (τότε θα άφηναν κατά μέρους τις διαμαρτυρίες ότι
αδικούνται). Στην πράξη μεν το δίκαιο του ισχυρότερου δεν μπορεί να καταλυθεί,
στην θεωρία δε η αποδοχή του δίκαιου του ισχυρότερου θα κατέλυε τον πολιτισμό
(άρα ακόμη και την συμβατική – ας μη το ξεχνάμε – δύναμη του ισχυρότερου).
Ένα
παράδοξο του δίκαιου του ισχυρότερου είναι ότι κανείς δεν μπορεί, πέρα από τις
ολοφάνερες περιπτώσεις, (π.χ. σύγκριση στρατών ΗΠΑ και Ελλάδας ή Γαλλίας και
Αιθιοπίας), να γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικά ισχυρότερος. Είναι σαν να
παίζουν δύο ομάδες ποδόσφαιρο. Δεν μπορεί κανείς να ξέρει ποιος είναι ο
καλύτερος προτού τη λήξη του αγώνα. Έτσι η ισχύς αρκετές φορές φαίνεται να είναι
ακαθόριστη ποσοτικώς· εδώ έχει ενδιαφέρον η απειλή χρήσης βίας μέ τη βοήθεια της
(φανταστικής ή πραγματικής) ισχύος που διαθέτει ο καθένας, άτομα, ομάδες, κράτη
προς άλλα άτομα, ομάδες, κράτη, αντίστοιχα. Πολλές φορές ο εκφοβισμός γίνεται
στη βάση της επίκλησης μιας ισχύος η οποία δεν είναι αυτή που παρουσιάζεται να
είναι. Το Ισραήλ μπορεί να νικήσει κατά κράτος λ.χ. τα γειτονικά του έθνη,
ωστόσο είναι ανυπεράσπιστο πρακτικώς σε ρουκέτες που εκτοξεύονται από το πουθενά
εναντίον του εδάφους του ή σε ανθρώπους που αυτοανατινάζονται σε πλατείες και
μαγαζιά, όσο κι αν κατέχει πυρηνικά όπλα το ίδιο. Ο ονομαστικώς ισχυρός δεν
είναι και ο πραγματικά ισχυρός ή όσο φαίνεται ότι είναι. Γι’ αυτό, όχι λίγες
φορές, μπορούμε να αποφανθούμε (και αυτό ισχύει ειδικά για διαπροσωπικές ή
διατομικές σχέσεις, όχι μόνο για διεθνικές) για το ποιος είναι ο ισχυρότερος
μόνο μετά την λήξη της αντιπαράθεσης.
Ακόμη
ένα παράδοξο είναι ότι μέσω της αντιπαράθεσης ο πλέον αποδεδειγμένα ισχυρότερος
επιβάλλει μεν το δίκαιο του ισχυρού, αλλά μπορεί είτε να αποδυναμωθεί (πύρρειος
νίκη κι όχι μόνον· π.χ. η Αγγλία στους δύο Π.Π. νίκησε αλλά αυτό της στοίχησε
την απώλεια της αυτοκρατορίας της λόγω εξάντλησης) είτε να ενδυναμωθεί
«απορροφώντας» τη δύναμη του ηττημένου. Αν ισχύσει το πρώτο, τότε κυριολεκτικά η
(σίγουρη πια) γνώση για την κατεχόμενη δύναμη συνεπάγεται την απώλειά της. Αν
όμως η σίγουρη γνώση αναφέρεται σε κάτι παρελθόν, τότε πριν την αντιπαράθεση ή
κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης οι αντιπαρατιθέμενοι μπορούν να ισχυρίζονται
ο καθένας ότι είναι ο ισχυρότερος.
Το
δίκαιο του ισχυρότερου είναι συμβατικό και ότι μόνο μέσα στα πλαίσια του
«πολιτισμού», ακόμη και οι υλικές εκδοχές του, είναι δυνατόν να εξακολουθεί να
ισχύει. Σε συνθήκες πολιτισμού, δηλαδή κοινωνικής πειθάρχησης όλων (ή σχεδόν
όλων, πλην εγκληματιών) ο πλούσιος ιδιοκτήτης εταιρείας μπορεί να χαίρεται τα
εκατομμύριά του χάρη στην ασφάλεια που νοιώθει. Σε συνθήκες έλλειψης πολιτισμού
όμως, δηλαδή αγώνα όχι τόσο «όλων κατά όλων», αλλά «αγώνα δίχως καθόλου
προσχήματα», τα εκατομμύρια δεν σώζουν από βάνδαλους και μάζες που σφάζουν και
αλληλοσφάζονται λεηλατώντας τα πάντα. Όμως, όπως προείπαμε παραπάνω, εάν ποτέ
επικρατούσε θεωρητικώς, εάν γινόταν και στο θεωρητικό επίπεδο αποδεκτό το δίκαιο
του ισχυρότερου, η εξύμνηση της υλικής ισχύος, τότε θα καταλυόταν ο πολιτισμός
με ό,τι – μόλις αναφέραμε – συνεπάγεται αυτό (ή, αν δεν καταλυόταν, θα
επενέβαιναν οι κοινωνικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί και θα απαγόρευαν τέτοιες
απόψεις). Άρα: δεν συμφέρει στους υλικά ισχυρούς να γινόταν αποδεκτό κοινωνικά
και σε θεωρητικό επίπεδο το αξίωμα «είναι ηθικά σωστό ο ισχυρότερος υλικώς να
εξουσιάζει τους υπόλοιπους», διότι θα καταστρέφονταν. Τους συμφέρει να
επικρατούν έμπρακτα στο υλικό επίπεδο και πλαγίως στο πνευματικό επίπεδο, χάρη
στον πολιτισμό. (25/8/2006)
Ακριβώς επειδή το ποιος είναι ο δυνατός αποδεικνύεται μόνο εκ των υστέρων,
έπειτα από την σύγκρουση, η απόφανση «υπερισχύει ο ισχυρότερος» είναι σωστή όχι
από την σκοπιά εκείνη η οποία προδικάζει ποιος είναι ο ισχυρότερος
εκλογικεύοντας έτσι τις αξιώσεις ισχύος τού, κατά τα φαινόμενα, τωρινού
κυρίαρχου, του οποίου η ισχύς αμφισβητείται από άλλους, αλλά από τη σκοπιά
εκείνη η οποία είναι αυστηρά περιγραφική και συνάγει το συμπέρασμα ότι είναι μεν
αδύνατον να επικρατήσει κάποιος ανίσχυρος, ωστόσο το ποιος είναι ο ισχυρός
αποδεικνύεται μόνο εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την σύγκρουση. Συνεπώς η θεωρία «might
is right», «η
δύναμη δημιουργεί δίκαιο», την οποία υποστηρίζουν διάφοροι εξυμνητές της Δύναμης
είναι μεν σε τελική ανάλυση σωστή, αλλά δεν λέει κάτι υπέρ του δικαίου του
τωρινού ισχυρού, γιατί δεν αποδεικνύει ότι ο τωρινός κατά τα φαινόμενα ισχυρός
είναι στην και πραγματικότητα ισχυρός. Ούτε η θεωρία των «φρικιών της δύναμης»
(όσων δηλαδή δεν αναλύουν την ισχύ αξιολογικά ουδέτερα, αλλά με κρυφή ή φανερή
συμπάθεια προς το «μεγαλείο» της ισχύος, ειδικά της υλικής, και προς όσους την
κατέχουν) μπορεί να αποδείξει ότι ο ισχυρότερος μπορεί να εξαλείψει πλήρως τις
αντίπαλες δυνάμεις και να επιβάλει πλήρως το δικό του δίκαιο. Εάν ο ισχυρότερος,
ο οποίος κατά τους εξυμνητές της δύναμης μπορεί και επιβάλλει το δίκαιό του,
προσπαθούσε να το επιβάλει απόλυτα, το πιθανότερο είναι ότι, όντας μη πανίσχυρος, θα
καταστρεφόταν αποδεικνύοντας ότι η ισχύς είναι κάτι του οποίου η κατοχή
αποδεικνύεται στην πράξη. Είναι και Δέον συγχέονται τόσο πολύ από διάφορους, από
εθνικοσοσιαλιστές και κοινωνικούς δαρβινιστές έως
οπαδούς της φιλοσοφίας της Ayn
Rand, ώστε είναι αδύνατη από αυτούς η κριτική θεώρηση του φαινομένου της
ισχύος.
(10/8/2007)